Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ρωμύλος Αυδής: Περπατάς και βροντάς προς το 43ο

Το αύριο θα είναι φωτει­νό, για­τί υπάρ­χεις ΕΣΥ,

χιλιά­δες ώρες αγρύπνιας

στην αφι­σο­κόλ­λη­ση, στα  εργο­στά­σια για τις απεργίες,

στα σχο­λεία, στις σχο­λές, στις γειτονιές.

Χιλιά­δες μέρες φυλα­κής στα στε­λέ­χη σου,

σε τρο­μο­κρα­τούν,

αλλά ΕΣΥ συνε­χί­ζεις απτό­η­τη κι απλώ­νεις τις ρίζες και τα κλα­διά σου

να σκε­πά­ζει ο ζωο­δό­της ίσκιος σου χιλιά­δες νέους και νέες

και να ξεκουράζονται.

Οι εκβια­σμοί  γονιών, καθη­γη­τά­δων, εργοδοσίας

Δε σε σκιά­ζουν, αλλά σε αντρειεύουν.

Ποιος μπό­ρε­σε ποτέ να εμπο­δί­σει το φως,

να εισχω­ρή­σει στις πιο από­κρυ­φες κι από­μα­κρες χαραμάδες,

για να δια­λύ­σει το σκοτάδι;

Ποιος μπο­ρεί να εμπο­δί­σει τη μέρα να δια­δε­χτεί τη νύχτα,

να εμπο­δί­σει το νέο σου ταξίδι ;

ποιος μπο­ρεί να εμπο­δί­σει  στο δια­μά­ντι να λάμψει;

Προ­χώ­ρα, ακά­θε­κτη μπρος

για ν’ αλλά­ξεις τον κόσμο που το χρειάζεται.

Απ’ το ρετσι­νά­δο , στο αλβα­νι­κό έπος,

Απ’ την ΕΠΟΝ στο Δεκέμβρη,

τη Μακρό­νη­σο και τις φυλα­κές Αβέρωφ,

στις φυλα­κές Συγ­γρού και το Γουδή,

δολο­φο­νη­μέ­νοι, τραυ­μα­τί­ες, νεκροί, βασα­νι­σμέ­νοι φριχτά,

ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ, ΑΛΥΓΙΣΤΟΙ ΤΟΥ ΤΑΞΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ,

με αίμα γρά­φτη­κε η Ιστορία,

στα Ιου­λια­νά κι αργό­τε­ρα στα Γιού­ρα, το Λακ­κί, τον Ωρωπό.

Από την ‘απο­χώ­ρη­ση’ από το ΝΑΤΟ, στις  ’18 Σοσιαλισμός’,

τη θεω­ρία των δυο άκρων και στο ‘σκί­σι­μο’ των μνημονίων,

με βου­λο­κέ­ρι μαρ­ξι­στι­κό-λενι­νι­στι­κό πάλε­ψες  ΤΑΞΙΚΑ.

Καμιά λάσπη,

καμιά πρό­σκαι­ρη ‘λογι­στι­κή’ μεί­ω­ση των εκλο­γι­κών ποσοστών,

δεν σε αποπροσανατόλισε,

δεν στά­θη­κε ικα­νή να μην φτά­σεις στο 42ο Φεστι­βάλ σου.

Ποια Ιερή Ευρω­παϊ­κή Εξέ­τα­ση των μονοπωλίων,

των Τρα­πε­ζών, των εφοπλιστών,

ποια­νού φασί­στα απει­λή, ποια­νού  εργο­δό­τη, δικαστή,

ποια­νού δημο­σιο­γρα­φι­κού παπαγάλου,

ποια­νού ‘σατι­ρι­κού’ λακέ το πικρό­χο­λο σχόλιο,

θα σε εμπο­δί­σει ν’ ανοί­ξεις τα πανιά της αίγλης σου,

για να ξεκι­νή­σεις το νέο μεγά­λο σου

πολι­τι­κό-πολι­τι­στι­κό ταξί­δι προς το 43ο;

Κάτω από τις φτε­ρού­γες του ΚΚΕ,

να φτά­σεις σε κάθε σπί­τι, σε κάθε χωριό να σπεί­ρεις τις ιδέ­ες σου,

την Ελπί­δα για ένα άλλο ξημέρωμα;

Τίπο­τα και Κανέ­νας δεν μπο­ρεί να στα­θεί εμπό­διο στο δρό­μο σου, γιατί

Περ­πα­τά και βρο­ντά και τα σκό­τη σκορπά

Η ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΉ ΝΕΟΛΑΙΑ.

Σπί­τι και φίλος το ΚΟΜΜΑ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο