πορφυρογέννητος, ‑η, ‑ο < μεσαιωνική ελληνική πορφυρογέννητος < αρχαία ελληνική πορφύρα + γεννάω / γεννῶ.
Αυτοκρατορικό προσωνύμιο που δηλώνει αυτόν που γεννήθηκε, όταν ο πατέρας του ήταν ήδη αυτοκράτορας, δηλαδή στην Πορφύρα, το πορφυρά διακοσμημένο δωμάτιο του παλατιού, όπου έρχονταν στο κόσμο τα παιδιά των βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Επίθετο
(ιστορία) (βυζαντινή περίοδος) τίτλος βασιλόπαιδος που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του γονιού του.
(γενικότερα) οποιοσδήποτε αριστοκρατικός.
(μεταφορικά) που μεγάλωσε ως πλουσιόπαιδο.
Ιστορικά πρόσωπα:
Κωνσταντίνος Ζ’ o Πορφυρογέννητος: Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (913–959), της δυναστείας των Μακεδόνων. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού και της παλλακίδας του, Ζωής Καρβονοψίνας.
Θεοδώρα η Πορφυρογέννητη (980‑1056), η τελευταία αυτοκράτειρα της Μακεδονικής Δυναστείας.
(Φωτό αρχείου: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ο Β’, του Κυριάκου)