Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;

Ενώ ο χιο­νιάς δεί­χνει πάλι τα δόντια του και οι πλημ­μύ­ρες πνί­γουν στα λασπό­νε­ρα της δια­χρο­νι­κής κυβερ­νη­τι­κής αδια­φο­ρί­ας τη λαϊ­κή οικο­γέ­νεια –και μόνο αυτήν, μια και οι –«από πάντα», έχο­ντες και κατέ­χο­ντες αγνα­ντεύ­ουν από ψηλά και γεμί­ζουν τις τσέ­πες τους, οι χιλιά­δες πρό­σφυ­γες ζουν το δικό τους δρά­μα στα Καρά Τεπέ της Ευρω­παϊ­κής Ένωσης.
Πλη­ρώ­νο­ντας καθη­με­ρι­νά φόρο αγω­νί­ας και αίμα­τος στα κλει­στά και «ανοι­χτά» κέντραφυλα­κές.

Ο λαθρο­με­τα­νά­στης του Γιώρ­γου Χ. Χουρμουζιάδη 

Πιο πάνω από τα Τίρα­να, ίσα με 20 χιλιό­με­τρα, βορειο­α­να­το­λι­κά, βρί­σκε­ται η Κρού­για, όπου γεν­νή­θη­κε ο εθνι­κός ήρω­ας της Αλβα­νί­ας, ο Σκε­ντέρ Μπέ­ης. Οι αρμό­διες υπη­ρε­σί­ες φρό­ντι­σαν να συντη­ρή­σουν τα λεί­ψα­να του κάστρου της πόλης και να χτί­σου­νε και έναν πύρ­γο-μου­σείο, αφιε­ρω­μέ­νο στον Σκε­ντέρ, που το οργά­νω­σαν με πολύ ενδια­φέ­ρου­σες μου­σειο­λο­γι­κές προ­τά­σεις. Κατά­φε­ραν, δηλα­δή, να το στή­σουν με χωρίς σχε­δόν ούτε ένα πρω­τό­τυ­πο αντι­κεί­με­νο. Μόνο με αντί­γρα­φα. Άθλος. Οι ίδιες οι υπη­ρε­σί­ες οργά­νω­σαν την παλιά, παρα­δο­σια­κή αγο­ρά της μικρής πόλης, όπου μπο­ρεί κανείς να βρει και να αγο­ρά­σει του κόσμου τα πράγ­μα­τα. Από παρα­δο­σια­κές ξυλό­γλυ­πτες σαρ­μα­νί­τσες μέχρι δίσκους γραμ­μο­φώ­νου των 78 στρο­φών, με τρα­γού­δια της Ζάρα Λεά­ντερ και άριες του Καρού­σο και του Τίνο Ρόσι.

Εκεί σ’ αυτήν την αγο­ρά κατά­φε­ρε να πάρει άδεια και ο Φρά­νο, για να στή­σει το δικό του μικρο­μά­γα­ζο και να που­λά­ει παλιές γκρα­βού­ρες, τσε­βρέ­δες και κεντη­μέ­νες ποδιές που τις κεντού­σε η μάνα του, μέρα-νύχτα, υπο­μο­νε­τι­κά με σχέ­δια που ξεσή­κω­νε ο Φρά­νο πατι­τού­ρα από παλιά περιο­δι­κά. Βέβαια, το μικρο­μά­γα­ζο του Φρά­νο δεν άφη­νε και πολ­λά. Μόνο τα μερο­κά­μα­τα της μάνας του να λογά­ρια­ζε, τα έξο­δα που χρεια­ζό­τα­νε για τη λει­τουρ­γία και τη συντή­ρη­ση του μαγα­ζιού, φώτα, νερά, τα έβγα­ζε πέρα τσί­μα τσί­μα και όχι πάντο­τε. Βάλε και κάτι τα κερα­μί­δια που τρέ­χα­νε, οι πόρ­τες που είχα­νε σκου­ριά­σει και θέλα­νε επι­διόρ­θω­ση, στο τέλος της βδο­μά­δας το ταμείο στέ­να­ζε. Ιδιαί­τε­ρα το χει­μώ­να που τα του­ρι­στι­κά πούλ­μαν στα­μα­τού­σαν τις επι­σκέ­ψεις τους για την πόλη του Σκε­ντέρ ήταν ζήτη­μα να που­λά­ει έναν τσε­βρέ το μήνα σε κανέ­ναν ξενέ­ρω­το του­ρί­στα που έφτα­νε μέχρι την Κρού­για, με τα πόδια ή το φρε­σκο­α­γο­ρα­σμέ­νο αυτο­κί­νη­τό του, σε πέντε χρό­νια και άτοκα.

Και τότε ήτα­νε που ο Φρά­νο περ­νού­σε ώρες ολό­κλη­ρες στο καφε­νείο του Ντα­μιάν. Μπαί­νο­ντας στην παλιά αγο­ρά αρι­στε­ρά. Πριν από τον πόλε­μο το μαγα­ζί του Ντα­μιάν ήτα­νε κου­ρείο. Σώζο­νταν ακό­μα δυο μεγά­λοι καθρέ­φτες, μια βαθιά πολυ­θρό­να ντυ­μέ­νη με κόκ­κι­νο βελού­δο και τα μπρο­στι­νά της πόδια από σκού­ρο ξύλο καρυ­διάς που κατέ­λη­γαν σε λεο­ντο­κε­φα­λές. Και στο βορι­νό τοί­χο, μου­λια­σμέ­νο από μόνι­μη υγρα­σία, μια έγχρω­μη λιθο­γρα­φία με τον κου­ρέα της Σεβί­λης. Ο Φρά­νο καθό­ταν κοντά στο παρά­θυ­ρο, για να βλέ­πει από κει το δικό του το μαγα­ζί, μήπως και εμφα­νι­στεί πελά­της. Το αγα­πη­μέ­νο του ποτό ήτα­νε σαλέ­πι, με μπό­λι­κη ζάχα­ρη και κανέ­λα και προ­πα­ντός καυ­τό. Ο,τι έπρε­πε για το βαρύ χει­μώ­να της Κρούγιας.

Θα ήτα­νε Δεκέμ­βρης. Τα χιό­νια είχα­νε κατε­βεί μέχρι τα Τίρα­να. Η Κρού­για κάτα­σπρη. Τα πιο πολ­λά μαγα­ζιά της παλιάς αγο­ράς κλει­στά. Ο Φρά­νο έπι­νε με βαθιές ρου­φη­ξιές το καυ­τό του σαλέ­πι, όταν ήρθε ο ταχυ­δρό­μος και του έφε­ρε το γράμμα.

– Μπρε, μπρε, μπρε ο Ρωμαί­ος. Νια­μιάν, γράμ­μα από το Ρωμαίο.

Συμ­μα­θη­τές και οι τρεις τους, Ντα­μιάν, Φρά­νο και Ρωμαί­ος. Ο Ντα­μιάν παντρεύ­τη­κε μόλις τελεί­ω­σε το γυμνά­σιο και άνοι­ξε το καφε­νείο στην Κρού­για. Ο Φρά­νο έμει­νε κι αυτός στην Κρού­για, με τη μάνα του που του κέντα­γε τους τσε­βρέ­δες για το μαγα­ζί. «Souvenirs from Albania. Popular arts», έγρα­φε μια μεγά­λη ταμπέ­λα, άσπρη με πρά­σι­να γράμματα.

Ο Ντα­μιάν σκού­πι­σε τα χέρια του στην άσπρη ποδιά του και πήγε να καθί­σει κοντά στον Φρά­νο που άρχι­σε να δια­βά­ζει το γράμ­μα του Ρωμαί­ου. Ο τρί­τος της παρέ­ας. Ούτε παντρεύ­τη­κε αυτός ούτε μάνα είχε να του κεντά­ει τσε­βρέ­δες. Μόνος του, ορφα­νός, είχε ξεμεί­νει στην Κρού­για. Ώσπου ένα πρωί έβα­λε σε μια νάι­λον σακού­λα ένα ζευ­γά­ρι αθλη­τι­κά παπού­τσια, ένα κόκ­κι­νο σώβρα­κο και μια μάλ­λι­νη καφε­τιά φανέ­λα και έφυ­γε. Ταλαι­πω­ρή­θη­κε ένα μήνα. Τα αθλη­τι­κά παπού­τσια τρύ­πη­σαν κι αυτά, τρύ­πη­σε και το κόκ­κι­νο σώβρα­κο. Και η καφε­τιά φανέ­λα ήταν ζήτη­μα να κρα­τή­σει κανέ­ναν μήνα ακό­μα. Έτσι έφτα­σε στην Ελλά­δα. Στη Χαλ­κι­δι­κή. Ξυπό­λυ­τος, χωρίς σώβρα­κο και με την καφε­τιά φανέ­λα ετοι­μο­θά­να­τη. Και τότε ήτα­νε που βρή­κε δου­λιά σε ένα ελαιο­τρι­βείο. Φαΐ, ύπνο και ένα χιλιά­ρι­κο μερο­κά­μα­το. Δου­λιά 12 ώρες. Οι Έλλη­νες εργά­τες για τη μισή δου­λιά ζητού­σαν 15 χιλιά­δες. Ευτυ­χώς που το αφε­ντι­κό τού έδω­σε ένα ζευ­γά­ρι παλιές αρβύ­λες από το στρα­τό, και η γυναί­κα που έπλε­νε και καθά­ρι­ζε το μαγα­ζί τού έδω­σε ένα παλιό, τριμ­μέ­νο που­λό­βερ του γιου της, που είχε φύγει για στρα­τιώ­της. Είχε κεντη­μέ­νο και ένα κρο­κο­δει­λά­κι το που­λό­βερ, Λακόστ. Το φόρε­σε ο Ρωμαίος.

Αγα­πη­τέ μου φίλε Φρά­νο, άρχι­ζε το γράμ­μα του Ρωμαί­ου. Σήμε­ρα κλεί­νω ακρι­βώς δυο χρό­νια από τότε που έφυ­γα από την Κρού­για. Στην αρχή όλα ήτα­νε δύσκο­λα. Φτώ­χεια, ανα­πα­ρα­διά, βρω­μιά. Ίσα που τα κατά­φερ­να να ζω. Απελ­πί­στη­κα. Κάποια στιγ­μή σκέ­φτη­κα να γυρί­σω πίσω. Σιγά σιγά τα πρά­μα­τα έστρω­σαν. Βρή­κα δου­λιά κι άρχι­σα να βάζω λεφτά στην μπά­ντα. Άρχι­σα να σκέ­φτο­μαι ξανά εκεί­νο το εστια­τό­ριο που σου έλε­γα. Στο Ντι­ρές. Δίπλα στη θάλασ­σα, με τις κίτρι­νες ομπρέ­λες. Κάθε Κυρια­κή κατε­βαί­νω στη Θεσ­σα­λο­νί­κη για τις που­τά­νες. Βρή­κα ένα σπί­τι με τρεις Πολω­νέ­ζες και μια Βουλ­γά­ρα. Καλά κορί­τσια. Πονό­ψυ­χα. Καμιά φορά δε μου παίρ­νουν και λεφτά. Πίνου­με τσί­που­ρο και ακού­με τρα­γού­δια με τον Ντα­λά­ρα. Μια φορά που χιό­νι­σε και κλεί­σα­νε οι δρό­μοι για τη Χαλ­κι­δι­κή, με κοι­μί­σα­νε στο σπί­τι τους. Πέρα­σα μια βρα­διά όνει­ρο. Από αύριο σκέ­φτο­μαι να κοι­τά­ξω για άδεια παρα­μο­νής στην Ελλά­δα. Κάτι παι­διά από το Ελμπα­σάν έχου­νε βγά­λει άδεια και δου­λεύ­ου­νε μια χαρά στα Ολυ­μπια­κά έργα. Οι εργο­λά­βοι τούς εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται βέβαια, μα το μερο­κά­μα­το πέφτει κανο­νι­κά. Φίλε Φρά­νο, εγώ λέω να ‘ρθεις κι εσύ εδώ. Ως πότε η μάνα σου θα ζει για να σου κεντά­ει τσε­βρέ­δες; Ύστε­ρα πάλι τα μαγα­ζιά στην Κρού­για γίνα­νε πολ­λά. Τι είναι ο κάβου­ρας τι είναι το ζου­μί του, που λένε εδώ στην Ελλά­δα. Έλα Φρά­νο. Εγώ θα μιλή­σω στο αφε­ντι­κό μου για μια δου­λιά, να βολευ­τείς κι εσύ. Σιγά σιγά και υπο­μο­νή. Πού ξέρεις, μπο­ρεί να μεγα­λώ­σεις κι εσύ την επι­χεί­ρη­σή σου. Ν’ ανοί­ξεις υπο­κα­τά­στη­μα και στα Τίρα­να, με μεγά­λη ταμπέ­λα: «Είδη καπνι­στού και δώρα». Να βάλεις και μια φωτει­νή επι­γρα­φή, με κόκ­κι­να γράμ­μα­τα, που να ανα­βο­σβή­νει. Ο καπι­τα­λι­σμός όλα τα έχει. Και τα κορί­τσια, να πού­με, αν δεν έπε­φτε το σύστη­μα, δε θα ‘ρχο­νταν εδώ. Θα τη βγά­ζα­με στε­γνή. Μη γελάς!

Εδώ τελεί­ω­νε το γράμ­μα. Ο Φρά­νο και ο Ντα­μιάν έμει­ναν σιω­πη­λοί. Γέμι­σαν τα ποτη­ρά­κια με καυ­τό σαλέ­πι και κοί­τα­ζαν προς την πόρ­τα. Λες και περί­με­ναν ν’ ανοί­ξει ξαφ­νι­κά και να μπει ο Ρωμαί­ος με και­νού­ριο, άσπρο που­κά­μι­σο, κόκ­κι­νο μπου­φάν και τις Πολω­νέ­ζες να τον ακο­λου­θούν χαμο­γε­λα­στές.. Κατά τις 2 σηκώ­θη­κε ο Φρά­νο, είπε «άντε γεια, και γράψ’ τα», με βαριά φωνή, και έφυ­γε. Σκέ­φτη­κε να πάει για το μαγα­ζί του. Στα μισά του δρό­μου όμως το μετά­νιω­σε. Προ­τί­μη­σε να πάει στο σπί­τι του. Εξάλ­λου, το κρύο μεγά­λω­νε, γουρ­γού­ρι­ζε και η κοι­λιά του. Η μάνα του θα μαγεί­ρευε γιοφ­κά­δες, θα έρι­χνε από πάνω και τσι­γα­ρί­δες με μπούκουβο.

Κι όταν από­φα­γε, άνα­ψε τσι­γά­ρο, έβα­λε και μια οδο­ντο­γλυ­φί­δα στα κίτρι­να δόντια του ανά­με­σα και κάθι­σε δίπλα στη μάνα του, που κεντού­σε τον τελευ­ταίο τσε­βρέ, με κόκ­κι­νη, πρά­σι­νη και χρυ­σα­φέ­νια κλω­στή, κοντά στο παρά­θυ­ρο. Το σχέ­διό του το είχε ξεση­κώ­σει μια παλιά του συμ­μα­θή­τρια, που δού­λευε στο αρχαιο­λο­γι­κό μου­σείο, από ένα αγγείο που είχα­νε βρει στις ανα­σκα­φές οι αρχαιο­λό­γοι στο Μαλίκ. Πριν να τελειώ­σει το ένα τσι­γά­ρο, άνα­ψε το άλλο, το άλλο, κι ύστε­ρα κι άλλο.

Πήρε το στα­χτο­δο­χείο να το αδειά­σει. Όταν γύρι­σε στο δωμά­τιο δεν κάθι­σε στην καρέ­κλα. Στά­θη­κε όρθιος μπρο­στά στο παρά­θυ­ρο. Από κει φαι­νό­τα­νε το κάστρο και μακριά οι χιο­νι­σμέ­νες κορυ­φές του Ντάι­τι. Στο μυα­λό του έρχο­νταν και ξανάρ­χο­νταν οι περι­γρα­φές του Ρωμαί­ου. Τα κορί­τσια, το βρά­δυ που χιό­νι­σε και τον κρά­τη­σαν να κοι­μη­θεί. Το υπο­κα­τά­στη­μα στα Τίρα­να, με την επι­γρα­φή να ανα­βο­σβή­νει. Και πού ξέρεις, μπο­ρεί και ένα στην Κορυ­τσά και αργό­τε­ρα στην Καστο­ριά. Οι του­ρί­στες θα έλε­γαν, πάμε στου Αλβα­νού για τσε­βρέ­δες. Θα παντρευό­ταν μια Ελλη­νί­δα. Θα έκα­νε παι­διά, ίσα­με δέκα και στο τέλος πλού­σιος πια, θα ανέ­βαι­νε στην Κρού­για, θα πήγαι­νε στον τάφο της μάνας του, θα πήγαι­νε και στου Ντα­μιάν για καυ­τό σαλέ­πι. Και πολύ ύστε­ρα θα πέθαινε.

  • Μάνα θα φύγω
  • Η μάνα του χωρίς να αφή­σει το κέντη­μά της ρώτησε:
  • Για πού;
  • Για την Ελλάδα

Κι έφυ­γε. Το άλλο πρωί κιό­λας. Πήρε το πρώ­το λεω­φο­ρείο. Σε ένα άσπρο μεγά­λο σάκο έρι­ξε τα απα­ραί­τη­τα. Σώβρα­κα, μάλ­λι­νες φανέ­λες, ένα ζευ­γά­ρι στρα­τιω­τι­κές αρβύ­λες του μακα­ρί­τη του πατέ­ρα του και κάνα-δυο κιλά γιοφ­κά­δες. Να τις που­λή­σεις, του είπε η μάνα του και να αγο­ρά­σεις ένα βυσ­σι­νί που­κά­μι­σο. Πού να ξέρει η φου­κα­ριά­ρα πόσο έκα­νε ένα που­κά­μι­σο στην Ελλά­δα. Γι’ αυτά, βλέ­πεις, ο Ρωμαί­ος δεν τους έγρα­ψε τίπο­τε. Ούτε για την ακρί­βεια, ούτε για τους χωρο­φύ­λα­κες, που με το παρα­μι­κρό στή­να­νε παγα­νιές στις πλα­τεί­ες και κυνη­γού­σα­νε τους Αλβα­νούς, ό,τι κι αν συνέ­βαι­νε. Άσε και τα μαχαι­ρώ­μα­τα από τους δικούς τους και οι κλε­ψιές και τα τέτοια. Γι’ αυτά τσι­μου­διά. Το βρά­δυ κοι­μή­θη­κε στα Τίρα­να σ’ ενός φίλου του το σπί­τι. Του Ιλίρ, που δού­λευε σχε­δια­στής στις ανα­σκα­φές των Αμε­ρι­κα­νών. Οκτα­κό­σια δολά­ρια το μήνα. Και στο τέλος υπήρ­χε περί­πτω­ση να του δώσου­νε άδεια να πάει στην Αμε­ρι­κή, σ’ όποια πολι­τεία ήθε­λε. Αυτός ήθε­λε να πάει στο Οχάιο. Κοντά στις μεγά­λες λίμνες. Να βρει μια θεία του που είχε φύγει από μικρή, με το μεγά­λο της τον αδερ­φό. Εκεί μεγά­λω­σε, σπού­δα­σε και μαμή. Εκεί παντρεύ­τη­κε. Το καλο­καί­ρι, τους έστελ­νε φωτο­γρα­φί­ες από τις δια­κο­πές τους στο Νια­γά­ρα. Να φορά­νε κάτι κίτρι­νες νιτσε­ρά­δες και να περ­νά­νε κάτω από τα νερά του καταρράκτη.

Το άλλο πρωί μαζί με τρεις άλλους από τα Τίρα­να και έναν από την Αυλώ­να ξεκί­νη­σαν για τα σύνο­ρα. Ούτε δια­βα­τή­ρια είχα­νε ούτε τίπο­τε. Θα περ­νού­σαν από ένα μονο­πά­τι που ήξε­ρε ο Αυλω­νί­της. Από κει θα κατη­φό­ρι­ζαν για το Νεστό­ριο, Άργος Ορε­στι­κό και παίρ­νο­ντας τον Αλιάκ­μο­να από τα αρι­στε­ρά θα έβγαι­ναν Βόιο, Γρε­βε­νά, Δεσκά­τη, Σαρα­ντά­πο­ρο. Λιβά­δι, Αγιο Δημή­τριο, Κατε­ρί­νη, Θεσ­σα­λο­νί­κη. Και ύστε­ρα ο παρά­δει­σος. Τα κορί­τσια από την Πολω­νία. Τα που­λό­βερ με το κεντη­μέ­νο κρο­κο­δει­λά­κι. Τα μερο­κά­μα­τα. Η φωτει­νή επι­γρα­φή που θα ανα­βό­σβη­νε. Το εστια­τό­ριο του Ρωμαί­ου στο Ντι­ρές, με τις κίτρι­νες ομπρέ­λες δίπλα στη θάλασ­σα. Και τις Κυρια­κές ν’ ανε­βαί­νει στην Κρού­για, να κάθε­ται στου Ντα­μιάν, να διη­γεί­ται πίνο­ντας καυ­τό σαλέ­πι. Και η μάνα του να του μαγει­ρεύ­ει γιοφ­κά­δες, με τσι­γα­ρί­δες και μπούκουβο.

Τότε ακρι­βώς ακού­στη­κε το «Αλτ» του συνο­ριο­φύ­λα­κα. Τι θα πει «Αλτ». Αυτοί κατη­φό­ρι­ζαν για τον παρά­δει­σο. Κανέ­νας δεν μπο­ρού­σε να τους στα­μα­τή­σει. Ο Αυλω­νί­της είχε τη γυναί­κα του άρρω­στη, χρό­νια τώρα. Χρεια­ζό­τα­νε φάρ­μα­κα, φου­στά­νια, σου­τιέν και­νού­ρια, κόκ­κι­νες κιλό­τες να τις φορά­ει, όταν θα γίνει καλά και να του χορεύ­ει καρ­σι­λα­μά με τα τρα­γού­δια του Ντα­λά­ρα. Οι άλλοι οι δύο είχα­νε αδέρ­φια στη Χαλ­κι­δι­κή. Τους περί­με­ναν, για να τους βολέ­ψουν κι αυτούς. Να μαζέ­ψουν λεφτά. Ν’ αγο­ρά­σουν και­νού­ρια ρού­χα. Ο ένας ήθε­λε ν’ ανοί­ξει παγω­τα­τζί­δι­κο στην πλα­τεία, ο δεύ­τε­ρος κατά­στη­μα γυναι­κεί­ων εσω­ρού­χων και ο τρί­τος τίπο­τε. Έτσι, ήθε­λε ν’ αλλά­ξει τη ζωή του. Κι ο Φρά­νο ήθε­λε με κάθε θυσία να στή­σει μια μέρα τη μεγά­λη επι­γρα­φή, που θα ανα­βό­σβη­νε και θα έγρα­φε «Gifts, Post carts, Marlboro, Albanian Popular Arts». Τι «Αλτ» λοι­πόν; Ποιος είχε το δικαί­ω­μα να τους στα­μα­τή­σει; Εδω­σαν μια και άρχι­σαν να κατη­φο­ρί­ζουν κουτρουβαλώντας.

Ξανα­κού­στη­κε τότε πιο άγρια η φωνή «Αλτ». Και ύστε­ρα ο πυρο­βο­λι­σμός. Ένας καυ­τός πόνος τρύ­πη­σε το δεξί αυτί του Φρά­νο. Καυ­τός, όπως το σαλέ­πι που έπι­νε στου Ντα­μιάν. Ύστε­ρα τίπο­τε. Ο Φρά­νο ξαπλώ­θη­κε κάτω από μια καστα­νιά με τα χέρια ανοι­χτά σαν σκο­τω­μέ­νο που­λί. Έτσι που έπε­φτε ο άσπρος σάκος του σκά­λω­σε σε ένα κλα­δί της καστα­νιάς. Σκί­στη­κε κι από μέσα πετά­χτη­καν στην κατη­φό­ρα οι στρα­τιω­τι­κές αρβύ­λες του μακα­ρί­τη του πατέ­ρα του κι από πίσω οι γιοφ­κά­δες της μάνας του, που θα τις που­λού­σε ο Φρά­νο για ν’ αγο­ρά­σει ένα και­νού­ριο βυσ­σι­νί που­κά­μι­σο. Τώρα πια δεν το χρεια­ζό­τα­νε. Τα μάτια του είχα­νε χαθεί ανά­με­σα στα κλα­διά της καστα­νιάς κι έμει­ναν να κοι­τά­νε απο­ρη­μέ­να την παλιά αγο­ρά της Κρού­γιας! Αυτός ήτα­νε πάνω σε ένα άσπρο άλο­γο που κάλ­πα­ζε πάνω-κάτω. Μια στε­κό­τα­νε μπρος στο καφε­νείο του Ντα­μιάν και μια κάτω από το παρά­θυ­ρο της μάνας του. Κι από πίσω από το άλο­γο έτρε­χε ολό­γυ­μνο το ένα κορί­τσι από το σπί­τι που του έγρα­φε ο Ρωμαί­ος στο γράμ­μα του. Η Πολωνέζα.

Το άλο­γο στα­μά­τη­σε κι αυτός ξεπέ­ζε­ψε βια­στι­κά. Έβγα­λε το βυσ­σι­νί που­κά­μι­σο που φορού­σε κι έτρε­ξε στο γυμνό κορί­τσι. Να το σκε­πά­σει ήθε­λε, για να μην κρυώ­νει μέσα στη χιο­νι­σμέ­νη την Κρού­για. Μα δεν έβλε­πε τίπο­τα. Όλα είχαν γίνει ένα μαύ­ρο σύν­νε­φο. Ακό­μα και το άλο­γο ήτα­νε τώρα μαύ­ρο. Και τα γυμνά στή­θια του κορι­τσιού μαύ­ρα κι αυτά. Το άλλο πρωί ήρθα­νε πέντ’- έξι συνο­ριο­φύ­λα­κες. Τον έπια­σαν από τα χέρια και τα πόδια. Τον κού­νη­σαν πέρα-δώθε. Εϊ οπ. Και τον πέτα­ξαν στην καρό­τσα του αγρο­τι­κού. Ο άσπρος σάκος είχε μεί­νει κρε­μα­σμέ­νος στα κλα­διά της καστα­νιάς. Τώρα ήταν άδειος. Οι αρβύ­λες, τα σώβρα­κα, οι μάλ­λι­νες οι φανέ­λες και οι γιοφ­κά­δες είχα­νε κυλή­σει στην κατηφόρα.

Δημο­σιεύ­τη­κε στο Ριζο­σπά­στη 19 Σεπτέμ­βρη 2004 (ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: “7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ”)

Γιώρ­γος Χ. Χουρμουζιάδης

Έγρα­ψε ο ίδιος: “Γεν­νή­θη­κα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και θα ήθε­λα να πεθά­νω στην Κεντρι­κή Ασία, ακρι­βώς πάνω στο Δρό­μο του Μετα­ξιού. Άρχι­σα να γρά­φω από οκτώ χρο­νώ. Στην αρχή έγρα­φα κρυ­φά, προ­σευ­χές και βωμο­λο­χί­ες. Ύστε­ρα εκθέ­σεις ιδε­ών, ποι­ή­μα­τα. Απο­πει­ρά­θη­κα να γρά­ψω κι ένα μυθι­στό­ρη­μα: “Το κορί­τσι με τα γκρί­ζα μαλλιά”.
Από τότε δε στα­μά­τη­σα να γρά­φω παντού και τα πάντα. Διη­γή­μα­τα, θεα­τρι­κά μονό­πρα­κτα, σενά­ρια, αρχαιο­λο­γι­κά άρθρα, βιβλιο­κρι­σί­ες, δια­λέ­ξεις, δοκί­μια, ευθυ­μο­γρα­φή­μα­τα, συστα­τι­κές επι­στο­λές, εγκυ­κλο­παι­δι­κά λήμ­μα­τα, ανα­κοι­νώ­σεις για επι­στη­μο­νι­κά συνέ­δρια, πολι­τι­κές προ­κη­ρύ­ξεις και πολι­τι­κά άρθρα, επι­φυλ­λί­δες σε εφη­με­ρί­δες, στί­χους για λαϊ­κά τρα­γού­δια, χαι­ρε­τι­σμούς για πολι­τι­κές συγκε­ντρώ­σεις, ακό­μα και για ένα γάμο στο Ασχα­μπάτ, όπου με είχα­νε καλέ­σει, όταν επι­σκέ­φτη­κα το Τουρ­κμε­νι­στάν. Έγρα­ψα ειση­γη­τι­κές εκθέ­σεις για διδα­κτο­ρι­κές δια­τρι­βές και εκλο­γές καθη­γη­τών, κεί­με­να δια­φη­μί­σε­ων, “αγο­ρεύ­σεις” για τη βου­λή, κατ’ αρχήν και κατ’ άρθρον.
Έγρα­ψα και δυο επι­κή­δειους, έναν για τον Κίτσο Μακρή και έναν για τον Μανό­λη Ανδρό­νι­κο! Και σε έναν τοί­χο, όταν ήμου­να πρό­σκο­πος, έγρα­ψα με μεγά­λα κόκ­κι­να γράμ­μα­τα “Σ’ αγα­πώ”. Κι όσο περ­νά­ει ο και­ρός γρά­φω αστα­μά­τη­τα, για­τί εκεί­νο που θέλω να γρά­ψω δεν το έγρα­ψα ακό­μα! Κι όταν πια δεν έχω τι άλλο να γρά­ψω θα πάρω το Δρό­μο του Μετα­ξιού!

Τον πήρε «φεύ­γο­ντας» Οχτώ­βρη του 2013, αφή­νο­ντάς μας το βαρύ φορ­τίο να «καντη­λιά­σου­με» τους χαρ­τα­ε­τούς μας

Απ΄ το χιό­νι στην κόλαση

«Ήρθε ο Θωμάς στο χωριό και μου είπε για τα τέσ­σε­ρα νεκρά. Του Θανά­ση Κότση, λέει, του ‘χε πάρει η ριπή όλο το πίσω του κεφα­λιού. Ο Θωμάς κι εγώ το πήρα­με από­φα­ση. Από­ψε φεύ­γου­με για την Ελλά­δα. Πού πηγαί­νου­με; Στην πατρί­δα, λέω ‘γω. Στο χαμό, λέει o Θωμάς και γελά­ει». Ετσι αρχί­ζει η κολα­σμέ­νη κάθο­δος τριών Βορειοη­πει­ρω­τών προ­σφύ­γων «απ’ το χιό­νι» ως το βυθό της Ομό­νοιας. Εκεί θα βρε­θούν αντι­μέ­τω­ποι με την πεί­να, την εξα­έ­ρω­ση του ορά­μα­τος, τα πρώ­τα συμ­πτώ­μα­τα ενός εκκο­λα­πτό­με­νου — και ανο­μο­λό­γη­του — ρατσι­σμού των σύγ­χρο­νων Αθη­ναί­ων. Οταν ο Θωμάς θα βρει έναν εντε­λώς άκαι­ρο και παρά­λο­γο θάνα­το στο για­πί άλλης μιας «φονι­κής» πολυ­κα­τοι­κί­ας, ο αφη­γη­τής θ’ απο­φα­σί­σει να επι­στρέ­ψει στο χιό­νι, εκεί όπου του­λά­χι­στον τα όνει­ρα διατηρούνται…

Η τίμια, «ψυχρή» σχε­δόν, ντο­κι­μα­ντε­ρί­στι­κη ματιά του σκη­νο­θέ­τη Σωτή­ρη Γκο­ρί­τσα στην ται­νία «Απ’ το χιό­νι» πάνω σ’ αυτό το οξύ κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα δεν απο­τρέ­πει τη συγκί­νη­ση του θεα­τή — αυτό απο­τε­λεί, ίσως, το σημα­ντι­κό­τε­ρο επί­τευγ­μα της ται­νί­ας δια­δρο­μής τριών Βορειοη­πει­ρω­τών, του Θωμά Λέκ­κα, του Αχιλ­λέα Νάσιου και του ορφα­νού δεκά­χρο­νου Νίκου, από τα χιό­νια της Αλβα­νί­ας μέχρι την Αθή­να, όπου φτά­νουν με τα πόδια δια­σχί­ζο­ντας ολό­κλη­ρη τη χώρα. Από τη στιγ­μή που θα φτά­σουν στην Ομό­νοια, θα βρε­θούν αντι­μέ­τω­ποι με την πεί­να, την ζοφε­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τον ρατσι­σμό, που εξα­φα­νί­ζουν τα όνει­ρά τους.

  • Γερά­σι­μος Σκια­δα­ρέ­σης — Αχιλ­λέ­ας Νάσιος
  • Βάσιας Ελευ­θε­ριά­δης — Θωμάς Λέκκας
  • Αντώ­νης Μανω­λάς — Νίκος
  • Μάνια Παπα­δη­μη­τρί­ου — Κατε­ρί­να Δρόσου
  • Λάζα­ρος Ανδρέ­ου — Άλκης Κατσάρης
  • Στέ­λιος Παύ­λου — Βορειοηπειρώτης
  • Μενέ­λα­ος Ντά­φλος — αφεντικό
  • Έκτο­ρας Καλού­δης — αστυνομικός
  • Βασί­λης Καμί­τσης — ξενοδοχοϋπάλληλος
  • Μαρία Κυριά­κη — Δέσποινα
  • Αλέ­κος Μάν­δη­λας — τηλεπωλητής
  • Δημή­τρης Μαυ­ρό­που­λος — Μάκης
  • Ανδρέ­ας Νάτσιος — συνοροφύλακας
  • Σοφία Ολυ­μπί­ου — για­γιά Δήμητρα
  • Κώστας Στε­φα­νά­κης – προδότης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο