Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποιήματα από Γυναίκες (ανθολογία)

Επι­λο­γή και επι­μέ­λεια: Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ποι­ή­μα­τα από Γυναί­κες ποι­ή­τριες της νεό­τε­ρης γενιάς αλλά και παλαιό­τε­ρων, δημο­σιεύ­ου­με σήμε­ρα στο περιο­δι­κό Ατέ­χνως με αφορ­μή την Παγκό­σμια Ημέ­ρα της Γυναί­κας θέλο­ντας να συνει­σφέ­ρου­με και από την πλευ­ρά μας στην ανά­δει­ξη της εικό­νας ότι οι γυναί­κες ισό­τι­μα με τους άντρες ποι­η­τές (ή και ακό­μα καλύ­τε­ρα, για­τί όχι) μπο­ρούν να ανα­δεί­ξουν τις κρυμ­μέ­νες πλευ­ρές του ανθρώ­πι­νου ψυχι­σμού, τους υπαρ­ξια­κούς και κοι­νω­νι­κούς μας φόβους, εξε­ρευ­νώ­ντας (και στη­λι­τεύ­ο­ντας κατά περί­πτω­ση) τις αιτί­ες της κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας και της κατα­πί­ε­σης ή επι­κοι­νω­νώ­ντας, πάλι κατά περί­πτω­ση, με τις αγω­νί­ες της ζωής, με τα προ­σω­πι­κά τους όνει­ρα και τις ελπί­δες τους. Σε άλλες περι­πτώ­σεις ασχο­λού­νται και με τον άντρα, ως σύντρο­φο και ερα­στή ή ως δυνά­στη ή με τον απο­τυ­χη­μέ­νο, χωρίς αντα­πό­κρι­ση έρω­τα, χωρίς να υπο­κύ­πτουν σε γλυ­κα­νά­λα­τους ρομα­ντι­σμούς, απο­δο­μώ­ντας, ηθε­λη­μέ­να ή αθέ­λη­τα, το στε­ρε­ό­τυ­πο της ροζ συγγραφέως.

Συγκε­κρι­μέ­να, η νέα γενιά ποι­η­τριών έχει να μας δώσει πολ­λά, τόσο στην ίδια την ποί­η­ση ως τέχνη και τρό­πο έκφρα­σης, όσο και στην κατα­νό­η­ση του κόσμου μας, πολ­λές φορές καλύ­τε­ρα και από κάποιον άντρα ποι­η­τή και δημιουρ­γό. Η ηθο­ποιός Πελα­γία Φυτο­πού­λου απο­τε­λεί μια τέτοια περί­πτω­ση ποι­ή­τριας, που όπως σημειώ­νει και ο Νίκος Κατσια­ού­νης σε παρέμ­βα­ση του στο περιο­δι­κό «Βαβυ­λω­νία», έρχε­ται να δια­τα­ρά­ξει (με τα ποι­ή­μα­τά της) με άμε­σο τρό­πο την κανο­νι­κό­τη­τα της καθη­με­ρι­νής ζωής. Δια­βά­ζου­με, για παρά­δειγ­μα, στο ποί­η­μα της «Κού­κος» από την ομώ­νυ­μη συλ­λο­γή (που απο­τε­λεί και την πρώ­τη της εκδο­τι­κή από­πει­ρα) που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις «Θρά­κα»:

στη ζωή μου
δε θέλη­σα ν’ αφήσω
κάτι
πίσω
ούτε στε­ριά
ούτε θάλασ­σα
τα βρά­δια μοναχά
ένα μονό­γραμ­μα στα χεί­λη μου
σαλεύ­ει
μικρό κήτος εκπαιδεύει
τη βρο­χή μου
μια φτε­ρού­γα Διόσκουρη
ανε­μί­ζει
στο ύστε­ρο της τύχης
που ξέχα­σα να κουρντίσω
οι τρό­φι­μοι με λένε
Κού­κο
για­τί περ­νώ πρόστυχα
τον τοί­χο
τους δια­σκε­δά­ζει έπειτα
ένας χωρι­κός να μελοποιεί
την αδιάλ­λα­κτη ανυ­παρ­ξία μου
ένα βαλ­σά­κι του ’30
εγώ τους λέω παραμύθια
για να μ’ ευχα­ρι­στή­σουν οι αθεόφοβοι
κατου­ρά­νε τις αλυ­σί­δες τους
να γίνει το ποδά­ρι τους
κυπα­ρίσ­σι σκαλιστό
να ’χω κι εγώ
κάπου να κλάψω
στις ντου­ζιέ­ρες μοι­ρά­ζουν σταυρουδάκια
και οι ψεί­ρες σαλιώ­νουν τα καρφιά

Η Ρω Δέλ­τα είναι επί­σης μια ποι­ή­τρια της νέας γενιάς, με αιχ­μη­ρή και καυ­στι­κή, ποι­η­τι­κή γρα­φή, που δεν συμ­βι­βά­ζε­ται με τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο από το από­λυ­το, δηλα­δή με την κοι­νω­νι­κή και προ­σω­πι­κή ελευ­θε­ρία, τόσο τη δική της, όσο και της κοι­νω­νί­ας γενι­κό­τε­ρα, φωνή υψώ­νο­ντας γεν­ναία απέ­να­ντι σε κάθε υπο­κρι­σία, απέ­να­ντι σε κάθε καθω­σπρε­πι­σμό, υπε­ρα­σπί­ζο­ντας την αλή­θεια με κάθε τρό­πο αξιο­ποιώ­ντας τη δύνα­μη μιας ποί­η­σης που δεν είναι απλά καταγ­γελ­τι­κή αλλά ανε­ξάρ­τη­τη, δύνα­μη δημιουρ­γί­ας. Όπως ακρι­βώς στο ποί­η­μά της «Ανε­ξι­χνί­α­στες δολο­φο­νί­ες» που θα βρού­με στην ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή «(Τα) (Αν)επίκαιρα» από τις εκδό­σεις «Ωκε­α­νί­δα»:

Σκο­τώ­στε τους γονείς των ποι­η­τών, λοιπόν,
τους αγα­πη­μέ­νους, τις ιδιαί­τε­ρές τους σχέσεις
δολο­φο­νή­στε και τους ίδιους αργότερα,
όταν, τους απο­δυ­να­μώ­σε­τε και τους μολύ­νε­τε ανεπιστρεπτί
τις άμυ­νες εξου­δε­τε­ρώ­στε ύπου­λα, αδιόρατα… 

ποιος ανό­η­τος και λιγό­ψυ­χος πίστε­ψε ότι η αλήθεια
σταματάει

με ηχη­ρές απου­σί­ες και κομ­μέ­νες γλώσσες
ή ίσως και ξερι­ζω­μέ­νες καρδιές,

κορ­μιά άψυχα;

gunaika3

Φυσι­κά, η παλαιό­τε­ρη γενιά ποι­η­τριών, είτε βρί­σκο­νται στη ζωή, είτε όχι, δεν είναι αμέ­το­χη των ποι­η­τι­κών πραγ­μά­των. Η ποι­ή­τρια της Γενιάς του ’70 και ιδρυ­τι­κό μέλος της Εται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, Νατά­σα Χατζη­δά­κι, που πρό­σφα­τα έφυ­γε από κοντά μας, με ακρί­βεια χει­ρουρ­γού μιλά­ει για ένα ζήτη­μα που απο­τε­λεί ταμπού ακό­μα και για σήμε­ρα. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά στο ποί­η­μά της «Πορ­τραί­το ενός πρώ­ην ερα­στή» πως:

Είσαι μία πόλη Σκυθική.
Σκα­πά­νες των Ασσυ­ρί­ων μόλις ανασύρουν.
Ναυά­γιο ανελκύεσαι.
Με τα εντό­σθια πλή­ρη. Γλι­στε­ρά σκεύη. Δοχεία.
Θαλάσ­σιους οργα­νι­σμούς. Κήτη και ρόδακες.
Ένα αόρα­το Σύμπαν σε συντήρησε.
Δεν είσαι ένας Ίκα­ρος πού πέφτει τώρα. Θα χρειαζόσουν
ένα Δαί­δα­λο επιει­κή — μία διαρ­κή διψο­μα­νία για τα ύψη.
Σκό­ντο μη χάους. Πριν από σένα, μια παγω­νιού ουρά.
Δια­λυ­μέ­νη ουρά μετε­ω­ρί­τη συλημένη.
Δρο­σε­ρή σαμπά­νια. Καυ­τε­ρό φρα­πέ, πριν από σένα.
Έστω. Σε ακολουθούν.
Και ως ναυά­γιο, ανελ­κύ­ε­σαι, υπάρχεις.
Εφε­δρι­κό­τε­ρος από σένα μόνον ο ‘Ήλιος.
Αυτή την νύχτα, το περισ­σό­τε­ρο Αστέ­ρι δραπετεύει.
Η πιο ψηλα­φη­τή μονο­το­νία σε σάρ­κες υπαρκτές
θα κατα­φύ­γει.
Προς φτέ­ρην.
Προς νήσον.
Να σεί­ε­σαι. Θαυ­μά­ζο­ντας τις χαράδρες.
Έντο­μα φύο­νται στα μαλ­λιά σου.
Φτύ­νουν το λίπος. Και φθίνουν.

Παράλ­λη­λα, οι ποι­ή­τριες των παλαιό­τε­ρων γενιών δεν μένουν αδιά­φο­ρες και σε θέμα­τα, όπως προ­εί­πα­με, προ­σω­πι­κής φύσε­ως, που όμως δεν τα αντι­με­τω­πί­ζουν από μια ατο­μι­κι­στι­κή σκο­πιά, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας πως η ζωή τους (μας) είναι πολύ σημα­ντι­κή για να ανα­λώ­νε­ται στην καθη­με­ρι­νή ανοη­σία και την υπο­τα­γή. Η Χανιώ­τισ­σα ποι­ή­τρια και εικα­στι­κός Ελέ­νη Μαρι­να­κη, μας δίνει αυτή την εικό­να στο ποί­η­μα που ακο­λου­θεί από την συλ­λο­γή της «Εδώ στο λίγο»:

Αγα­πη­τέ κύριε διευθυντή
της εφημερίδας
σας στέλ­νω δέμα τυλιγμένο
τη ζωή μου,
βέβαια δεν ξέρω πόσο χώρο
θα πιά­σει δίπλα
στα καλοδεμένα
χρω­μα­τι­στά χαρτιά
που έχε­τε συλλέξει
με τις ζωές των άλλων.

Η δική μου ζωή
προ­ε­ξέ­χει από παντού
και φαντάζομαι
δε θα χωράει
στα καλ­λι­γρα­φι­κά σας
στις στε­νές στήλες
των σελί­δων σας.

Είναι και κάτι άλλο,
κάθε τόσο πρέπει
να αλλάζετε
το περιτύλιγμα.

Μια κρυ­φή υγρασία
κόκκινη
ανά­βει ξαφνικά
και ποτί­ζει τις λέξεις
με αίμα.

gunaika2

Θα κλεί­σου­με αυτό το πρό­χει­ρο αφιέ­ρω­μα με ένα ταξί­δι σε εκεί­νες τις ποι­ή­τριες που σημά­δε­ψαν την ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή, ας μας επι­τρα­πεί αυτή η ανί­ε­ρη λέξη όταν ανα­φέ­ρε­ται στην ποί­η­ση που αγα­πή­σα­με, στην πολυα­γα­πη­μέ­νη Μαρία Πολυ­δού­ρη και στην σχε­τι­κά άγνω­στη στο ευρύ κοι­νό, Μάτση Χατζη­λα­ζά­ρου, σύντρο­φο και μού­σα του υπερ­ρε­α­λι­στή ποι­η­τή Ανδρέα Εμπει­ρί­κου και ιδιό­μορ­φη ποι­ή­τρια η ίδια, με δύο ποι­η­τι­κές κατα­θέ­σεις τους, χαρα­κτη­ρι­στι­κές του ύφους τους όσο και της επο­χής, με την ευχή, η σύγ­χρο­νη ποί­η­ση που ήδη πατά­ει πάνω σε ώμους γιγά­ντων να σπά­σει τα δεσμά της κοι­νω­νι­κής (και εκδο­τι­κής) υπο­τα­γής, όσο και τα αισθη­τι­κά όρια που (προ­σπα­θούν) να επι­βάλ­λουν πάνω στην έκφρα­ση του ανθρώ­πι­νου πόνου και των ονεί­ρων μιας κοι­νω­νί­ας που δεν πρέ­πει να χωρί­ζε­ται σε φύλα, θρη­σκεί­ες, χρώ­μα και που πάνω από όλα πρέ­πει να σπά­σει τους δεσμούς που επι­βάλ­λει ο μικρο­α­στι­κός εγω­ι­σμός και η ταξι­κή κοινωνία.

Περη­φά­νεια, Μαρία Πολυδούρη

Ἔμει­να, καρ­τε­ρώ­ντας σε, ὡς ποὺ τὸ ἀστέ­ρι ἐφάνη
τῆς χαραυ­γῆς ψηλά.
Μὰ ἡ φλό­γα τους τὰ δάκριά μου τἄχε ὅλα πιὰ ξεράνει
κι᾿ οὔτε ὁ ψυχρὸς Λυκα­βητ­τὸς μ᾿ ἄκου­σε, σιωπηλὰ
καθὼς θρη­νο­ῦσα τὄνει­ρο πὤσβη­νε στὴν καρ­διά μου.

Ὤ, τώρα ποὺ σὲ φέρα­νε οἱ στιγ­μὲς σιμά μου, πάλι
τ᾿ ἄστρο θὰ καρτερῶ,
γιὰ νὰ τοῦ πῶ, κρα­τώ­ντας τὸ δάκρι πὤχει προβάλει
στὰ μάτια μου σὰν τὴ χαρὰ θερ­μὸ καὶ λαμπερό,
–τον εἶχα ἀπό­ψε ὅλον καη­μὸ μέσα στὴν ἀγκα­λιά μου!

(ανέκ­σο­το ποί­η­μα που το αλιεύ­σα­με στο δια­δί­κτυο)

[Ετού­τος είναι ο τόπος της ζωγρα­φι­κής], Μάτση Χατζηλαζάρου

Ετού­τος είναι ο τόπος της ζωγραφικής
ετού­τος είναι ο τόπος της ποίησης
Τα δέντρα το χει­μώ­να είναι γυμνά από τα φύλ­λα τους, μ’ από κάθε κλα­ρί όλων των δέντρων στους μεγά­λους δρό­μους και στα σοκά­κια (στους μικρούς) και στις πλα­τεί­ες φυτρώ­νει μια ρεμβαστική
ποί­η­ση χλω­ρή, αν και είναι τόσο κρύ­ος ο χειμώνας
Τα σπί­τια είναι μαυ­ρι­σμέ­να απ’ όλες τις σκιές
Με κυνη­γά­ει ο τόπος μου
Με κυνη­γά­ει ο τόπος μου
εδώ
στην πόλη της ζωγραφικής
εδώ, που τον χειμώνα
από κάθε κλα­ρί δέντρου στη λεω­φό­ρο, στα δρο­μά­κια, στις πλατείες
φυτρώ­νει μια ποί­η­ση λίγο ρεμβαστική
εδώ που οι πέτρες
είναι κλή­μα­τα
τα τσα­μπιά τα είδα
Μα εμέ­να με κυνη­γά­ει ο τόπος μου
εμέ­να που δεν ξέρω ν’ αγκαλιάσω
με κυνη­γά­ει το παιδί
εκεί­νο που θα ’πρε­πε να ’χα γεννήσει
αντί να κρύ­βου­μαι ξεφεύ­γο­ντας μες σε τίπο­τε ράφια μαγα­ζιού, ή
        μες στον Proust και τις aubépines
ίσως να με κυνη­γά­νε μάλι­στα δυο τρία παιδιά
εμέ­να με κυνη­γά­ει ο Διόνυσος
και στην Ελλά­δα μια φορά
λίγο έλει­ψε να με πιά­σει, στη Βάρκιζα
μα ποτέ δεν μπό­ρε­σα να σταθώ
να πω − να με εδώ θέλω να με πάρεις
τον γυμνό εαυ­τό μου
είμαι ένα ράφι γωνιακό
ό,τι και ν’ ακου­μπή­σεις απά­νω μου
πέφτει

(στο βιβλίο «Μάτση Χατζη­λα­ζά­ρου — Γράμ­μα­τα από το Παρί­σι στον Ανδρέα Εμπει­ρί­κο — (1946–1947) — Και άλλα ανέκ­δο­τα και πεζά της ίδιας περιό­δου», Εισα­γω­γή, υπο­μνη­μα­τι­σμός, επι­μέ­λεια: Χρή­στος Δανι­ήλ, εκδό­σεις Άγρα 2013)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο