Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Προεκλογικά μιλώντας: για τον ευφημισμό στον πολιτικό λόγο

Γρά­φει η Βασι­λι­κή Παπα­γε­ωρ­γί­ου //
Εθνο­λό­γος-Κοι­νω­νι­κή Ανθρω­πο­λό­γος, Δρ
Εργα­σια­κή Σύμ­βου­λος Ανέρ­γων, ΟΑΕΔ

Στην προ­ε­κλο­γι­κή περί­ο­δο συνα­ντά­με στην πιο λαμπρή εκδο­χή του τον πολι­τι­κό λόγο, αυτόν, δηλα­δή, τον λόγο με τα ιδιά­ζο­ντα γνω­ρί­σμα­τα, που τον καθι­στούν δια­κρι­τό από άλλες μορ­φές λόγου. Η ρητο­ρι­κή της πολι­τι­κής, που ανα­πτύσ­σε­ται, για παρά­δειγ­μα, σε ένα τηλε­ο­πτι­κό debate, σε δια­φη­μι­στι­κές καμπά­νιες ή σε ομι­λί­ες σε κοι­νό, περι­λαμ­βά­νει τις γενι­κό­λο­γες ανα­φο­ρές και την αορι­στία, τη χρή­ση ουδέ­τε­ρων εκφρά­σε­ων με την απο­φυ­γή ανα­φο­ράς σε ενο­χλη­τι­κούς όρους και λέξεις, τη στε­ρε­ο­τυ­πι­κή επα­νά­λη­ψη κοι­νών τόπων, και άφθο­νες δηλώ­σεις με αμφι­ση­μί­ες, ταυ­το­λο­γί­ες ή ασάφειες.

Γι’ αυτό και ο ευφη­μι­σμός, που επι­τυγ­χά­νει στο μέγι­στο βαθ­μό την δημιουρ­γία “από­στα­σης” από το αρχι­κό νόη­μα, παρα­νό­η­σης, απο­τε­λεί μία από τις πιο ενδια­φέ­ρου­σες τρο­πές που εμφα­νί­ζει ο πολι­τι­κός λόγος. Ένα στοι­χειώ­δες παρά­δειγ­μα για να κατα­νο­ή­σου­με τον ευφη­μι­σμό ιδιαί­τε­ρα στην πολι­τι­κή, είναι η χρή­ση, λόγου χάρη, από τον ηγέ­τη μεγά­λης δύνα­μης τής έκφρα­σης “παρά­πλευ­ρες απώ­λειες”, που υποκαθιστά/αποκρύπτει τις ανθρώ­πι­νες απώ­λειες κατά την πολε­μι­κή εισβολή.

Κατά κάποιον τρό­πο, ο ευφη­μι­σμός απο­τε­λεί μια σκό­πι­μη γλωσ­σι­κή τεχνι­κή που εκπαι­δεύ­ει το κοι­νω­νι­κό σύνο­λο ιδε­ο­λο­γι­κά στην φυσι­κο­ποί­η­ση της κυριαρ­χί­ας, με το να προσ­διο­ρί­ζει ή να περι­γρά­φει μια κατά­στα­ση, μια κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, το ‚ας πού­με, σημειο­λο­γι­κά σημαί­νον, με τρό­πο που αλλά­ζει, παρα­ποιεί, μετα­μορ­φώ­νει το νόη­μά της, δηλα­δή το σημαι­νό­με­νο. Ο ευφη­μι­σμός στον πολι­τι­κό λόγο απο­τε­λεί έναν ιδα­νι­κό γλωσ­σι­κό μηχα­νι­σμό από­κρυ­ψης της κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, εξω­ραϊ­σμού της, ή/ και μεταμ­φί­ε­σης σε τέτοια, που δεν ανα­γνω­ρί­ζε­ται, αλλά ούτε και κατα­νο­εί­ται, μέσα από τους αντι­κει­με­νι­κούς όρους που την συγκροτούν.

Τα τελευ­ταία περί­που δέκα χρό­νια της κρί­σης, μάλι­στα, παρα­τη­ρού­με τη συστη­μα­τι­κή χρή­ση ευφη­μι­σμών προ­κει­μέ­νου να εδραιω­θεί μια δια­στρε­βλω­μέ­νη παρά­στα­ση της νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρης κυριαρ­χί­ας, να γειω­θεί το περιε­χό­με­νο της μνη­μο­νια­κής επέμ­βα­σης, να εξοι­κειω­θούν οι πολί­τες με νέα μοντέ­λα δια­κυ­βέρ­νη­σης. Η πολι­τι­κή γλώσ­σα των κυρί­αρ­χων επι­χεί­ρη­σε μεθο­δι­κά, με τον έναν ή τον άλλο τρό­πο, να παρου­σιά­σει την Ευρώ­πη και τους διε­θνείς μηχα­νι­σμούς οικο­νο­μι­κής και πολι­τι­κής επι­βο­λής (Ταμείο Ανά­καμ­ψης και Ανθε­κτι­κό­τη­τας, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, επεν­δυ­τι­κά funds, νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρα think tanks κ.α. ) ως κοι­νούς δρό­μους προ­ό­δου, προ­ο­πτι­κής και ανάπτυξης.

Στην ίδια συμ­βο­λι­κή γλώσ­σα παρα­τη­ρού­με ότι κατα­φεύ­γουν σε αυτή την προ­ε­κλο­γι­κή εκστρα­τεία τα κόμ­μα­τα, αυτά κυρί­ως, των οποί­ων το δια­κύ­βευ­μα είναι η δια­κυ­βέρ­νη­ση (κατά βάση ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ). Στο πρό­σφα­το τηλε­ο­πτι­κό debate ή όπου αλλού δια­κι­νή­θη­καν οι θέσεις τους, κατα­γρά­φε­ται μια γλωσ­σι­κή συμ­φω­νία με λεκτι­κούς όρους που καθιε­ρώ­θη­καν τα τελευ­ταία χρό­νια και που ανα­πό­φευ­κτα παρα­πέ­μπουν σε έναν έντο­να ευφη­μι­σμέ­νο λόγο. Ο λόγος αυτός απο­κρύ­πτει την βαθιά ταξι­κή ανι­σό­τη­τα και κατα­σκευά­ζει ένα ουτο­πι­κό τοπίο εν δυνά­μει δια­χεί­ρι­σης με τον πιο “ορθό τρό­πο”, ώστε να επι­τευ­χθεί η ισό­τη­τα, οι “ίσες ευκαι­ρί­ες” (π.χ. ανά­με­σα στις μικρές και μεγά­λες επι­χει­ρή­σεις ή ανά­με­σα σε μαθη­τές από φτω­χά και μαθη­τές από εύρω­στα κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κά περι­βάλ­λο­ντα) στις συν­θή­κες του καπι­τα­λι­σμού και της κυριαρ­χί­ας της αγοράς,

Πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κά, η υπερ­συσ­σώ­ρευ­ση του κεφα­λαί­ου με την ιδιο­ποί­η­ση της γης και των πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κών πόρων από το Ταμείο Ανά­καμ­ψης και Ανθε­κτι­κό­τη­τας μέσω επεν­δύ­σε­ων (στην ουσία μέσα από τα κερ­δο­φό­ρα funds), παρου­σιά­ζε­ται ως “βιώ­σι­μο και εξω­στρε­φές ανα­πτυ­ξια­κό μοντέ­λο”. Η χρή­ση ευφη­μι­σμών όπως, “πρά­σι­νη οικονομία/ μετά­βα­ση”, “ψηφιακή/ smart επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα”, “και­νο­το­μία”, “προ­σέλ­κυ­ση επεν­δύ­σε­ων”, “εκσυγ­χρο­νι­σμός της δημό­σιας διοί­κη­σης”, αξιο­ποιεί­ται για να εξω­ραϊ­στεί η κατα­στρο­φή των προ­ϋ­παρ­χό­ντων κοι­νω­νι­κών και οικο­νο­μι­κών δομών του τόπου και η μετά­βα­ση – στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα – στην πιο σκλη­ρή εκδο­χή της νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρης οικο­νο­μί­ας τής αγο­ράς και των ιδιωτικοποιήσεων.

Παράλ­λη­λα, στο debate ή σε άλλες δημό­σιες πολι­τι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις, η επι­λο­γή της επό­με­νης δια­κυ­βέρ­νη­σης, ως πολι­τι­κό δια­κύ­βευ­μα για τα κόμ­μα­τα εξου­σί­ας, ανα­πα­ρί­στα­ται με εκβια­στι­κά μηνύ­μα­τα προς τους ψηφο­φό­ρους μέσω ευφη­μι­σμών. Οι λεκτι­κές αυτές εκφο­ρές, συγκα­λύ­πτουν τον πραγ­μα­τι­κό ρόλο μιας τέτοιας δια­κυ­βέρ­νη­σης στην υλο­ποί­η­ση του κρυμ­μέ­νου και μυστι­κο­ποι­η­μέ­νου, ήδη, όπως είδα­με παρα­πά­νω, ανα­πτυ­ξια­κού μοντέ­λου της νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρης οικο­νο­μί­ας. Εδώ, στα­χυο­λο­γώ πρό­χει­ρα από τα ακού­σμα­τα των ημε­ρών κάποιες από εκεί­νες τις εκφρά­σεις ή σλό­γκαν με τα οποία το κάθε κόμ­μα διεκ­δι­κεί τον ηγε­τι­κό ρόλο στην απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη υλο­ποί­η­ση του επι­βαλ­λό­με­νου προ­γράμ­μα­τος, για την τετρα­ε­τία 2023–2027, όπως: “να μη μπού­με σε δημο­σιο­νο­μι­κές περι­πέ­τειες”, “ή γυρί­ζου­με πίσω ή προ­χω­ρά­με μπρο­στά”, “προ­ο­δευ­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση”, “κουλ­τού­ρα συνερ­γα­σιών και προ­γραμ­μα­τι­κές συγκλί­σεις”, “Συμ­βό­λαιο για την Αλλαγή”.

Αυτή η κρί­ση θα διαρ­κέ­σει χρό­νια _Επιτέλους! λίγη σταθερότητα

Ανά­με­σα στους πρω­τό­τυ­πους ευφη­μι­σμούς της περιό­δου, επί­σης, κυριαρ­χεί πλέ­ον στον πολι­τι­κό λόγο η ανα­φο­ρά σε “κοστο­λο­γη­μέ­νο πρό­γραμ­μα”, με την οποία κάθε κόμ­μα εξου­σί­ας επι­διώ­κει να απο­δεί­ξει την εφαρ­μο­σι­μό­τη­τα των προ­ε­κλο­γι­κών του εξαγ­γε­λιών. Και ενώ κάτι τέτοιο παρου­σιά­ζε­ται ως ορθο­λο­γι­κή πρα­κτι­κή – η, με άλλα λόγια, δια­τυ­πω­μέ­νη και “δημο­σιο­νο­μι­κή σύνε­ση”–, στην ουσία απο­τε­λεί άμε­ση ευθυ­γράμ­μι­ση με τις ευρω­παϊ­κές οδη­γί­ες, και κατα­φά­σκει στην αξί­ω­ση των εταί­ρων για συνε­χή έλεγ­χο και συμ­μόρ­φω­ση. Τού­το εξάλ­λου, με άλλο τρό­πο απο­δει­κνύ­ει και η επί­μο­νη ανα­φο­ρά των πολι­τι­κών σε “κλεί­σι­μο της από­στα­σής” μας – σε ό,τι αφο­ρά οικο­νο­μι­κούς και άλλους στα­τι­στι­κούς δεί­κτες–, από τα άλλα ευρω­παϊ­κά κρά­τη, το αίτη­μα για μεγα­λύ­τε­ρη “σύγκλι­ση” σε θεσμι­κά μέτρα, ενσω­μά­τω­ση νόμων, βέλ­τι­στων πρα­κτι­κών κ.λπ.

Από τη σκο­πιά ενός πολι­τι­κά ευφη­μι­σμέ­νου λόγου, ενδια­φέ­ρον έχουν και οι όροι που ανα­φέ­ρο­νται σε παρο­χές προς ασθε­νέ­στε­ρα στρώ­μα­τα, που έχουν δοθεί παλαιό­τε­ρα, ή θα δοθούν μετε­κλο­γι­κά. Εδώ για παρά­δειγ­μα, η υπό­σχε­ση για “νέο ΕΚΑΣ”, η ανα­φο­ρά στο “market pass” ως “μηχα­νι­σμό ελέγ­χου της αγο­ράς”, ή σε άλλες πρό­σκαι­ρες παρο­χές όπως “κοι­νω­νι­κό μέρι­σμα”, ως “μηχα­νι­σμούς ανα­δια­νο­μής του πλού­του υπέρ των φτω­χό­τε­ρων”, δεν κάνουν τίπο­τε άλλο, παρά να εξα­φα­νί­ζουν από το διά­λο­γο στη δημό­σια σφαί­ρα το κοι­νω­νι­κό κρά­τος και να υπο­νο­ούν ότι η κοι­νω­νι­κή ανι­σό­τη­τα απλά αρκεί να ανα­κου­φί­ζε­ται ή να εκτο­νώ­νε­ται με “απο­τε­λε­σμα­τι­κές τεχνικές”.

Εν κατα­κλεί­δι, ο πολι­τι­κός λόγος της προ­ε­κλο­γι­κής εκστρα­τεί­ας– λίγα ενδει­κτι­κά παρα­δείγ­μα­τα από τον οποίο έδω­σα στο παρόν – ανή­κει στο πεδίο της ιδε­ο­λο­γι­κής παρα­γω­γής, που καθιε­ρώ­νει την κυρί­αρ­χη και νόμι­μη παρά­στα­ση του κοι­νω­νι­κού κόσμου, καθώς αγω­νί­ζε­ται να εδραιώ­σει μία συμ­βο­λι­κή εξου­σία μέσα από διερ­γα­σί­ες από­κρυ­ψης και εξευ­φη­μι­σμού των σχέ­σε­ων δύνα­μης και της βίας που αυτές εμπε­ριέ­χουν (το ρωμα­λέο έργο του Pierre Bourdieu έχει ανα­λύ­σει διε­ξο­δι­κά αυτά τα θεω­ρη­τι­κά ζητή­μα­τα, ιδιαι­τέ­ρως βλ. το έργο του Γλώσ­σα και συμ­βο­λι­κή εξου­σία, ελλη­νι­κή μετά­φρα­ση, Εκδό­σεις Καρ­δα­μί­τσα, 1999).

Ακραία ευφη­μι­στι­κός, λοι­πόν, αυτός ο πολι­τι­κός λόγος, είναι δυνα­τό – ιδιαί­τε­ρα στις περι­πτώ­σεις των κομ­μά­των εξου­σί­ας- να μετα­τρέ­πει σκό­πι­μα τον νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό σε ένα “εφαρ­μό­σι­μο” και με “ανθρώ­πι­νο πρό­σω­πο” πολι­τι­κό πρό­γραμ­μα. Με το να αξιο­ποιεί όρους και λεκτι­κό που καθιέ­ρω­σε προη­γου­μέ­νως η γλώσ­σα τού, τεχνο­κρα­τι­κού, κυρί­ως, ευφη­μι­σμού τής μνη­μο­νια­κής Ελλά­δας – φυσι­κο­ποιεί την πρόσ­δε­ση της χώρας στους ίδιους θεσμούς κυριαρ­χί­ας, και αδρα­νο­ποιεί την ενά­ντια, δηλα­δή, αντι-εξου­σια­στι­κή σκέ­ψη, παρά­γο­ντας συναι­νε­τι­κό νόη­μα και μια καθο­λι­κή ηγεμονία.

  • Σημεί­ω­ση

Οι γελοιο­γρα­φί­ες του κει­μέ­νου είναι του σπου­δαί­ου μάστο­ρα της πολι­τι­κής σάτι­ρας, Ιτα­λού γελοιο­γρά­φου Αλτάν.
Ο Αλτάν, ανά­με­σα στα βασι­κά θέμα­τά του, έχει ανα­δεί­ξει επί­μο­να τον κυνι­σμό που παρά­γε­ται μέσω του ευφη­μι­σμού και της ασά­φειας του πολι­τι­κού λόγου.

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο