Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πώς να φτιάξουμε ένα έντεχνο τραγούδι

Γρά­φει ο 2310net //

Ο Θηβαί­ος ήρθε πάλι στην επι­και­ρό­τη­τα με τις νέες δηλώ­σεις του για τα παξι­μά­δια. Όταν είχε κάνει το ορί­τζι­ναλ παραλ­λή­ρη­μα είχα­με γρά­ψει εδώ αυτό το κείμενο.

Από τότε πέρα­σε και­ρός, όμως δεν μου έφυ­γε από το μυα­λό να ασχο­λη­θώ λίγο με το έντε­χνο τρα­γού­δι, εδώ το ΑΤΕΧΝΩΣ. Η αντί­φα­ση προφανής.

Μην αγχώ­νε­στε, δεν θα τρα­γου­δή­σω με την ακαλ­λιέρ­γη­τη φωνή μου. Ούτε θα γρά­ψω ανα­λύ­σεις για το έντε­χνο, το άτε­χνο, το σκυ­λά­δι­κο. Πάμε μαζί, να κάνου­με ένα making of ενός έντε­χνου τραγουδιού.

.…

.…

Ο καλ­λι­τέ­χνης χρειά­ζε­ται να εμπνευ­στεί. Έτσι, πρέ­πει ξεκι­νώ­ντας να έχει λίγο αλκο­όλ για να του βγουν συναι­σθή­μα­τα. Το ουί­σκι είναι για τους σκυ­λά­δες, η βόντ­κα χτυ­πά­ει, το τζιν για τους αλκο­ο­λι­κούς. Βάλε ένα ρακό­με­λο τώρα που χει­μω­νιά­ζει, αλλά κάντο λίγο ελα­φρύ για­τί από το μεση­μέ­ρι έχω φάει μόνο ένα φαλάφελ.

Ανά­βει τσι­γά­ρο. Στρι­φτό. Ξεκι­νά­ει να γρά­φει στίχους.

Τίπο­τα…

Πίνει λίγο ρακό­με­λο ακόμα.

Πάλι τίπο­τα…

Δεύ­τε­ρο τσιγάρο.

Ώσπου του έρχε­ται η έμπνευ­ση να ανοί­ξει το Μεγά­λο Λεξι­κό με τις λέξεις του έντε­χνου που δε σημαί­νουν τίπο­τα για να εμπνευ­στεί. Και ξεκινάει.

Ήσουν εκεί όταν μαλώ­νε η νεράιδα
Πωπωπω..μια νεράι­δα έχει θέση σε κάθε έντε­χνο τρα­γού­δι. Κανείς δεν ξέρει για­τί. Είναι μάλ­λον μετα­φυ­σι­κό. Και προχωράει

Τα πακέ­τα από τα τσι­γά­ρα ήταν άδεια
(Κατά το ο καφές σου έχει κρυώσει)

Κάθε σου λέξη ξόρ­κι και γητειά
Εδώ ανα­ρω­τιέ­ται τι σκα­τά σημαί­νει γητειά και για­τί εμφα­νί­ζε­ται σχε­δόν σε κάθε τρα­γού­δι. Δεν παίρ­νει απά­ντη­ση. Κοι­τά­ζει στο λεξι­κό με τις λέξεις του έντε­χνου που δεν σημαί­νουν τίπο­τα. Βρί­σκει τη λέξη γητειά. Ανα­κου­φί­ζε­ται. Στρί­βει άλλο ένα τσι­γά­ρο και συνεχίζει.

Ένας ιμά­μης έπαι­ζε με τη φωτιά
Στη θέση του ιμά­μη θα μπο­ρού­σε να βάλει προ­φή­τη ή βραχ­μά­νο αλλά ήταν πια­σμέ­να. Η φωτιά δε λεί­πει από κανέ­να έντε­χνο τραγούδι.

Το πρώ­το τετρά­στι­χο γρά­φτη­κε. Πάμε για ρεφρέν. Πρέ­πει να δώσου­με δύνα­μη τώρα.

Κόμισ­σα είσαι της φωτιάς
Και το φιλί σου βασιλιάς
Κλέ­ψε απ’τον ωκεανό
Τα δυο σου μάτια κι ας πονώ

Ανά­λυ­ση: Κόμισ­σα, όπως λέμε πρι­γκη­πέσ­σα, βασί­λισ­σα κοκ. Της φωτιάς βλέ­πε παρα­πά­νω. Το φιλί σου βασι­λιάς: Τι ερω­τι­κό τρα­γού­δι θα ήταν αν δεν είχε λίγο φιλί και λίγο μεγα­λείο; Κλέ­ψε, για­τί ο έρω­τας θέλει τρέ­λα. Απ’τον ωκε­α­νό, για­τί εμείς οι έντε­χνοι δεν γρά­φου­με μόνο για ακρο­για­λιές. Το ζού­με στα βαθιά. Τα δυο σου μάτια κι ας πονώ: Αν δεν έχει λίγο πόνο το τρα­γού­δι πως θα ταυ­τι­στεί ο 15χρονος που έφα­γε χυλό­πι­τα στο διά­λειμ­μα μετα­ξύ θρη­σκευ­τι­κών και Άλγεβρας;

Και συνε­χί­ζου­με στο δεύ­τε­ρο κουπλέ

Λιτα­νεύ­ες μια μάγισ­σα τον κόσμο όλο τσάρκα
Όπως η λέξη γητειά, έτσι και η λιτα­νεία έχει σημειο­λο­γι­κό ενδια­φέ­ρον στο έντε­χνο. Κανείς δεν ξέρει για­τί, αλλά έχει.

Και τρείς αρά­χνες γλέ­ντα­γες μακριά στην Καχαμάρκα
Κάθε έντε­χνο τρα­γού­δι που σέβε­ται τον εαυ­τό του πρέ­πει να έχει έναν εξω­τι­κό προ­ο­ρι­σμό. Βαρ­κε­λώ­νη και Παρί­σι είναι πολύ mainstream. Το καλό το έντε­χνο θέλει κάτι από Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή ή έστω βάθη Ασί­ας. Η Καχα­μάρ­κα, για να μην το γκου­γκλά­ρε­τε, είναι μια ορει­νή πόλη στο Περού. Σωστά κατα­λά­βα­τε. Εκεί λογι­κά υπάρ­χουν μάγισ­σες, υπάρ­χουν και αρά­χνες. Κανείς δεν θα ξέρει τι μπο­ρεί να σημαί­νει αυτό, σημα­σία έχει ότι γρά­ψα­με ένα στί­χο που μας ταξι­δεύ­ει σε ένα μέρος μαγι­κό. Πιεί­τε λίγο ρακό­με­λο και πάμε για φινάλε.

Από ψηλά σαν κοί­τα­ξες, στα δυο μου μάτια είδες
Ορει­νή πόλη η Καχα­μάρ­κα, τι διά­ο­λο, θα έχει ένα σημείο όπου βλέ­πεις από ψηλά.

Να γένουν φλό­γες οι στιγ­μές, δάκρια οι ελπίδες
Προ­σέξ­τε: Αν γρά­ψε­τε «να γίνουν» κι όχι «να γένουν» έχε­τε κατα­στρέ­ψει το τρα­γού­δι. Χάνει από αυτή τη λαϊ­κό­τη­τα με την οποία το «έντε­χνο» αυτο­α­πε­νο­χο­ποιεί­ται για την κενό­τη­τά του.

Φλό­γες, δάκρια, ελπί­δες, στιγ­μές μπο­ρούν να μπουν σε οποιο­δή­πο­τε σημείο χρειά­ζε­ται, αρκεί να κάνουν ομοιοκαταληξία.

Και πάμε να το δού­με από την αρχή όλο μαζί. Πιά­στε σε μια κιθά­ρα μια συγ­χορ­δία των Πυξ-Λαξ, όποια θέλε­τε. Πλά­κα κάνω. Μια είναι, την ίδια θα πιά­σε­τε όλοι. Και πάμε

Ήσουν εκεί όταν μαλώ­νε η νεράιδα
Τα πακέ­τα από τα τσι­γά­ρα ήταν άδεια
Κάθε σου λέξη ξόρ­κι και γητειά
Ένας ιμά­μης έπαι­ζε με τη φωτιά

Κόμισ­σα είσαι της φωτιάς
Και το φιλί σου βασιλιάς
Κλέ­ψε απ’τον ωκεανό
Τα δυο σου μάτια κι ας πονώ (Χ2)

Λιτα­νεύ­ες μια μάγισ­σα τον κόσμο όλο τσάρκα
Και τρείς αρά­χνες γλέ­ντα­γες μακριά στην Καχαμάρκα
Από ψηλά σαν κοί­τα­ξες, στα δυο μου μάτια είδες
Να γένουν φλό­γες οι στιγ­μές, δάκρια οι ελπίδες

Κόμισ­σα είσαι της φωτιάς
Και το φιλί σου βασιλιάς
Κλέ­ψε απ’τον ωκεανό
Τα δυο σου μάτια κι ας πονώ (Χ2)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο