Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πόσο όμορφη θα είναι αύριο η ζωή (του Κώστα Μπόση)

Το σπίτι του Κ. Μπόση όπως είναι σήμερα στο χωριό του την Κυψέλη (Χώσεψη) Άρτας.

Το σπί­τι του Κ. Μπό­ση όπως είναι σήμε­ρα στο χωριό του, την Κυψέ­λη (Χώσε­ψη) Άρτας.

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης) κομ­μου­νι­στής από τα νιά­τα του μέχρι το θάνα­τό του, μαχη­τής του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, αξιό­λο­γος συγ­γρα­φέ­ας, άγνω­στος στο πολύ κοι­νό μέχρι πριν λίγα χρό­νια, λόγω της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς (δεν επα­να­πα­τρί­στη­κε)  έχει αφή­σει ένα σημα­ντι­κό λογο­τε­χνι­κό έργο που άρχι­σε με τον συγκλο­νι­στι­κό Άη –Στρά­τη και τη μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941 και συνε­χί­στη­κε με αξιό­λο­γα μυθι­στο­ρή­μα­τα, δια­μά­ντια της αντι­στα­σια­κής και αγω­νι­στι­κής νεο­ελ­λη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας (Κρα­βα­ρί­της, Ο Θωμάς ο Καρα­τζάς κ.α.).

Αντι­κρί­ζο­ντας για πρώ­τη φορά το κατε­ρει­πω­μέ­νο  σπί­τι του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση)  στο χωριό του, την Χώσε­ψη (Κυψέ­λη) Άρτας, σκέ­φτη­κα ότι συνε­χί­ζε­ται  η εξο­ρία και η προ­σφυ­γιά  και μετά θάνα­τον αυτού του «εμι­γκρέ λογο­τέ­χνη» με την αδια­φο­ρία των τοπι­κών παρα­γό­ντων να συντη­ρή­σουν  το σπί­τι του και να ανα­δεί­ξουν έναν  άνθρω­πο του τόπου τους που η ζωή του υπήρ­ξε υπό­δειγ­μα αγω­νι­στι­κό­τη­τας και προσφοράς.

Εκεί μπρο­στά θυμή­θη­κα τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, «Ανα­μνή­σεις», που κυκλο­φό­ρη­σε το 1978 με ιδιω­τι­κή πρω­το­βου­λία. Αυτή τη συλ­λο­γή ο Κώστας Μπό­σης τη χάρι­σε  στο χωριου­δά­κι του τη Χώσεψη.

«Τού­τα τα χώμα­τα, τα κρά­κου­ρα θα έλε­γα, είναι τα παι­δι­κά μας χρό­νια, οι δικοί μας, οι πολ­λές στε­ρή­σεις, οι λίγες χαρές, οι αναμνήσεις…Μ’ άλλα λόγια η μικρή μας πατρί­δα και τα νοσταλ­γού­με, και τα αγαπάμε…όμως είναι άγο­ρα – άξι­να .…Εδώ θα έρχου­με πότε – πότε σαν επι­σκέ­φτης να θυμά­μαι τα παλιά.»

Πρω­τα­γω­νι­στούν άνθρω­ποι καθη­με­ρι­νοί, συντο­πί­τες, συγ­χω­ρια­νοί, συνα­γω­νι­στές και σύντρο­φοί του. Όλες οι ιστο­ρί­ες δια­δρα­μα­τί­ζο­νται και εξε­λίσ­σο­νται μέσα  σε χώρους  και τόπους που συν­δέ­ο­νται με την ιδιαί­τε­ρη πατρί­δα του  και τους αγώ­νες του.

«Τού­τα τα χώμα­τα, τα σχε­δόν άγο­να παλιό­τε­ρα, γέμι­σαν αξιο­πρέ­πεια, αλλη­λεγ­γύη, παλ­λη­κα­ριά, φως…Ο αγώ­νας άλλα­ξε τον άνθρω­πο, ο αγώ­νας έφτια­ξε και­νού­ριο άνθρω­πο. Ούτε λόγος. Του πήραν τη λευ­τε­ριά, όμως δεν μπό­ρε­σαν να του πάρουν και την ψυχή…» έγραφε.

Από αυτή τη συλ­λο­γή είναι η ιστο­ρία του Χαρί­λα­ου Σισμά­νη (Πόσο όμορ­φη θα είναι αύριο η ζωή) που αντι­προ­σω­πεύ­ει τους εκα­το­ντά­δες ανώ­νυ­μους κομ­μου­νι­στές που θυσιά­στη­καν για­τί δεν λύγι­σαν και δεν πρό­δω­σαν αγώ­νες και ορά­μα­τα για μια καλύ­τε­ρη ζωή στη δύσκο­λη μετα­βαρ­κι­ζια­νή επο­χή. Ονει­ρο­πό­λος ο Σισμά­νης  ακό­μα και όταν το όνει­ρο όχι μόνο απο­μα­κρύ­νε­ται αλλά οι αντί­πα­λοι προ­σπα­θούν με λύσ­σα να το σβή­σουν από το νου και την ψυχή του χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ψεύ­τι­κα κατη­γο­ρη­τή­ρια και τη θανα­τι­κή καταδίκη.

bosis2

Η πίσω πλευ­ρά του σπι­τιού του Κ. Μπό­ση όπως είναι σήμε­ρα στο χωριό του, την Κυψέ­λη (Χώσε­ψη) Άρτας.

«Ο ερχο­μός και­νούρ­γιων άλα­ξε κάπως τη ζωή. Οι παλιοί ξεψά­χνια­ζαν τους νεο­φερ­μέ­νους: Πότε πιά­στη­καν, για­τί τους κατη­γο­ρούν, αν ορί­στη­κε η δίκη, αν ξέρουν κανέ­να νέο…Τους ζύγι­σαν, τους τοπο­θε­τού­σαν κάπου στη συνεί­δη­σή τους και τους άφη­ναν ήσυ­χους. Γίνου­νταν κι αυτοί, όπως κι οι παλιοί, νού­με­ρα της φυλα­κής. Όμως τού­τος σα να ήταν κάπως δια­φο­ρε­τι­κός. Τις περι­σό­τε­ρες ώρες κάθο­νταν ξαπλω­μέ­νος κι αγνά­ντευε τις αντι­κρυ­νές βου­νο­κορ­φές απ’ το βορι­νό παρά­θυ­ρο. Στη συνη­θι­σμέ­νη «ανά­κρι­ση» απά­ντη­σε κοφτά:

- Με λένε Σισμά­νη Χαρί­λαο. Είμαι τυπο­γρά­φος. Με κατη­γο­ρούν για κατασκοπεία…

Όσο σύντο­μη η «κατά­θε­ση», τόσο περι­σό­τε­ρα και τα ερω­τη­μα­τι­κά. Κι ο ίδιος με τη στά­ση του έρι­χνε νερό στο μύλο της περιέρ­γειας. Έδει­χνε αφη­ρη­μέ­νος, δεν έκα­νε παρέα με άλλους, δεν παρα­πο­νιό­νταν. Μερι­κοί τον πέρα­σαν για σπα­σμέ­νο και προ­σπα­θού­σαν να του δώσουν κου­ρά­γιο, άλλοι για κου­τού­τσι­κο κι άρχι­σαν τα άνο­στα αστεία. Το ζήτη­μα μπερ­δεύ­ο­νταν πιο πολύ, για­τί κανέ­νας απ’ τους και­νούρ­γιους δεν τον ήξε­ρε. Τον είχαν πάει στο «Μετα­γω­γών» απ’ το μπου­ντρού­μι, την ώρα που ξεκι­νού­σαν για τις φυλακές.

- Εμέ­να μού κόβει το μάτι, λέει ο Πασάς. Τον έσπα­σαν στο ξύλο και του έστριψε…

- Κρί­μα! είσαι και δάσκα­λος, απα­ντά­ει ο Λάβρα­κας. Ιδέα δεν έχεις από ψυχο­λο­γία. Την απο­λο­γία του ετοιμάζει.

Στη δεύ­τε­ρη βόλ­τα στά­θη­καν δίπλα στο Σισμάνη.

-Σύντρο­φε Χαρί­λαε! του σύστη­σε ο Θαλα­μάρ­χης. Ρίξ­το και λίγο όξω.

- Δε σκέ­φτου­μαι τη δίκη, αν ενο­είς αυτό, απά­ντη­σε ήρε­μα. Δεν έχω και τι να σκε­φτώ. Δεν υπάρ­χει τίπο­τα σε βάρος μου κι αυτοί έχουν απλο­ποι­ή­σει πάρα πολύ τα πρά­μα­τα. Πρώ­τα απο­φα­σί­ζουν ποιον θα στεί­λουν  στον άλλο κόσμο κι ύστε­ρα φτιά­χνουν το κατη­γο­ρη­τή­ριο… Ίσως να το έχει η φυλα­κή, μπο­ρεί και η περί­στα­ση. Κοι­τά­ζεις απ’ το παρά­θυ­ρο τα περα­σμέ­να και νοσταλ­γείς, όσο σκλη­ρά κι αν ήταν. Μπο­ρεί και η ψυχή τ’ ανθρώ­που να είναι έτσι φτιαγ­μέ­νη. Φτά­νεις στην κορ­φή κι αγνα­ντεύ­εις πίσω με λαχτά­ρα, προ­τού πάρεις τη στρο­φή. Και η δύση μού θύμι­σε μια παλιά σκη­νή. Τον και­ρό του ΕΛΑΣ πέτυ­χα σε μια πλα­γιά του Παρ­να­σού. Στον ορί­ζο­ντα μακριά είχε σύνε­φα πολά. Που­που­λέ­νια – βαμ­βα­κέ­νια, στα­χτιά – κρου­στά – αφρά­τα. Ο ουρα­νός έμια­ζε με το Αιγαίο – ακρο­γιά­λια δαντε­λω­τά, όχτες τρα­χές, αμέ­τρη­τοι κόρ­φοι και λιμνού­λες γαλά­ζιες… Άλλη μια φορά… Όμως εμείς δεν είχα­με και­ρό να χαρού­με τις ομορ­φιές της φύσης. Τώρα εδώ μάς δίνε­ται η ευκαι­ρία να εμφα­νί­σου­με το φιλμ που το τρα­βού­σα­με τότε στα πεταχτά…

- Τέτοια επο­χή και ονει­ρο­πο­λή­μα­τα! Κού­νη­σε το κεφά­λι ο Πασάς.

- Ακρι­βώς! Στις από­το­μες καμπές το ονει­ρο­πό­λη­μα είναι ο χυμός της ζωής, το φτε­ρό της προ­ό­δου. Ακού­στη­κε βόμ­βος αερο­πλά­νου κι ο Σισμά­νης συνέ­χι­σε: Πόσον και­ρό δε στά­θη­κε ο Δαί­δα­λος κι ο Ίκα­ρος εκεί στα άξι­να ακρο­γιά­λια της Κρή­της μπρο­στά στο απέ­ρα­ντο πέλα­γος, ονει­ρο­πο­λώ­ντας να φτιά­ξουν φτε­ρά!… Κάποιος άλλος αγνά­ντευε απ’ το παρά­θυ­ρο τη γει­το­νιά, τη βυθι­σμέ­νη στη φτώ­χια και την κακο­μοι­ριά, κι έγρα­ψε, πως θα ρθεί ένας και­ρός… Κι άλλοι αργό­τε­ρα κοσκί­νι­σαν τα πέτα­ξαν τις ουτο­πί­ες, πρό­στε­σαν και­νούρ­για κι έφτια­ξαν το Μεγά­λο Όνει­ρο. Ακό­μα και κει, όπου το όνει­ρο «έγι­νε έργο ζωντα­νό», στη θέση του φύτρω­σαν άλλα. Χωρίς όνει­ρο δε ζει η ανθρωπότητα.

- Βρή­κε και τον και­ρό και τον τόπο… φουρ­κί­στη­κε ο Σκά­λας, που ήταν κατα­δι­κα­σμέ­νος σε θάνα­το και μάταια περί­με­νε απά­ντη­ση στην έφεση.

- Ίσως να έχεις δίκιο, σύντρο­φε, θα κάνου­με ό,τι μπο­ρού­με να στα­μα­τή­σουν οι δίκες, οι εκτε­λέ­σεις, όμως πέρα απ’ αυτό… Πόσοι άλλοι πριν από μας δε βρέ­θη­καν μπρο­στά σε μια τέτια στιγ­μή!… Κι έφυ­γαν, αφή­νο­ντάς μας για κλη­ρο­νο­μιά τους χορούς, τα τρα­γού­δια, τα όνει­ρά τους. Κι ήρθε η δική μας σει­ρά να τα συνε­χί­σου­με. Κι ύστε­ρα από μας θα ρθούν άλλοι… Άλλω­στε ο θάνα­τος, είτε στο κρε­βά­τι, είτε στο από­σπα­σμα, είτε κάπου αλλού, θάνα­τος είναι, ο ίδιος πάντο­τε, δια­φέ­ρει μόνο από το τι θα αφή­σει πίσω του. Και τι θα κερ­δί­σου­με να σκα­λί­ζου­με συνέ­χεια την ίδια πλη­γή! Θα φαρ­μα­κώ­σου­με μόνο όσες μέρες μάς απο­μέ­νουν, που μπο­ρεί να είναι λίγες, όμως, ποιος ξέρει, μπο­ρεί να είναι και πολλές.

Ο Πασάς, σαν είδε το φύλα­κα της υπη­ρε­σί­ας στο προ­αύ­λιο, τρά­βη­ξε το Λάβρα­κα απ’ τα μπρά­τσα και μορμούρισε:

- Θεο­πά­λα­βος! Θα τον στεί­λουν στο Στρα­το­δι­κείο κι αυτός, αντί να φρο­ντί­σει για μάρ­τυ­ρες, δικη­γό­ρο… αεροβατεί…

- Κι εγώ σου λέω, δεν μπο­ρείς να μπεις στην ψυχή τ’ ανθρώ­που. Κάνει τον υπε­ρε­πα­να­στά­τη, για­τί δεν υπάρ­χει τίπο­τα σε βάρος του. Περι­μέ­νει σήμε­ρα – αύριο να τον αφή­σουν να βγει και να χαρεί τις ομορ­φιές της φύσης.

Ο Σισμά­νης έμει­νε πάλι μόνος. Θυμά­ται. Ο καθη­γη­τής των ελλη­νι­κών στο Γυμνά­σιο τούς είχε βάλει να γρά­ψουν έκθε­ση «εντυ­πώ­σεις από μια εκδρο­μή». Του γύρι­σε το τετρά­διο μουρ­μου­ρί­ζο­ντας: «Σισμά­νη! είσαι ονει­ρο­πό­λος. Στη ζωή προ­κό­βουν οι θετι­κοί άνθρω­ποι, οι πρα­κτι­κοί κι όχι οι φαντασιόπληκτοι…»

Είχε γρά­ψει για ένα χωριου­δά­κι, τη Χαραυ­γή, ξαπλω­μέ­νο ανα­παυ­τι­κά στα πόδια του βου­νού, για ένα ανοι­ξιά­τι­κο γλυ­κό από­βρα­δο, για τον καπνό π’ ανέ­βαι­νε απ΄ τα τζά­κια, τις νοι­κο­κυ­ρές, που μπαι­νό­βγαι­ναν στα σπί­τια, τα παι­διά, που έπαι­ζαν στις ρού­γες, για τη χαρού­με­νη – ήσυ­χη κι ευτυ­χι­σμέ­νη αγρο­τι­κή ζωή… Τέτιο χωριό δεν είχαν βρει στην εκδρο­μή. Δεν απο­κλεί­ε­ται και να μην υπήρ­χε τέτιο χωριό. Όμως αυτός έτσι το ήθε­λε και έτσι το έγρα­ψε. Το παρα­τσού­κλι άρε­σε. Το πήραν οι συμα­θη­τές του και τον πεί­ρα­ζαν κι αν δεν τον έδιω­χναν λίγο αργό­τε­ρα απ’ το σχο­λιό, ίσως σήμε­ρα να μην τον έλε­γαν Σισμάνη…

Έτσι. Από παι­δί είχε τη λόξα. Κι έγι­νε σωστή αρώ­στια στα Μεγά­λα Χρό­νια. Βοή­θη­σαν κι οι συν­θή­κες. Τον περι­σό­τε­ρο και­ρό, θαμέ­νος μες τη γη, μακριά απ’ τον κόσμο, μακριά απ’ το φως. Σαν τέλιω­νε τη δου­λιά, ξάπλω­νε στο στρώ­μα μονα­χός κι ονει­ρο­πο­λού­σε. Τη νύχτα, όταν είχε σκο­τά­δι και καλόν και­ρό, ανέ­βαι­νε στην ταρά­τσα κι αγνά­ντευε τα φώτα, κι αγνά­ντευε τ’ άστρα , κι άκου­γε τη βοή της πόλης, κι ονει­ρο­πο­λού­σε τον και­νούρ­γιο κόσμο…

Κι η αγά­πη του είχε κάτι το ονει­ρο­πό­λο. Είχαν πάει εκδρο­μή. Μαζί κι η Στέ­λα. Κάποια στιγ­μή ξεκό­πη­καν. Της πέτα­ξε ένα κλω­να­ρά­κι πεύ­κο, του έρι­ξε ένα λιθα­ρά­κι. Την κυνή­γη­σε από πέτρα σε πέτρα, από δέντρο σε δέντρο και κει στο λαγ­γα­δά­κι γλύ­στρη­σε η κοπε­λιά. Της πρό­σφε­ρε ένα αγριο­τρια­ντά­φυ­λο κι αυτή μια μαργαρίτα…

Όταν του έδω­σαν εντο­λή να κλει­στεί στο χει­ρο­κί­νη­το τυπο­γρα­φείο, του είπαν: Κανέ­νας δε θα μάθει, πού θα πας και τι θα κάνεις». Κι έμει­νε πάλι μόνος. Κι ονει­ρο­πο­λού­σε κι έκα­νε σχέ­δια να έβρι­σκε έναν τρό­πο να έστελ­νε ένα μήνυ­μα στη Στέ­λα. Κι έφτια­σε ένα πακέ­το χαρ­τί με τη «μαρ­γα­ρί­τα» ζωγρα­φι­σμέ­νη δίπλα στο λαγ­γα­δά­κι. Και της απά­ντη­σε με τον ίδιο τρόπο.

Κάπο­τε το ονει­ρο­πό­λη­μα πέρα­σε απ’ την άλλη πάντα. Ένα φεγ­γά­ρι αντά­μω­σε τη Στέ­λα στο βου­νό. «Να παντρευ­τού­με!» τον πάλαι­βε εκεί­νη. Αυτός αλιώς ονει­ρευό­ταν την οικο­γε­νεια­κή ζωή… Να έρχο­νταν η χιλιά­κρι­βη η Λευ­τε­ριά. Να γίνο­νταν ησυ­χία. Να είχαν ένα σπι­τά­κι με λου­λού­δια στην αυλή. Να γυρί­ζουν απ’ τη δου­λιά και να πηγαί­νουν ξένια­στοι περί­πα­το… Κι ήρθαν τα μετα­βαρ­κι­ζια­νά και τώρα…

Μπή­κε κάποιος κι έδω­σε στο θαλα­μάρ­χη μια τσα­λα­κω­μέ­νη εφη­με­ρί­δα. Είχε τη φωτο­γρα­φία του Σισμά­νη κι έγρα­φε… και τι δεν έγρα­φε! Στέ­λε­χος, φυλα­κές, εξο­ρί­ες, τυπο­γρα­φεία, κώδι­κες, ασύρ­μα­τοι… Ούτε θεο­πά­λα­βος ούτε κομ­μου­νι­στής του γλυ­κού νερού. Οι δυό φίλοι κοι­τά­χτη­καν στα μάτια και για πρώ­τη φορά συμ­φώ­νη­σαν: Την είχε πατή­σει και για αυτό τώρα έλε­γε μεγά­λες κου­βέ­ντες. Την ίδια στιγ­μή φώνα­ξαν το Σισμά­νη στο γρα­φείο. Ο διευ­θυ­ντής τού διά­βα­σε ένα κομά­τι απ’ το κατη­γο­ρη­τή­ριο και μισή ώρα σχε­δόν συνέ­χι­σε την κατή­χη­ση. Ο Σισμά­νης ούτε και πρό­σε­χε. Απ’ το παρα­θύ­ρι φαί­νο­νταν η κοι­λά­δα και η αντι­κρυ­νή πλα­γιά ως την κορ­φή του λόφου. Πρα­σι­νά­δα σκέ­πα­ζε τη γη κι από πάνω έσκυ­βαν οι αση­μέ­νιες ελιές. Γάρ­γα­ρος ο ουρα­νός κι ο τόπος γελού­σε κάτω απ’ τις αχτί­δες του ήλιου. Κοί­τα­ζε και ροφού­σε λαί­μαρ­γα την ομορ­φιά, τα χρώματα…

- Τ’ άκου­σες; του έκο­ψε τους ρεμ­βα­σμούς ο διευθυντής.

- Τα ξέρω από­ξω. Μου τα είπαν χίλιες φορές στην Ασφάλεια.

- Και τι σκέ­φτε­σαι να κάνεις; Ξέρεις τι σε περιμένει.

- Θα παρα­δε­χθώ την ενο­χή μου και τελιώ­νει η υπό­θε­ση, τ’ απά­ντη­σε να τον ξεφορτωθεί.

Άστρα­ψε το μάτι του διευθυντή.

- Τότε, κάτσε και γρά­ψε μια έκθεση.

Ο Σισμά­νης σα να συνήρθε.

- Καλύ­τε­ρα στο δικα­στή­ριο. Θα είναι και πολύς κόσμος εκεί.

Την άλλη μέρα ξανά στο γρα­φείο. Ο διευ­θυ­ντής βιά­στη­κε να φωνά­ξει ένα δικό του δικηγόρο.

- Κάποιος γνω­στός σου με παρα­κά­λε­σε να ανα­λά­βω την υπό­θε­ση. Θα ήθε­λα να ξέρω, αν θα ομο­λο­γή­σεις την ενο­χή σου.

- Όσα λέει η ασφά­λεια είναι ψέμα­τα απ’ το «Α» ως το «Ω». Αν τα παρα­δε­χτώ, θα με κατα­δι­κά­σουν εκα­τό φορές σε θάνατο.

- Για τη γενι­κή, την πολι­τι­κή ευθύ­νη μιλάω. Τις κατα­θέ­σεις θα τις μπα­λώ­σου­με. Πρέ­πει να σιγου­ρευ­τώ, να περά­σω απ’ τις διά­φο­ρες υπη­ρε­σί­ες και να επι­σπεύ­σω τη δίκη. Δεν είναι σωστό να κάθε­σαι υπόδικος.

Ο Σισμά­νης τώρα κατά­λα­βε τις συνέ­πειες. Το κόμ­μα ήταν σχε­δόν δια­λυ­μέ­νο. Όξω δεν είχε κανέ­να συγ­γε­νή, για να φρο­ντί­σει. Η Στέ­λα, κι αν έμα­θε, πως πιά­στη­κε και παρά­νο­μη να μην ήταν, τι μπο­ρού­σε να κάνει! Είχε μόνο μια ελπί­δα. Να παρα­τα­θεί όσο το δυνα­τό περισ­σό­τε­ρο η υπο­δι­κία, μήπως γίνο­νταν καμιά γενι­κό­τε­ρη αλα­γή. Κεί­νη η φρά­ση «Θα παρα­δε­χτώ την ενο­χή μου» θα τον έστελ­νε μια ώρα γρη­γο­ρό­τε­ρα στον άλλο κόσμο… κι από­το­μα πάλι στη σκη­νή η «λόξα» του. Οι άλλοι δεν είχαν καμιά σχέ­ση με τη δική του υπό­θε­ση . Τους κόλη­σαν σ’ αυτόν μόνο και μόνο να τους στεί­λουν στο στρα­το­δι­κείο. Αν άλα­ζαν οι μάρ­τυ­ρες τις κατα­θέ­σεις, μπο­ρού­σαν να γλυ­τώ­σουν του­λά­χι­στον εκεί­νοι. Κού­νη­σε το κεφά­λι, ούτε κατα­φα­τι­κά, ούτε αρνη­τι­κά, κι ο δικη­γό­ρος τού περιέ­γρα­ψε σε χοντρές γραμ­μές το σχέ­διο της δίκης.

Γύρι­σε στο θάλα­μο και ξάπλω­σε πικρα­μέ­νος. «Έκα­να μια βλα­κεία και μισή», σκέ­φτη­κε. «Σισμά­νης! στο επι­σκε­πτή­ριο», ακού­στη­κε μια φωνή στο προ­αύ­λιο. «Ο δικη­γό­ρος, είπε μέσα του, κάτι ξέχα­σε και γύρι­σε πίσω. Θα του πω: “Δεν έχω ανά­γκη από υπε­ρά­σπι­ση” κι έτσι θα κερ­δί­σω κάμπο­σο και­ρό». Στα κάγκε­λα στέ­κο­νταν μια γριούλα.

- Ήρθα, παι­δί μου, για το Βαγ­γέ­λη μου. Σου έφε­ρα και σένα ένα πακέ­το τσι­γά­ρα απ’ τη θεία σου την Ευανθία.

Ο Σισμά­νης δεν κάπνι­ζε. Στην πόλη δεν είχε ούτε Ευαν­θία, ούτε άλλη θεία. Ετοι­μά­στη­κε να πει: «Κυρού­λα! κάνεις λάθος», όμως δίπλα στέ­κο­νταν ο φύλα­κας. Θα την τρα­βού­σαν στο «ιδιαί­τε­ρο» και θα την έδερ­ναν να μαρ­τυ­ρή­σει από πού ήταν τα τσι­γά­ρα. Τα έβα­λε στη τσέ­πη, ευχα­ρί­στη­σε τη γριού­λα έστει­λε χαι­ρε­τί­σμα­τα στη θεία την Ευαν­θία και γύρι­σε στο θάλα­μο. Ο Ταρ­σής, που έκα­νε βόλ­τες, ζήτη­σε τσι­γά­ρο απ’ το Σκάλο.

- Πού να το βρω; τ’ απά­ντη­σε κεί­νος, μου­τρω­μέ­νος. Σαν κι είχα επισκεπτήριο;

Ο Χαρί­λα­ος έβγα­λε το πακέ­το, μοί­ρα­σε τα τσι­γά­ρα και, κει που ετοι­μά­ζο­νταν να πετά­ξει το κου­τί, είδε σε μια γωνιά τη «μαρ­γα­ρί­τα» ζωγρα­φι­σμέ­νη δίπλα στο ρεμα­τά­κι. Ξεχεί­λι­σε η καρ­διά του από χαρά. Ξάπλω­σε κι άρχι­σε ξανά το ονει­ρο­πό­λη­μα. Πού να βρί­σκε­ται; Ίσως στον ίδιο τάφο, το δικό του, ίσως στην ίδια δου­λιά. Κοι­τά­ζει τη «μαρ­γα­ρί­τα» με λαχτά­ρα και κου­βε­ντιά­ζει νοε­ρά: Στέ­λα! σ’ ευχα­ρι­στώ. Μεί­νε ήσυ­χη. Έχω κου­ρά­γιο. Ό,τι κι αν συμ­βεί… Αν σ’ άκου­γα και παντρευό­μα­στε, μπο­ρεί να είχες σήμε­ρα κάποιον δίπλα σου, ώσπου να περά­σει ο πόνος και να φτιά­ξεις ξανά όνειρα…»

Οι δικα­στές το πρωί, την ώρα του καφέ, μελέ­τη­σαν «επι­στα­μέ­να» τη δικο­γρα­φία των και τώρα σοβα­ροί καν… δίκαιοι ανέ­βη­καν στις έδρες τους. Οι «αυτό­πτες» μάρ­τυ­ρες κοκί­νι­ζαν στην αίθου­σα ανα­μο­νής. Τα σώμα­τα του εγκλή­μα­τος – τυπο­γρα­φι­κά στοι­χεία, φορη­τοί ασύρ­μα­τοι, κρυ­πτο­γρα­φι­κοί κώδι­κες…- κου­βα­λή­θη­καν στο διπλα­νό δωμά­τιο. Οι δικη­γό­ροι πιά­νουν θέσεις. Οι δημο­σιο­γρά­φοι – αρκε­τά πολ­λοί τη φορά αυτή – πάνε κι έρχο­νται. Πυκνώ­νει το ακρο­α­τή­ριο. Από στό­μα σε στό­μα είχε δια­δο­θεί, πως θα γινό­ταν μια συντρι­πτι­κή αποκάλυψη.

Τελιώ­σαν οι μάρ­τυ­ρες κατη­γο­ρί­ας – υπε­ρά­σπι­σης δε χρειά­ζο­νταν – και δόθη­κε ο λόγος στο Χαρί­λαο και για­τί αυτόν έφερ­ναν σαν αρχη­γό και για­τί με την απο­λο­γία του ήθε­λαν να σπά­σουν το ηθι­κό των άλλων.

- Ομο­λο­γώ, κ. δικα­στές. Είμαι και κατά­σκο­πος, και προ­δό­της, και μίσθαρ­νο όργα­νο. Όμως ποιος έφται­ξε να γίνω τέτιος και χει­ρό­τε­ρος; Πρώ­τη και καλύ­τε­ρη η βάβω μου. Καθό­μα­στε τις μεγά­λες νύχτες του χει­μώ­να στο τζά­κι και μας έλε­γε παρα­μύ­θια για δρά­κους και βασιλόπουλα…Δεύτερος ο δάσκα­λος. Όταν διη­γού­νταν  τους μύθους της αρχαιό­τη­τας, εμείς κρε­μό­μα­στε απ’ τα χεί­λη του. Έφται­γε κι ο χαρα­κτή­ρας μου. Ήμουν ονει­ρο­πό­λος… Έβλε­πα με τη φαντα­σία τον Άη – Γιώρ­γη, λεβέ­ντη κι όμορ­φο, να χτυ­πά­ει με το κοντά­ρι του, το θεριό να σπαρ­τα­ρά­ει, να ψοφά­ει και τον κόσμο να τρέ­χει λεύ­τε­ρος για νερό στη βρύ­ση… έβλε­πα τον Ηρα­κλή να πατά­ει το νευ­ρώ­δι­κο πόδι του στο λαι­μό της Λερ­ναί­ας Ύδρας, να κόβει ένα ένα τα κεφά­λια και να καί­ει την πλη­γή με το δαυ­λό να μη φυτρώ­σουν ξανά.

…Και λαχτα­ρού­σα κι ονει­ρο­πο­λού­σα να γινό­μουν κι εγώ σαν αυτούς…Θα πεί­τε: Για­τί τα λέω αυτά; Για να κατα­λά­βε­τε την αιτία, που οδη­γεί τον άνθρω­πο ως εδώ, για­τί, αν δεν βρού­με την αιτία, δε θα για­τρέ­ψου­με την αρώ­στια. Ονει­ρο­πο­λού­σα κι έλε­γα: Για­τί να μισεί ο άνθρω­πος τον άνθρω­πο;! Για­τί να πει­νά­ει ο κόσμος;! Όσα ξοδεύ­ο­νται για το θάνα­το, αν πήγαι­ναν για τη ζωή!… Να φτιά­χνα­με μια κοι­νω­νία γεμά­τη χαρά – αγά­πη – ειρήνη!…

Ο Πρό­ε­δρος σκύλιασε.

- Φτά­νει! Φτά­νει! Αυτό είναι κομ­μου­νι­στι­κή προπαγάνδα.

Ο Σισμά­νης έσιω­σε το κορ­μί, σήκω­σε πιο ψηλά το κεφάλι.

- Κύριοι δικα­στές! Αφή­στε με να τελιώ­σω. Σας λέω, τι σκε­φτό­μουν τότε. Το τι πιστεύω τώρα, θα το ακού­σε­τε αμέσως.

- Αυτό μας ενδια­φέ­ρει. Πες το με δυο λόγια και τελιώνουμε.

- Ως τα σήμε­ρα έχουν γίνει ένα σωρό δίκες. Οι ίδιοι μάρ­τυ­ρες, οι ίδιες κατα­θέ­σεις, μόνο οι κατη­γο­ρού­με­νοι αλά­ζουν. Άλλοι κατα­δι­κά­στη­καν σε πολύ­χρο­νη φυλα­κή, άλλοι σε θάνα­το. Κάμπο­σοι έχουν εκτε­λε­στεί κιό­λας… όμως σε καμιά περί­πτω­ση δεν απο­δεί­χτη­κε η ενο­χή. Και χρειά­ζο­νταν μια ανοι­χτή ομο­λο­γία να δικαιο­λο­γή­σει τις παλιές κατα­δί­κες και να δημιουρ­γή­σει προη­γού­με­νο για τις μελ­λο­ντι­κές. Έτσι κλεί­στη­κε μια συμ­φω­νία άγρα­φη. Οι μάρ­τυ­ρες να αλά­ζουν βασι­κά τις κατα­θέ­σεις, να πουν δηλ. ένα μέρος της αλή­θειας. Έτσι θα με διευ­κό­λη­ναν να γλυ­τώ­σω το κεφά­λι μου. Τους ευχα­ρι­στώ, για­τί εκπλή­ρω­σαν τις υπο­σχέ­σεις τους. Ένας  ομο­λό­γη­σε, πως δεν βρή­καν τυπο­γρα­φείο, ο άλλος, πως μ’ έπια­σαν στο δρό­μο χωρίς σακά­κι και δεν κου­βα­λού­σα στην πλά­τη ασυρ­μά­τους κι άλλα τέτια κι οι τσέ­πες του παντε­λο­νιού μου είναι – κοι­τά­χτε – ολό­τε­λα τρύ­πιες κι αν έβα­ζε μέσα τους κώδι­κες, τακρυ­πτο­γρα­φή­μα­τα… θα τα έχα­νε… Ο «ενοι­κια­στής», όταν είδε τη φωτο­γρα­φία μου στις εφη­με­ρί­δες, πήγε στην Ασφά­λεια και κατέ­θε­σε πως καθό­μουν στο σπί­τι του. Εδώ αμφι­βάλ­λει αν ήμουν εγώ… Τώρα έρχε­ται η σει­ρά μου να εκπλη­ρώ­σω εγώ την υπό­σχε­σή μου. Να ανα­λά­βω την ευθύ­νη μου… Το συγκε­κρι­μέ­νο κατη­γο­ρη­τή­ριο σε καμιά περί­πτω­ση δεν πρό­κει­ται να το παρα­δε­χτώ. Αφού το αναί­ρε­σαν οι ίδιοι οι μάρ­τυ­ρες. Οι συγκα­τη­γο­ρού­με­νοι δεν είχαν καμιά σχέ­ση και επα­φή με μένα…

- Σ’ αφαι­ρώ το λόγο! Σ’ αφαι­ρώ το λόγο! πετά­χτη­κε ο Πρόεδρος.

- Κύριε Πρό­ε­δρε! Δε με κατά­λα­βες. Σημα­σία έχει η γενι­κή πολι­τι­κή του ΚΚ κι όχι αν είναι ή όχι σωστή μια συγκε­κρι­μέ­νη καταγ­γε­λία. Σ’ αυτό σκέ­φτου­μαι να φτάσω.

- Αφή­στε τον, κ. Πρό­ε­δρε, παρα­κά­λε­σε ο συνή­γο­ρος, που δεν είχε χάσει τελί­ως τις ελπί­δες. Αυτό μας χρειάζεται.

- Αυτό μόνο! Αυτό! Φώνα­ξε ο Πρόεδρος.

- Πραγ­μα­τι­κά. Η πολι­τι­κή μου — δηλα­δή του Κόμ­μα­τος. Εγώ δεν έχω ξεχω­ρι­στή πολι­τι­κή δική μου – είναι πέρα για πέρα αντε­θνι­κή, προ­δο­τι­κή, ξενό­δου­λη. Γι’ αυτό υπάρ­χουν απο­δεί­ξεις, όσες θέλε­τε. Στα σύνο­ρα – απ’ την μια άκρη ως την άλλη – σ’ όλες τις βου­νο­κορ­φές, τα διά­σε­λα, τα σταυροδρόμια…χιλιάδες, δεκά­δες χιλιά­δες και περισ­σό­τε­ροι ακό­μη κομ­μου­νι­στές και εαμί­τες φρου­ρούν και θα φρου­ρούν στον αιώ­να τον άπα­ντα τη λευ­τε­ριά και ανε­ξαρ­τη­σία της Πατρί­δας μας.

- Κάτω! Κάτω! Κάτσε κάτω! ούρ­λια­ξε ο Πρόεδρος.

- Όσο για τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, έχει δικά της εδά­φη. Δεν της χρειά­ζου­νται ξένα. Το κακό βρί­σκε­ται κάπου αλλού. Αν κατέ­βαι­νε λίγο παρα­κά­τω ο Ταλ­μπού­χιν , δεν θα είχε κότσια να κάνει επέμ­βα­ση ο Τσώρ­τσιλ κι αργό­τε­ρα ο Τρού­μαν κι ο λαός μας θα ήτο σήμε­ρα λεύτερος…

Τα τελευ­ταία λόγια άλλοι τ’ άκου­σαν κι άλλοι όχι. Στην αίθου­σα επι­κρα­τού­σε παν­δαι­μό­νιο. Ο Πρό­ε­δρος χτυ­πού­σε το κου­δού­νι και στρίγ­γλι­ζε. Οι δικα­στές, παρά την εθι­μο­τυ­πία, φώνα­ζαν: Σε θάνα­το! Σε θάνα­το! Οι χωρο­φυ­λά­κοι προ­σπα­θού­σαν να βγά­λουν το Σισμά­νη όξω απ΄την αίθουσα…

Οι σκο­τι­νές δυνά­μεις δεν πέτυ­χαν μια «συντρι­πτι­κή  απο­κά­λυ­ψη», όμως και το όνει­ρο του Χαρί­λα­ου του Σισμά­νη να βοη­θή­σει κάπως τους συντρό­φους του, έμει­νε όνειρο.

Τρεις μέρες αργό­τε­ρα, πολύ πρωί, ξεκί­νη­σε η συνο­δεία. Το από­σπα­σμα πήρε θέση, γέμι­σε τα όπλα επι­δει­χτι­κά, τα σήκω­σε και τα έφε­ρε «επί σκο­πόν». Ο Σισμά­νης κοί­τα­ζε τα γύρω βου­να­λά­κια, το γαλά­ζιο ουρα­νό, τον ήλιο, που πρό­βαι­νε στην ανα­το­λή κι, όταν ο επι­κε­φα­λής τον ρώτη­σε «τελευ­ταία σου θέλη­ση;» απά­ντη­σε σιγά:

Πόσο όμορ­φη θα είναι
αύριο η ζωή!»

 

(Δια­τη­ρή­θη­κε η ορθο­γρα­φία και η σύντα­ξη του συγγραφέα)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο