Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Πρόσφερε αφειδώλευτα τον οβολό του στα νεανικά σκιρτήματα της ψυχής»

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σάβ­βα­το 22 Γενά­ρη 1977, 8μμ, ένα αυτο­κί­νη­το στα­μα­τά στον αριθ­μό 220 της λεω­φό­ρου Βου­λιαγ­μέ­νης. Ο οδη­γός αισθάν­θη­κε αδια­θε­σία, οδή­γη­σε το αυτο­κί­νη­το στην άκρη του δρό­μου, έγει­ρε στο τιμό­νι και ξεψύ­χη­σε. Σε αυτή την κατά­στα­ση τον βρή­κε διερ­χό­με­νος ταξι­τζής και τον μετά­φε­ρε σε κοντι­νή κλι­νι­κή όπου δια­πι­στώ­θη­κε ο θάνα­τος από καρ­δια­κή προ­σβο­λή. Από το δια­βα­τή­ριο που βρέ­θη­κε στο σακά­κι έγι­νε η ανα­γνώ­ρι­ση του νεκρού. Επρό­κει­το για τον Δημή­τρη Γ. Βαλα­σιά­δη. Αυτό ήταν το πραγ­μα­τι­κό όνο­μα του κατά κόσμου γνω­στού Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη. Ψευ­δώ­νυ­μο που εμπνεύ­στη­κε από τον ποτα­μό Λουδία.

Ο M. Λου­ντέ­μης γεν­νή­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη από εύπο­ρη οικο­γέ­νεια, η οποία όταν εγκα­τα­στά­θη­κε στην Ελλά­δα έχα­σε τα πάντα. Το πότε γεν­νή­θη­κε δεν μας είναι ξεκά­θα­ρο. Κυρί­αρ­χη εκδο­χή φαί­νε­ται να είναι το 1906, όμως άλλες πηγές ανα­φέ­ρουν ότι γεν­νή­θη­κε το 1912. Σύμ­φω­να με τον πρώ­ην Δήμο Εξα­πλά­τα­νου γεν­νή­θη­κε το 1911.

Ο ίδιος από μικρός μπή­κε στη βιο­πά­λη, πέρα­σε μεγά­λες δυσκο­λί­ες και μόχθη­σε πολύ στη ζωή του. Μέχρι που έφτα­σε στην Αθή­να στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’30, όπου γνω­ρί­στη­κε με τους Σικε­λια­νό, Μαλα­κά­ση και Βάρ­να­λη, Βέη. Ο Μαλα­κά­σης θα τον βοη­θή­σει να διο­ρι­στεί βιβλιο­θη­κά­ριος της «Αθη­ναϊ­κής Λέσχης» το 1938 και να ανα­σά­νει κάπως οικο­νο­μι­κά και ο καθη­γη­τής της Φιλο­σο­φι­κής Νικό­λα­ος Βέης, θα τον βοη­θή­σει να παρα­κο­λου­θή­σει ως ακρο­α­τής μαθή­μα­τα στη Φιλο­σο­φι­κή Σχολή.
Συμ­με­τεί­χε στο αρι­στε­ρό κίνη­μα μέσα από τις γραμ­μές του ΚΚΕ και στην Αντί­στα­ση. Πήρε μέρος στον αγώ­να κατά των Γερ­μα­νών και στους μετα­πο­λε­μι­κούς αγώ­νες για δημο­κρα­τία. Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση υπήρ­ξε γραμ­μα­τέ­ας των δια­νο­ου­μέ­νων του ΕΑΜ. Για τη δρά­ση και τις ιδέ­ες του εξο­ρί­στη­κε 9 χρόνια.

Lountemis 2

Συλ­λαμ­βά­νε­ται το 1947 και εκτο­πί­ζε­ται για ένα χρό­νο στη Μακρό­νη­σο. Με τη λήξη του χρό­νου δεν απο­λύ­ε­ται. Παρα­μέ­νει κρα­τού­με­νος αλλά­ζο­ντας μόνο στρα­τό­πε­δο (1950 Αϊ-Στρά­της). Το Μάρ­τη του 1956 εξαι­τί­ας της συλ­λο­γής διη­γη­μά­των του «Βουρ­κω­μέ­νες μέρες» (κυκλο­φό­ρη­σε το 1953) όπου υπο­τί­θε­ται υπήρ­χαν «προ­πα­ρα­σκευα­στι­κές πρά­ξεις εσχά­της προ­δο­σί­ας» παρα­πέ­μπε­ται σε δίκη όπου αθω­ώ­νε­ται. Την ίδια χρο­νιά κρί­νε­ται από τη Δευ­τε­ρο­βάθ­μια Επι­τρο­πή Δημο­σί­ας Ασφα­λεί­ας απο­λυ­τέ­ος και απο­λύ­ε­ται. Μένει ελεύ­θε­ρος μέχρι το 1958 οπό­τε παίρ­νει δια­βα­τή­ριο και πριν την εγκα­τά­στα­ση στη Ρου­μα­νία επι­σκέ­πτε­ται διά­φο­ρες χώρες της Ευρώ­πης και της Ανα­το­λής – Κίνα, Βιετ­νάμ (συγκε­ντρώ­νει υλι­κό για τα βιβλία του).

Το 1960, ενώ βρι­σκό­ταν σε χώρα της Ασί­ας, έλη­ξε το δια­βα­τή­ριό του και το εκεί προ­ξε­νείο δε του έδω­σε παρά­τα­ση. Λίγο αργό­τε­ρα, το Σεπτέμ­βρη του 1960 δημο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα της Κυβερ­νή­σε­ως το Βασι­λι­κό Διά­ταγ­μα (από τις 18 Αυγού­στου) με το οποίο του αφαι­ρού­νταν η ελλη­νι­κή ιθα­γέ­νεια. Αφορ­μή ήταν η ομι­λία του στα εγκαί­νια του μνη­μεί­ου στο στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης στο Μπού­χε­βαλντ (ανή­κε στη Λαο­κρα­τι­κή Γερ­μα­νία) όπου ζήτη­σε να εξα­φα­νι­στούν από προ­σώ­που Γης όλα τα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης. «Η καλύ­τε­ρη τιμή για την ανθρω­πό­τη­τα θα ήταν να μην εγκαι­νιά­ζει τέτοια μνη­μεία. Βρι­σκό­μα­στε τού­τη τη στιγ­μή μπρος σε μια μητρό­πο­λη των στρα­το­πέ­δων. Μα υπάρ­χουν και οι αποι­κί­ες. Έρχο­μαι από μια από αυτές. Βρί­σκε­ται στο Αιγαίο και λέγε­ται Αϊ-Στρά­της». Μετά από 17 χρό­νια προ­σφυ­γιάς επα­να­πα­τρί­στη­κε στα 1976.

Στις περισ­σό­τε­ρες βιο­γρα­φί­ες του Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη η αφαί­ρε­ση ιθα­γέ­νειας τοπο­θε­τεί­ται το 1968 ‑την περί­ο­δο της δικτα­το­ρί­ας των Συνταγ­μα­ταρ­χών- ή το 1962. Και οι 2 εκδο­χές είναι λάθος. Αντλού­με από επι­στο­λή του δικη­γό­ρου του Γ. Θεο­το­κά­του ‑περι­γρά­φει τις νομι­κές περι­πέ­τειες του Λου­ντέ­μη- τα παρακάτω:
Τον Σεπτέμ­βρη του 1960 κυκλο­φο­ρεί το υπ’ αριθμ. 192 Φύλ­λο Εφη­με­ρί­δος Κυβερ­νή­σε­ως 9τεύχος τρί­το) με την εξής δημοσίευση:
«Διά του από 18 Αυγού­στου 1960 Βασι­λι­κού Δια­άγ­μα­τος, εκδο­θέ­ντος εν Κερ­κύ­ρα, προ­τάσ­σει την επί της Δικαιο­σύ­νης και των Εσω­τε­ρι­κών μετ’ από­φα­σιν του παρά τω υπουρ­γείω Εσω­τε­ρι­κών Συμ­βου­λί­ου Ιθα­γε­νεί­ας, απο­στε­ρή­θη­σαν της Ελληνικ΄ςη ιθα­γε­νεί­ας ως απο­δε­δειγ­μέ­νως εν τω εξω­τε­ρι­κώ διαρ­κού­σης της ανταρ­σί­ας δρώ­ντες αντε­θνι­κώς και ενι­σχύ­ο­ντες τον κατά του κρά­τους διε­ξα­γό­με­νον συμ­μο­ρια­κόν αγώ­να οι ως έπε­ται εκα­τών εβδο­μή­κο­ντα τέσ­σε­ρες Ελλη­νες υπή­κο­οι, εν συνε­χεία δε του ονό­μα­τος εκά­στου τού­του ανα­γρά­φε­ται το όνο­μα του Δήμου ή της Κοι­νό­τη­τας εις το μητρώο αρρέ­νων ή το Δημο­το­λό­γιον του οποί­ου είναι εγγε­γραμ­μέ­νοι και ο οικεί­ος νομός
(….)
144 Μενέ­λα­ος Γρη­γο­ρί­ου Λου­ντέ­μης Αθη­ναί­ων Αττικής
(…)»

Lountemis 4

Αργό­τε­ρα, προς το τέλος της ζωής του και υπό την επί­δρα­ση των εξε­λί­ξε­ων στο χώρο της Αρι­στε­ράς και του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος έδει­ξε μια επι­πό­λαιη πολι­τι­κή στά­ση, ασυ­νε­πή προς την προη­γού­με­νη δρά­ση του (θα μιλή­σου­με ανα­λυ­τι­κά στο επό­με­νο σημεί­ω­μά μας). Αυτό όμως σε τίπο­τα δε μειώ­νει την αξία του έργου του και την οπτι­κή μας.

Αυτο­δί­δα­κτος συγ­γρα­φέ­ας, με πηγαίο ταλέ­ντο. Χαρα­κτη­ρί­στη­κε ο Μαξίμ Γκόρ­κι της Ελλά­δας. Όλα του τα έργα γραμ­μέ­να με βάση την εμπει­ρία και το συναί­σθη­μά του. Όπως ο ίδιος είπε το 1943 στην «Πρω­ΐα»: «θα μεί­νω πρω­το­γο­νι­κός και ανή­με­ρος, δε θα κάνω ποτέ Τέχνη, αλλά Αλή­θεια (με μεγά­λα γράμ­μα­τα) και Ζωή (με πιο μεγά­λα και ματω­μέ­να γράμ­μα­τα)». Ο άνθρω­πος είναι το μέτρο των πάντων και ο έρτας το από­σταγ­μα της ζωής.

Με μεγά­λη δεξιο­τε­χνία, χιού­μορ και εκφρα­στι­κή πλα­στι­κό­τη­τα δίνει εικό­νες μιας ταραγ­μέ­νης επο­χής και ζωντα­νεύ­ει χαρα­κτή­ρες με τρό­πο που γοη­τεύ­ει τον ανα­γνώ­στη. Εικό­νες που προ­βάλ­λουν τόσο ζωντα­νές στις αφη­γή­σεις του.

Ο πιο δια­βα­σμέ­νος Έλλη­νας συγ­γρα­φέ­ας, μαζί με τον Καζαν­τζά­κη. Σύντρο­φος στην εφη­βεία, άφη­σε τη σφρα­γί­δα του στην ψυχή και στο νου πολ­λών ανα­γνω­στών του. Εκεί­νων που εμπνέ­ο­νται από τους αγώ­νες, τα ουμα­νι­στι­κά ιδα­νι­κά και τα μεγά­λα αισθήματα.

«(….) ο Λου­ντέ­μης είναι πια νεκρός από τις 22 Ιανουα­ρί­ου 1977 και μαζί του και μια επο­χή της πεζο­γρα­φί­ας μας γεμά­τη λυρι­κή διά­θε­ση, αγω­νι­στι­κή έξαρ­ση και ρομα­ντι­σμό. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι η γυμνα­σια­κή γενιά πολ­λών περιό­δων της μετα­πο­λε­μι­κής ζωής μας, θήτευ­σε με πάθος στα βιβλία του Λου­ντέ­μη. Είναι η γενιά που αγα­πά τους αγώ­νες, τα μεγά­λα αισθή­μα­τα, τον πλού­σιο λυρι­σμό στη φρά­ση, τον ουμα­νι­στι­κό μύθο, όπου ο άνθρω­πος απο­τε­λεί το μέτρο των πάντων και ο έρω­τας το από­σταγ­μα της ζωής. Ο νεκρός συγ­γρα­φέ­ας πρό­σφε­ρε αφει­δώ­λευ­τα τον οβο­λό του στα νεα­νι­κά σκιρ­τή­μα­τα της ψυχής και δεν είναι μικρό πράγ­μα να σ’ αγα­πά η γενιά εκεί­νη που μόλις κάνει τα πρώ­τα θαμπω­τι­κά της βήμα­τα στο πανη­γύ­ρι της ζωής» (Τάσος Βουρ­νάς. «Χρο­νι­κό» 1977).

Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στα Γράμ­μα­τα το 1938 με τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «τα πλοία δεν άρα­ξαν» και έκτο­τε έγρα­ψε πάνω από 40 βιβλία καλύ­πτο­ντας πολ­λές περιο­χές του λόγου: μυθι­στό­ρη­μα, διή­γη­μα, ποί­η­ση, θέα­τρο, δοκί­μιο, παι­δι­κή και ταξι­διω­τι­κή λογο­τε­χνία, μυθι­στο­ρη­μα­τι­κές βιο­γρα­φί­ες, σάτι­ρα, ντο­κου­μέ­ντο. Μετέ­φρα­σε ρου­μά­νους ποι­η­τές και συγγραφείς.

Όταν το 1938 εξέ­δω­σε το πρώ­το του βιβλίο ήταν ήδη φτα­σμέ­νος συγ­γρα­φέ­ας. Τις πρώ­τες δημο­σιεύ­σεις ποι­η­μά­των τις έκα­νε νωρίς, το 1927 σε εφη­με­ρί­δες της Έδεσ­σας, με το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα. Στο τεύ­χος 189 του περιο­δι­κού «Νέα Εστία» παρου­σιά­ζει το πρώ­το διή­γη­μα. Ήταν το «Μια νύχτα με πολ­λά φώτα, κάτω από μια πόλη με πολ­λά αστέ­ρια» (Μάλι­στα ο διευ­θυ­ντής του περιο­δι­κού ήθε­λε να αλλά­ξει τον τίτλο , αλλά, μετά από μία «τσου­χτε­ρή» επι­στο­λή του Λου­ντέ­μη, το δημο­σί­ευ­σε ακρι­βώς όπως ήταν). Το υπο­γρά­φει ως Μενέ­λα­ος Λουντέμης.
Το 1933 επί­σης βρα­βεύ­τη­κε από το περιο­δι­κό «Εβδο­μάς» για δύο ερω­τι­κές επι­στο­λές του, τις οποί­ες υπέ­γρα­φε με το ψευ­δώ­νυ­μο ΠΑΝ.
1935 το περιο­δι­κό «ΦΛΟΓΑ» δημο­σιεύ­ει το «Χερου­βείμ της χρεί­ας», υπο­γρά­φει πάλι ως Μενέ­λα­ος Λουντέμης.

(Οι φωτο­γρα­φί­ες είναι από τη σει­ρά «Η μεσο­πο­λε­μι­κή πεζο­γρα­φία» των εκδό­σε­ων ΣΟΚΟΛΗ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο