Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πώς μπορεί…;

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Τρε­λό φεγγάρι
φόρε­σες το κόκκινο 
φουστάνι
βαδί­ζο­ντας στον θάνατο 
σου 
Β.Λ

Πώς μπο­ρεί και δια­τη­ρεί αυτό το μει­λί­χιο ύφος με το αθώο- το μάλ­λον αφε­λή- πει­στι­κό πρό­σω­πο και δεν διε­γεί­ρε­ται μέσα του από ντρο­πή για τα τερά­στια ψέμα­τα που ξεφουρ­νί­ζει; Πώς μπο­ρεί να δεί­χνει πως δεν αυτα­πα­τά­ται και πως η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και η αλή­θεια είναι αυτή που παρα­ποιεί και την φέρ­νει στα μέτρα του; Πώς μπο­ρεί να αιω­ρεί­ται στις φαντα­σιώ­σεις του πιστεύ­ο­ντας –ή έστω κάνο­ντας ότι πιστεύ­ει- πως αυτό που κάνει είναι το σωστό, έστω κι αν από μέσα του πονά­ει- όπως αυτο­ε­ξο­μο­λο­γεί­ται χωρίς να ντρέπεται;

Αυτός που πονά­ει, δεν τρο­χί­ζει την μάχαι­ρα, ιππεύ­ο­ντας αφ’ υψη­λού στο άλο­γο της εξου­σί­ας, παίρ­νο­ντας κεφά­λια και ψυχές ανθρώπων…Κατανοεί, ομο­νο­εί και συμπορεύεται!

Αυτός που πονά­ει έχει καρ­διά, έχει αισθήματα,έχει ευαι­σθη­σία και δεν στη­λι­τεύ­ει το δίκιο του φτω­χού εργα­ζό­με­νου με αρλού­μπες και παρλαπίπες.
……….
Πώς μπο­ρεί να ξερ­νο­βο­λά­ει, μπρο­στά σε ομο­γά­λα­κτο αστι­κό κοι­νό που χει­ρο­κρο­τεί ικα­νο­ποι­η­μέ­νο ή προ­σποιού­με­νο για το βρώ­μι­κο έργο ανα­λή­θειας και αναι­σχυ­ντί­ας, εάν το ταλέ­ντο της υπο­κρι­σί­ας και της απαν­θρω­πιάς δεν ήτα­νε τόσο ανα­πτυγ­μέ­νο και πρόστυχο;

Το 35% τον ψηφί­ζει και το υπό­λοι­πο 65% απο­δέ­χε­ται με κατα­νό­η­ση και σύνε­ση τα σκλη­ρά και αντι­λαϊ­κά μέτρα που πήρε.
Κάτι τέτοια κάθε­ται και λέει χωρίς να ντρέ­πε­ται , χωρίς καν να κοκ­κι­νί­ζει . Τέτοια η διαστροφή…

Και τα εκα­τομ­μύ­ρια των εργα­ζο­μέ­νων και πλη­γω­μέ­νων από τα μέτρα ανθρώ­πων που απα­νω­τά απερ­γούν και δια­δη­λώ­νουν, που πονά­νε και κοκ­κι­νί­ζουν από οργή και αγα­νά­κτη­ση σε όλες τις πόλεις και τα χωριά, αυτοί δεν υπο­λο­γί­ζο­νται; Δεν λαμ­βά­νο­νται υπ’ όψιν, αυτή είναι αμε­λη­τέα ποσό­τη­τα; Αυτοί συναινούν;

Πώς τολ­μά να μιλά για πράγ­μα­τα προ­συμ­φω­νη­μέ­να και προ­α­πο­φα­σι­σμέ­να και να βγά­ζει τόση χυδαιό­τη­τα, απο­στρο­φή και συκο­φα­ντία στην ιερό­τη­τα της αλήθειας;
…………
Πώς τολ­μά να επαί­ρε­ται και επι­χαί­ρει για τον όλε­θρο και την κατα­στρο­φή που προ­ε­τοι­μά­ζει και που βυθί­ζει τον Λαό στην φτώ­χεια και την αθλιότητα;

Πωώς τολ­μά να υπο­τι­μά την νοη­μο­σύ­νη για τόσο και­ρό, τόσων και τόσων εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων, χωρίς τον τρό­μο της ηλια­κής έκρηξης;

Ο τηλέ­πα­θος-σαν άλλος Διγε­νής- ανα­τρι­χιά και η Γη τον ετρο­μά­ζει… Βρο­ντά κι αστρά­φτει ο ουρα­νός και σειέ­ται ο απά­νω κόσμος και ο κάτω κόσμος άνοι­ξε και τρί­ζουν τα θεμέλια…!

Άμπο­τες νάρ­θει η Άνοι­ξη νάρ­θει το καλο­καί­ρι, ν’ ανα­στη­θεί ο Διγε­νής να πάρει το ντουφέκι…!

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο