Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πολιτισμός και Ναυτεργάτες

Γρά­φει ο Αλέ­κος Πού­λος //

Στην χώρα μας, χώρα βαθιά εξαρ­τη­μέ­νη, η ψυχα­γω­γία σημα­δεύ­τη­κε απ’ αρχής, απ’ τις ιδε­ο­λο­γι­κές συντε­ταγ­μέ­νες της άρχου­σας τάξης. Η βίαιη οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή εξάρ­τη­ση επέ­βα­λε τους όρους της και στην ψυχα­γω­γία των λαϊ­κών μαζών.

Ας θυμη­θού­με πως την επο­χή που είχα­με και ανά­πτυ­ξη της Εμπο­ρι­κής μας ναυ­τι­λί­ας, η ανά­γκη του αστού να επι­δεί­ξει μια κοι­νω­νι­κή θέση που άξαφ­να είχε κατα­λά­βει, οδή­γη­σε την φτω­χιά λαϊ­κή ταβέρ­να της γει­το­νιάς, στα μπου­ζου­κο­μά­γα­ζα — πολι­τι­στι­κά κέντρα τα ονό­μα­σε υπουρ­γός Ε. Ν. -, στα σκυ­λά­δι­κα της παρα­λια­κής. Κι ακό­μη πως η κυρί­αρ­χη τάξη, έβα­λε την σφρα­γί­δα της και στην άλλη μαζι­κή τέχνη και πιο κατάλ­λη­λη για ψυχα­γω­γία, τον κινη­μα­το­γρά­φο. Οι εμπο­ρι­κές ται­νί­ες εξέ­πε­μπαν ευθύς εξαρ­χής τις αξί­ες της Αμε­ρι­κά­νι­κης εξάρ­τη­σης, τις αξί­ες του Αμε­ρι­κα­νι­κού τρό­που ζωής, τόσο στο δρά­μα, όσο και στην κωμω­δία. Προ­σπά­θη­σαν να περά­σουν σε πλα­τυ­τέ­ρα στρώ­μα­τα ιδέ­ες και αντι­λή­ψεις, όχι απλά της αστι­κής τάξης, της οποί­ας ο πολι­τι­σμός απέ­χει απ’ τις ανά­γκες του λαού, αλλά περισ­σό­τε­ρο των υπε­ρα­τλα­ντι­κών εταί­ρων μας. Είναι η επο­χή που ο φτω­χός εργα­ζό­με­νος μαθαί­νει για το πόσο απα­ραί­τη­το είναι να έχει μπαρ με ουί­σκι στο σπί­τι του, εγκα­τα­λεί­πο­ντας τα νυχτέ­ρια με κρα­σά­κι, διη­γή­σεις, αδελ­φώ­μα­τα, γλέ­ντια. Γνω­ρί­ζε­ται με τα Bar (με ξένη μου­σι­κή και ουί­σκι), όταν αυτός ακό­μα δια­σκέ­δα­ζε με ρετσί­να στην ταβέρ­να. Γίνε­ται η πιο συνει­δη­τή προ­σπά­θεια να “κομπλε­ξα­ρι­στεί” για τις αξί­ες του, να θεω­ρη­θούν ξεπε­ρα­σμέ­νες, συντη­ρη­τι­κές. Θέλουν να τον πεί­σουν ότι η κοι­νω­νι­κή ανα­γνώ­ρι­ση, ούτε λίγο ούτε πολύ, συμ­βα­δί­ζει με την απο­δο­χή αυτών των συνηθειών.

Είναι η επο­χή που ο Καβ­βα­δί­ας γρά­φει το έργο του. Γρά­φει για τα Bar, για τα λιμά­νια, τα λιμα­νί­σια κορί­τσια, τους Ναυ­τι­κούς, μα ποτέ Ναυ­τερ­γά­τες, για τα χασί­σια, για τα πολυ­ε­θνι­κά πλη­ρώ­μα­τα, για τα ειδυλ­λια­κά τοπία, για μια ζωή ολό­τε­λα ξένη απ’ αυτή που ζού­σαν οι Έλλη­νες Ναυ­τερ­γά­τες τότε, οι τελεί­ως απο­κομ­μέ­νοι απ’ οποια­δή­πο­τε δια­σκέ­δα­ση κι ίχνος πολι­τι­σμού. Γρά­φει το έργο του, όχι στο στό­κο­λο, στη γέφυ­ρα, αλλά ρεμ­βά­ζο­ντας ποι­η­τι­κά σε μια “σεζ λονγκ”. Είναι η πιο τρα­γι­κή δεκα­ε­τία στη ζωή των καρα­βιών ίσως μετά την σημε­ρι­νή από­λυ­τη απα­ξί­ω­ση του Έλλη­να Ναυ­τερ­γά­τη. Τα καλύ­τε­ρα παλι­κά­ρια των τότε συνα­δέλ­φων, δεν γνώ­ρι­σαν ποτέ νιό­τη, για­τί είχαν ν’ αντι­πα­λέ­ψουν δύσκο­λες και τρα­γι­κές συν­θή­κες. Δεν ήταν όπως παρου­σιά­στη­καν στο έργο του ή του­λά­χι­στον δεν ήταν η πλειο­ψη­φία του έτσι.

Κι όμως από κεί­νη την επο­χή έρχο­νται ως το σήμε­ρα, αρκε­τοί συνά­δελ­φοι Ναυ­τερ­γά­τες Λογο­τέ­χνες, Εικα­στι­κοί, Μου­σι­κοί, που αντι­στέ­κο­νται στην απα­ξί­ω­ση του Ναυ­τερ­γά­τη ως κοι­νω­νι­κό ον.

Σήμε­ρα σε καθε­στώς πολύ­πλευ­ρης πολι­τι­κής και οικο­νο­μι­κής όξυν­σης της κρί­σης του καπι­τα­λι­σμού, η ψυχα­γω­γία, η επα­φή με τον πολι­τι­σμό, με τις λαϊ­κές μας παρα­δό­σεις, απο­χτά αυξη­μέ­νο ειδι­κό βάρος και στον χώρο της ιδε­ο­λο­γί­ας. Η υπο­τα­γή της σύγ­χρο­νης ζωής στα προ­γράμ­μα­τα αξιο­ποί­η­σης του κεφα­λαί­ου, οι ταξι­κές δια­κρί­σεις, η ανε­πάρ­κεια της παρε­χό­με­νης εκπαί­δευ­σης, το οξυ­μέ­νο φαι­νό­με­νο της ανερ­γί­ας, η έντα­ση της προ­σπά­θειας χει­ρα­γώ­γη­σης της κοι­νής γνώ­μης και των προ­ϊ­ό­ντων του πολι­τι­σμού, της δια­σκέ­δα­σης απ’ τα μονο­πω­λια­κά συγκρο­τή­μα­τα του χώρου, η απο­ξέ­νω­ση των ανθρώ­πι­νων σχέ­σε­ων, εντεί­νουν την δυσφο­ρία των εργα­ζο­μέ­νων στον ριζο­σπα­στι­σμό της και βρί­σκουν τέλεια έκφρα­ση στη ζωή των Ναυ­τερ­γα­τών μες τα καράβια.

Η παρέμ­βα­σή της σήμε­ρα, παίρ­νει πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νο, πιο σαφή χαρα­κτή­ρα, απο­βλέ­πει κύρια στην ανά­λω­ση της συνεί­δη­σής μας, θέλο­ντας να την μετα­τρέ­ψει σ’ άκα­πνο μπα­ρού­τι. Οι αρκε­τοί Έλλη­νες Ναυ­τερ­γά­τες Λογο­τέ­χνες, αψη­φώ­ντας αυτή την προ­σπά­θεια της άρχου­σας τάξης, έχουν να επι­δεί­ξουν έργα όλων των ειδών του γρα­πτού λόγου, γραμ­μέ­να όχι μόνο σ’ αντί­ξο­ες συν­θή­κες και­ρι­κές της εργα­σί­ας, αλλά και κοι­νω­νι­κού περί­γυ­ρου. Είναι μόνοι αυτοί το μολύ­βι τους και η καρ­διά τους.

Οι συνε­χείς μειώ­σεις των συν­θέ­σε­ων των πλοί­ων από Έλλη­νες Ναυ­τερ­γά­τες, η αντι­κα­τά­στα­ση τους μ’ αλλο­δα­πούς συνα­δέλ­φους, χωρίς κανέ­να συγκρο­τη­μέ­νο δικαί­ω­μα, σαν πλή­ρω­μα σε γαλέ­ρες, ο αφα­νι­σμός απ’ τις συν­θέ­σεις ολό­κλη­ρων ειδι­κο­τή­των, η εντα­τι­κο­ποί­η­ση της εργα­σί­ας στα καρά­βια, έλυ­σε ανώ­δυ­να κι ανέ­ξο­δα το πρό­βλη­μα της ψυχα­γω­γί­ας των Ναυ­τερ­γα­τών στα καρά­βια, υπέρ των εφο­πλι­στών και της τάξης τους.

Άλλω­στε με τα Διε­θνή πλη­ρώ­μα­τα, τα εργα­ζό­με­να ως σύγ­χρο­νοι σκλά­βοι, σε τι γλώσ­σα να τους δια­θέ­σεις, ν’ απαι­τή­σεις να έχει βιβλιο­θή­κη, δισκο­θή­κη, κινη­μα­το­γρα­φι­κά έργα για τις ελεύ­θε­ρες ώρες τους, όταν σ’ ένα καπνι­στή­ριο συγκε­ντρώ­νο­νται 4–5 δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες ή κοι­μού­νται δυο-δύο ακό­μη στις καμπί­νες και κάτω από την ίσαλο;

Όμως η ψυχα­γω­γία των Ναυ­τερ­γα­τών μακριά πολύ και απο­μο­νω­μέ­νοι καθώς είναι απ’ την πολι­τι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα της στε­ριάς, δεν είναι ένα απλό φαι­νό­με­νο, είτε σαν πνευ­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια, είτε σαν χαλά­ρω­ση και δια­σκέ­δα­ση. Και κανέ­νας φορέ­ας, εκτός κάτι πολύ μικρές προ­σπά­θειες από Σωμα­τεία, έκα­ναν προ­σπά­θειες κάτι να μπει στα καπνι­στή­ρια ως δια­σκέ­δα­ση, που να είναι προ­σαρ­μο­σμέ­νη επι­στη­μο­νι­κά στις ιδιαί­τε­ρες ανά­γκες των Ναυ­τερ­γα­τών. Κι οι ίδιοι αυτοί που τις ανά­γκες μας τις μετρούν ως κέρ­δος, σαν γρα­φι­κό­τη­τα αντι­με­τω­πί­ζουν την δια­σκέ­δα­σή μας στο λιμά­νι με τα λιμα­νί­σια κορί­τσια, σε μία δια­σκέ­δα­ση που πιθα­νόν να μη την είχα­με ανά­γκη, αν φρό­ντι­ζαν ισορ­ρο­πη­μέ­νοι άνθρω­ποι να ήμα­σταν με τα καράβια.

Σπά­νια σήμε­ρα η βιβλιο­θή­κη των δεκα­ε­τιών του 70′-80′. Σπά­νια η ποιό­τη­τα σε κάποιο βιβλίο, σε κάποιο DVD κινη­μα­το­γρα­φι­κού έργου. Και σπά­νιο είναι το έργο κάποιου συνα­δέλ­φου σε κάποιο καπνι­στή­ριο καρα­βιού. Κι αν βρεις κάτι είναι από συνα­δέλ­φους που τα έχουν φέρει μαζί τους, για δικές τους ανάγκες.

Κι οι φορείς που υπο­τί­θε­ται ότι ανέ­λα­βαν, αν ανέ­λα­βαν ποτέ στα σοβα­ρά την πνευ­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια του εργα­ζο­μέ­νου, μακριά από κει που μπο­ρεί να συμ­βάλ­λει, ν’ απο­χτή­σει τέτοια καλ­λιέρ­γεια, ήταν στην βάση “ότι στα καρά­βια πάμε για το μερο­κά­μα­το, δεν πάμε για δια­σκέ­δα­ση και κουλ­τού­ρα”. Λέμε για τα καρά­βια με Ελλη­νι­κή σημαία. Για τα πλοία με ξένη σημαία, Ελλή­νων πλοιο­κτη­τών, δεν γίνε­ται κανέ­νας λόγος ύπαρ­ξης, για­τί εκεί υπάρ­χει ασύ­δο­τη κατά­στα­ση σκλα­βιάς κι όχι εργα­ζό­με­νοι με δικαιώ­μα­τα. Κι έχου­με ένα συν­δι­κα­λι­στι­κό κίνη­μα σε κατεύ­θυν­ση “κοι­νω­νι­κού δια­λό­γου” για το πόσα θα χαθούν ακό­μη απ’ την ανθρώ­πι­νη ζωή πάνω στα πλοία.

Οτι­δή­πο­τε όμως υπάρ­χει στα καπνι­στή­ρια, σε σχέ­ση με την δια­σκέ­δα­ση μας, τον πολι­τι­σμό, λει­τουρ­γούν σαν μηχα­νι­σμός παρα­πλά­νη­σης και χει­ρα­γώ­γη­σης των Ναυ­τερ­γα­τών, όπως φανε­ρώ­νει η απου­σία ή το περιε­χό­με­νο του πολι­τι­στι­κού υπο­προ­ϊ­ό­ντος των σκου­πι­διών που έχουν εφο­διά­σει τα πλοία.

Στό­χος τους συνει­δη­τός, είναι η αξιο­ποί­η­ση του ελεύ­θε­ρου χρό­νου των Ναυ­τερ­γα­τών για την παρα­πλά­νη­ση, την πνευ­μα­τι­κή και αισθη­τι­κή υπο­βάθ­μι­σή μας μέσα κι έξω απ’ τα καρά­βια. Και παρ’ όλη την αύξη­ση των πολι­τι­στι­κών δυνα­το­τή­των, χρη­σι­μο­ποιού­νται σε βάρος των Ναυ­τερ­γα­τών, παίρ­νουν απάν­θρω­πο χαρα­κτή­ρα και δεν προ­ά­γουν την ανθρώ­πι­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, αλλά την περιορίζουν.

Ται­νί­ες τρό­μου, άγριων δολο­φο­νιών, δια­φθο­ράς, σ’ ανθρώ­πους που δια­σχί­ζουν τις πηγές έμπνευ­σης, τόσων μεγά­λων έργων του ανθρώ­πι­νου πολι­τι­σμού. Βιβλία τσέ­πης με το ίδιο περιε­χό­με­νο ή μ’ απλοϊ­κές αισθη­μα­τι­κές ερω­τι­κές ιστο­ρί­ες, τρα­γού­δια μ’ υπο­βι­βα­σμέ­νο τον λόγο, τρα­γού­δια που δεν συντρο­φεύ­ουν ούτε δευ­τε­ρό­λε­πτο τις ώρες της δου­λειάς μας.

Στό­χος τους είναι η υπο­βάθ­μι­ση του πολι­τι­στι­κού-πνευ­μα­τι­κού επι­πέ­δου των Ναυ­τερ­γα­τών, η δημιουρ­γία μιας παθη­τι­κής μάζας απέ­να­ντι στις κοι­νω­νι­κές-εργα­σια­κές εξε­λί­ξεις, ο απο­προ­σα­να­το­λι­σμός, η υπο­τα­γή στη μοί­ρα που μας επι­τάσ­σει το κοι­νω­νι­κό σύστη­μα που ζούμε.

Σ’ επο­χές που υπήρ­χαν Έλλη­νες Ναυ­τερ­γά­τες με συγκρο­τη­μέ­να δικαιώ­μα­τα στα καρά­βια, γιορ­τά­ζο­νταν οι μεγά­λες γιορ­τές του λαού μας, που από μόνες τους και με τον ιδιαί­τε­ρο τρό­πο που γιορ­τά­ζο­νταν ήταν από μόνες τους ένα πολι­τι­στι­κό γεγο­νός. Η ώρα του καφέ των δέκα, η βρα­δι­νή συγκέ­ντρω­ση στο καπνι­στή­ριο, τότε που όλοι μαζί γινό­μα­σταν μία παρέα και ανοί­γα­με τις καρ­διές μας σε συνα­πα­ντή­μα­τα χαλά­ρω­σης και δια­σκέ­δα­σης, ήταν ένα πολι­τι­στι­κό ιδιαί­τε­ρο γεγο­νός. Οι βιβλιο­θή­κες με τα λιγο­στά βιβλία που υπήρ­χαν ήταν μια παρη­γο­ριά ανά­σας, αν κι υστε­ρού­σαν στην παρα­γω­γή της κρι­τι­κής σκέψης.

Όσοι συνά­δελ­φοι έγρα­ψαν μες τα καρά­βια κι είναι πολ­λοί αυτοί που το κατόρ­θω­σαν σε σχέ­ση με τον αριθ­μό των ελλή­νων Ναυ­τερ­γα­τών που έζη­σαν και τελεί­ω­σαν την παρα­γω­γι­κή του ηλι­κία στα καρά­βια, το έκα­ναν από δικό τους μερά­κι, δικές τους ανά­γκες, χωρίς βοή­θεια από κανέ­ναν κι από που­θε­νά, κι όπως είπε ένας συνά­δελ­φος “όσα δεν μ’ έμα­θαν τα σχο­λεία, τα έμα­θα μόνος μου, δια­βά­ζο­ντας τόμους βιβλία που έφερ­να μαζί μου απ’ την στεριά”.

Υπάρ­χουν κι ελπί­ζου­με να συνε­χί­σουν να υπάρ­χουν και να δημιουρ­γούν έργα ποιό­τη­τας λογο­τε­χνί­ας και γενι­κό­τε­ρα του γρα­πτού λόγου, μα και έργα των άλλων “καλών τεχνών”, όπως ζωγρά­φοι, γλύ­πτες, μου­σι­κοί, αν και αρκε­τούς απ’ αυτούς τους Συνα­δέλ­φους, ο αφελ­λη­νι­σμός της Εμπο­ρι­κής Ναυ­τι­λί­ας, τους ξέβρα­σε στην στε­ριά, κυρί­ως Ασυρ­μα­τι­στές, κατώ­τε­ρα πλη­ρώ­μα­τα, Θαλαμηπόλους.

Ποιος γνω­ρί­ζει τι είναι να δημιουρ­γείς κάτω από την πίε­ση του μερο­κά­μα­του, του απρό­ο­πτου γεγο­νό­τος, του κακού και­ρού, της ψυχο­λο­γι­κής κατά­στα­σης που δημιουρ­γεί η μονα­ξιά στο πέλα­γος; Κι όμως να που σήμε­ρα, μπο­ρού­με να παρου­σιά­ζου­με πέρα απ’ τον Καβ­βα­δία, τον Αντω­νί­ου, μια πλη­θώ­ρα Ναυ­τερ­γα­τών, που έσπα­σαν το φράγ­μα που η φύση της δου­λειάς τους ύψω­νε κι έφτα­σαν ως λογο­τε­χνι­κά ανα­στή­μα­τα ανα­γνω­ρί­σι­μα στις μέρες μας.

Παρ όλες τις προ­σπά­θειες των αντι­δρα­στι­κών κύκλων. Τις χαι­ρέ­κα­κες κραυ­γές της κατε­στη­μέ­νης δια­νό­η­σης και των οπα­δών της υψη­λής κουλ­τού­ρας, οι Ναυ­τερ­γά­τες ακο­λου­θώ­ντας μια δική τους υπό­γεια δια­δρο­μή, μέσα από εμπό­δια κι αδυ­να­μί­ες, κατά­φε­ραν να φτά­σουν ως σήμε­ρα και να μας παρα­δώ­σουν έργα υψη­λής αισθη­τι­κής, γεμά­τα αρμύ­ρα, μονα­ξιά και δύσκο­λα μεροκάματα.

Οι Έλλη­νες Ναυ­τερ­γά­τες, οι εργά­τες γενι­κό­τε­ρα, διεκ­δι­κού­με όχι απλά την ανά­παυ­ση και την ψυχα­γω­γία, αλλά την ζωή μ’ όλα της τα όνει­ρα. Και δεν περι­μέ­νου­με να πάρου­με την εξου­σία για να χαρού­με την ζωή. Φρο­ντί­ζα­με παλιό­τε­ρα, πριν τις 11 μειώ­σεις συν­θέ­σε­ων των πλοί­ων και την αντι­κα­τά­στα­σή μας, έτσι ώστε μες τον περιο­ρι­σμέ­νο ελεύ­θε­ρο χρό­νο μας, ανά­με­σα στις ανά­παυ­λες της τρι­κυ­μί­ας, να δημιουρ­γού­με, να χαι­ρό­μα­στε σαν παι­διά στο παι­χνί­δι του την ψυχα­γω­γία μας, την δια­σκέ­δα­σή μας, την επα­φή μας με έργα πολι­τι­σμού, όσο δύσκο­λο κι αν ήταν αυτό, και φρο­ντί­ζα­με ο ελεύ­θε­ρος χρό­νος μας ν’ απο­κτά το ειδι­κό βάρος στη δια­μόρ­φω­ση της συνεί­δη­σης του εργάτη.

Βεβαί­ως είχα­με και την λιμα­νί­σια έξο­δο και την λιμα­νί­σια δια­σκέ­δα­ση. Ζού­σα­με και συν δημιουρ­γού­σα­με “το κάθε λιμά­νι και καη­μός”. Και πολ­λά έργα συνα­δέλ­φων είναι επη­ρε­α­σμέ­να απ τις εξό­δους μας στα λιμά­νια της Γης. Αυτή όμως η δια­σκέ­δα­ση ήταν μια λει­τουρ­γία καθα­ρά εκτο­νω­τι­κή, έπει­τα από ταξί­δια πολ­λών ημε­ρών. Καμία σχέ­ση δεν είχε με τις ανά­γκες μας, αλλά παρή­γα­γε μια παθη­τι­κή δια­σκέ­δα­ση, σ’ ευά­λω­τους της λιμα­νί­σιας νύχτας ανθρώ­πους. Όμως αυτές οι νύχτες, κατα­γρά­φτη­καν σε λογο­τε­χνι­κά βιβλία, έγι­ναν πίνα­κες ζωγρα­φι­κής, έγι­ναν τρα­γού­δια, έγι­ναν κομ­μά­τι της ζωής μας. Σήμε­ρα με τις ταχύ­τη­τες των καρα­βιών, τον εκσυγ­χρο­νι­σμό των μέσων φορ­το­εκ­φόρ­τω­σης στα λιμά­νια, την εντα­τι­κο­ποί­η­ση της δου­λειάς, έχουν δια­γρά­ψει τελεί­ως και αυτές τις νύχτες, απ’ την ζωή μας στα πέλα­γα, που όμως μας κρα­τού­σαν σε μια ισορ­ρο­πία συμπε­ρι­φο­ράς ‚μες τα καρά­βια, μας πρό­σφε­ραν μια αισιο­δο­ξία, μια προ­σμο­νή, έκα­ναν τα ταξί­δια μας λιγό­τε­ρο δύσκο­λα και μονό­το­να. Κανείς ποτέ, είτε με λόγια, είτε γρά­φο­ντας, δεν υπο­τί­μη­σε, δεν υπο­βί­βα­σε αυτές τις νύχτες, παρ’ όλο που δεν του ύψω­σαν το πολι­τι­στι­κό, μορ­φω­τι­κό του ανά­στη­μα. Απλά σαν προ­έ­κτα­ση του μερο­κά­μα­του το αντι­με­τώ­πι­ζαν, ως ανά­παυ­λα του κλει­σί­μα­τος στην λαμαρίνα.

Υπήρ­χαν όμως και τα λιμά­νια των Σοσια­λι­στι­κών χωρών, που εκεί υπήρ­χαν τα seamen’s club και νιώ­θα­με, βλέ­πα­με την τερά­στια δια­φο­ρά της πολι­τι­στι­κής προ­σφο­ράς, της αντι­με­τώ­πι­σης των εργα­ζο­μέ­νων του ενός συστή­μα­τος, απ’ τα πολι­τι­στι­κά ιδε­ώ­δη του Ιμπε­ρια­λι­σμού. Όπου ήρθα­με σ’ επα­φή στον πελα­γί­σιο βίο μας, με τα επι­τεύγ­μα­τα του πολι­τι­σμού σε ξένη χώρα, ήρθα­με σ’ αυτές τις χώρες που οικο­δο­μού­σαν τον Σοσια­λι­σμό. Θέα­τρο, όπε­ρες, ποδο­σφαι­ρι­κούς αγώ­νες, συναυ­λί­ες, εκδρο­μές, γλέ­ντι, αντά­μω­μα με πλη­ρώ­μα­τα ξένων πλοί­ων, δωρε­άν βιβλία για την αυτο­μόρ­φω­σή μας, εκεί σ’ αυτά τα seamen’s club τα βρή­κα­με, έξω και μακριά απ’ την εκμε­τάλ­λευ­ση της ανά­γκης μας για δια­σκέ­δα­ση στη στεριά.

Οι Έλλη­νες Ναυ­τερ­γά­τες που ασχο­λή­θη­καν με τον γρα­πτό λόγο σ’ όλα του τα είδη, άνθρω­ποι ξεκομ­μέ­νοι απο­λύ­τως ήταν απ’ ότι είχε να προ­σφέ­ρει η Λογο­τε­χνία στην Ελλά­δα και παγκό­σμια. Άνθρω­ποι ξεκομ­μέ­νοι απ’ την ίδια την κοι­νω­νία, που είχε ν’ αντι­πα­λέ­ψει προ­κα­τα­λή­ψεις, εκμε­τάλ­λευ­ση, κατα­πί­ε­ση και να ζωντα­νέ­ψει ελπί­δες για ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον. Τώρα αν κατά­φε­ραν να βγουν νικη­τές απ’ αυτόν τον αγώ­να, ας αφή­σου­με αυτούς να έχουν τον τελευ­ταίο λόγο, για­τί ο σπό­ρος που έρι­ξαν στις συνει­δή­σεις των λιγο­στών σήμε­ρα συνα­δέλ­φων τους, κάπο­τε θα δώσει και­νούρ­γιους καρπούς.

Σίγου­ρα όμως δεν μπο­ρεί να έχει κανείς την αυτα­πά­τη ότι το ζήτη­μα της ψυχα­γω­γί­ας του πολι­τι­σμού στα πλοία μπο­ρεί να λυθεί ξέχω­ρα απ’ την κοι­νω­νι­κή αλλα­γή που χρειά­ζε­ται η πατρί­δα μας. Ούτε χρειά­ζε­ται να το προ­σπερ­νά­με θεω­ρώ­ντας το κάτι ασή­μα­ντο, πολύ περισ­σό­τε­ρο δε σήμε­ρα, που έχει αυξη­μέ­νο ρόλο στη ζωή μας. Δεν χρειά­ζε­ται να μπο­ρού­με να δια­λέ­γου­με πολι­τι­σμό, αλλά να γινό­μα­στε και οι ίδιοι, όσο μπο­ρού­με μες τα καρά­βια και έξω απ’ αυτά ενερ­γη­τι­κοί δια­μορ­φω­τές ενός πολι­τι­σμού, δεμέ­νου με την καθη­με­ρι­νή μας ζωή και τις ανά­γκες μας. Να δημιουρ­γού­με εκεί­νη την ψυχα­γω­γία που θ’ ανοί­γει νέους ορί­ζο­ντες στην ζωή και στη δρά­ση μας.

Αν εξαι­ρέ­σου­με τον Καβ­βα­δία, όλοι οι υπό­λοι­ποι Έλλη­νες Ναυ­τερ­γά­τες που ασχο­λή­θη­καν με τον γρα­πτό λόγο, είναι άγνω­στοι οι περισ­σό­τε­ροι στο μεγά­λο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό, άγνω­στοι απ’ την επί­ση­μη Λογο­τε­χνία που δημιουρ­γούν κάποια συμ­φέ­ρο­ντα και δεν φταί­ει γι’ αυτό η ποιό­τη­τα του έργου τους, αλλά είναι απόρ­ροια του χρό­νου που είναι χαμέ­νος μες τους ωκε­α­νούς, η έλλει­ψη μέσων επι­κοι­νω­νί­ας, η αδια­φο­ρία του κρά­τους να δεί­ξει στον λαό αυτή την προ­σπά­θεια. Όμως αυτοί έρχο­νται μ’ υπο­μο­νή και θάρ­ρος και παρου­σιά­ζουν με τα έργα τους κι ερέ­θι­σμα την ίδια τους τη ζωή, την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ζωής, φορ­τω­μέ­νοι την αισθη­τι­κή της ιδιαιτερότητα.

Οι Έλλη­νες Ναυ­τερ­γά­τες Λογο­τέ­χνες, αυτό προ­σπά­θη­σαν, ας μου επι­τρα­πεί να ερμη­νεύ­σω την προ­σπά­θεια τους κι αυτό προ­σπα­θούν, σ’ αντί­ξο­ες συν­θή­κες, ακό­μη και σήμερα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο