Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πώς χορηγείται η σύνταξη χηρείας

Διευ­κρι­νί­σεις σχε­τι­κά με τις δια­τά­ξεις οι οποί­ες καθο­ρί­ζουν τους όρους και τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις χορή­γη­σης σύντα­ξης θανά­του (σύντα­ξης χηρεί­ας), που ανα­φέ­ρο­νται, κατά κύριο λόγο, στην άρση των ηλι­κια­κών περιο­ρι­σμών για τη χορή­γη­ση σύντα­ξης, λόγω θανά­του και μετά την πρώ­τη τριε­τία από την επέ­λευ­ση του χρό­νου θανά­του, στη μεί­ω­ση της χρο­νι­κής διάρ­κειας του έγγα­μου βίου/συμφώνου συμ­βί­ω­σης στα τρία έτη από πέντε από την τέλε­ση του γάμου/σύναψη συμ­φώ­νου συμ­βί­ω­σης, προ­κει­μέ­νου να δικαιω­θεί ο επι­ζών σύζυγος/μέρος συμ­φώ­νου συμ­βί­ω­σης τη σύντα­ξη, λόγω θανά­του και στην αύξη­ση του ποσο­στού της χορη­γού­με­νης σύντα­ξης στον επι­ζώ­ντα σύζυγο/μέρος συμ­φώ­νου συμ­βί­ω­σης, παρέ­χει από­φα­ση του υπουρ­γού Εργα­σί­ας Γιάν­νη Βρού­τση, η οποία αναρ­τή­θη­κε στη «Διαύ­γεια».

Σύμ­φω­να με την υπουρ­γι­κή από­φα­ση, με τις κοι­νο­ποιού­με­νες δια­τά­ξεις, οι οποί­ες κατα­λαμ­βά­νουν και δικαιού­χους σύντα­ξης, λόγω θανά­του, που έχει επέλ­θει από τις 13 Μαΐ­ου 2016 και στους οποί­ους έχει απο­νε­μη­θεί ή εκκρε­μεί σύντα­ξη θανάτου:

1. Καταρ­γεί­ται το όριο ηλι­κί­ας που απαι­τού­νταν από το άρθρο 12 του ν. 4387/2016, προ­κει­μέ­νου ο επιζών/μέρος συμ­φώ­νου συμ­βί­ω­σης να συνε­χί­σει να λαμ­βά­νει τη σύντα­ξη θανά­του και μετά την πρώ­τη τριε­τία. Επο­μέ­νως, από τις 17 Μαΐ­ου 2019 (ημε­ρο­μη­νία έναρ­ξης ισχύ­ος του άρθρου 19), ο επι­ζών σύζυγος/μέρος συμ­φώ­νου συμ­βί­ω­σης συνε­χί­ζει να λαμ­βά­νει τη σύντα­ξη, λόγω θανά­του, ανε­ξάρ­τη­τα από την ηλι­κία του.

2. Επα­να­κα­θο­ρί­ζε­ται από την ημε­ρο­μη­νία έναρ­ξης ισχύ­ος του άρθρου 19 του ν. 4611/2019 (δηλα­δή από 17.5.2019), το δικαιού­με­νο ποσο­στό σύντα­ξης, λόγω θανά­του, για τον επι­ζώ­ντα σύζυγο/μέρος συμ­φώ­νου συμ­βί­ω­σης στο 70% της σύντα­ξης που εδι­καιού­το ο θανών ασφα­λι­σμέ­νος ή ελάμ­βα­νε ο θανών συνταξιούχος.

Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, ο υπο­λο­γι­σμός του νέου ποσού του επι­ζώ­ντος συζύγου/μέρους συμ­φώ­νου συμ­βί­ω­σης έχει, ως εξής:

- Εάν υπάρ­χει μόνο επι­ζών ή μέρος που έχει συνά­ψει σύμ­φω­νο συμ­βί­ω­σης, το 70%. Εάν ο γάμος/σύμφωνο συμ­βί­ω­σης έλα­βε χώρα, μετά την απο­νο­μή της σύντα­ξης γήρα­τος του θανό­ντος και η δια­φο­ρά ηλι­κί­ας μετα­ξύ του απο­βιώ­σα­ντος και του συζύ­γου- αφαι­ρου­μέ­νου του δια­στή­μα­τος του γάμου/συμφώνου συμ­βί­ω­σης — είναι μεγα­λύ­τε­ρη των 10 ετών, το ποσο­στό για κάθε πλή­ρες έτος δια­φο­ράς μειώ­νε­ται, σύμ­φω­να με τα ορι­ζό­με­να στο εδά­φιο α της παρ. 4Α του αρ. 12 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει.

- Εάν υπάρ­χει, εκτός από τον επι­ζώ­ντα και δια­ζευγ­μέ­νος (με 10ετή γάμο), το ποσο­στό του δια­ζευγ­μέ­νου ορί­ζε­ται στο 25% του ποσού που δικαιού­ται ο επι­ζών σύζυ­γος, ήτοι 17,5% του ποσού της σύντα­ξης που εδι­καιού­το ο θανών ασφα­λι­σμέ­νος ή ελάμ­βα­νε ο θανών συντα­ξιού­χος. Σε αυτήν την περί­πτω­ση, τα ποσο­στά που δικαιού­νται ο επι­ζών και ο δια­ζευγ­μέ­νος σύζυ­γος ανα­κα­θο­ρί­ζο­νται με βάση τα ορι­ζό­με­να στο εδά­φιο β της παρ. 4Α του αρ. 12 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει.

- Εάν ο θανών κατα­λεί­πει ένα τέκνο, αυτό λαμ­βά­νει το 25% του ποσού της σύντα­ξης του. Εάν το τέκνο είναι αμφι­τε­ρο­πλεύ­ρως ορφα­νό και δεν δικαιού­ται σύντα­ξη από τους δύο γονείς, τότε λαμ­βά­νει ποσο­στό 50%.

Εάν ο θανών κατα­λεί­πει περισ­σό­τε­ρα του ενός τέκνα, τότε:

Ι) Εάν υπάρ­χει επι­ζών σύζυ­γος ή/και δια­ζευγ­μέ­νος, στα τέκνα θα επι­με­ρι­στεί ισό­πο­σα το ποσο­στό σύντα­ξης που απο­μέ­νει, μετά την αφαί­ρε­ση από το 100% της σύντα­ξης του θανό­ντος του ποσο­στού 70% που δικαιού­ται ο επι­ζών ή/και ο δια­ζευγ­μέ­νος (δηλα­δή στα τέκνα επι­με­ρί­ζε­ται το 30%).

ΙΙ) Εάν δεν υπάρ­χουν άλλα δικαιο­δό­χα πρό­σω­πα, εκτός των τέκνων, τότε έκα­στο θα λάβει το 25% του ποσού της σύντα­ξης, αρκεί το άθροι­σμα των ποσο­στών τους να μην υπερ­βαί­νει το ποσό της σύντα­ξης του θανό­ντος, οπό­τε και τα ποσο­στά αυτά θα πρέ­πει να επα­να­κα­θο­ρι­στούν ανα­λο­γι­κά, σύμ­φω­να με τα ορι­ζό­με­να στην παρ. 4Β του αρ. 12 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο