Η προσαγωγή των ηγετών των Ναζί ενώπιον της δικαιοσύνης ήταν αίτημα κυριολεκτικά ολόκληρου του μεταπολεμικού κόσμου.
Πράγματι στη Δίκη της Νυρεμβέργης καταδικάστηκαν 12 σε θάνατο, 3 σε ισόβια και άλλοι σε μικρότερες ποινές φυλάκισης, ακολούθησαν ορισμένες άλλες δίκες ενώ συνεργάτες
των ναζί δικάστηκαν σε σειρά χωρών της Ευρώπης. Με εξαίρεση βέβαια την Ελλάδα, όπου οι δωσίλογοι έγιναν μέρος της ηγεσίας του μετεμφυλιακού αντικομμουνιστικού κράτους…
Εντούτοις, το 1948 οι ΗΠΑ αποφάσισαν αιφνιδίως να διακόψουν τη χρηματοδότηση του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης με αποτέλεσμα να τερματιστούν οι εργασίες του και όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις να τεθούν στο αρχείο.
Στη συνέχεια, τη διετία 1950 – 1951 ο John McCloy, Ύπατος Αρμοστής των ΗΠΑ στην αμερικανική ζώνη κατοχής της Γερμανίας, φρόντισε για την αμνηστία μέχρι και του τελευταίου από τους μεγαλοβιομηχάνους που είχαν καταδικαστεί ως εγκληματίες πολέμου. Οπως ο Κρουπ, τα στελέχη της I. G. Farben ή ο Φρίντριχ Φλικ (ένας από τους βασικότερους οικονομικούς υποστηρικτές του Χίτλερ και του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, που επίσης αποκόμισε τεράστια κέρδη, χρησιμοποιώντας σκλάβους εργάτες που μίσθωνε από τα SS — υπολογίζεται ότι από τους 48.000 εργάτες που εργάστηκαν στις επιχειρήσεις του Φλικ, σχεδόν το 80% δεν επιβίωσε). Οι περιουσίες που είχαν κατασχεθεί επεστράφησαν, ενώ πολλοί αποκαταστάθηκαν στα διευθυντικά πόστα που είχαν και πριν
Η πραγματική εικόνα βέβαια είναι πιο συγκλονιστική. To 2010 το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης αναγκάστηκε να δημοσιεύσει μια 600σέλιδη έρευνα που αποκάλυπτε τη μεταπολεμική δράση της CIA για τη φυγάδευση στις ΗΠΑ εκατοντάδων καταζητούμενων ναζί. Στρατιωτικοί και επιστήμονες των Ναζί που εργάστηκαν για το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αντί να προσαχθούν στη δικαιοσύνη στρατολογήθηκαν στην κατασκοπεία και τη στρατιωτική έρευνα της Δύσης, η οποία ήθελε να αξιοποιήσει τις «ικανότητες» των Ναζί στην πολεμική της ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.
Το πιο συμβολικό από όλα είναι το γεγονός ότι ο Αδόλφος Χοΐσινγκερ, πρώην Αρχηγός του Επιτελείου Στρατού της Βέρμαχτ, βρέθηκε στη στρατιωτική ηγεσία της Δυτικής Γερμανίας και
στη συνέχεια πρόεδρος της Μόνιμης Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ.
Οι «φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες» δεν είχαν κανέναν ηθικό φραγμό να συνεργαστούν με το φασισμό. Έκτοτε.
Πηγές: Χαραυγή / Ριζοσπάστης