Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ρομά: «Αποδιοπομπαίος τράγος» και άλλοθι για την ένταση της κρατικής καταστολής

Του Ζήση ΛΥΜΠΕΡΙΔΗ*

Το πρό­σφα­το περι­στα­τι­κό με τον βαρύ τραυ­μα­τι­σμό του 16χρονου Ρομά στη Θεσ­σα­λο­νί­κη έφε­ρε για μια ακό­μη φορά στην επι­φά­νεια το απο­κρου­στι­κό πρό­σω­πο ενός συστή­μα­τος που γίνε­ται ολο­έ­να πιο εχθρι­κό, πιο αντι­δρα­στι­κό, πιο εγκλη­μα­τι­κό σε όλα τα επί­πε­δα απέ­να­ντι στις ανά­γκες του λαού και της νεολαίας.

Ενός συστή­μα­τος που συνει­δη­τά στο­χο­ποιεί τον «εχθρό λαό», ιδιαί­τε­ρα εκεί­νες τις κοι­νω­νι­κές ομά­δες που βιώ­νουν τη φτώ­χεια, την ανέ­χεια και την περι­θω­ριο­ποί­η­ση και που αντι­με­τω­πί­ζο­νται ως «απο­διο­πο­μπαί­οι τρά­γοι» για να δικαιο­λο­γη­θούν φαι­νό­με­να αυθαι­ρε­σί­ας και κατα­στο­λής από την πλευ­ρά των κρα­τι­κών μηχα­νι­σμών, για να δικαιο­λο­γη­θεί μια βάρ­βα­ρη και απάν­θρω­πη πολι­τι­κή, η οποία ξεκι­νά­ει από τη λήψη στοι­χειω­δών μέτρων προ­στα­σί­ας και φτά­νει μέχρι την εν ψυχρώ εκτέ­λε­ση ως τιμω­ρία του «εγκλή­μα­τος» της μη πλη­ρω­μής 20 ευρώ για βενζίνη.

Είναι φανε­ρό ότι αυτό το σάπιο σύστη­μα, που ολο­έ­να γίνε­ται και πιο βάρ­βα­ρο, δεν μπο­ρεί να δώσει λύσεις στα προ­βλή­μα­τα που ζει και βιώ­νει ο λαός και ιδιαί­τε­ρα στα δια­χρο­νι­κά προ­βλή­μα­τα που ζουν και βιώ­νουν πλη­θυ­σμια­κές ομά­δες όπως οι Ρομά, αλλά συνει­δη­τά και δια­χρο­νι­κά συντη­ρεί τους άθλιους όρους δια­βί­ω­σης, στρώ­νο­ντας το έδα­φος για τη δρά­ση κυκλω­μά­των και δαι­μο­νο­ποιώ­ντας τους Ρομά για την εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα, ενώ μετα­θέ­τει την κρα­τι­κή ευθύ­νη σε διά­φο­ρους «καλο­θε­λη­τές» και ΜΚΟ, επι­τεί­νο­ντας την εξα­θλί­ω­ση και την ομη­ρία τους.

Όσο και να το προ­σπα­θούν ΕΕ και κυβερ­νή­σεις δεν μπο­ρούν να δώσουν διέ­ξο­δο στο πρό­βλη­μα, για­τί είναι η ίδια η στρα­τη­γι­κή τους που τσα­κί­ζει συνο­λι­κά τα εργα­τι­κά — λαϊ­κά δικαιώ­μα­τα, που δια­μορ­φώ­νει τις συν­θή­κες της γκε­το­ποί­η­σης, που δια­χρο­νι­κά συμ­βάλ­λει ώστε αυτές οι ομά­δες να γίνο­νται αντι­κεί­με­νο εκμε­τάλ­λευ­σης, ρατσι­σμού, κοι­νω­νι­κού απο­κλει­σμού και κοι­νω­νι­κών δια­κρί­σε­ων σε όλους τους τομείς (Εκπαί­δευ­ση, Υγεία, στέ­γα­ση κ.ά.).Ορισμένα ιστο­ρι­κά στοιχεία

Οι Ρομά, ένας λαός δίχως πατρί­δα, δίχως γρα­πτή γλώσ­σα, απο­τε­λεί μια πλη­θυ­σμια­κή ομά­δα με έντο­να πολι­τι­σμι­κά χαρακτηριστικά.

Οι πρώ­τοι Τσιγ­γά­νοι εμφα­νί­στη­καν στον ελλα­δι­κό χώρο το 1323 στην Κρή­τη, εν συνε­χεία σε περιο­χές της Πελο­πον­νή­σου (Μεθώ­νη και Ναύ­πλιο) το 1350 και τέλη 14ου με αρχές 19ου αιώ­να ένας σημα­ντι­κός αριθ­μός Τσιγ­γά­νων εμφα­νί­ζε­ται στην Κέρ­κυ­ρα και δημιουρ­γούν ένα ανε­ξάρ­τη­το φέου­δο, το Feudo Acinganorum.

Λόγω των τουρ­κι­κών επι­δρο­μών και της φτώ­χειας που κυριαρ­χού­σε στην Πελο­πόν­νη­σο και την Ηπει­ρο, οι Τσιγ­γά­νοι πέρα­σαν στο Ιόνιο, το οποίο βρι­σκό­ταν υπό την κατο­χή των Βενε­τών, ονο­μά­ζο­νται Σέμπροι και γίνο­νται δου­λο­πά­ροι­κοι. Σε οποιο­δή­πο­τε εγχεί­ρη­μα εγκα­τά­στα­σής τους κάπου μόνι­μα, βρί­σκο­νται αντι­μέ­τω­ποι με τη δουλεία.

Αξιο­ση­μεί­ω­τη είναι η θέση που κατεί­χαν κατά τη διάρ­κεια της Επα­νά­στα­σης του 1821. Τους συνα­ντά­με ως πολε­μι­στές στο πλευ­ρό των Ελλή­νων καπε­τά­νιων, ενώ αρκε­τοί ερευ­νη­τές ανα­φέ­ρουν ότι τέσ­σε­ρα μέλη της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας ήταν Ρομά. Με την ανταλ­λα­γή του πλη­θυ­σμού το 1922, ήρθαν επί­σης πολ­λοί Ρομά από τη Μ. Ασία, οι οποί­οι εγκα­τα­στά­θη­καν στη Β. Ελλά­δα και τα νησιά.

Επί­σης, σημα­ντι­κή ήταν η συμ­με­το­χή τους στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση, όπου πολε­μού­σαν στο πλευ­ρό των Ελλή­νων αγωνιστών.

Οι διά­φο­ρες ομά­δες Τσιγ­γά­νων που κυριαρ­χούν στον ελλα­δι­κό χώρο ξεχω­ρί­ζουν με βάση το γένος (ονο­μα­το­δο­σία από τον γενάρ­χη, όπως Καλυ­βαί­οι κ.λπ.), τη γλωσ­σι­κή διά­λε­κτο (Ρου­ντά­ροι = Βλα­χό­φω­νοι Γύφτοι), τη χώρα προ­έ­λευ­σης (Τουρ­κό­γυ­φτοι, Ρου­μα­νό­γυ­φτοι κ.τ.λ.), τη θρη­σκεία (Χορο­χα­νέ — Ρομά = Τουρ­κό­γυ­φτοι μου­σουλ­μά­νοι, Μπα­λα­μα­νέ — Ρομά = Ρωμιό­γυ­φτοι χρι­στια­νοί), την επαγ­γελ­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα (λαου­τά­ρη­δες = μου­σι­κοί, καρε­κλό­γυ­φτοι κ.λπ.) και τον βαθ­μό εγκα­τά­στα­σης (τσα­ντι­ρό­γυ­φτοι, φιτσί­ρια = νομάδες).

Οι Τσιγ­γά­νοι στην Ελλά­δα και μέχρι τη δεκα­ε­τία του ’50 δεν ήταν πολι­το­γρα­φη­μέ­νοι, αν και το 1954 υπήρ­χε ψήφι­σμα του ΟΗΕ για την πολι­το­γρά­φη­ση των Τσιγ­γά­νων. Το 1955 με την έκδο­ση του σχε­τι­κού νομο­θε­τι­κού δια­τάγ­μα­τος (ΝΔ 3370/55) ανα­γνω­ρί­στη­καν ως γηγε­νείς πολί­τες και εν δυνά­μει δικαιού­χοι βασι­κών και θεμε­λιω­δών κοι­νω­νι­κών δικαιω­μά­των. Ο χαρα­κτη­ρι­σμός που τους δίνό­ταν ήταν αυτός του αλλο­δα­πού αθίγ­γα­νης κατα­γω­γής, θεω­ρού­νταν ανι­θα­γε­νείς και είχαν στην κατο­χή τους ειδι­κό δελ­τίο ταυ­τό­τη­τας αλλο­δα­πών, το οποίο ανα­νέ­ω­ναν κάθε δύο χρόνια.

Απέ­κτη­σαν για πρώ­τη φορά ελλη­νι­κή υπη­κο­ό­τη­τα μέσω πολι­το­γρά­φη­σης το 1978, έπει­τα από σχε­τι­κή εγκύ­κλιο του υπουρ­γεί­ου Εσω­τε­ρι­κών, σύμ­φω­να με την οποία ανέ­θε­σε στις νομαρ­χί­ες τη δια­δι­κα­σία πολι­το­γρά­φη­σής τους. Με την από­δο­ση της ελλη­νι­κής ιθα­γέ­νειας έγι­νε και η εγγρα­φή των Τσιγ­γά­νων στα μητρώα αρρέ­νων και τα δημο­το­λό­για της χώρας. Οσοι έλα­βαν την ελλη­νι­κή υπη­κο­ό­τη­τα, έχα­σαν αυτή του αλλο­δα­πού και απέ­κτη­σαν όλα τα δικαιώ­μα­τα και τις υπο­χρε­ώ­σεις που έχουν οι Ελλη­νες πολίτες.

«ROM» είναι το όνο­μα που δόθη­κε με εγκυ­ρό­τη­τα σε όλους τους Τσιγ­γά­νους παγκο­σμί­ως, στο 1ο Παγκό­σμιο Συνέ­δριο των Τσιγ­γά­νων στο Λον­δί­νο το 1971. Το 1979 κατα­γρά­φο­νται επί­ση­μα και από τον ΟΗΕ (Ντού­σας, 1997).

Επί­σης, σε εκεί­νη τη συνε­δρί­α­ση καθο­ρί­στη­καν η σημαία ως σύμ­βο­λο των Ρομά, ο Εθνι­κός Υμνος των Ρομά και η Παγκό­σμια Μέρα των Ρομά. Η λέξη Ρομ έχει τέσ­σε­ρις δια­φο­ρε­τι­κές ερμη­νεί­ες και σημα­σιο­λο­γι­κές έννοιες μέσα στην τσιγ­γά­νι­κη διά­λε­κτο. Μετα­φρά­ζε­ται ως εξής: 1) άνδρας — σύζυ­γος, 2) άνθρω­πος, 3) Τσιγ­γά­νος, 4) ο τάδε, ο κύριος.

Κοι­νω­νι­κοί και οικο­νο­μι­κοί παρά­γο­ντες της περι­θω­ριο­ποί­η­σής τους

Η ιστο­ρι­κή πορεία των Ρομά φανε­ρώ­νει την κοι­νω­νι­κή θέση που κατέ­χουν στους περι­θω­ρια­κούς πλη­θυ­σμούς. Η πολι­τι­σμι­κή τους ιδιαι­τε­ρό­τη­τα, που επι­θυ­μούν να δια­τη­ρή­σουν αναλ­λοί­ω­τη, τους φέρ­νει αντι­μέ­τω­πους με τον στιγ­μα­τι­σμό και την περιθωριοποίηση.

Η ευρύ­τε­ρη κοι­νω­νία τούς κατη­γο­ριο­ποιεί και τους αντι­με­τω­πί­ζει ως «κατώ­τε­ρους». Χαρα­κτη­ρι­σμοί, όπως «ανα­ξιό­πι­στοι», «τυχο­διώ­κτες», «μικρο­α­πα­τε­ώ­νες», «δεν μπο­ρούν να αντα­πο­κρι­θούν στην εργα­σία τους», «με παρα­βα­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά», τους κατη­γο­ριο­ποιούν στους μειο­νε­κτι­κούς και τους ανα­γκά­ζουν να κου­βα­λά­νε την ταμπέ­λα του απο­διο­πο­μπαί­ου τρά­γου μέσα στην κοινωνία.

Τα αρνη­τι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα, οι προ­κα­τα­λή­ψεις και ο δια­φο­ρε­τι­κός ρατσι­σμός με τον οποίο αντι­με­τω­πί­ζο­νται, τους δημιουρ­γούν δυσκο­λί­ες έντα­ξής τους τόσο στο εργα­σια­κό όσο και στο κοι­νω­νι­κό περιβάλλον.

Σύμ­φω­να με έρευ­νες, το επί­πε­δο δια­βί­ω­σης των περισ­σό­τε­ρων τσιγ­γά­νι­κων οικο­γε­νειών είναι στο όριο της φτώ­χειας, της κοι­νω­νι­κής περι­θω­ριο­ποί­η­σης και του κοι­νω­νι­κού αποκλεισμού.

Οι Τσιγ­γά­νοι δεν κατέ­χουν το εκπαι­δευ­τι­κό κεφά­λαιο, με απο­τέ­λε­σμα να ανα­γκά­ζο­νται να ασκούν περι­θω­ρια­κά επαγ­γέλ­μα­τα και να παρα­μέ­νουν προ­σκολ­λη­μέ­νοι στο κοι­νω­νι­κό περι­θώ­ριο. Η προ­σαρ­μο­γή στις σύγ­χρο­νες απαι­τή­σεις της ελλη­νι­κής οικο­νο­μί­ας ανά­γκα­σε πολ­λούς από τους Τσιγ­γά­νους να εγκα­τα­λεί­ψουν τα παρα­δο­σια­κά τους επαγ­γέλ­μα­τα, όπως αυτό του σιδε­ρά, του καλα­θο­ποιού, του γανω­μα­τή, του καρε­κλο­ποιού κ.λπ. και να αλλά­ξουν επαγ­γελ­μα­τι­κή πορεία, στρε­φό­με­νοι προς το εμπό­ριο της καρέ­κλας, του καλα­θιού κ.ά.

Η χρή­ση των μηχα­νών σε ευρεία κλί­μα­κα για την παρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία στις καλ­λιέρ­γειες αφά­νι­σε το επάγ­γελ­μα του ζωέ­μπο­ρου και του εργά­τη στη συγκο­μι­δή καρ­πών. Το μονα­δι­κό παρα­δο­σια­κό τσιγ­γά­νι­κο επάγ­γελ­μα που παρα­μέ­νει και το οποίο έχει εντα­χθεί στο σημε­ρι­νό ελλη­νι­κό σύστη­μα παρα­γω­γής είναι αυτό του μουσικού.

Παρό­λο που έχουν ανα­γκα­στεί να προ­σαρ­μο­στούν στις νέες απαι­τή­σεις του εμπο­ρί­ου, αντι­με­τω­πί­ζουν ένα σοβα­ρό εμπό­διο με την άσκη­ση της ιδιό­τη­τας του εμπό­ρου. Πολ­λοί δυσκο­λεύ­ο­νται να αντα­πο­κρι­θούν στις προ­ϋ­πο­θέ­σεις χορή­γη­σης άδειας πωλη­τή με απο­τέ­λε­σμα να μην είναι ασφα­λι­σμέ­νοι στο αντί­στοι­χο Ταμείο και να «παρα­νο­μούν».

Τα στοι­χεία ερευ­νών δεί­χνουν ότι το 40% των Τσιγ­γά­νων δεν δια­θέ­τουν καμία Κοι­νω­νι­κή Ασφά­λι­ση, για­τί ασκούν «παρά­νο­μα» το επάγ­γελ­μά τους. Η έλλει­ψη Κοι­νω­νι­κής Ασφά­λι­σης συνε­πά­γε­ται και δυσκο­λί­ες στην περί­θαλ­ψη και τη χορή­γη­ση φαρ­μα­κευ­τι­κής αγω­γής όπου υπάρ­χει ανάγκη.

Η πεί­ρα από την οικο­δό­μη­ση του σοσιαλισμού

Στην τσα­ρι­κή ρωσι­κή αυτο­κρα­το­ρία, η οποία δικαιο­λο­γη­μέ­να είχε χαρα­κτη­ρι­στεί «φυλα­κή των λαών», κατοι­κού­σαν 200 περί­που λαοί και σε χρή­ση βρί­σκο­νταν 200 δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες. Η εθνι­κή, πολι­τι­σμι­κή και γλωσ­σι­κή δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα και ανο­μοιο­γέ­νεια απο­τε­λού­σε χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα αυτού του τερά­στιου κράτους.

Η εθνι­κή πολι­τι­κή του τσα­ρι­σμού ήταν αφο­μοιω­τι­κή και στη­ρι­ζό­ταν στις αρχές του μεγα­λο­ρω­σι­κού εθνι­κι­σμού. Η ρωσι­κή αυτο­κρα­το­ρία έπρε­πε να είναι ενιαία και αδιαί­ρε­τη και να βρί­σκε­ται κάτω από την ενιαία και απε­ριό­ρι­στη εξου­σία του Ρώσου μονάρ­χη. Επί­ση­μη θρη­σκεία ήταν η ορθό­δο­ξη χρι­στια­νι­κή. Η ρωσι­κή γλώσ­σα απο­τε­λού­σε επί­ση­μη κρα­τι­κή γλώσ­σα. Οι ελευ­θε­ρί­ες και τα δικαιώ­μα­τα των μη ρωσι­κών εθνο­τή­των ήταν ανύπαρκτα.

Με τη Μεγά­λη Οκτω­βρια­νή Σοσια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση, η νέα σοβιε­τι­κή εξου­σία ανα­κή­ρυ­ξε το δικαί­ω­μα της αυτο­διά­θε­σης των εθνών, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και του δικαιώ­μα­τος της απο­χώ­ρη­σής τους και του σχη­μα­τι­σμού ξεχω­ρι­στού κρά­τους. Καταρ­γή­θη­καν τα εθνι­κά και θρη­σκευ­τι­κά προ­νό­μια και ανα­γνω­ρί­στη­κε η ισό­τη­τα όλων των λαών της Ρωσί­ας, η οποία δεν θα έπρε­πε να είναι μόνο τυπι­κή αλλά και πραγματική.

Η ρωσι­κή γλώσ­σα έπα­ψε να είναι κρα­τι­κή γλώσ­σα και ανα­γνω­ρί­στη­κε η δυνα­τό­τη­τα των άλλων εθνο­τή­των να διδά­σκο­νται τη γλώσ­σα τους στο σχο­λείο και να τη χρη­σι­μο­ποιούν στην επα­φή τους με τις κρα­τι­κές υπη­ρε­σί­ες. Η αυτο­διά­θε­ση των εθνο­τή­των ανα­γνω­ρί­στη­κε ως θεμε­λιώ­δης αρχή της εθνι­κής κρα­τι­κής πολι­τι­κής. Το σοβιε­τι­κό ομο­σπον­δια­κό κρά­τος κλή­θη­κε να συμ­βά­λει στη συνεύ­ρε­ση και συνέ­νω­ση των λαών και στην υπέρ­βα­ση των αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων και αντα­γω­νι­σμών μετα­ξύ τους.

Οι Τσιγ­γά­νοι δέχτη­καν θετι­κά την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση και ορι­σμέ­νοι από αυτούς εντά­χθη­καν στις γραμ­μές του Κόκ­κι­νου Στρα­τού. Η πολι­τι­κή του σοβιε­τι­κού κρά­τους απέ­να­ντι στους Τσιγ­γά­νους είχε δύο βασι­κούς άξονες:

1) Τη δημιουρ­γία προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων για τη μετά­βα­ση των νομά­δων Τσιγ­γά­νων στον εδραίο τρό­πο ζωής και την εξα­σφά­λι­ση της απα­σχό­λη­σής τους στη σφαί­ρα της αγρο­τι­κής οικο­νο­μί­ας και της βιο­μη­χα­νί­ας. Η μετά­βα­ση στον εδραίο τρό­πο ζωής εξε­τα­ζό­ταν ως ανα­γκαία προ­ϋ­πό­θε­ση υπέρ­βα­σης της περι­θω­ριο­ποί­η­σης των Τσιγ­γά­νων και της ιστο­ρι­κής καθυ­στέ­ρη­σης στην οποία τους κατα­δί­κα­σε η παλιά κοινωνία.

2) Την υπέρ­βα­ση του αναλ­φα­βη­τι­σμού των Τσιγ­γά­νων και την ανά­πτυ­ξη του εθνι­κού πολι­τι­σμού τους, στη βάση των αρχών του εργα­τι­κού διε­θνι­σμού. Μια από τις πλευ­ρές της πολι­τι­στι­κής επα­νά­στα­σης ήταν η υπέρ­βα­ση του χάσμα­τος που δημιουρ­γού­σε αξε­πέ­ρα­στες δυσκο­λί­ες στην πρό­σβα­ση των λαϊ­κών μαζών στις κατα­κτή­σεις της τέχνης, της επι­στή­μης και του πολι­τι­σμού γενι­κό­τε­ρα, η ανά­πτυ­ξη της κουλ­τού­ρας των εθνο­τή­των που διέ­με­ναν στην ΕΣΣΔ με απώ­τε­ρο σκο­πό τον σχη­μα­τι­σμό της ενιαί­ας πολυ­ε­θνι­κής κουλ­τού­ρας του σοβιε­τι­κού λαού.

Και οι δύο βασι­κοί άξο­νες είχαν τελι­κό στό­χο την οργα­νι­κή έντα­ξη των Τσιγ­γά­νων στη σοβιε­τι­κή κοινωνία.

Μετά από τις αντί­στοι­χες απο­φά­σεις της σοβιε­τι­κής κυβέρ­νη­σης (1/10/1926 και 20/2/1928), δίνο­νται κίνη­τρα στους Τσιγ­γά­νους οι οποί­οι επι­θυ­μούν να εγκα­τα­στα­θούν μόνι­μα σε κάποια αγρο­τι­κή περιο­χή. Σε αυτούς χορη­γού­νταν δωρε­άν κάποια αγρο­τι­κή έκτα­ση και σε κάθε οικο­γέ­νεια δίνο­νταν 500 — 600 ρού­βλια ως οικο­νο­μι­κή βοή­θεια για να ξεκι­νή­σει την αγρο­τι­κή καλ­λιέρ­γεια. Αξί­ζει να σημειω­θεί ότι σε αυτές τις απο­φά­σεις της σοβιε­τι­κής κυβέρ­νη­σης προ­βλε­πό­ταν η εθε­λο­ντι­κή (και όχι η υπο­χρε­ω­τι­κή, ανα­γκα­στι­κή) μετά­βα­ση των Τσιγ­γά­νων στον εδραίο τρό­πο ζωής.

Το 1925 δημιουρ­γή­θη­κε η Παν­ρω­σι­κή Ενω­ση Τσιγ­γά­νων, η οποία απο­τε­λεί την πρώ­τη προ­σπά­θεια συνέ­νω­σης των Τσιγ­γά­νων που ήταν διε­σπαρ­μέ­νοι σε όλη τη χώρα.

Η Πανε­νω­σια­κή Ενω­ση Τσιγ­γά­νων, κατά το σύντο­μο σχε­τι­κά χρό­νο λει­τουρ­γί­ας της, πραγ­μα­το­ποί­η­σε μια πλα­τιά εκστρα­τεία να πεί­σει τους νομά­δες Τσιγ­γά­νους να περά­σουν στον εδραίο τρό­πο ζωής και στα τσιγ­γά­νι­κα κολ­χόζ, τα οποία άρχι­σαν να δημιουργούνται.

Με βάση την απο­γρα­φή της 13ης Δεκέμ­βρη 1926, οι Τσιγ­γά­νοι στην ΕΣΣΔ έφτα­ναν τους 61.229 (30.308 άντρες και 30.921 γυναί­κες), απ’ τους οποί­ους οι 40.943 ζού­σαν στη Ρώσι­κη Σ.Σ.Ο.

Η μετά­βα­ση στον νέο τύπο κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κών σχέ­σε­ων απο­δεί­χθη­κε επί­πο­νη, βασα­νι­στι­κή δια­δι­κα­σία. Οι προ­κα­τα­λή­ψεις και τα στε­ρε­ό­τυ­πα υπήρ­χαν και από την πλευ­ρά της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας προς τους Τσιγ­γά­νους και από την πλευ­ρά των Τσιγ­γά­νων προς τη σοβιε­τι­κή εξουσία.

Προ­τε­ραιό­τη­τα η εκπαί­δευ­ση, η γλώσ­σα, ο πολιτισμός

Ο δεύ­τε­ρος βασι­κός άξο­νας της πολι­τι­κής του σοβιε­τι­κού κρά­τους προς τους Τσιγ­γά­νους αφο­ρού­σε την πραγ­μα­το­ποί­η­ση πολι­τι­στι­κής επα­νά­στα­σης, την υπέρ­βα­ση της καθυ­στέ­ρη­σης και του αναλ­φα­βη­τι­σμού, σημα­ντι­κών εμπο­δί­ων για την οργα­νι­κή κοι­νω­νι­κή ενσω­μά­τω­σή τους.

Πρώ­το βήμα σε αυτήν την κατεύ­θυν­ση ήταν η δημιουρ­γία αλφά­βη­του για τους Τσιγ­γά­νους. Την απο­στο­λή αυτή ανέ­λα­βε επι­τρο­πή με επι­κε­φα­λής τον καθη­γη­τή Μ. Β. Σερ­γκιέφ­σκι, ο οποί­ος στη­ρί­χθη­κε κυρί­ως στη μελέ­τη της γλώσ­σας των Τσιγ­γά­νων της Βόρειας Ρωσί­ας. Σημα­ντι­κό ρόλο σε αυτήν την προ­σπά­θεια διε­τέ­λε­σε η μετα­πτυ­χια­κή φοι­τή­τρια Τ. Β. Βέν­τσελ, η οποία συνέ­λε­ξε πλού­σιο γλωσ­σι­κό υλι­κό από τη ζωή των Τσιγ­γά­νων στο σχο­λείο, στο θέα­τρο, στις καθη­με­ρι­νές ασχο­λί­ες τους κ.λπ.

Το 1927 εκδό­θη­κε το έργο του καθη­γη­τή Μ. Β. Σερ­γκιέφ­σκι «Από τη σφαί­ρα της γλώσ­σας των Ρώσων Τσιγ­γά­νων» και το 1931 το εγχει­ρί­διο «Τσιγ­γά­νι­κο αλφάβητο».

Από το 1927 άρχι­σε να εκδί­δε­ται το πρώ­το περιο­δι­κό των Τσιγ­γά­νων στην ΕΣΣΔ, «Ρομα­νί Ζόρια», το οποίο το 1931 μετο­νο­μά­στη­κε σε «Νέβο Ντρομ». Σε αυτό το περιο­δι­κό, εκτός από μετα­φρά­σεις έργων από άλλες γλώσ­σες στη Romani, οι οποί­ες είχαν σκο­πό τη διευ­κό­λυν­ση της επα­φής των Τσιγ­γά­νων με αρι­στουρ­γή­μα­τα του παγκό­σμιου πολι­τι­σμού, δημο­σιεύ­ο­νταν έργα για τη ζωή και την ιστο­ρία των Τσιγ­γά­νων, άρθρα για επί­και­ρα κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά και πολι­τι­στι­κά γεγο­νό­τα κ.λπ.

Τη δεκα­ε­τία του 1920 και στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1930 ιδρύ­θη­καν πολ­λά σχο­λεία για τσιγ­γα­νό­παι­δα, ως παραρ­τή­μα­τα των λεγό­με­νων κοι­νών σχο­λεί­ων. Στη Μόσχα εκεί­νη την περί­ο­δο λει­τουρ­γούν του­λά­χι­στον 3 παραρ­τή­μα­τα σχο­λεί­ων για τα τσιγ­γα­νό­παι­δα. Σχο­λεία για τσιγ­γα­νό­παι­δα υπήρ­χαν επί­σης στην περιο­χή του Σμο­λένσκ, στην Κρι­μαία και σε άλλες περιο­χές της ΕΣΣΔ.

Τα παραρ­τή­μα­τα λει­τουρ­γού­σαν μόνο για τις πρώ­τες τάξεις του σχο­λεί­ου, ενώ στη συνέ­χεια τα παι­διά εντάσ­σο­νταν στις μεγα­λύ­τε­ρες τάξεις των κοι­νών σχο­λεί­ων ή πήγαι­ναν σε κάποιες επαγ­γελ­μα­τι­κές σχο­λές. Στα σχο­λεία τσιγ­γα­νο­παί­δων, εκτός από τη ρωσι­κή γλώσ­σα διδα­σκό­ταν και η Romani.

Το 1932 δημιουρ­γή­θη­καν τεχνι­κές παι­δα­γω­γι­κές σχο­λές (πεντ-τέχνι­κουμ), για την προ­ε­τοι­μα­σία Τσιγ­γά­νων δασκά­λων, οι οποί­οι θα δίδα­σκαν στα παραρ­τή­μα­τα τσιγ­γα­νο­παί­δων. Συνο­λι­κά γύρω στα 120 άτο­μα τελεί­ω­σαν αυτές τις σχο­λές, αλλά στην πρά­ξη σχε­δόν κανέ­νας από αυτούς δεν έκα­νε μάθη­μα σε τσιγ­γα­νό­παι­δα. Οι περισ­σό­τε­ροι μετα­τέ­θη­καν σε αγρο­τι­κά σχο­λεία και έγι­ναν δάσκα­λοι σε παι­διά άλλων εθνοτήτων.

Το 1938 — 1939 γίνε­ται ανα­διάρ­θρω­ση των πεντ-τέχνι­κουμ για Τσιγ­γά­νους εκπαι­δευ­τι­κούς και των σχο­λεί­ων τσιγ­γα­νο­παί­δων. Τα σχο­λεία τσιγ­γα­νο­παί­δων καταρ­γού­νται και τα τσιγ­γα­νό­παι­δα εντάσ­σο­νται στα κοι­νά ρωσό­φω­να σχο­λεία. Οι τεχνι­κές παι­δα­γω­γι­κές σχο­λές για Τσιγ­γά­νους εκπαι­δευ­τι­κούς ενσω­μα­τώ­νο­νται στις κοι­νές παι­δα­γω­γι­κές σχολές.

Τα τσιγ­γα­νό­παι­δα φοι­τούν μαζί με τα παι­διά άλλων εθνο­τή­των στις ίδιες τάξεις, ενώ απο­φεύ­γε­ται η δημιουρ­γία ξεχω­ρι­στών σχο­λεί­ων τσιγγανοπαίδων.

Επί σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας στα τσιγ­γα­νό­παι­δα χορη­γού­σαν εντε­λώς δωρε­άν στην αρχή του σχο­λι­κού χρό­νου όλα τα απα­ραί­τη­τα είδη ένδυ­σης, υπό­δη­σης, αθλη­τι­κές φόρ­μες, χαρ­τι­κά είδη, βιβλία κ.λπ. (υπήρ­χε ειδι­κό ταμείο στα σχο­λεία για αυτές τις περι­πτώ­σεις). Αξί­ζει επί­σης να σημειω­θεί ότι στα σοβιε­τι­κά σχο­λεία τα παι­διά γευ­μά­τι­ζαν δωρε­άν (ή ένα­ντι κάποιας εντε­λώς συμ­βο­λι­κής πληρωμής).

Μια δεύ­τε­ρη ομά­δα κινή­τρων που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν για την έντα­ξη των τσιγ­γα­νο­παί­δων στη σχο­λι­κή ζωή ήταν η δημιουρ­γία ομά­δων ενδια­φε­ρό­ντων και ερα­σι­τε­χνι­κών δρα­στη­ριο­τή­των (μου­σι­κής, χορού, θεά­τρου, αθλη­τι­σμού). Τέτοιες ομά­δες (κρουζ­κί), οι οποί­ες διέ­θε­ταν ξεχω­ρι­στές σχο­λι­κές αίθου­σες για κάθε δρα­στη­ριό­τη­τα, απο­τέ­λε­σαν πόλο έλξης για τα τσιγ­γα­νό­παι­δα. Συχνά οι ορχή­στρες και οι χορω­δί­ες τις οποί­ες δημιουρ­γού­σαν τα τσιγ­γα­νό­παι­δα διέ­πρε­παν και ανα­γνω­ρί­ζο­νταν στο επί­πε­δο της πόλης και της ευρύ­τε­ρης περιοχής.

Στην υπε­ρά­σπι­ση της σοσια­λι­στι­κής πατρίδας

Στη δίνη του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου μαζί με τους άλλους λαούς της ΕΣΣΔ βρέ­θη­καν και οι Τσιγ­γά­νοι. Μαζί με τους Εβραί­ους και τους Ρώσους, ήταν οι εθνό­τη­τες οι οποί­ες κατά τους ναζί έπρε­πε να εξο­ντω­θούν ολο­κλη­ρω­τι­κά. Εφευ­ρέ­θη­κε ολό­κλη­ρη θεω­ρία ανα­γνώ­ρι­σης, ταξι­νό­μη­σης και ιεράρ­χη­σης των Τσιγ­γά­νων, «από­δει­ξης» της κλη­ρο­νο­μι­κής τάσης τους προς την εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα, για την εξα­σφά­λι­ση της «νομι­μο­ποί­η­σης» των διώ­ξε­ων ενα­ντί­ων τους.

Η ΕΣΣΔ ήταν μία από τις χώρες στις οποί­ες οι εκκα­θα­ρί­σεις, εκτε­λέ­σεις και διώ­ξεις ενα­ντί­ον των Τσιγ­γά­νων από τις δυνά­μεις του Αξο­να πήραν τερά­στιες δια­στά­σεις. Κατα­στρά­φη­καν 52 τσιγ­γά­νι­κα κολ­χόζ, έγι­ναν μαζι­κές εκτε­λέ­σεις Τσιγ­γά­νων στη Λευ­κο­ρω­σία, στα περί­χω­ρα του Λένιν­γκραντ, στην Κρι­μαία κ.α.

Μία από τις πιο τρα­γι­κές σελί­δες στην ιστο­ρία του Μεγά­λου Πατριω­τι­κού Πολέ­μου ήταν η εκτέ­λε­ση 700 Τσιγ­γά­νων από τους Γερ­μα­νούς στα περί­χω­ρα του Λένιν­γκραντ. Οι περισ­σό­τε­ροι από αυτούς εργά­ζο­νταν σε ορχή­στρες και χορω­δί­ες της πόλης. Οι Γερ­μα­νοί, γνω­ρί­ζο­ντας αυτό το γεγο­νός, τους χώρι­σαν σε δύο ομά­δες. Οι μισοί τρα­γου­δού­σαν και χόρευαν και οι υπό­λοι­ποι έσκα­βαν ομα­δι­κό τάφο.

Οταν τελεί­ω­σε αυτό το τρα­γι­κό κον­τσέρ­το, οι Γερ­μα­νοί τούς εκτέ­λε­σαν όλους. Πολ­λοί απ’ αυτούς έπε­σαν ζωντα­νοί στον τάφο. Οι Γερ­μα­νοί τούς έθα­ψαν ζωντα­νούς. Σύμ­φω­να με τον θρύ­λο, σε αυτήν την περιο­χή ακού­γο­νται ακό­μα τα λυπη­τε­ρά τρα­γού­δια γνω­στών Τσιγ­γά­νων μουσικών.

Οταν ξεκί­νη­σε ο πόλε­μος πολ­λοί Τσιγ­γά­νοι εντά­χθη­καν στις γραμ­μές του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, ορι­σμέ­νοι παρέ­μει­ναν στις περιο­χές όπου ζού­σαν και άλλοι μετα­κι­νή­θη­καν σε δια­φο­ρε­τι­κές περιο­χές. Μετά τον Μεγά­λο Πατριω­τι­κό Πόλε­μο οι Τσιγ­γά­νοι, ξερι­ζω­μέ­νοι και απο­δε­κα­τι­σμέ­νοι, ξεκι­νούν νέο κύκλο μετα­κι­νή­σε­ων από περιο­χή σε περιο­χή και πολ­λοί αρχί­ζουν ξανά να ζητιανεύουν.

Στις 5/10/1956, με από­φα­ση του προ­ε­δρεί­ου του Ανω­τά­του Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, λήφθη­καν νέα μέτρα για την εξα­σφά­λι­ση της μόνι­μης εγκα­τά­στα­σης των μετα­κι­νού­με­νων Τσιγ­γά­νων. Αυτήν την περί­ο­δο δημιουρ­γή­θη­καν συνοι­κί­ες σε πόλεις, στις οποί­ες μετα­φέρ­θη­καν και εγκα­τα­στά­θη­καν ολό­κλη­ρα τάμπορ. Πάρ­θη­καν μέτρα για την εξα­σφά­λι­ση εργα­σί­ας στους Τσιγ­γά­νους, στα εργο­στά­σια και σε συνε­ται­ρι­σμούς τεχνι­τών (αρτέλ). Πολ­λοί Τσιγ­γά­νοι ακο­λού­θη­σαν τα παρα­δο­σια­κά γι’ αυτούς επαγ­γέλ­μα­τα του μου­σι­κού, του χορευ­τή κ.λπ. Αρκε­τοί παρέ­μει­ναν στην ύπαι­θρο και ασχο­λή­θη­καν με αγρο­τι­κές εργασίες.

Ομως, οι κρυ­φές εσω­τε­ρι­κές μετα­κι­νή­σεις μεγά­λου μέρους των Τσιγ­γά­νων συνε­χί­στη­καν. Οι Τσιγ­γά­νοι συνή­θως εγγρά­φο­νταν ως μόνι­μοι κάτοι­κοι κάποιας περιο­χής, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως σ’ αυτήν την περιο­χή διέ­με­ναν μόνο οι ηλι­κιω­μέ­νοι και τα μικρά παι­διά, ενώ οι υπό­λοι­ποι βρί­σκο­νταν σε μια δια­δι­κα­σία συνε­χών μετα­κι­νή­σε­ων από τη μία άκρη της ΕΣΣΔ στην άλλη (συνή­θως επι­σκέ­πτο­νταν περιο­χές στις οποί­ες ζού­σαν συγ­γε­νείς τους).

Με βάση την επί­ση­μη στα­τι­στι­κή, οι Τσιγ­γά­νοι της ΕΣΣΔ το 1979 ήταν 209.000 και στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1980 έφτα­ναν τις 230.000. Η δημο­γρα­φι­κή τους ανά­πτυ­ξη είναι ταχύ­τα­τη. Ο πραγ­μα­τι­κός αριθ­μός των Τσιγ­γά­νων είναι σίγου­ρα μεγα­λύ­τε­ρος, αλλά απου­σιά­ζει ακρι­βής κατα­γρα­φή τους.

Ανά­λο­γη είναι η πεί­ρα και από τα άλλα κρά­τη της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης. Για παρά­δειγ­μα, η Πολω­νία ήδη από τις αρχές του 1950 προ­σπά­θη­σε να εξα­σφα­λί­σει την ενσω­μά­τω­ση των νομά­δων τσιγ­γά­νων, προ­σφέ­ρο­ντάς τους στέ­γη και εργα­σία. Στα σχο­λεία γρά­φτη­καν πολ­λά παι­διά και έγι­ναν προ­σπά­θειες για την ίδρυ­ση συνε­ται­ρι­στι­κών εργα­στη­ρί­ων με βάση τις παρα­δο­σια­κές τους ασχο­λί­ες, όπως το γάνωμα.

Μέσα σε δύο χρό­νια είχε μειω­θεί κατά πολύ η νομα­δι­κή ζωή και γρή­γο­ρα το 80% των παι­διών δήλω­ναν ότι παρα­κο­λου­θού­σαν το σχο­λείο, έστω και με δια­κο­πές. Στην Ουγ­γα­ρία το «Συμ­βού­λιο Ρομα­νί» συγκέ­ντρω­νε πάνω από 200 πολι­τι­στι­κά σωμα­τεία, στη δε Τσε­χο­σλο­βα­κία, κατά την απο­γρα­φή του 1970, μόλις το 10% των Τσιγ­γά­νων άνω των 15 ετών δεν είχε τη βασι­κή μόρ­φω­ση, ενώ δέκα χρό­νια πριν το ποσο­στό αυτό ήταν σχε­δόν 30%. Ο αριθ­μός των Τσιγ­γά­νων πτυ­χιού­χων πανε­πι­στη­μί­ων αυξή­θη­κε από 45 σε 345.

Μεγά­λο πισω­γύ­ρι­σμα μετά τις ανατροπές

Μετά τις ανα­τρο­πές στις σοσια­λι­στι­κές χώρες, η αντι­με­τώ­πι­ση των τσιγ­γά­νων αλλά­ζει και τα προ­βλή­μα­τα πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται. Οι κακο­ποι­ή­σεις και οι επι­θέ­σεις ενα­ντί­ον τους είναι συχνό φαι­νό­με­νο. Το κάψι­μο των σπι­τιών και οι επι­θέ­σεις σε οικο­γέ­νειες τσιγ­γά­νων εμφα­νί­ζο­νται πολύ συχνά στην Ουγ­γα­ρία, στην Πολω­νία, στην Τσε­χο­σλο­βα­κία, στη Ρου­μα­νία, στη Βουλ­γα­ρία. Οι επι­χο­ρη­γή­σεις και τα κίνη­τρα για την έντα­ξη των τσιγ­γα­νο­παί­δων παύ­ουν να υπάρχουν.

Τα σχο­λεία είναι σε εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λη οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση και οι δάσκα­λοι για ολό­κλη­ρους μήνες δεν παίρ­νουν ακό­μα κι αυτόν τον πενι­χρό μισθό τους. Οι δάσκα­λοι χάνουν το ενδια­φέ­ρον τους προς την εκπαι­δευ­τι­κή δια­δι­κα­σία και περιο­ρί­ζο­νται στην τυπι­κή εκτέ­λε­ση των καθη­κό­ντων τους. Οι αυτο­πυρ­πο­λή­σεις δασκά­λων στη Ρωσία είναι ενδει­κτι­κό παρά­δειγ­μα της από­γνω­σης και της απελ­πι­σί­ας τους.

Το παι­διά δεν σιτί­ζο­νται πλέ­ον στο σχο­λείο, με απο­τέ­λε­σμα να γίνει σύνη­θες το φαι­νό­με­νο λιπο­θυ­μί­ας μέσα στην τάξη παι­διών από φτω­χό­τε­ρες οικο­γέ­νειες, λόγω πεί­νας. Η διεύ­θυν­ση των σχο­λεί­ων πραγ­μα­το­ποιεί διαρ­κώς ερά­νους, ζητώ­ντας από τους γονείς των μαθη­τών να πλη­ρώ­σουν τα έξο­δα για στοι­χειώ­δεις λει­τουρ­γι­κές ανά­γκες του σχο­λεί­ου, τις οποί­ες δεν καλύ­πτει πλέ­ον ο κρα­τι­κός προϋπολογισμός.

Ενδια­φέ­ρον παρου­σιά­ζει το γεγο­νός ότι σε αυτές τις συν­θή­κες πολ­λοί Τσιγ­γά­νοι πλη­ρώ­νουν πολ­λά χρή­μα­τα για να κάνουν ιδιαί­τε­ρα μαθή­μα­τα στα παι­διά τους και εξα­σφα­λί­ζουν δασκά­λους μου­σι­κής για να τους μάθουν κάποιο μου­σι­κό όργανο.

Παρ’ όλα αυτά, σημα­ντι­κή μερί­δα των τσιγ­γα­νο­παί­δων φοι­τούν μέχρι την Γ’ — Δ’ τάξη του σχο­λεί­ου και στη συνέ­χεια το εγκα­τα­λεί­πουν (η υπο­χρε­ω­τι­κή εκπαί­δευ­ση στη Ρωσία φτά­νει τα δέκα χρό­νια), ενώ συνη­θι­σμέ­νο φαι­νό­με­νο είναι η άτα­κτη φοί­τη­σή τους.

Στις φτω­χές οικο­γέ­νειες οι γυναί­κες είναι ανα­γκα­σμέ­νες να ασχο­λη­θούν με τη χει­ρο­μα­ντεία για να συμπλη­ρώ­σουν το εισό­δη­μα της οικο­γέ­νειας, εμφα­νί­ζε­ται ξανά το φαι­νό­με­νο της επαι­τεί­ας. Δεν είναι λίγοι οι Τσιγ­γά­νοι οι οποί­οι, απο­γοη­τευ­μέ­νοι από την έλευ­ση της «οικο­νο­μί­ας της αγο­ράς», δηλώ­νουν ότι «με τους κομ­μου­νι­στές περ­νού­σα­με καλύτερα».

Οι τερά­στιοι φόροι που επι­βλή­θη­καν από τη νέα εξου­σία πλήτ­τουν τις μικρές και μεσαί­ες επι­χει­ρή­σεις και τους συνε­ται­ρι­σμούς τεχνι­τών, στους οποί­ους εργά­ζο­νταν παρα­δο­σια­κά πολ­λοί Τσιγ­γά­νοι. Η γενι­κό­τε­ρη τάση κοι­νω­νι­κής απο­ξέ­νω­σης και η έντο­νη κοι­νω­νι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση στους ίδιους τους Τσιγ­γά­νους προ­κα­λούν την απο­δυ­νά­μω­ση και απο­σύν­θε­ση των ενδο­κοι­νο­τι­κών δεσμών του τάμπορ και την ισχυ­ρο­ποί­η­ση των «εσω­τε­ρι­κών τρι­βών», εξαι­τί­ας της έξαρ­σης των ατο­μι­κών συμφερόντων.

Η εκπαι­δευ­τι­κή πολι­τι­κή που εφαρ­μό­ζε­ται καταρ­γεί τις θετι­κές πλευ­ρές της διε­θνι­στι­κής προ­σέγ­γι­σης, η οποία επι­κρά­τη­σε στην ΕΣΣΔ και στη­ρί­χθη­κε στην ανά­πτυ­ξη πολυ­ε­θνι­κών σχο­λεί­ων. Στο όνο­μα της δια­τή­ρη­σης της πολι­τι­σμι­κής και εθνο­τι­κής ιδιαι­τε­ρό­τη­τας των Τσιγ­γά­νων προ­ω­θού­νται η πολυ­διά­σπα­ση του ενιαί­ου πολυ­ε­θνι­κού σχο­λεί­ου, η δημιουρ­γία σχο­λεί­ων πολ­λα­πλών τύπων και η περι­θω­ριο­ποί­η­ση και γκε­το­ποί­η­ση των τσιγ­γα­νο­παί­δων σε σχο­λεία β’ κατηγορίας.

Η θέση του ΚΚΕ για την αντι­με­τώ­πι­ση των προ­βλη­μά­των των Ρομά

Ολες οι ελλη­νι­κές κυβερ­νή­σεις αξιο­ποί­η­σαν τους Ρομά ως εξι­λα­στή­ριο θύμα για κρί­σι­μα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, ώστε να κρύ­βε­ται εντέ­λει η δική τους ευθύ­νη για την ύπαρ­ξη και διαιώ­νι­ση αυτών των προβλημάτων.

Είναι όλες δια­χρο­νι­κά οι κυβερ­νή­σεις που ενώ με την πολι­τι­κή τους κατα­δι­κά­ζουν τους Ρομά στο περι­θώ­ριο, όταν έρχε­ται στην επι­φά­νεια με οξύ­τη­τα κάποιο κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα τους δεί­χνουν κυριο­λε­κτι­κά με το δάχτυ­λο, για να απαλ­λα­γούν οι ίδιοι από το πολι­τι­κό κόστος και συνει­δη­τά, για να κρύ­ψουν τα κοι­νω­νι­κά αίτια αυτού του προ­βλή­μα­τος, καλ­λιερ­γούν την απα­ρά­δε­κτη επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία ότι για την άθλια κατά­στα­ση που βιώ­νουν οι Ρομά φταί­νε τα υπο­τι­θέ­με­να «χαρα­κτη­ρι­στι­κά της φυλής».

Το παρά­δειγ­μα της εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό, αλλά όχι και μονα­δι­κό, για τη στο­χο­ποί­η­ση που δέχτη­καν οι Ρομά από όλες τις κυβερ­νή­σεις, σήμε­ρα της ΝΔ, χθες του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων. Την ίδια στιγ­μή αυτές οι κυβερ­νή­σεις έχουν σοβα­ρές ευθύ­νες για τις συν­θή­κες γκε­το­ποί­η­σης αυτού του πλη­θυ­σμού, που απο­τε­λεί έδα­φος για τη δρά­ση εγκλη­μα­τι­κών κυκλω­μά­των, στα οποία εμπλέ­κο­νται επι­χει­ρη­μα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, με λεία εκα­τομ­μύ­ρια ευρώ, τα οποία κυκλώ­μα­τα βέβαια μένουν πάντα στο απυρόβλητο.

Για να μην ανα­φερ­θού­με στα αλλε­πάλ­λη­λα παρα­δείγ­μα­τα εξα­γο­ράς συνει­δή­σε­ων από τα αστι­κά πολι­τι­κά κόμ­μα­τα της χώρας, που απο­τε­λούν μνη­μείο ντρο­πής και παρά­δειγ­μα του πώς αντι­με­τω­πί­ζουν τους Ρομά.

Οι Ρομά βιώ­νουν με τρα­γι­κό και πιο οξυ­μέ­νο τρό­πο τα απο­τε­λέ­σμα­τα μιας πολι­τι­κής και ενός κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού συστή­μα­τος — του καπι­τα­λι­σμού — που βασι­κές λαϊ­κές ανά­γκες, όπως στη στέ­γη, στη δια­τρο­φή, στην παρο­χή υψη­λού επι­πέ­δου υπη­ρε­σιών Παι­δεί­ας και Υγεί­ας, τα θεω­ρεί και τα αντι­με­τω­πί­ζει ως ακρι­βο­πλη­ρω­μέ­νο εμπό­ρευ­μα και όχι ως κοι­νω­νι­κά δικαιώ­μα­τα. Θύμα­τα αυτής της πολι­τι­κής είναι και το σύνο­λο του λαού μας, που σήμε­ρα, σε συν­θή­κες μεγά­λης ακρί­βειας, βλέ­πει το εισό­δη­μά του να εξα­νε­μί­ζε­ται και να μην μπο­ρεί να αντα­πο­κρι­θεί ακό­μα και σε αυτές τις βασι­κές ανά­γκες για την επι­βί­ω­σή του.

Απο­δει­κνύ­ε­ται ότι ο καπι­τα­λι­στι­κός δρό­μος είναι αυτός που στέ­κε­ται εμπό­διο στην κοι­νω­νι­κή έντα­ξη των Ρομά, όπως στέ­κε­ται εμπό­διο στην προ­σπά­θεια του λαού για αξιο­πρε­πή ζωή, για ζωή με δικαιώ­μα­τα, τα οποία απο­λάμ­βα­ναν αυτοί οι πλη­θυ­σμοί στις χώρες του σοσια­λι­σμού όπου ζούσαν.

Το ΚΚΕ διεκ­δι­κεί με ευθύ­νη του κρά­τους να ξεκι­νή­σει άμε­σα ένα ολο­κλη­ρω­μέ­νο πρό­γραμ­μα κοι­νω­νι­κής έντα­ξης των Ρομά, που θα εξα­σφα­λί­ζει τις βασι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την απο­φα­σι­στι­κή έντα­ξή τους στην εργα­σία, την εξα­σφά­λι­ση στέ­γης και όρων ζωής που θα αντα­πο­κρί­νο­νται στις δυνα­τό­τη­τες της επο­χής, την ισό­τι­μη συμ­με­το­χή στην εκπαι­δευ­τι­κή δια­δι­κα­σία. Τα διά­φο­ρα απο­σπα­σμα­τι­κά μέτρα και προ­γράμ­μα­τα που γίνο­νται με τη συμ­με­το­χή των δια­φό­ρων ΜΚΟ απο­δεί­χθη­κε ότι δεν μπο­ρούν να αντι­με­τω­πί­σουν το πρόβλημα.

Ταυ­τό­χρο­να, το ΚΚΕ απαι­τεί από την κυβέρ­νη­ση και το κρά­τος να προ­χω­ρή­σει στην επί­ση­μη ανα­γνώ­ρι­ση των συν­δι­κα­λι­στι­κών οργά­νων των Ρομά, π.χ. της ΕΛΛΑΝ ΠΑΣΣΕ, που έχουν απο­δεί­ξει ότι μπο­ρούν να εγγυ­η­θούν τη δρά­ση και τη στή­ρι­ξη της προ­σπά­θειας στην κατεύ­θυν­ση της κοι­νω­νι­κής έντα­ξης των Ρομά.

*Ο Ζ. Λυμπε­ρί­δης είναι μέλος της Γραμ­μα­τεί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από τον «Ριζο­σπά­στη του Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου» 10–11 Δεκέμβρη

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο