Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πόσο χαίρομαι που δεν είμαι… χιμπατζής!

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανάκης //

Βεβαί­ως θα άξι­ζε να γνω­ρί­ζα­με και τη γνώ­μη των χιμπα­τζή­δων. Τι να νιώ­θουν που δεν είναι άνθρω­ποι; Μήπως χαί­ρο­νται που τελι­κά δεν είμα­στε εμείς χιμπα­τζή­δες; Μάλ­λον δεν θα το μάθου­με ποτέ.

Αν ήμουν χιμπα­τζής, είναι γεγο­νός πως δεν θα κιν­δύ­νευα να πνι­γώ από… στα­φύ­λι, όπως εικά­ζε­ται πως πέθα­νε ο Σοφο­κλής. Στους χιμπα­τζή­δες, αλλά και στους άλλους ανθρω­ποει­δείς πιθή­κους, η ανα­πνευ­στι­κή οδός είναι εντε­λώς ανε­ξάρ­τη­τη από την πεπτι­κή. Μπο­ρούν να κατα­πί­νουν και να ρου­φά­νε συγ­χρό­νως τη… μύτη τους. Στην περί­πτω­ση του χιμπα­τζή θα είχα αντι­τα­κτά δάκτυ­λα και στα πόδια, ιδιο­μορ­φία που δεν θα μου επέ­τρε­πε να φοράω επώ­νυ­μα παπού­τσια. Έστω και ξυπό­λη­τος όμως, θα είχα τη δυνα­τό­τη­τα ν’ απο­κτή­σω όποια χιμπα­τζί­να ήθε­λα, φτά­νει να διέ­θε­τα ικα­νή ποσό­τη­τα από μπα­νά­νες ή να σκό­τω­να το αρσε­νι­κό που την δια­φέ­ντευε. Στον κόσμο των ανθρώ­πων, απο­κτάς σύντρο­φο σε μικρή ηλι­κία και σώνει και καλά θα πεθά­νεις με τον ίδιο. Ακό­μη και όσοι τολ­μούν καμιά εξω­συ­ζυ­γι­κή περι­πέ­τεια δεν μπο­ρούν, σε καμιά περί­πτω­ση, να δια­σκε­δά­σουν αυτή την ανθρώ­πι­νη κατά­ρα. Αυτός είναι και ο λόγος που οι χιμπα­τζή­δες μας ρίχνουν κατα­κέ­φα­λα στο σεξ. Έχει απο­φαν­θεί και η επι­στή­μη περί αυτού: Η εναλ­λα­γή ερω­τι­κών συντρό­φων αυξά­νει τη λίμπι­ντο. Παρα­δό­ξως, ενώ τα βιβλία των ανθρώ­πων το γρά­φουν αυτό, οι ίδιοι φαί­νε­ται να το αγνο­ούν. Ή ακό­μη χει­ρό­τε­ρα, να επι­βά­λουν στους άλλους το αντίθετο.

Σαν χιμπα­τζής θα κιν­δύ­νευα να βρί­σκο­μαι κλει­σμέ­νος σ’ ένα κλου­βί, περί­γε­λος στα μάτια των πολι­τι­σμέ­νων εξα­δέλ­φων μου ή πει­ρα­μα­τό­ζωο. Θα μου πεί­τε ότι και πολ­λοί άνθρω­ποι – οι περισ­σό­τε­ροι γίνο­νται περί­γε­λος των ολί­γων, αλλά του­λά­χι­στον δεν τους έχουν πίσω απ’ τα κάγκε­λα. Συνήθως.

Δεν θα ‘χα ούτε τον θεό μου. Οι χιμπα­τζή­δες σαν πρω­τό­γο­να ζώα, δεν βρί­σκουν να έχουν ανά­γκη και δεν πιστεύ­ουν σε μια… ανώ­τε­ρη δύνα­μη. Θα κυκλο­φο­ρού­σα από δέντρο σε δέντρο και θα ‘χα το νου μου μη μου την πέσει κανέ­να φίδι, αιλου­ροει­δές, αετός, κανέ­να άλλο μεγα­λύ­τε­ρο ανθρω­ποει­δές ή στους ανθρώ­πους που είναι πιο επι­κίν­δυ­νοι. Στον ελεύ­θε­ρο χρό­νο μου θα ‘ξυνα τα τέτοια μου, θα με ξεψεί­ρι­ζε καμιά πρό­θυ­μη χιμπα­τζί­να και θα μ’ απα­σχο­λού­σε πώς θα διαιω­νί­σω τα εγω­ι­στι­κά μου γονί­δια και το πού θα βρω φρού­τα και καρπούς.

Όμως, δεν είμαι χιμπα­τζής. Κι αυτό μου φαί­νε­ται καλό. Αν και για πολ­λούς, μετα­ξύ των οποί­ων και ο Νίτσε[1], είμαι ακό­μη. Ίσως και σκουλήκι:

«Έχε­τε καλύ­ψει όλη την από­στα­ση από το σκου­λή­κι μέχρι τον άνθρω­πο και πολ­λά πράγ­μα­τα μέσα σας είναι ακό­μη του σκου­λη­κιού. Κάπο­τε ήσα­σταν πίθη­κοι, κι ακό­μη και τώρα ο άνθρω­πος είναι περισ­σό­τε­ρο πίθη­κος από τον όποιο πίθη­κο».

Εδώ που τα λέμε, δεν είναι και προς περη­φά­νια να ‘σαι χιμπα­τζής. Δεν αρθρώ­νει λόγο – πέρα από άναρ­θρες κραυ­γές, δεν πλέ­νε­ται, δεν ντύ­νε­ται, σκο­τώ­νει τους ομοί­ους του και τρώ­ει τα παι­διά τους.

Δεν γνω­ρί­ζει από ιδιο­κτη­σία – πέραν της περιο­χής της ομά­δας, αλλά έτσι μπο­ρεί να ‘ρθει ο κάθε μαλά­κας χιμπα­τζής να του πάρει τις μπα­νά­νες. Δεν εργά­ζε­ται, άρα κανείς δεν εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται την εργα­τι­κή του δύνα­μη κι έχει μπό­λι­κο ελεύ­θε­ρο χρό­νο ν’ ασχο­λεί­ται μ’ ό,τι τέλος πάντων απα­σχο­λεί τους χιμπα­τζή­δες. Ακό­μη χει­ρό­τε­ρα, αγνο­εί το παρελ­θόν και δεν τον απα­σχο­λεί κανέ­να μέλ­λον. Το μέλ­λον στους χιμπα­τζή­δες έρχε­ται από μονά­χο του. Αν είσαι χιμπα­τζής, απλώς το συνα­ντάς το μέλ­λον σου. Και βεβαί­ως το απο­δέ­χε­σαι όποιο και να ‘ναι.

Πόσο δια­φο­ρε­τι­κά είναι με τους ανθρώ­πους! Σε αντί­θε­ση με τους χιμπα­τζή­δες έχουν τη δυνα­τό­τη­τα – όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως, να γνω­ρί­ζουν το παρελ­θόν τους, γνώ­ση που την λένε ιστο­ρία. Διδά­σκο­νται από πού έρχο­νται, πού βρί­σκο­νται σήμε­ρα και για­τί υπάρ­χουν, και ως απο­τέ­λε­σμα αυτής τους της παι­δεί­ας, μπο­ρούν να δια­μορ­φώ­νουν το μέλ­λον τους. Κάποιοι λίγοι – ελά­χι­στοι που αδια­φο­ρούν, εξο­στρα­κί­ζο­νται πάραυ­τα από τις κοι­νω­νί­ες των ανθρώ­πων. Δια­θέ­τουν την ικα­νό­τη­τα να εκτι­μούν και να αξιο­λο­γούν το περι­βάλ­λον τους καλύ­τε­ρα από τους χιμπα­τζή­δες, ακό­μη και να παρεμ­βαί­νουν σ’ αυτό, έστω κι αν μερι­κοί – πάλι ελά­χι­στοι και παρα­δό­ξως, την έχουν χεσμέ­νη (την ικα­νό­τη­τα). Κατά­φε­ρε ως είδος να ανα­πτύ­ξει την επι­στή­μη, την οποία μέσω της τεχνο­λο­γί­ας την χαί­ρο­νται όλοι αδια­κρί­τως. Με την τεχνο­λο­γία που δια­θέ­τουν μπο­ρούν να ζουν άνε­τα. Μένουν σε σπί­τια όπου προ­φυ­λάσ­σο­νται από τις και­ρι­κές συν­θή­κες και δια­θέ­τουν όλες τις ανέ­σεις της επο­χής. Χαί­ρο­νται δημιουρ­γι­κά τον ελεύ­θε­ρο χρό­νο τους, μορ­φώ­νο­νται, καλ­λιερ­γού­νται, μετα­κι­νού­νται ασφα­λώς και τάχι­στα ακό­μη και από το ένα μέρος της Γης στο άλλο, γνω­ρί­ζουν πολι­τι­σμούς, κάνουν δια­κο­πές. Αν και έχουν όλοι τη δυνα­τό­τη­τα, απο­φεύ­γουν τα ιδιω­τι­κά μέσα για να εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται κι αυτόν ακό­μη τον χρό­νο της δια­δρο­μής προς άγραν γνώ­σης. Συγκοι­νω­νί­ες… ανα­γνω­στή­ρια. Πόσο πίσω είναι οι… χιμπα­τζή­δες! Εκεί μετρά­ει η δύνα­μη, οι… μπα­νά­νες και η έντα­ση ερε­θι­σμού του αει­φα­νούς αιδοί­ου των χιμπα­τζί­νων. Αντι­θέ­τως, οι άνθρω­ποι προσ­δί­δουν σημα­σία στο ήθος, την καλ­λιέρ­γεια, τη μόρ­φω­ση, τις αξί­ες, τα ιδα­νι­κά. Κι αν τους τύχει και καμία στρα­βή (των ανθρώ­πων) με την υγεία τους,  περι­θάλ­πο­νται σε άρι­στα νοσο­κο­μεία, που είχαν εκ των προ­τέ­ρων προ­νο­ή­σει να υπάρ­χουν, τα οποία αν δύνα­το ο χιμπα­τζής να τα εκτι­μή­σει θα ήταν συνε­χώς άρρω­στος. Οι άνθρω­ποι γενι­κώς και σε πλή­ρη αντί­θε­ση με τους χιμπα­τζή­δες, επι­δει­κνύ­ουν ιδιαί­τε­ρη πρό­νοια για τους ανή­μπο­ρους και τους έχο­ντες ανάγκη.

Οι άνθρω­ποι έχουν ανα­πτύ­ξει την ικα­νό­τη­τα της αφη­ρη­μέ­νης σκέ­ψης. Συνε­πεία αυτού, κατά­φε­ραν να καλ­λιερ­γή­σουν τις τέχνες. Μπο­ρούν να σκέ­πτο­νται, να ονει­ρο­πο­λούν, να κάνουν σχέ­δια για το μέλ­λον. Εφηύ­ραν το λόγο και με τον συμ­βο­λι­σμό στην αρχή, την γρα­φή αργό­τε­ρα και τα ηλε­κτρο­νι­κά μέσα σήμε­ρα κατά­φε­ραν να συσ­σω­ρεύ­ουν γνώ­ση. Στην οποία και εμβρι­θούν ασυ­στό­λως. Μέσω της γνώ­σης κατά­ντη­σαν ικα­νοί για όλα. Μπο­ρεί βέβαια σε μερι­κούς από τους ανθρώ­πους να μην τους κόβει πως αν χώσουν ένα κλα­δά­κι σε μυρ­μη­γκο­φω­λιά θα βγά­λουν μυρ­μή­γκια – δεξιό­τη­τα που κατέ­χουν ακό­μη και τα χιμπα­τζη­δά­κια, αλλά εμείς οι άνθρω­ποι δεν τρώ­με μυρ­μή­γκια. Ακόμη.

Ένα έργο τέχνης, που κάποιοι άλλοι πριν απ’ αυτούς δημιούρ­γη­σαν, αρκεί για να κατα­κλυ­στούν από συναι­σθή­μα­τα. Γι’ αυτό και οι άνθρω­ποι εκτι­μούν την τέχνη. Κατά χιλιά­δες συσ­σω­ρεύ­ο­νται όπου αυτή εκδη­λώ­νε­ται, τα θέα­τρα ασφυ­κτιούν από κόσμο, ατέ­λειω­τες ουρές στις συναυ­λια­κές αίθου­σες, ανάρ­πα­στα τα εισι­τή­ρια στους κινη­μα­το­γρά­φους. Ομη­ρι­κές δημό­σιες διε­νέ­ξεις, εκτός από τη σημα­σία του έργου του κάθε Ομή­ρου της ανθρω­πό­τη­τας, ακό­μη και για την επί­δρα­ση των… κουαρ­τέ­των εγχόρ­δων του Μπε­τό­βεν στα αντί­στοι­χα του Σού­μπερτ. Ή για τον ξεφω­νη­μέ­νο ιδε­α­λι­σμό της θεω­ρί­ας του Μπιγκ Μπάνγκ. Στις πινα­κο­θή­κες πατείς με πατώ σε, οι έντυ­πες εκδό­σεις εξα­ντλού­νται αστρα­πιαία. Τα βιβλία είναι διά­σπαρ­τα στα σπί­τια. Τις Κυρια­κές όλοι ξυπνούν με την Καντά­τα του Καφέ του Μπαχ. Απο­λύ­τως δικαιο­λο­γη­μέ­να υπο­στη­ρί­ζουν πως με την παρου­σία τους και τα επι­τεύγ­μα­τά τους επήλ­θε ο εξαν­θρω­πι­σμός του πιθήκου.

Σε αντί­θε­ση με τους χιμπα­τζή­δες που σέβο­νται (ανα­γκα­στι­κά) τον δυνα­τό­τε­ρο, οι άνθρω­ποι – γι’ αυτό και είναι άνθρω­ποι, δεν μασά­νε με κάτι τέτοια. Εκτι­μούν εκεί­νους που πρό­σφε­ραν στην ανθρω­πό­τη­τα. Έχουν σε ιδιαί­τε­ρη υπό­λη­ψη τους ανθρώ­πους των γραμ­μά­των, των τεχνών, της επι­στή­μης. Όλους εκεί­νους που διέ­θε­σαν την ενερ­γη­τι­κό­τη­τα, τις ικα­νό­τη­τές τους, ίσως και την ίδια τη ζωή τους σε παναν­θρώ­πι­νες αξί­ες και ιδα­νι­κά. Οι χιμπα­τζή­δες, ως τέτοιοι, αγνο­ούν αυτούς τους όρους και τη σημα­σία τους. Αν και σ’ ένα βαθ­μό επι­δει­κνύ­ουν ακό­μη και αυτοί στοι­χεία αλτρουι­σμού και αλληλεγγύης.

Τέλος, οι άνθρω­ποι δεν είναι χιμπα­τζή­δες ώστε να τους κάθε­ται στο σβέρ­κο ο κάθε ένας δυνα­τό­τε­ρος χιμπα­τζής, να τους παίρ­νει τις χιμπα­τζί­νες και τα καλύ­τε­ρα φρού­τα. Έχο­ντας κατα­κτή­σει ένα υψη­λό επί­πε­δο γνώ­σης και πολι­τι­σμού, επι­λέ­γουν, με κρι­τή­ριο τα συμ­φέ­ρο­ντα όλων των ανθρώ­πων, εκεί­νους που μαζί τους θα οδη­γή­σουν την ανθρω­πό­τη­τα σ’ ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον. Σ’ ένα μέλ­λον όπου οι άνθρω­ποι θα έχουν μάθει και θα μπο­ρούν να δημιουρ­γούν και τα όποια κοι­νω­νι­κά παρά­σι­τα έχουν απο­μεί­νει, θα έχουν πάρει τη θέση τους στη χωμα­τε­ρή της ιστο­ρί­ας. Όπου θα υπάρ­χουν… μπα­νά­νες για όλους. Ακό­μη και για τους χιμπατζήδες!

[1] Φ. Νίτσε, «Τάδε έφη Ζαρατούστρας».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο