Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πρώτοι στα αθλήματα, πρώτοι στους αγώνες

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Οι παλιό­τε­ροι μπο­ρεί να πρό­λα­βαν ένδο­ξες επο­χές, όπου η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση ήταν αθλη­τι­κή υπερ­δύ­να­μη, ξεπερ­νώ­ντας στα­δια­κά τις ΗΠΑ σε ολυ­μπια­κά μετάλ­λια –όπως η ΛΔΓ έφτα­σε και υπερ­κέ­ρα­σε τους Δυτικογερμανούς.
Οι παλιό­τε­ροι πάλι μπο­ρεί στο ενδιά­με­σο να αλλα­ξο­πί­στη­σαν, αλλά τα αντα­να­κλα­στι­κά τους ενερ­γο­ποιού­νται και τους δια­περ­νούν ρίγη συγκί­νη­σης, κάθε φορά που ακούν τις νότες του σοβιε­τι­κού ύμνου, πριν τις ανα­με­τρή­σεις των εθνι­κών ρωσι­κών ομά­δων. Για­τί η νέα τάξη πραγ­μά­των στη Ρωσία μπό­ρε­σε να αλλά­ξει μόνο τους στί­χους, αλλά όχι και τη μελω­δία του ύμνου. Στην ανά­κρου­ση των ύμνων όμως ακού­γο­νται μόνο οι νότες και τα λόγια μπο­ρεί να τα συμπλη­ρώ­σει κανείς με τη φαντα­σία του, αφού έτσι κι αλλιώς δεν ξέρει ρώσι­κα –σαν εκεί­νους τους σου­ρε­α­λι­στι­κούς υπο­τι­τλι­σμούς της τηλε­ο­πτι­κής Ελλη­νο­φρέ­νειας από τούρ­κι­κα σίριαλ ή σκη­νές ταινιών.

Οι πιο νέοι όμως που δεν έχουν πολ­λές τέτοιες ανα­μνή­σεις (ή τα θυμού­νται κάπως θολά και δεν μπο­ρούν να δια­κρί­νουν τι είναι αυθε­ντι­κή παι­δι­κή ανά­μνη­ση και τι θυμού­νται επει­δή το είδαν σε βίντεο και φωτο­γρα­φί­ες) έχουν ως βασι­κή παρη­γο­ριά την ηρω­ι­κή Κού­βα, που έχει τη δική της ιστο­ρία με μετάλ­λια και δια­κρί­σεις στο στί­βο και τους Ολυ­μπια­κούς εν γένει. Κι επει­δή δεν πρό­λα­βαν τον Τεό­φι­λο Στί­βεν­σον ή τον Χουα­ντο­ρέ­να, έχουν τους δικούς τους ήρω­ες: μύθους σαν τον Χαβιέ Σοτο­μα­γιόρ, τον Ιβάν Πεντρό­σο ή την ομά­δα του μπέιζ­μπολ, που γέμι­ζαν τη συλ­λο­γή τους με μετάλ­λια και τους συμπα­τριώ­τες τους με δάκρυα χαράς και περη­φά­νιας. Και δεν είναι τυχαίο πως μπή­καν στο μάτι των δυτι­κών, που δεν άργη­σαν να ψάξουν «αντί­δο­το» για κάθε μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις.

Το μπέιζ­μπολ είναι κάτι σαν το εθνι­κό άθλη­μα της Κού­βας –όπως άλλω­στε και στην απέ­να­ντι, αμε­ρι­κα­νι­κή ακτή. Φαντά­ζε­ται κανείς λοι­πόν τη συμ­βο­λι­κή ταπεί­νω­ση που δοκί­μα­σαν οι γιάν­κη­δες το 96’, στους Ολυ­μπια­κούς της Ατλά­ντα, βλέ­πο­ντας τους Κου­βα­νούς να τους κλεί­νουν το σπί­τι και να παίρ­νουν το χρυ­σό μετάλ­λιο, με τη νίκη επί της αμε­ρι­κά­νι­κης ομά­δας στον τελι­κό. Παρε­μπι­πτό­ντως, για τους Κου­βα­νούς και όλη την ισπα­νό­φω­νη Αατι­νι­κή αμε­ρι­κή, ο υπή­κο­ος των ΗΠΑ είναι estadunidense από το Estaos Unidos (τις ΗΠΑ) και δεν εννο­ούν να τους χαρί­σουν τον όρο americano, που ανα­φέ­ρε­ται σε όλη την ήπει­ρο. Φαντά­σου λοι­πόν τη μικρή, απο­μο­νω­μέ­νη Κού­βα να γονα­τί­ζει την υπερ­δύ­να­μη μπρο­στά στο κοι­νό της και μάλι­στα σε ένα από τα αγα­πη­μέ­να της αθλή­μα­τα, όπου ένιω­θε άτρω­τη κι ανώ­τε­ρη από τους υπό­λοι­πους. Κι αν ο κόσμος του αθλη­τι­σμού μας φαί­νε­ται μαγι­κός, είναι μετα­ξύ άλλων για­τί μόνο αυτός μπο­ρεί να μας προ­σφέ­ρει τόσο δυνα­τούς συμ­βο­λι­σμούς. Έκτο­τε βέβαια οι σχέ­σεις των δύο πλευ­ρών φαί­νε­ται να έχουν αλλά­ξει, περ­νώ­ντας από ένα φεγ­γά­ρι εξο­μά­λυν­σης. Αλλά το μπέιζ­μπολ βγή­κε καλού-κακού από την ατζέ­ντα του ολυ­μπια­κού προ­γράμ­μα­τος και δε συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται πλέ­ον στα ολυ­μπια­κά αθλήματα.

17732

Ο άλτης Ιβάν Πεντρό­σο ήταν κυρί­αρ­χος στο αγώ­νι­σμα του μήκους ήδη από τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 90’. Και θα ήταν και ο κάτο­χος του παγκο­σμί­ου ρεκόρ, σφρα­γί­ζο­ντας την κυριαρ­χία του, αν δε μεσο­λα­βού­σε μια πολύ παρά­ξε­νη ιστο­ρία. Η καλύ­τε­ρη επί­δο­ση όλων των επο­χών ανή­κει ακό­μα στον Αμε­ρι­κα­νό Πάου­ελ, με 8.95, από το παγκό­σμιο πρω­τά­θλη­μα του Τόκιο, το 91’, όπου έσπα­σε ένα στοι­χειω­μέ­νο ρεκόρ 23 χρό­νων, που κρα­τού­σε από τους Ολυ­μπια­κούς αγώ­νες στο Μεξι­κό –όπου το υψό­με­τρο ευνο­ού­σε τους άλτες και τους σπρί­ντερ. Το ρεκόρ του Πάου­ελ έχει κρα­τή­σει ήδη περισ­σό­τε­ρα χρό­νια και δεν ανα­μέ­νε­ται να σάσει στο άμε­σο μέλ­λον. Η ιστο­ρία θα είχε γρα­φτεί δια­φο­ρε­τι­κά όμως αν είχε μετρή­σει το 95’ το 8.96 του Πεντρό­σο, που βελ­τί­ω­σε κατά ένα εκα­το­στό την επί­δο­ση του Πάου­ελ, έχο­ντας θετι­κό άνε­μο που δεν ξεπερ­νού­σε το ανώ­τα­το επι­τρε­πτό όριο (σε ό,τι αφο­ρά την ανα­γνώ­ρι­ση του ρεκόρ πάντα, για­τί στον αγώ­να ήταν ούτως ή άλλως έγκυ­ρη η προ­σπά­θειά του). Παρό­λα αυτά το ρεκόρ του δεν ανα­γνω­ρί­στη­κε ποτέ επι­σή­μως κι έμει­νε ένας από τους μεγα­λύ­τε­ρους αστε­ρί­σκους στην ιστο­ρία του στί­βου, νομί­ζω, εξαι­τί­ας τριών Για­πω­νέ­ζων φωτο­γρά­φων που στέ­ο­νταν –λέει- μπρο­στά από το ανε­μό­με­τρο την ώρα του άλμα­τος και ενδέ­χε­ται να επη­ρέ­α­σαν την ένδει­ξή του, κόβο­ντας τον άνε­μο. Μα είναι να γελά­ει κανείς, που θα έλε­γε κι ο μακα­ρί­της ο Συρί­γος. Και να ανα­ρω­τιέ­ται συγ­χρό­νως τι θα γινό­ταν, αν οι ρόλοι ήταν μοι­ρα­σμέ­νοι αντί­στρο­φα ή αν απλώς ο Πεντρό­σο δεν είχε την τύχη να γεν­νη­θεί Κου­βα­νός, στο νησί της επανάστασης.

Αντι­θέ­τως, αυτός που κατέ­χει ακό­μα το ρεκόρ στο αγώ­νι­σμά του, με το ιστο­ρι­κό 2.45 στο άλμα εις ύψος, είναι ο Χαβιέ Σοτο­μα­γιόρ. (Κι έχει ίσως μια ιδιαί­τε­ρη σημειο­λο­γία ότι και στις γυναί­κες το ρεκόρ κρα­τά­ει από τα χρό­νια του υπαρ­κτού σοσια­λι­σμού και της βουλ­γά­ρας Στέφ­κας Κον­στα­ντί­νο­βα. Ενώ στο άλμα επί κοντώ, υπάρ­χει ο τσά­ρος των αιθέ­ρων Σερ­γκέι Μπού­μπ­κα και η ομό­λο­γή του τσα­ρί­να, Ελέ­να Ισιν­μπά­γε­βα, που δεν είχαν όμως καμία ιδιαί­τε­ρη σύν­δε­ση με την ΕΣΣΔ, εκτός απ’ το ότι γενή­θη­καν σε αυτήν. Προς το τέλος της ένδο­ξης καριέ­ρας του Σοτο­μα­γιόρ, υπάρ­χει μια μελα­νή κηλί­δα, καθώς ανι­χνεύ­τη­καν απα­γο­ρευ­μέ­νες ουσί­ες (ντό­πινγκ) στο δείγ­μα του και τιμωρήθηκε.

Αυτό ανοί­γει μια πολύ μεγά­λη κου­βέ­ντα για το αν μπο­ρούν οι Κου­βα­νοί (ή παλιό­τε­ρα οι Σοβιε­τι­κοί κι οι Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νοί, κτλ) να αντι­με­τω­πί­σουν τους επαγ­γελ­μα­τί­ες συνα­θλη­τές τους, πίνο­ντας πορ­το­κο­λά­δες και βιτα­μί­νες και με το σταυ­ρό –ή έστω το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο- στο χέρι. Αλλά και για το αν οι βεβαιω­μέ­νες περι­πτώ­σεις χρή­σης ουσιών πχ στη ΛΔΓ είναι μετα­ξύ των αρνη­τι­κών συνε­πειών του ανα­πό­φευ­κτου αντα­γω­νι­σμού με το καπι­τα­λι­στι­κό μπλοκ –κι ιδιαί­τε­ρα με την ΟΔΓ, που είχε εκ των πραγ­μά­των το ρόλο της βιτρί­νας και τη μεγα­λύ­τε­ρη στή­ρι­ξη από τους δυτι­κούς- ή απλώς καρ­πός λαν­θα­σμέ­νων πολι­τι­κών επι­λο­γών κι έκφρα­ση αγο­ραί­ων αντι­λή­ψε­ων (με κρι­τή­ριο το κέρ­δος και τα μετάλ­λια) που επι­κρά­τη­σαν στα­δια­κά σε αυτές τις χώρες.

Είναι όμως εθε­λο­τυ­φλία να αγνο­εί κανείς τις οργα­νω­τι­κές δομές μαζι­κού λαϊ­κού αθλη­τι­σμού, πάνω στις οποί­ες χτι­ζό­ταν ο πρω­τα­θλη­τι­σμός τους. Ενώ ειδι­κά η περί­πτω­ση του Σοτο­μα­γιόρ δημιουρ­γεί δικαιο­λο­γη­μέ­να πολ­λές υπο­ψί­ες κι ερω­τη­μα­τι­κά καθώς βρέ­θη­κε θετι­κός σε κοκα­ΐ­νη (;!) –λες κι αυτό ήταν που θα τον βοη­θού­σε να κάνει τη δια­φο­ρά και μάλι­στα σε τόσο προ­χω­ρη­μέ­νη ηλικία.

Aug 1993:  Javier Sotomayor of Cuba clears the bar during the High Jump event at the World Championships at the Gottlieb Daimler Stadium in Stutttgart, Germany. Sotomayor won the gold medal in this event.  Mandatory Credit: Mike  Powell/Allsport

Aug 1993: Javier Sotomayor of Cuba clears the bar during the High Jump event at the World Championships at the Gottlieb Daimler Stadium in Stutttgart, Germany. Sotomayor won the gold medal in this event. Mandatory Credit: Mike Powell/Allsport

Τα χρό­νια πέρα­σαν κι αυτή η γενιά αθλη­τών απο­σύρ­θη­κε, για να δώσει τη σκυ­τά­λη στην επό­με­νη. Χτες ολο­κλη­ρώ­θη­κε το Παγκό­σμιο Πρω­τά­θλη­μα Στί­βου στο Πεκί­νο κι η κου­βα­νι­κή απο­στο­λή είχε ένα πολύ καλό πλα­σά­ρι­σμα στη γενι­κή κατά­τα­ξη και μια πολύ καλή συγκο­μι­δή με τρία μετάλ­λια (δύο χρυ­σά και ένα αργυ­ρό). Τα οποία πανη­γύ­ρι­σε έντο­να, με αυθόρ­μη­το λάτιν ταμπε­ρα­μέ­ντο, και πάνω απ’ όλα συλ­λο­γι­κά, με όλα τα μέλη σα μια γρο­θιά και με επι­κε­φα­λής το Χουα­ντο­ρέ­να που έχει χορ­τά­σει με το παρα­πά­νω τις προ­σω­πι­κές δια­κρί­σεις σε ατο­μι­κό επί­πε­δο, αλλά κάνει πάντα σα να ήταν η δική του πρώ­τη φορά.

Hasta la victoria siempre, λοι­πόν, εντός κι εκτός γηπέ­δων. Ο στί­βος μπο­ρεί να μην είναι η συνέ­χεια του πολι­τι­κού στί­βου και της ταξι­κής πάλης με άλλα μέσα. Στη δική μας χαρά για τις επι­τυ­χί­ες της Κού­βας όμως υπάρ­χει πάντα ένας υπο­λαν­θά­νων αντι­ι­μπε­ρια­λι­σμός και μια διε­θνι­στι­κή νότα. Το φίλα­θλο ελλη­νι­κό κοι­νό δε χάρη­κε μόνο για το χάλ­κι­νο μετάλ­λιο της Νικόλ Κυρια­κο­πού­λου στο επί κοντώ, αλλά και για την υπό­λοι­πη σύν­θε­ση του βάθρου (που το συμπλή­ρω­ναν Κού­βα και Βρα­ζι­λία) κι ειδι­κά με τη νίκη της βρα­χύ­σω­μης Κου­βα­νής Για­ρι­σλέι Σίλ­βα που κατέ­κτη­σε τους αιθέ­ρες, αν και μόλις 1.62 στο ύψος.

Είχα­με δεί­ξει ως λαός άλλω­στε κατά πλειο­ψη­φία το ίδιο φρό­νη­μα και στους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες της Αθή­νας, το 04’. Και δεν εννοώ μόνο στον αγώ­να βόλει Κού­βας-ΗΠΑ, όπου οι σ/φοι Κνί­τες έφτια­ξαν μια καυ­τή αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κή εξέ­δρα κι ήταν οι πραγ­μα­τι­κοί νικη­τές της ανα­μέ­τρη­σης –παρά το ηθε­λη­μέ­νο αρνη­τι­κό απο­τέ­λε­σμα, για να έρθει πιο ευνοϊ­κό σταύ­ρω­μα στη συνέ­χεια. Αλλά και στην τελε­τή έναρ­ξης που (μολο­νό­τι δεν ήταν ιδιαί­τε­ρα προ­σι­τή στα λαϊ­κά βαλά­ντια), υπο­δέ­χτη­κε με ενθου­σια­σμό την κου­βα­νι­κή απο­στο­λή, κρα­τώ­ντας κάποιες ηχη­ρές απο­δο­κι­μα­σί­ες για τους αμε­ρι­κά­νους που ακο­λού­θη­σαν. Ή μάλ­λον τους estadunidenses, για να μην ξεχνιόμαστε…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο