Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πόσα ml μελαγχολίας λέει η συνταγή, μαμά;

Γράφει η Μαρία Κανελλάκη //

120 ml κονιάκ

//Mε το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ’ τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο…// [*}

Kαι μετράω τις αντοχές μου, τις απλώνω στο παγωμένο δωμάτιο, μήπως και φτουρήσουνε και με βγάλουν ως τα Χριστούγεννα. Μου λείπουν τ’ ανόθευτα γέλια, κάτι αγκαλιές σφιχτές, οι λέξεις οι δαντελένιες κι εκείνες οι καραμελωμένες αναμονές για τις γιορτές. Μου λείπουν οι βόλτες οι αναίτιες και τ’ απρόσμενα καλέσματα, δίχως το πώς και το γιατί. Μου λείπει η αυθόρμητη καλημέρα με το γείτονα, τα κουρασμένα χαμόγελα που έχουν τα κορίτσια στα ταμεία των σούπερ μάρκετ, το παιδικό μελίσσι που οδοιπορούσε χαρούμενο κάθε μεσημέρι, ζαλωμένο σχολικές τσάντες, συμβατές με τετράδια, κασετίνες, μολύβια και αδιαπραγμάτευτα όνειρα. Το ρούτερ του γείτονα δεν δουλεύει, μαμά, και μας λείπουν τα βασικά υλικά της συνταγής. Πώς να κάνεις μάθημα δίχως υπολογιστές και φορτιστές ευτυχίας, και πώς να φτιάξεις μελομακάρονα με δανεικό αλεύρι, μαμά; Πώς να μυρίσει το σπίτι σιρόπια και κανελλογαρύφαλλα από μια οθόνη; Δεν μου βγαίνει το μέτρημα, μαμά. Τόσοι οι νεκροί, τόσοι οι νεκροζώντανοι, τόσα τα χαρτόνια που στολίζουν πάλι φέτος τους δρόμους μας «Είμαι άνεργος, πεινάω». Μέλι ούτε για δείγμα και 120ml κονιάκ δεν τα χωράει ούτε το παγουρίνο μου, μαμά!

Μετράω αντίστροφα τις μέρες μέχρι να ελεηθώ μ’ ένα επίδομα, μετράω κι όλο με κλέβουν στο ζύγι, μαμά. Ουκέτι καιρός για χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα, γιατί φέτος θ’ αναβιώσουμε το «Μαζί τα φάγαμε» μ’ ένα  πλουσιοπάροχο «Εσύ φταις που πέθανες» και να μη σκας αν πεθάνουμε μαμά, γιατί στα Βέλγια και στα Λουξεμβούργα, λέει, πέθαναν περισσότεροι. Κουράστηκα να μετράω, τόσα τσουρέκια αγόρασε ο πρωθυπουργός απ’ τον Τερκενλή, τόσες εκατόμβες νεκρών, τόσες νεκρώσιμες μετακινήσεις και άσκοπες δημοσκοπήσεις, ούτε ξύσμα φιλότιμου και τόσες δόσεις υπέρκομψης ξεδιαντροπιάς. Πόσα φέρετρα με νεκρούς που έφυγαν άκλαυτοι και ασαβάνωτοι, με πόση κανονικότητα γλιστράνε μακριά μας οι παππούδες κι οι γιαγιάδες, πόσα χρόνια ζωής θα είχαν ακόμα άραγε, αν αντί για δημοσιογράφους ταΐζανε τη δημόσια υγεία, αν αντί για ηφαιστειακά καλέσματα σε τουρίστες με πανάκριβα διαφημιστικά σποτ, εξόπλιζαν -απ’ την άνοιξη- τα νοσοκομεία με γιατρούς και νοσηλευτές;  Αν αντί για τη Σαντορίνη και την Αντίπαρο ήταν όλοι τους στο μέτωπο της μάχης;  Αν αντί να αφοδεύουν δακρυγόνα και ξυλοκοπήματα, είχαν αγκαλιάσει με ενσυναίσθηση και ευθύνη τον Άνθρωπο;

Πόσα ml μελαγχολίας λέει η συνταγή, μαμά;

[*] ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ