Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποιος είναι ο βούρκος; Σχετικά με τις καταγγελίες στο χώρο του θεάτρου

Μίλη­σε, κλαις;
Οχι δε λες.
Μήπως πεινάς;
Και τι να φας!

(«Ο ηθο­ποιός», Μάνος Χατζιδάκις)

Η απο­κά­λυ­ψη από την Σοφία Μπε­κα­τώ­ρου της σεξουα­λι­κής κακο­ποί­η­σής της προ­κά­λε­σε ένα ντό­μι­νο καταγ­γε­λιών στο χώρο του θεά­τρου, που ανε­ξάρ­τη­τα από τον όποιο προ­βλη­μα­τι­σμό για το βαθ­μό στοι­χειο­θέ­τη­σής τους ή τον τρό­πο και το χρό­νο δημο­σιο­ποί­η­σής τους, μπο­ρούν να λει­τουρ­γή­σουν θετι­κά. Μπο­ρούν δηλα­δή να συμ­βά­λουν στο να κατα­πο­λε­μη­θούν συντη­ρη­τι­κά, που­ρι­τα­νι­κά, ρατσι­στι­κά αντα­να­κλα­στι­κά, που ενο­χο­ποιούν τη γυναί­κα για τη σωμα­τι­κή, σεξουα­λι­κή, ψυχο­λο­γι­κή κακο­ποί­η­σή της, στο να περιο­ρι­στεί ίσως σε κάποιο βαθ­μό η ανα­πα­ρα­γω­γή τέτοιων αντι­δρα­στι­κών και επι­κίν­δυ­νων φαι­νο­μέ­νων. Θα είναι μάλι­στα ευχής έργο να βοη­θή­σουν το πλή­θος των εργα­ζο­μέ­νων στο θέα­τρο, και σε κάθε κλά­δο και εργα­σια­κό χώρο, όλους αυτούς που δεν έχουν την ευκο­λία και τα προ­νό­μια των δια­ση­μο­τή­των του θεά­μα­τος, να βρουν τη δύνα­μη και την τόλ­μη για να προ­σπε­ρά­σουν τους εκβια­σμούς και τον εκφο­βι­σμό της εργο­δο­σί­ας και να αντι­πα­λέ­ψουν αγω­νι­στι­κά και συλ­λο­γι­κά, μέσα από τους μαζι­κούς φορείς τους, κάθε μορ­φή βίας και κατα­να­γκα­σμού, που γεν­νά ανα­πό­φευ­κτα η εκμε­ταλ­λευ­τι­κή κοινωνία.

Για­τί, χωρίς αμφι­βο­λία, το έδα­φος για την ανά­πτυ­ξη και την ανο­χή φαι­νο­μέ­νων κακο­ποι­η­τι­κής συμπε­ρι­φο­ράς το λιπαί­νει ο φόβος μπρο­στά στην ανερ­γία, στην εργα­σια­κή και οικο­νο­μι­κή ανα­σφά­λεια, στον κίν­δυ­νο για απο­κλει­σμό από την εργα­σία, στην ανέ­χεια, στην πεί­να, ο οποί­ος ενι­σχύ­ε­ται από την απου­σία εργα­σια­κών δικαιω­μά­των, μετα­τρέ­πο­ντας τους εργα­ζό­με­νους σε εύκο­λα θύμα­τα. Για μια κατη­γο­ρία εργα­ζο­μέ­νων βέβαια η πηγή παρό­μοιων προ­βλη­μά­των βρί­σκε­ται στο κυνή­γι της καριέ­ρας, της κοι­νω­νι­κής ανέ­λι­ξης, στον αρι­βι­σμό και στον μετα­ξύ τους αντα­γω­νι­σμό, σε μια κοι­νω­νία που τον καλ­λιερ­γεί και τον απο­θε­ώ­νει, για­τί ο αντα­γω­νι­σμός απο­τε­λεί την πεμ­πτου­σία της.

Η ρευστότητα στην έννοια της κακοποίησης

Διευ­ρύ­νο­ντας τον προ­βλη­μα­τι­σμό για τα γεγο­νό­τα των ημε­ρών στο χώρο του θεά­τρου, δεν μπο­ρεί κανείς να μη στα­θεί στην εύλο­γη ανη­συ­χία που προ­κα­λεί­ται, μήπως όλη αυτή η καταγ­γελ­τι­κή καται­γί­δα οδη­γή­σει σε νέα δει­νά. Μήπως δηλα­δή νομι­μο­ποι­ή­σει τη δίκη προ­θέ­σε­ων και ενερ­γο­ποι­ή­σει κατα­στά­σεις όπου η αυστη­ρό­τη­τα και η απαι­τη­τι­κό­τη­τα στην εργα­σία θα μπο­ρεί να εκλη­φθούν και να καταγ­γελ­θούν ως κακο­ποι­η­τι­κές. Σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση, ποια είναι τα όρια στην έννοια της κακοποίησης;

Το θέα­τρο για παρά­δειγ­μα είναι ένας χώρος όπου — όπως τού­τες τις μέρες έγι­νε ευρύ­τε­ρα γνω­στό από τις δηλώ­σεις κατα­ξιω­μέ­νων ανθρώ­πων του — ο έντο­να επι­κρι­τι­κός λόγος, το βλο­συ­ρό και με νόη­μα βλέμ­μα, ο εξα­να­γκα­σμός σε σκλη­ρή λεκτι­κή και σωμα­τι­κή άσκη­ση απο­τε­λούν καθιε­ρω­μέ­να μέσα δια­παι­δα­γώ­γη­σης και απο­δε­κτή γενι­κά προ­ϋ­πό­θε­ση για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των σωμα­τι­κών, ψυχι­κών και δια­νοη­τι­κών δυνα­το­τή­των του ηθο­ποιού. Μπο­ρούν αυτές οι μέθο­δοι διδα­σκα­λί­ας να θεω­ρη­θούν κατα­χρη­στι­κές; Και ακό­μα, επι­τρέ­πε­ται να ταυ­τί­ζο­νται με τη σεξουα­λι­κή παρε­νό­χλη­ση και βία προς γυναί­κες και άντρες οι κατα­στά­σεις που ανα­κύ­πτουν μέσα στην έντα­ση μιας ιδιαί­τε­ρα απαι­τη­τι­κής και σκλη­ρής δου­λειάς, όπως του ηθο­ποιού; Είναι το ίδιο η ασέλ­γεια κατά του κοι­νω­νι­κά και οικο­νο­μι­κά αδύ­να­μου εργα­ζό­με­νου με το θυμό, τις λογο­μα­χί­ες ή την από­το­μη, τη σκαιή αν θέλε­τε συμπε­ρι­φο­ρά, που μπο­ρεί να οφεί­λε­ται και σε ιδιορ­ρυθ­μί­ες χαρα­κτή­ρων ανα­με­νό­με­νες σε ανθρώ­πους της τέχνης, που μαζί με το ταλέ­ντο και τις ικα­νό­τη­τές τους φέρουν μια ιδιαί­τε­ρη ψυχοσύνθεση;

Το πρώ­το ερώ­τη­μα χρειά­ζε­ται συζή­τη­ση. Για τα επό­με­να όμως η απά­ντη­ση είναι κατη­γο­ρη­μα­τι­κή. Η εξο­μοί­ω­ση της δυστρο­πί­ας και της ανάρ­μο­στης συμπε­ρι­φο­ράς με τη σεξουα­λι­κή παρε­νό­χλη­ση, το βια­σμό, την παι­δο­φι­λία, είναι απα­ρά­δε­κτη. Αντι­κει­με­νι­κά οδη­γεί στο να συγκα­λυ­φθούν βαριά, κολά­σι­μα αδι­κή­μα­τα, μαζί και η κοι­νω­νι­κή — ταξι­κή πηγή τους. Μια συγκά­λυ­ψη που ήδη συντε­λεί­ται, του­λά­χι­στον μέχρι τη στιγ­μή που γρά­φο­νται αυτές οι γραμμές.

Ανε­ξάρ­τη­τα πάντως από την κατεύ­θυν­ση που δίνε­ται στην όλη υπό­θε­ση, φαί­νε­ται πως για τις νεό­τε­ρες γενιές των ηθο­ποιών, όχι μόνο η σεξουα­λι­κή βία και παρε­νό­χλη­ση, αλλά και οι παι­δα­γω­γι­κές μέθο­δοι που εφαρ­μό­στη­καν στις προη­γού­με­νες γενιές είναι κατα­δι­κα­στέ­ες. Και είναι γεγο­νός ότι τα όρια στην έννοια της κακο­ποί­η­σης μετα­βάλ­λο­νται στο χρό­νο, ακο­λου­θώ­ντας την ανά­πτυ­ξη της καπι­τα­λι­στι­κής κοινωνίας.

Με λίγα λόγια, οι και­ροί αλλά­ζουν και όπως η παλιά παι­δα­γω­γι­κή της βέρ­γας στο σχο­λείο δικαιο­λο­γη­μέ­να θεω­ρεί­ται στις μέρες μας απο­τρο­πια­στι­κή, κάτι παρό­μοιο ισχύ­ει και για την τρα­χιά παι­δα­γω­γι­κή του θεά­τρου. Αλλω­στε η νέα γενιά των ηθο­ποιών, δια­θέ­το­ντας ένα καλύ­τε­ρο μορ­φω­τι­κό επί­πε­δο και την αυτο­πε­ποί­θη­ση που του ανα­λο­γεί, δύσκο­λα μπο­ρεί να ανε­χτεί αυταρ­χι­κές, εξου­σια­στι­κές συμπεριφορές.

Η ιμπεριαλιστική εκστρατεία κατά της βίας!

Το αντι­φα­τι­κό στοι­χείο της υπό­θε­σης είναι ότι μια τόσο πλα­τιά μετα­τό­πι­ση στην κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση δεν θα μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αν δεν ξεκι­νού­σε από το ίδιο το αστι­κό κρά­τος, αν δεν καλ­λιερ­γού­νταν συστη­μα­τι­κά μέσα από το σχο­λείο, τα πανε­πι­στή­μια και τους άλλους ιδε­ο­λο­γι­κούς μηχα­νι­σμούς, πάνω απ’ όλα αν δεν ήταν ανα­γκαία για την ανά­πτυ­ξη της καπι­τα­λι­στι­κής οικο­νο­μί­ας και τη συνο­λι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή της καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας. Γι’ αυτόν το λόγο, αυτοί που πρω­το­στα­τούν και καθο­δη­γούν την αλλα­γή στην κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση, αυτοί που πρώ­τοι κόπτο­νται για «την ισό­τη­τα ανδρών και γυναι­κών, τον πλου­ρα­λι­σμό, την απα­γό­ρευ­ση των δια­κρί­σε­ων, την ανο­χή στη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, τα δικαιώ­μα­τα των ατό­μων με ανα­πη­ρία, των μειο­νο­τή­των κ.λπ.» είναι τα ισχυ­ρά κέντρα του καπι­τα­λι­σμού, όπως οι ΗΠΑ και η Ευρω­παϊ­κή Ενω­ση με τα κρά­τη — μέλη της, μαζί και την Ελλάδα!

Οι «πολέ­μιοι» δηλα­δή της κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας και «υπε­ρα­σπι­στές» των ανθρω­πί­νων δικαιω­μά­των είναι οι ίδιοι που προ­ω­θούν νόμους για την ολο­έ­να και πιο στυ­γνή εκμε­τάλ­λευ­ση των εργα­ζο­μέ­νων, καταρ­γούν το 8ωρο και συντρί­βουν κάθε δικαί­ω­μα στην εργα­σία. Οι υπο­τι­θέ­με­νοι «εχθροί της βίας» κατά των γυναι­κών, των ατό­μων με ιδιαι­τε­ρό­τη­τες, είναι αυτοί που χρη­σι­μο­ποιούν την πιο άγρια βία και κατα­στο­λή για να θωρα­κί­σουν την κερ­δο­φο­ρία και την αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα των επι­χει­ρη­μα­τι­κών ομί­λων, που φέρ­νουν τα ΜΑΤ στο πανε­πι­στή­μιο, στέλ­νουν στρα­τό χιλιά­δες χιλιό­με­τρα μακριά από την Ελλά­δα και έχουν μετα­τρέ­ψει τη χώρα σε πολε­μι­κό ορμη­τή­ριο ενά­ντια στους λαούς της περιοχής.

Η εξή­γη­ση αυτής της φαι­νο­με­νι­κής αντί­φα­σης έχει δύο πλευ­ρές. Η πρώ­τη είναι ιδε­ο­λο­γι­κή. Η μετα­τό­πι­ση της προ­σο­χής από την ταξι­κή αντί­θε­ση κεφα­λαί­ου — εργα­σί­ας, αξιο­ποιώ­ντας π.χ. άλλου είδους, υπαρ­κτές αντι­θέ­σεις (φύλου, χρώ­μα­τος, σεξουα­λι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού, φυλής, εθνι­κό­τη­τας κ.λπ.), απο­τε­λεί έναν πρό­σφο­ρο τρό­πο για να απο­μα­κρύ­νε­ται ο όποιος προ­βλη­μα­τι­σμός από την κατα­νό­η­ση των κοι­νών ταξι­κών συμ­φε­ρό­ντων όλων των μισθω­τών ανε­ξαρ­τή­τως φύλου, έθνους ή σεξουα­λι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού, ενώ ταυ­τό­χρο­να προ­ω­θεί τη δια­μόρ­φω­ση «ταυ­τό­τη­τας» απο­κλει­στι­κά και μόνο με βάση επι­μέ­ρους αλλά κοι­νά χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Είναι μια τακτι­κή που δια­σφα­λί­ζει την «κοι­νω­νι­κή συνο­χή», την ταξι­κή συμφιλίωση.

Η δεύ­τε­ρη πλευ­ρά είναι η οικο­νο­μι­κή. Η ενσω­μά­τω­ση της απο­κα­λού­με­νης «δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τας» στην οικο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα «φέρ­νει κέρ­δος», «δημιουρ­γεί μακρο­πρό­θε­σμα προ­στι­θέ­με­νη αξία», «απο­τε­λεί ανα­πτυ­ξια­κό εργα­λείο», όπως δηλώ­νε­ται από τα αστι­κά οικο­νο­μι­κά επι­τε­λεία. Οι όμι­λοι — αλλά και κάθε οργα­νι­σμός, όπως και οι κυβερ­νή­σεις — δια­φη­μί­ζο­ντας τον πλου­ρα­λι­σμό τους εμφα­νί­ζουν ένα «πολι­τι­σμέ­νο», «δημο­κρα­τι­κό» και γι’ αυτό ελκυ­στι­κό προ­φίλ, διευ­ρύ­νουν την πελα­τεία ή την απή­χη­σή τους σε νέες ομά­δες του πλη­θυ­σμού, ενώ η ποι­κι­λο­μορ­φία στα κέντρα διοί­κη­σης συμ­βάλ­λει στην εισα­γω­γή νέου πνεύ­μα­τος και και­νο­τό­μων ιδε­ών για την ανά­πτυ­ξη της απο­δο­τι­κό­τη­τας και της κερ­δο­φο­ρί­ας τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα μας εξε­λέ­γη γυναί­κα Πρό­ε­δρος της Δημο­κρα­τί­ας και στην κυβέρ­νη­ση συμ­με­τέ­χουν άτο­μα με ανοι­χτά δηλω­μέ­νο τον δια­φο­ρε­τι­κό σεξουα­λι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό τους. Μάλι­στα η σύμ­βα­ση 190 της Διε­θνούς Οργά­νω­σης Εργα­σί­ας για την εξά­λει­ψη της βίας και παρε­νό­χλη­σης στους χώρους εργα­σί­ας, που η κυβέρ­νη­ση προ­ω­θεί στη Βου­λή, ανα­φέ­ρει χαρα­κτη­ρι­στι­κά ότι «η βία και η παρε­νό­χλη­ση είναι ασυμ­βί­βα­στη με την προ­ώ­θη­ση των βιώ­σι­μων επι­χει­ρή­σε­ων και επη­ρε­ά­ζει αρνη­τι­κά την οργά­νω­ση της εργα­σί­ας, τις εργα­σια­κές σχέ­σεις, την αφο­σί­ω­ση των εργα­ζο­μέ­νων, τη φήμη των επι­χει­ρή­σε­ων και την παραγωγικότητα».

Αυτό που τους ενδια­φέ­ρει δηλα­δή είναι να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τις γυναί­κες και τα ευά­λω­τα κοι­νω­νι­κά άτο­μα ως βιτρί­να του συστή­μα­τος και μία ακό­μα προ­ϋ­πό­θε­ση για τη μεγι­στο­ποί­η­ση της κερ­δο­φο­ρί­ας, και όχι η ανα­γκαία υπε­ρά­σπι­σή τους από κάθε μορ­φή κοι­νω­νι­κής απο­ξέ­νω­σης, βίας, ρατσισμού.

Για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα

Το μόνο βέβαιο είναι ότι όσα μέτρα κι αν ληφθούν για την αντι­με­τώ­πι­ση του προ­βλή­μα­τος, όπως ο κώδι­κας δεο­ντο­λο­γί­ας που η κυβέρ­νη­ση ειση­γεί­ται για τα θέα­τρα, δεν θα το εξα­λεί­ψουν. Το πιθα­νό­τε­ρο μάλι­στα είναι ότι θα αξιο­ποι­η­θούν ως ένα ακό­μα εργα­λείο χει­ρα­γώ­γη­σης και ελέγ­χου των εργα­ζο­μέ­νων. Με ή χωρίς κώδι­κα δεο­ντο­λο­γί­ας, το σύστη­μα θέτει ορι­σμέ­να άτο­μα στο απυ­ρό­βλη­το, έχει τους τρό­πους να προ­στα­τεύ­ει όσους του είναι χρή­σι­μοι, ακό­μα κι αν δια­πράτ­τουν εγκλή­μα­τα. Το έχου­με ζήσει σε πολ­λές περι­πτώ­σεις. Πρό­κει­ται μάλι­στα για υπέρ­τα­τη υπο­κρι­σία να εισά­γο­νται στα θέα­τρα κώδι­κες προ­στα­σί­ας των εργα­ζο­μέ­νων από τη βία, και την ίδια στιγ­μή η αστυ­νο­μία και οι δυνά­μεις της κρα­τι­κής κατα­στο­λής να οργιά­ζουν σε βιαιο­πρα­γί­ες. Αλλω­στε στις ΗΠΑ, όπου εφαρ­μό­ζο­νται εδώ και χρό­νια κώδι­κες και συστή­μα­τα εξά­λει­ψης της βίας, οι κακο­ποι­η­τι­κές συμπε­ρι­φο­ρές πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται αντί να μειώνονται.

Βούρ­κος με άλλα λόγια δεν είναι το θέα­τρο. Πίσω από τις φωτα­ψί­ες και τα υπο­βλη­τι­κά σκη­νι­κά του κρύ­βε­ται η κοπια­στι­κή δου­λειά των ηθο­ποιών — όπο­τε και αν υπάρ­χει — που τους υπο­χρε­ώ­νει να βρί­σκο­νται στη σκη­νή χωρίς να λογα­ριά­ζει αν πονούν, αν υπο­φέ­ρουν, αν είναι άρρω­στοι, αν χρειά­ζο­νται ανά­παυ­ση, και που το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της είναι για τους περισ­σό­τε­ρους απ’ αυτούς απλή­ρω­το. «Ηθο­ποιός, ό,τι κι αν πεις, είναι καη­μός πολύ πικρός», όπως το τρα­γου­δού­σε ο Χορν, και γι’ αυτό δίκαια οι ηθο­ποιοί και γενι­κό­τε­ρα οι καλ­λι­τέ­χνες και οι εργα­ζό­με­νοι στον Πολι­τι­σμό κέρ­δι­σαν με τους αγώ­νες τους το προη­γού­με­νο διά­στη­μα τη συμπά­θεια και τη συμπα­ρά­στα­ση του λαϊ­κού κόσμου, για το συντρι­πτι­κό πλήγ­μα που δέχο­νται αυτήν την περί­ο­δο. Και δίκαια θα πρέ­πει να συνε­χί­σουν να την έχουν.

Για­τί ο πραγ­μα­τι­κός βούρ­κος είναι το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα, που απλώ­νει με ολο­έ­να μεγα­λύ­τε­ρους κύκλους τα μολυ­σμέ­να νερά του σε όλους τους τομείς, σε όλες τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Ας μη γελιό­μα­στε λοι­πόν. Το πρό­βλη­μα δεν θα λυθεί με το να πάψει κανείς να πατά­ει το πόδι του στο θέα­τρο, ούτε πολύ περισ­σό­τε­ρο με το φόβο των κωδί­κων, των διε­θνών συμ­βά­σε­ων και των κανο­νι­σμών. Το κακό θα εκλεί­ψει όταν θα στε­ρέ­ψει η πηγή του, η εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρωπο.

Αυτό που μπο­ρεί να ξεκι­νή­σει άμε­σα είναι να ενερ­γο­ποι­η­θούν τα σωμα­τεία των εργα­ζο­μέ­νων για να κατα­πο­λε­μή­σουν με τις εσω­τε­ρι­κές συλ­λο­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες τους το πρό­βλη­μα, προ­λα­βαί­νο­ντας με έγκαι­ρη συνα­δελ­φι­κή κρι­τι­κή και υπο­δεί­ξεις την επα­νά­λη­ψη ή τη διό­γκω­σή του. Οι ποι­νές και η δημό­σια καταγ­γε­λία είναι η ύστα­τη ενέρ­γεια. Στο κάτω — κάτω, για ποι­νι­κά κολά­σι­μα αδι­κή­μα­τα υπάρ­χουν τα δικα­στή­ρια. Καθή­κον δηλα­δή των συλ­λο­γι­κών φορέ­ων δεν είναι να καλ­λιερ­γούν το φόβο των ανθρώ­πων για τις συνέ­πειες των πρά­ξε­ών τους, αλλά τη συνεί­δη­ση της ανθρω­πιάς τους. Κι αυτό στη βαθύ­τε­ρη ουσία του σημαί­νει τη συνεί­δη­ση ότι μπο­ρούν, έχουν τη συλ­λο­γι­κή δύνα­μη να πετά­ξουν τα βρω­μό­νε­ρα της εκμε­τάλ­λευ­σης και να απαλ­λά­ξουν ορι­στι­κά τη ζωή από τη δυσωδία.


Ελέ­νη ΜΗΛΙΑΡΟΝΙΚΟΛΑΚΗ
Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύ­θυ­νη του Τμή­μα­τος Πολι­τι­σμού της ΚΕ

Σκέ­ψεις γυναι­κών, της Μαρί­ας Παπαϊωαννίδου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο