Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποιος ήταν ο Σωκράτης;

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Γεν­νή­θη­κε στις 4 Ιου­νί­ου του 470 π.Χ. γεν­νή­θη­κε ο Έλλη­νας φιλό­σο­φος Σωκρά­της. Γιος του γλύ­πτη Σωφρο­νί­σκου και της μαμής Φαι­να­ρέ­της. Ακο­λού­θη­σε στα πρώ­τα χρό­νια της νιό­της του  τα επάγ­γελ­μα του πατέ­ρα του. Δεν ήταν όμως καμω­μέ­νος για μαρ­μα­ράς και γρή­γο­ρα άρχι­σε να δια­βά­ζει αφού είχε ήδη εντα­χθεί στον κύκλο του Αρχέ­λα­ου. Ο Αρχέ­λα­ος μπή­κε κατά τύχη στο εργα­στή­ριο που εργα­ζό­ταν ο Σωκρά­της και τον βρή­κε να συζη­τά­ει ζωη­ρά με τους άλλους εργά­τες σχε­τι­κά με το μισθό που έπρε­πε να πάρει. Ο τρό­πος που υπο­στή­ρι­ζε τα δικαιώ­μα­τά του ήταν τόσο επι­δέ­ξιος, ώστε έκα­νε τον Αρχέ­λαο να τον πάρει στον κύκλο των μαθη­τών του.  Ο Πλά­τω­νας παρου­σιά­ζει τον Σωκρά­τη να λέει στην «Απο­λο­γία» του πως η ενα­σχό­λη­ση με τη φιλο­σο­φία απο­τε­λού­σε γι’ αυτόν θεία εντολή.

Ηταν από τους θεμε­λιω­τές της φιλο­σο­φι­κής δια­λε­κτι­κής, δηλα­δή της εύρε­σης της αλή­θειας με την υπο­βο­λή ορι­σμέ­νων ερω­τή­σε­ων και της μεθο­δι­κής ανεύ­ρε­σης απα­ντή­σε­ων σε αυτές (το ερω­τάν και το απο­κρί­νε­σθαι). Ο Κ. Μαρξ τον ονό­μα­σε «προ­σω­πο­ποί­η­ση της φιλοσοφίας».

Ο Σωκρά­της πέρα­σε όλη του τη ζωή με ένα ατέ­λειω­το κου­βε­ντο­λόι στις παλαί­στρες, στην αγο­ρά, στα σαρά­φι­κα, συζη­τώ­ντας για το δίκαιο, την ανδρεία και την αρε­τή. Και το έκα­νε «σαν κανέ­νας ξιπα­σμέ­νος άγου­ρος νεα­νί­ας» με την προ­σποί­η­ση πως δεν το ξέρει και προ­σπα­θεί να το «ξεγεν­νή­σει». Και ανα­ρω­τιέ­ται ο Επί­κου­ρος, που απαι­τού­σε από το ρήτο­ρα να είναι σαφής και συγκε­κρι­μέ­νος: «Μα είναι σωστό ένας ολό­κλη­ρος άνδρας, να παίρ­νει πόζες, να χει­ρο­νο­μεί, να μορ­φά­ζει, να αρα­διά­ζει φρά­σεις και σχή­μα­τα θέλο­ντας να απο­δεί­ξει τα ανα­πό­δει­κτα». Πιο καυ­στι­κός ο Κολώ­της, μαθη­τής του Επί­κου­ρου, έχο­ντας στό­χο την περι­φρό­νη­ση του Σωκρά­τη για τις αισθή­σεις και τις φυσι­κές επι­στή­μες: «Πώς γνω­ρί­ζεις ότι το φαΐ είναι φαΐ, το πανω­φό­ρι πανω­φό­ρι και πώς να φυλά­γε­σαι από φίδια και λύκους».

Ο Σωκρά­της, που παρου­σιά­ζει ο σύγ­χρο­νός του Αρι­στο­φά­νης στις «Νεφέ­λες», είναι ένας ψευ­το­φι­λό­σο­φος, απα­τε­ώ­νας της σκέ­ψης και του λόγου, που ξυπό­λυ­τος, βρώ­μι­κος και κακο­μοί­ρης διδά­σκει σε μικρούς και μεγά­λους το τέχνα­σμα της αντι­λο­γί­ας, «τον ήττω λόγον κρείτ­τω ποιείν», δηλα­δή να μπο­ρεί να παρι­στά­νει κανείς το άδι­κο για δίκαιο και το ψέμα για αλή­θεια. Ακό­μη, τον δεί­χνει μικρο­λό­γο «ψυλ­λο­φι­λό­σο­φο» που ασχο­λεί­ται με το πόσο πηδά ο ψύλ­λος και μικρο­κλέ­φτη που βου­τά ένα σφα­χτά­ρι από το βωμό.

Ο Αρι­στο­φά­νης γελοιο­ποιεί θελη­μα­τι­κά τον Σωκρά­τη για να προ­σαρ­μο­στεί στις απαι­τή­σεις της κωμω­δί­ας του, που στό­χος της ήταν η τσου­χτε­ρή σάτι­ρα των ηθών του και­ρού του. Πάντως, ένα μεγά­λο μέρος από όσα κατα­μαρ­τυ­ρεί στον Σωκρά­τη του τα έλε­γε όλος ο κόσμος στην αγορά.

Ο λαός αντι­πα­θού­σε τον Σωκρά­τη, γεγο­νός που το παρα­δέ­χε­ται και ο ίδιος στην «Απο­λο­γία». Ισως σε αυτό να είχε συντε­λέ­σει το αλλό­κο­το παρου­σια­στι­κό του. Οι Αθη­ναί­οι τον έβλε­παν καθη­με­ρι­νά στην αγο­ρά, έναν κοντό­χο­ντρο ανθρω­πά­κο, μεσό­κο­πο, με μύτη πλα­τσου­κω­τή και ανα­ση­κω­μέ­νη, με μικρά μισό­κλει­στα μάτια γεμά­τα ειρω­νεία, με παλιά τριμ­μέ­να ρού­χα, γένια και μαλ­λιά αχτέ­νι­στα και ακούρευτα.

Ξημε­ρο­βρα­διά­ζε­ται με τους αρι­στο­κρά­τες και τρέ­φει βαθιά περι­φρό­νη­ση για τους ανθρώ­πους του λαού, τη δημο­κρα­τία και τις φυσι­κές επι­στή­μες που είναι «τέκνα του δήμου».

Η διδα­σκα­λία του αντα­να­κλά τις αντι­λή­ψεις της αθη­ναϊ­κής ολι­γαρ­χί­ας που προ­σπα­θεί να κατα­λύ­σει το δημο­κρα­τι­κό πολί­τευ­μα γι’ αυτό κατη­γο­ρή­θη­κε πως είναι συνω­μό­της και κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το. Υπο­στή­ρι­ζε πως το κρά­τος δεν πρέ­πει να το διοι­κούν όλοι (ο δήμος) αλλά οι επα­ΐ­ο­ντες (αυτοί που ξέρουν), δηλα­δή οι σοφοί και οι άρι­στοι. Δεν έκρυ­βε τις από­ψεις του ο Σωκρά­της. Εξάλ­λου, ο Κρι­τί­ας και ο Αλκι­βιά­δης, που αιμα­το­κύ­λη­σαν την Αθή­να, μαθη­τές του ήταν — όπως και ο προ­δό­της Ξενοφών.

Πρέ­πει να του ανα­γνω­ρι­στεί ότι ενα­ντιώ­θη­κε στους ολι­γαρ­χι­κούς όταν αρνή­θη­κε να συλ­λά­βει έναν δημο­κρα­τι­κό πολί­τη, τον Λέο­ντα τον Σαλα­μί­νιο, και ότι μετά την κατα­δί­κη του προ­τί­μη­σε να πιει το κώνειο παρά να δρα­πε­τεύ­σει και να παρα­βεί τους νόμους.

Ο Σωκρά­της είχε νυμ­φευ­θεί σε μεγά­λη ηλι­κία την Ξαν­θίπ­πη, μια γυναί­κα που έμει­νε ως παρά­δειγ­μα προς αποφυγήν.

 

Σήμε­ρα 23 Σεπτεμ­βρί­ου γιορ­τά­ζει η Ξαν­θίπ­πη που για τους αρχαί­ους ήταν …στρί­γκλα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο