Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Προμηθέων τόποι, Μαριάνθης Αλειφεροπούλου — Χαλβατζή

Παρου­σιά­ζει η Κυρια­κή Καμα­ρι­νού //

Έχω την τιμή και τη χαρά σήμε­ρα να παρου­σιά­σω το ποι­η­τι­κό πόνη­μα της κ. Μαριάν­θης Αλει­φε­ρο­πού­λου — Χαλ­βα­τζή, για τους τόπους της πατρί­δας μας,  που στην πρό­σφα­τη Ιστο­ρία γέν­νη­σαν τους σύγ­χρο­νους Προμηθείς.

Πρώ­τος τόπος, το μαρ­τυ­ρι­κό χώμα της ιδιαί­τε­ρης πατρί­δας της ‚της Λακω­νί­ας. Στο Μονο­δέ­ντρι, στις 26/11/43 εκτε­λέ­στη­καν από τους Γερ­μα­νούς και του συνερ­γά­τες τους 118 παλι­κά­ρια — ο ανθός των απε­λευ­θε­ρω­τι­κών οργα­νώ­σε­ων του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Λίγο αργό­τε­ρα, το Μάρ­τη του ΄44, δυο χιλιό­με­τρα πιο πέρα, στην εκα­τόμ­βη των εκτε­λε­σμέ­νων προ­στέ­θη­καν 45 ακό­μη αγω­νι­στές. Πολ­λοί απ΄ αυτούς από το χωριό της Μαριάν­θης, τις Κρο­κε­ές. Ο πόνος , ο θαυ­μα­σμός για την ηρω­ι­κή στά­ση τους την συγκλο­νί­ζουν, σφρα­γί­ζουν την προ­σω­πι­κό­τη­τά της , καθο­ρί­ζουν «το μέτρο της καρ­διάς» και της ιδε­ο­λο­γι­κής εγγύ­τη­τας μ΄ αυτούς που κατα­κτούν «την πλέ­ρια ελευ­θε­ρία» κατά την ανα­μέ­τρη­ση με την τυραν­νία, τη βία, το φασι­σμό, την εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρωπο.

Η ιδιό­τη­τα τής για­τρού την έφε­ρε ακό­μα πιο κοντά στην ανα­ζή­τη­ση της ανθρώ­πι­νης δύνα­μης και απα­ντο­χής του νου κατά την ανα­μέ­τρη­ση με τον ταπει­νω­τι­κό  και απη­νή βασα­νι­σμό σώμα­τος και συνεί­δη­σης, όπως αυτός εφαρ­μό­στη­κε στο «εργα­στή­ρι της βίας», στη  Μακρό­νη­σο, από τους μοναρ­χο­φα­σί­στες, όπου για μια δεκα­ε­τία από το 1947 , μαρ­τύ­ρη­σαν πάνω από 100 χιλ. αγωνιστές.

Βου­τώ­ντας το ποι­η­τι­κό πενά­κι της στους γνώ­ρι­μους και δοκι­μα­σμέ­νους στο διά­βα της ιστο­ρί­ας μας ρυθ­μούς του ιαμ­βι­κού δεκα­πε­ντα­σύλ­λα­βου , στις οικεί­ες εικό­νες της λαϊ­κής μας παρά­δο­σης, στους μύθους και τα τρα­γού­δια του λαού μας, οριο­θε­τεί το μεγα­λείο του ιστο­ρι­κού γεγο­νό­τος,  για να το παρα­δώ­σει αυθε­ντι­κό και ανε­ξί­τη­λο στην αγκα­λιά της λαϊ­κής μού­σας και του ιστο­ρι­κού χρό­νου. Η βαρύ­τη­τα του χρέ­ους που ανα­λαμ­βά­νει απο­τυ­πώ­νε­ται με την ομη­ρι­κή προ­τρο­πή προς τον Ποι­η­τή να΄ναι «από­σταγ­μα ο στί­χος του αλή­θειας και αρμο­νί­ας», που όπως θα δού­με, υπη­ρε­τεί­ται από τη Μαριάν­θη Α. με συνέ­πεια και αστεί­ρευ­τη λυρικότητα.

Έτσι, το «Μονο­δέ­ντρι», ενώ απο­τε­λεί πιστό απο­τύ­πω­μα μιας ιστο­ρι­κής στιγ­μής ‚ταυ­τό­χρο­να ‚μέσα από τη δρα­μα­το­ποί­η­ση της αφή­γη­σης και την ανά­δει­ξη της τρα­γι­κό­τη­τας των γεγο­νό­των, κατα­φέρ­νει να απο­κα­λύ­ψει την πραγ­μα­τι­κή διά­στα­ση του φασι­σμού. Οι γερ­μα­νοί φασί­στες δεν ήταν μόνο κατα­κτη­τές, ήταν φορείς της πιο απο­τρό­παι­ης και εγκλη­μα­τι­κά δια­στρεμ­μέ­νης  έκφρα­σης της … υπε­ρεκ­με­τάλ­λευ­σης της ανθρώ­πι­νης υπό­στα­σης . Αδί­στα­κτοι  τη στιγ­μή της ισχύ­ος τους , παρα­βιά­ζουν με σαδι­στι­κή ικα­νο­ποί­η­ση κάθε παναν­θρώ­πι­νη αρχή. Ανά­με­σα στους 118 συλ­λη­φθέ­ντες υπάρ­χουν ολό­κλη­ρες οικο­γέ­νειες, τρία ή τέσ­σε­ρα μέλη. Στο αίτη­μα του πατέ­ρα να αφή­σουν έστω τον έναν από τους τέσ­σε­ρις γιους του και να πάρουν τον ίδιο για εκτέ­λε­ση η άρνη­ση έχει στό­χο την από­λυ­τη, ολο­κλη­ρω­τι­κή συντρι­βή του αντι­πά­λου, που στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση είναι ο λαός που αντιστέκεται.

Η δύνα­μη της τολ­μη­ρής σύλ­λη­ψης, που επι­τρέ­πει η λαϊ­κή μού­σα στις «παρα­λο­γές», ανα­θέ­τει στην ελλη­νί­δα Μάνα, το δύσκο­λο ρόλο του δια­πραγ­μα­τευ­τή, ίσως για­τί η Αντί­στα­ση και η Ελευ­θε­ρία είναι γένους θηλυ­κού…, ίσως για­τί το νήμα του ποι­η­τι­κού οίστρου απο­τε­λεί συνέ­χεια της σύλ­λη­ψης της Μαριάν­θης Α., για την ενσάρ­κω­ση στο πρό­σω­πο της Μάνας του πραγ­μα­τι­κού περιε­χο­μέ­νου της ζωής- γεν­νά τη ζωή , αγω­νί­ζε­ται  για τη συνέ­χειά της κι αν χρεια­στεί απα­λύ­νει λυτρω­τι­κά το τέλος της με στω­ι­κό­τη­τα και λεβεντιά.

Πλή­θος γνώ­ρι­μων μοτί­βων των δημο­τι­κών μας τρα­γου­διών, όπως οι προ­σω­πο­ποι­ή­σεις έμψυ­χων και άψυ­χων στοι­χεί­ων, που μιλούν και εμπλέ­κο­νται ενερ­γά στη δρά­ση, μάς παρα­σέρ­νουν με τη ζωντά­νια και την παρα­στα­τι­κό­τη­τά τους σε ένα τρα­γι­κό παρα­κο­λού­θη­μα των δια­κυ­μάν­σε­ων του εσω­τε­ρι­κού της κόσμου. Η Μάνα σαστί­ζει στο άκου­σμα του «κακού και ανή­κου­στου μαντά­του», το αρνεί­ται και όταν το συνει­δη­το­ποιεί αντρειεύ­ει, «ίδιο θεριό βρυ­χιέ­ται, εκδί­κη­ση ορκί­ζε­ται, τους δήμιους κατα­ριέ­ται». Δε διστά­ζει να συνα­ντή­σει τον «Γερ­μα­νό», να απαι­τή­σει να της αφή­σει έστω  τον ένα γιο. Της το αρνεί­ται βασα­νι­στι­κά, θέτο­ντας τον όρο να δια­λέ­ξει η ίδια ποιον από τους τέσ­σε­ρις. Τη δίκαιη αγα­νά­κτη­σή της για το απα­ρά­δε­κτο δίλημ­μα ακο­λου­θεί ο χλευα­σμός του φασί­στα και η σκλη­ρή της τιμω­ρία να ιδεί αλυ­σο­δε­μέ­να τα μελ­λο­θά­να­τα παι­διά της, για να τα  τσα­κί­σει και να τσα­κι­στεί. Με εικό­νες λιτές, απί­στευ­του λαϊ­κού κάλους απο­τυ­πώ­νε­ται ο συναι­σθη­μα­τι­κός κόσμος τής πιο κρί­σι­μης εσω­τε­ρι­κής ανα­μέ­τρη­σης, λίγο πριν πάρει την από­φα­ση να τους μετα­φέ­ρει το αρχέ­γο­νο «ταν ή επί τας»:

«[1]Κι ως την πηγαί­νουν σέρ­νο­ντας πισθά­γκω­να δεμέ­νη,   η μάνα ανα­με­τριό­τα­νε, θέριευε την καρ­διά της,    ροκά­να­γε τον πόνο της, κρά­τει τα λογι­κά της.    Βρά­χος να γίνει και φωλιά, στο πέλα­γο μου­ρά­γιο,    για να τους δώσει το φιλί, της μάνας το κου­ρά­γιο    κορ­φή να γίνει απά­τη­τη, να βγουν να αγνα­ντέ­ψουν   αλώ­νι πέτρι­νο, πλα­τύ, απά­νω να χορέ­ψουν   να ανοί­ξουν τις φτε­ρού­γες τους, να ζυγια­στούν στα ύψη    εκεί το βόλι να τους βρει, ίδιο τους το μερά­δι  και ως θα χαρά­ζει η αυγή, θα σπά­ζει το σκο­τά­δι  τον ήλιο ν΄ αντα­μώ­σου­νε, φως λάβα να γενού­νε  για να φωτί­ζουν τη ζωή, ψηλά ν΄ άνη­φο­ρί­σει δρο­σο­στα­λί­δα στο αίμα τους, η γη να κοκ­κι­νί­σει…» !!!

Η μητρι­κή παρου­σία, σα σύμ­βο­λο επι­σφρά­γι­σης του πραγ­μα­τι­κού περιε­χο­μέ­νου της ελευ­θε­ρί­ας δια­περ­νά  και το αφή­γη­μα για το Μακρο­νή­σι. Η μυθο­πλα­στι­κή σύλ­λη­ψη ξεκι­νά από τις αρχές δημιουρ­γί­ας του κόσμου και την ανθρω­πο­γο­νία. Η Μάνα Γη υπε­ρα­σπί­ζε­ται το στέρ­φο και άγο­νο απο­παί­δι της, ενα­ντιώ­νε­ται στο μαύ­ρο πεπρω­μέ­νο που προ­δια­γρά­φε­ται για τη Μακρό­νη­σο, προ­βλέ­πο­ντας ότι μια μέρα «θα γίνει μήτρα ζωής και λευ­τε­ριάς». Η προσ­δο­κία της επα­λη­θεύ­ε­ται, μα περ­νά μέσα από δακρύ­βρε­χτο και ματω­μέ­νο δρό­μο. Άλλα πρό­σω­πα κεντρι­κά της αφή­γη­σης: ο πατέ­ρας Ουρα­νός με βοη­θούς – αδιά­ψευ­στους μάρ­τυ­ρες για όσα θα συντε­λε­στούν-τον Ήλιο, το Φεγ­γά­ρι, την Πού­λια και το Αυγε­ρι­νό. Ο Όλυ­μπος — σύμ­βο­λο της δικαιο­σύ­νης και της αρε­τής. Ο Ποι­η­τής- η κατα­γρα­φή της Ιστο­ρί­ας. Ο Δίας- έκφρα­ση Κρά­τους και της Βίας, για να ναι «ο άνθρω­πος και η σκέ­ψη του, στη δού­λε­ψή του» , συγκρού­ε­ται με τους Τιτά­νες-Γίγα­ντες — αγω­νι­στές, φορείς ιδα­νι­κών μιας άλλης εξου­σί­ας και κοινωνίας..

Η σύγκρου­ση δίνε­ται με ανέ­ντι­μους όρους, για­τί οι αγω­νι­στές είναι κρα­τού­με­νοι, πάνω τους ασκεί­ται η πιε­στι­κή βία για συνει­δη­σια­κή συν­θη­κο­λό­γη­ση και απο­κή­ρυ­ξη ενός αγώ­να, που μόλις λίγα χρό­νια πριν, όταν δόθη­κε με άλλους όρους , στα μαρ­μα­ρέ­νια αλώ­νια, ήταν νικη­τές! Μέσα σε 14 ενό­τη­τες  ξετυ­λί­γε­ται με σπει­ροει­δή μαε­στρία το αιμα­το­βαμ­μέ­νο χρο­νι­κό όσων δια­δρα­μα­τί­στη­καν στα πρώ­τα τρία χρό­νια λει­τουρ­γί­ας του λεγό­με­νου «Νέου Παρ­θε­νώ­να». Τα ανεί­πω­τα μαρ­τύ­ρια και οι βασα­νι­σμοί, που γίνο­νται υπό το φως του Ήλιου και του Φεγ­γα­ριού καταγ­γέλ­λο­νται στον Ουρα­νό και τον Όλυ­μπο. Ο δόλος και η μπα­μπε­σιά τού πρω­το­θε­ού Δία απο­κα­λύ­πτο­νται και έτσι ο θρό­νος του τυράν­νου γκρε­μί­ζε­ται και «απ΄ του Ολύ­μπου την κορ­φή, τ απά­τη­το το ξάγνα­ντο κατέ­βη­κε και λού­φα­ξε στου φασι­σμού το άδυ­το». Το αιμα­τη­ρό πογκρόμ και ο ξυλο­δαρ­μός μέχρι θανά­του, της 29ης  Φλε­βά­ρη και 1ης Μάρ­τη του΄48, αφή­νει πίσω του 350 νεκρούς και πολ­λα­πλά­σιους σακα­τε­μέ­νους ψυχι­κά και σωμα­τι­κά ανθρώ­πους. Το φρό­νη­μα όμως των χιλιά­δων παλι­κα­ριών παρα­μέ­νει ελεύ­θε­ρο, δεν γίνο­νται οι επι­διω­κό­με­νες μαζι­κές «δηλώ­σεις μετα­νοί­ας». Είναι μια ηρω­ι­κή ανα­μέ­τρη­ση, που πλαι­σιώ­νε­ται με εικό­νες από τον «Ύμνο στην Ελευ­θε­ρία»… «λυγούν και πάλι ορθώ­νο­νται, τρε­κλάν μα μένουν όρθιοι   τη Λευ­τε­ριά γνω­ρί­σα­νε απ΄ του σπα­θιού την κόψη  λαφρο­πα­τά­ει ξυπό­λη­τη και αιμα­το­βαμ­μέ­νη   στε­φά­νι βάζει στους νεκρούς, πανώ­ρια, ανδρειω­μέ­νη

Μετά τη νίκη αυτή θα λέγα­με ότι το καθε­στώς της ελευ­θε­ρί­ας του νου κρί­θη­κε ανε­πί­στρε­πτα. Δικαιώ­θη­κε με την παρου­σία χιλί­ων γυναι­κών, οι οποί­ες μετα­φέρ­θη­καν για «ανα­μόρ­φω­ση» στις αρχές του ΄49 από το Τρί­κε­ρι. Νέες κοπέ­λες, ανταρ­το­πού­λες, μικρο­μά­νες, αδερ­φές και μανά­δες ανταρ­τών «πλά­στρες της ζωής, της ομορ­φιάς υφά­ντρες…. την ανα­ντρειά ξεγύ­μνω­σαν με το γυναί­κειο πεί­σμα». Η δύνα­μή τους μπό­λια­σε τον αέρα, έδω­σε θάρ­ρος στους συνα­γω­νι­στές-συντρό­φους τους, πυρο­δό­τη­σε ακό­μα περισ­σό­τε­ρα «ΟΧΙ». Το πιο ηχη­ρό, μετά από μαρ­τύ­ρια 30 ημε­ρών, ήταν του ήρωα Τατά­κη. Ο θάνα­τος και ταυ­τό­χρο­να η νίκη του σύγ­χρο­νου Προ­μη­θέα έτρε­ψαν σε φυγή τον Δία, που «άθλιος, δει­λός και μισε­ρός, κρυ­φά μέσα στη νύχτα, φεύ­γει απ΄ το βρά­χο που γινε της λευ­τε­ριάς η μήτρα

***

Μικρό σε όγκο, μα πολύ βαρύ το βιβλίο που παρου­σιά­ζω σήμε­ρα. Η βαρύ­τη­τα των στί­χων βρή­κε το επι­κό συνταί­ρια­σμά της στην εικα­στι­κή επέν­δυ­ση με έργα των μεγά­λων μας χαρα­κτών, που βίω­σαν πάνω στο σώμα και την ψυχή τους τη βία της εξο­ρί­ας και εγκλει­σμού. Είναι τα έργα της Βάσως Κατρά­κη και του Γιώρ­γου Φαρσακίδη.

Στη σημε­ρι­νή πικρή και στυ­φή συγκυ­ρία της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, της προ­σπά­θειας για νεκρα­νά­στα­ση του φασι­σμού, η προ­βο­λή του ιστο­ρι­κού χρό­νου και των διδαγ­μά­των του στο σήμε­ρα είναι ανα­γκαία και επί­και­ρη. Τα ελε­γεια­κά αφη­γή­μα­τα συγκί­νη­σαν ήδη τους πρώ­τους καλ­λι­τέ­χνες. Θα χου­με τη χαρά να ακού­σου­με τη μελο­ποί­η­σή τους από τους μου­σι­κούς Πάνο Μπού­σα­λη και Νίκο Αθα­να­σά­κη. Θα΄ταν επί­σης ευτύ­χη­μα να βλέ­πα­με μέρος της συλ­λο­γής των 20 έργων ζωγρα­φι­κής με θέμα την «Ανθρω­πο­γο­νία», που ενέ­πνευ­σαν τον Θεσ­σα­λο­νι­κιό ζωγρά­φο Γιώρ­γο Ιωαννίδη.

Η  Γιγα­ντο­μα­χία συνε­χί­ζε­ται και η θετι­κή έκβα­σή της για τους λαούς , που ξεκί­νη­σε από τόπους Προ­μη­θεϊ­κούς , προ­χω­ρά­ει ακά­θε­κτη για να χτι­στεί ο νέος κόσμος , που «θεμέ­λιο θα χει τη δου­λειά, το δίκιο για δοκά­ρι και την ειρή­νη για αρμό και στέρ­γιο αγκω­νά­ρι».!!!

Ας μας φέρει η και­νούρ­για Χρο­νιά πιο κοντά στον νέο αυτόν κόσμο! Χρό­νια Πολλά!

[1] Παρή­χη­ση του «Ρ»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο