Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Ο δρόμος για τον Γοργοπόταμο δε χορτάριασε. Πάχνες δε κάλυψαν τα κράσπεδα του και στις κόγχες του δεν φύτρωσαν αγκάθια. Λήθη δεν τον σκέπασε. Ο δρόμος προς τον Γοργοπόταμο παράμεινε ανοιχτός, γιατί ανοιχτά παρέμειναν τα οράματα και τα ιδανικά που δε δικαιώθηκαν ακόμη. Στέρεο το οικοδόμημά του, έχει θεμέλια ζυμωμένα μ’ αίμα.
Τ’ αχνάρια της δόξας δεν σβήσανε. Παρέμειναν και γίνανε ολόλαμπρα σημάδια στην μνήμη, φάροι να φωτίζουν τον δρόμο για τις καινούργιες γενιές που έρχονται. Παρακαταθήκη και κληρονομιά στους καινούργιους, γιομάτους οργή αγώνες που φτάνουν.
Λεφούσια τα πούλμαν, άδειασαν οι γειτονιές της πατρίδας μας ολόκληρης, παίρνοντας τον δρόμο για τον Γοργοπόταμο. Ν’ αποτίσουμε τιμή στο μνημείο της αθάνατης εποποιίας της Εθνικής μας Αντίστασης και να στεφανώσουμε τον μεγάλο της άντρα, το πρωτοπαλίκαρο της, τον πρωτοκαπετάνιο Άρη Βελουχιώτη.
Τα γαλανόλευκα λάβαρα των αντιστασιακών οργανώσεων κι οι κόκκινες σημαίες καλύπτουν το πολύβουο ανρθωπομάνι. Και βλέπεις τ’ άσπρα, τα γκρίζα και τα ακόμα μαύρα μαλλιά, ν’ ανασκαλεύουν μνήμες, θύμησες παλιές, προκαταλήψεις που μαστίγωναν ανελέητα τον χρόνο.
Πέρα από τις συννεφιασμένες βουνοκορφές και μέσα από την κοιλάδα του ποταμού, ένας αχνός πέπλος, ήρθε και μεταμόρφωσε το χώρο.
Κι’ ακούστηκε έκρηξη τρομακτική. Και σκίσαν γύρα τα βουνά, κι΄ αντήχησε στον κάτω κόσμο ο αχός από τα φαράγγια. Και η γέφυρα, χίλιοι κόκκοι έγινε και τινάχτηκε στους ουρανούς. Λαμπάδιασε ο τόπος και μια ομπρέλα από πολύχρωμα λαμπιόνια πέταξε ψηλά και έγινε βροχή από αστέρια, που φώτισαν τα γύρω μ’ ένα φως άσβεστο και παντοτινό, βγαλμένο λες μέσα από το βάθος της καρδιάς μας.
Και ήταν αυτοί χιλιάδες, μιλιούνια αμέτρητα. Αρματωμένοι σταυραετοί, και καβαλάρηδες, με μαύρα σκουφιά και μαύρες γενειάδες να κρατούν γερά τα γκέμια και τ’ άλογα να σωπαίνουν. Ανταρτοπούλες και αντάρτισσες με αρμαθιές τα τσαπράζια και τα φισεκλίκια, με τη φλόγα στα μάτια και το πάθος τ’ αγώνα στην ψυχή.
Η πλατεία μεταμορφώνεται, γίνεται ξαφνικά αντάρτικο, ετοιμοπόλεμο λημέρι. Σήμαντρα χτυπούν, σάλπιγγες και παιάνες παιανίζουν να φέρουν πανικό στον κάθε κατακτητή. Δεν πέσατε θύματα, αδέρφια εσείς. Εσείς χαράξατε δρόμους κι’ ανοίξατε λαγούμια για την λευτεριά. Εσείς με το θάνατο σας προστατέψατε τα όνειρα και τις προοπτικές μας. Για αυτό θα ξαναγεννιέστε πάντα μέσα στις καρδιές χιλιάδων αγωνιστών.
Ο τόπος δονείται από συνθήματα και ζητωκραυγές κι ο Μαυροσκούφης Καβαλάρης ζωντανεύει πάνω στο άλογο. Πέφτουν οι πρώτες μπαταριές, στήνονται οι χορευτές και ο χορός αρχίζει –
Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο χαιρετισμό.
Στ’ άρματα, στ’ άρματα.. και γέμισαν οι λαγκαδιές και γέμισαν οι απάτητες βουνοκορφές και ξαναζωντάνεψε το αρματολίκι. Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν. Ο Άρης κάνει πόλεμο μ’ αντάρτες παλικάρια.
Πλάι στον Γέρο του Μωριά, τον Διάκο, τον Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη, τον Νικηταρά, πλάι στον Μακρυγιάννη, πλάι στους ήρωες του’21, οι αγωνιστές της ηρωικής ΕΑΜικής Αντίστασης, θα στέκουν αθάνατες μορφές.
Κι ήρθε και κατάκατσε ο κουρνιαχτός κι άρχισε μία ψιλή χαδιάρικη βροχούλα κι ήταν όλα όπως πρώτα λιτά και όμορφα, όπως λιτά και όμορφα ταιριάζει στους αγωνιστές ν’ αναθυμούνται.
Κι ήταν όλα καλοδεχούμενα και οι «τόκες» και τα σφιχταγκαλιάσματα, γιατί όλοι για λίγο είχαμε γίνει πάλι 20 χρονών!
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Ιστορίες στοχασμού και Αναψυχής»
_________________________________________________________________________________________________________
Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.