Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σάπιες Ζωές: Παρουσίαση του βιβλίου του Ανδρέα Ονουφρίου από την Άννεκε Ιωαννάτου

ΣΑΠΙΕΣ ΖΩΕΣ, Ανδρέ­ας Ονουφρίου.

Εκδό­σεις «Ατέ­χνως», 2023

Παρου­σί­α­ση από την Άννε­κε Ιωαν­νά­του στις 20 Μαρ­τί­ου 2023 στην ΕΕΛ, Γεν­να­δί­ου 8 (7ος όροφος) 

Με τον τίτλο αυτό ο συγ­γρα­φέ­ας εφι­στά την προ­σο­χή στο σάπιο κομ­μά­τι της κυπρια­κής κοι­νω­νί­ας της δεκα­ε­τί­ας του 1960 λίγα χρό­νια πριν από το πρα­ξι­κό­πη­μα και τον «Αττί­λα».

Κατά κάποιο τρό­πο ο τίτλος αδι­κεί το βιβλίο, για­τί εμφα­νί­ζει και τον αντί­πο­δα του κακού, του σάπιου, που δεν λυγί­ζει και δεν κάνει πίσω ακό­μα μπρο­στά στην από­πει­ρα δολο­φο­νί­ας του από τα πλέ­ον σάπια στοι­χεία της κοι­νω­νί­ας. Μιλά­με για τον εκλε­κτό άνθρω­πο των γραμ­μά­των και της τέχνης, τον Θανά­ση Γιαν­να­κό­που­λο. Ο τελευ­ταί­ος είναι η κορυ­φή της ηθι­κής στά­σης ζωής. Η αντί­στα­σή του στα κακώς κεί­με­να είναι με την πένα, με την αρθρο­γρα­φία, με ψευ­δώ­νυ­μο. Με την ανω­τε­ρό­τη­τά του που πηγά­ζει από ενα βαθύ εσω­τε­ρι­κό πολι­τι­σμό εξορ­γί­ζει τους σάπιους οι οποί­οι εκφρά­ζουν τη βαρ­βα­ρό­τη­τα. Το σπί­τι του είναι ναός μόρ­φω­σης, καλ­λιέρ­γειας, πνευ­μα­τι­κής δια­νοη­τι­κής ζωής. Το ταπει­νό σπι­τά­κι του Γιαν­να­κό­που­λου, ταπει­νό στη μορ­φή, αλλά μεγα­λειώ­δες σε περιε­χό­με­νο, σύμ­βο­λο πολι­τι­σμού, βρι­σκό­ταν απέ­να­ντι  στη σπι­τα­ρώ­να του καθάρ­μα­τος Γαβρί­λη, προ­σω­πο­ποί­η­ση της κοι­νω­νι­κής σήψης. Δηλα­δή, η ανώ­τε­ρη μόρ­φω­ση στε­γά­ζε­ται στην υλι­κή φτώ­χεια, ενώ η χυδαιό­τη­τα στε­γά­ζε­ται σε μια πομπώ­δη υλι­κή κατά­στα­ση. Τα δύο αυτά άκρως αντί­θε­τα – πολι­τι­σμός και βαρ­βα­ρό­τη­τα — βρί­σκο­νται στο βιβλίο απέ­να­ντι, κυριο­λε­κτι­κά και συμβολικά.

Ο αφη­γη­τής του μυθι­στο­ρή­μα­τος, ο Στέ­φα­νος, ένα άβγαλ­το αγό­ρι με ευαι­σθη­σί­ες και ανί­κα­νο να κάνει βρω­μιές, είχε την περιέρ­γεια να γνω­ρί­σει αυτό το μονα­χι­κό άνθρω­πο, τον Θανά­ση Γιαν­να­κό­που­λο. Βρέ­θη­κε μια δικαιο­λο­γία με ένα φάκε­λο που ο ταχυ­δρό­μος πήγε κατά λάθος στο σπί­τι του Στέ­φα­νου, ο οποί­ος άδρα­ξε την ευκαι­ρία να το δώσει στον πνευ­μα­τι­κό «ερη­μί­τη» της γει­το­νιάς, τον Γιαν­να­κό­που­λο. Εξε­λίσ­σε­ται μια βαθιά σχέ­ση φιλί­ας ανά­με­σα στους δυό και το αγό­ρι μαθαί­νει πολ­λά, μένει με το στό­μα ανοι­χτό μπρο­στά στην ανω­τε­ρό­τη­τα του «κυρί­ου Θανά­ση» σε όλους τους τομείς της τέχνης και της πνευ­μα­τι­κής ζωής. Στην αρχή ο αθώ­ος Στέ­φα­νος, δεν κατα­λα­βαί­νει για­τί η σχέ­ση αυτή προ­κα­λεί τέτοιο μένος σε κάποιους από τους παλαιούς του φίλους από τα παι­δι­κά χρό­νια, ιδιαί­τε­ρα στο στρα­τό. Πολύ πιο παρα­κά­τω απο­κα­λύ­πτε­ται το μυστι­κό: είναι «κομ­μού­νι» ο κύριος Θανά­σης, όπως τον χαρα­κτη­ρί­ζουν οι τυφλοί και φανα­τι­σμέ­νοι υπη­ρέ­τες της μαύ­ρης αντί­δρα­σης! – ω, τι φρί­κη! Ο Στέ­φα­νος με το να κάνει παρέα με το Θανά­ση, το «κομ­μού­νι», έχει βάλει τον εαυ­τό του στο στό­χα­στρο των αντι­δρα­στι­κών, φασι­στι­κών δυνά­με­ων που δρού­σαν εκεί­νη την επο­χή στην Κύπρο. Αθε­λά του, δηλα­δή. Μέσα από τις αντι­δρά­σεις κάποιων άλλων, καθώς και με την κακο­ποί­η­ση που υφί­στα­ται στο στρα­τό, όταν ήταν φαντά­ρος, ενώ παλαιοί φίλοι του είχαν πιά­σει αξιώ­μα­τα στο στρα­τό, ο αφε­λής Στέ­φα­νος ωρι­μά­ζει σιγά σιγά.  Αρχί­ζει να κατα­λα­βαί­νει την κοι­νω­νία γύρω του.

Ο ανα­γνώ­στης γνω­ρί­ζε­ται με το εσω­τε­ρι­κό της κυπρια­κής κοι­νω­νί­ας εκεί­νων των χρό­νων, κάτι που μόνο με τη λογο­τε­χνι­κή μορ­φή μπο­ρεί να γίνει τόσο παρα­στα­τι­κά, τόσο «εσω­τε­ρι­κά». Ο πόνος μιας κοι­νω­νί­ας που μετου­σιώ­νε­ται σε τέχνη και γίνε­ται γι αυτό πιο διεισ­δυ­τι­κός.  Όποιος δεν γνω­ρί­ζει τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, δεν θα κατα­λά­βει το βιβλίο σε βάθος. Το πολι­τι­κό τοπίο είναι αρκε­τά θολό. Βεβαί­ως, θα εισπρά­ξει μια ζοφε­ρή ατμό­σφαι­ρα, στην οποία επι­κρα­τούν οι δυνά­μεις του κακού, όπως θα μπο­ρού­σε να είναι σε οποιο­δή­πο­τε μέρος του κόσμου. Απ΄αυτή την άπο­ψη ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να κάνει μια αφαί­ρε­ση. Ο συγ­γρα­φέ­ας ολο­φά­νε­ρα προ­ϋ­πο­θέ­τει κάποια γνώ­ση των συμ­βά­ντων στο μαρ­τυ­ρι­κό νησί, ανα­γκαία για να κατα­λά­βει κανείς ότι πρό­κει­ται για την Κύπρο.

Βεβαί­ως, το βιβλίο δια­βά­ζε­ται από ελλη­νο­μα­θείς κι αυτό μεγα­λώ­νει την πιθα­νό­τη­τα να έχουν γνώ­ση, αν και στην Ελλά­δα δεν είναι το ενδια­φέ­ρον για την Κύπρο αυτό που θα έπρε­πε, ούτε για την κυπρια­κή λογο­τε­χνία.  Όποιος γνω­ρί­ζει τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, συμπλη­ρώ­νει τη γνώ­ση του με εικό­νες παρ­μέ­νες απο την καθη­με­ρι­νή ζωή όχι πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νων ανθρώ­πων, αλλά των ανθρώ­πων της διπλα­νής πόρ­τας. Οι περισ­σό­τε­ροι απ’ αυτούς δεν θέλουν να μπλέ­ξουν. Δεν τολ­μούν να κάνουν παρέα με τις δυνά­μεις του καλού από φόβο μην πέσουν θύμα της βαρ­βα­ρό­τη­τας. Παρ’ όλα αυτά, δεν τη γλι­τώ­νουν όλοι όσοι προ­τι­μούν τη μη-θέση αυτή κι εδώ ο συγ­γρα­φέ­ας στέλ­νει ένα μύνη­μα. Δε σε σώζει πάντα το μη-μπλέ­ξι­μο. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι το βιβλίο του Ανδρέα Ονου­φρί­ου είναι αντι-ηρω­ι­κό απ’ αυτή την άπο­ψη. Πόσα χρό­νια τρο­μο­κρα­τία, τρα­μπου­κι­σμοί, μια «αόρα­τη» — στην αρχή του­λά­χι­στον — απει­λή να παίρ­νει σε μια πορεία σάρ­κα και οστά ξεκι­νώ­ντας από τα χρό­νια της αθω­ό­τη­τας μιας παρέ­ας αγο­ριών τα οποία έχουν βάλει στό­χο ζωής να γίνουν άντρες ή καλύ­τε­ρα αντρά­κια. Ο κόσμος γύρω τους ζει κάτω από ένα φόβο που γίνε­ται όλο και πιο ασφυ­κτι­κός. Τα αγό­ρια είναι ακό­μα ανί­δεα και τα περισ­σό­τε­ρα δια­λέ­γουν το δρό­μο της ευκο­λί­ας. Δηλα­δή, να ακο­λου­θούν το κακό και να συμ­βι­βα­στούν μ’ αυτό, να γίνουν συνο­δοι­πό­ροι του, άλλοι παθη­τι­κά, άλλοι ενερ­γά εξυ­πη­ρε­τώ­ντας το, έστω αυτό να σημαί­νει προ­δο­σία της φιλί­ας τους με τον Στέ­φα­νο, ο οποί­ος μένει εμβρό­ντη­τος με την ακραία αλλα­γή της συμπε­ρι­φο­ράς τους. Και ο αφε­λής Στέ­φα­νος δεν κατα­λα­βαί­νει στην αρχή τις αλλαγ­μέ­νες συμπε­ρι­φο­ρές παλαιών φίλων απέ­να­ντί του, λες και δεν ήταν οι ίδιοι άνθρω­ποι, τα ίδια παι­διά από τα νειά­τα του που έπαι­ζαν μαζί και συνα­γω­νί­ζο­νταν στον «ανδρι­σμό» μέχρι να κατα­λά­βει τι προ­κά­λε­σε την αλλα­γή. Σ’ αυτή τη συνει­δη­το­ποί­η­ση τον βοη­θά­ει ο κύριος Θανά­σης ο οποί­ος στά­λα στά­λα μπά­ζει μέσα στο Στέ­φα­νο την άλλη συνεί­δη­ση. Οι διά­λο­γοι ανά­με­σα σ’ αυτούς τους δυό είναι συγκι­νη­τι­κοί. Σίγου­ρα είναι μια δυνα­τή πλευ­ρά του μυθιστορήματος.

Μα είναι τόσο λίγα τα θετι­κά πρό­σω­πα στο μυθι­στό­ρη­μα; Όχι, ίσως είναι η πλειο­νό­τη­τα, αλλά αυτή που σιω­πά και εμφα­νί­ζε­ται στο πρό­σω­πο κάποιων καλο­κά­γα­θων ψυχών που τα κατά­φε­ραν να μεί­νουν απ’ έξω. Ένα ενδια­φέ­ρον σπά­σι­μο αλυσ­σί­δας έρχε­ται προς το τέλος από μια γυναί­κα η οποία αγα­πά το Θανά­ση, αλλά άτυ­χα γεγο­νό­τα στο παρελ­θόν την ανά­γκα­σαν να παντρευ­τεί άλλον και μάλι­στα γέν­νη­σε το μεγά­λο κάθαρ­μα της ιστο­ρί­ας, το οποίο απο­κη­ρύτ­τει ως γιο της. Γνω­ρί­ζει τα σχέ­δια δολο­φο­νί­ας και πάει κρυ­φά στο Στέ­φα­νο να ειδο­ποι­ή­σει το Θανά­ση να φύγει, να κρυ­φτεί. Ο περή­φα­νος Θανά­σης, όμως, δεν αφή­νει το πεδίο της μάχης. Απα­ντά­ει λοι­πόν «Η φυγή μου θα τους άνοι­γε το δρό­μο. Κάποιος πρέ­πει να τους εμπο­δί­σει. Κάποιος πρέ­πει να ρίξει το σπό­ρο της αντί­στα­σης. Δια­φο­ρε­τι­κά δεν θα υπάρ­ξει ελπί­δα για τού­το τον τόπο». Πριν τον δολο­φο­νή­σουν παίρ­νει μια μεγά­λη χαρά. Η γυναί­κα που δεν στα­μά­τη­σε ποτέ να αγα­πά «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ». Δηλα­δή, δεν ανή­κει στην κατη­γο­ρία των σάπιων ζωών.

Η μόνη φωνή ενερ­γής αντί­στα­σης στο βιβλίο αυτό – έστω με την πένα — είναι η φωνή της δια­νό­η­σης. Ο συγ­γρα­φέ­ας δηλώ­νει σ’ ένα από τα σχό­λια του που υπάρ­χουν διά­σπαρ­τα στο βιβλίο, ότι όλοι οι τύραν­νοι το μόνο που φοβού­νται είναι το πνεύ­μα. Επι­τρέ­ψε­τε μου εδώ μια συμπλή­ρω­ση. Δεν είναι το μόνο που φοβού­νται, αλλά αυτό που τους φοβί­ζει είναι όταν η δύνα­μη του πνεύ­μα­τος ενω­θεί με το σθέ­νος όλων των αδι­κη­μέ­νων σε μια κοι­νω­νία. Και δεν πρό­κει­ται απλώς για «αδέρ­φια (που) κυνη­γού­σαν αδέρ­φια». Δικαί­ω­μα του κάθε συγ­γρα­φέα να δια­λέ­ξει τον τρό­πο με τον οποίο παρου­σιά­ζει την κοι­νω­νία και τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, αλλά είναι και δικαί­ω­μα του κάθε ανα­γνώ­στη να έχει την άπο­ψή του κι αυτή εξαρ­τά­ται από τις προ­σλαμ­βά­νου­σές του. Τον Στέ­φα­νο πάντως, τον «μεγά­λω­σαν» τα συντα­ρα­κτι­κά γεγο­νό­τα. Έτσι, το βιβλίο κλεί­νει με τα εξής ελπι­δο­φό­ρα λόγια: «Εγώ, άξαφ­να, είχα μεγα­λώ­σει! Φορ­τώ­θη­κα ένα βαρύ καθή­κον που με άντρω­σε. Να γίνω η φωνή του αγώ­να ε κ ε ί ν ο υ που με έμα­θε να ονει­ρεύ­ο­μαι τα υψη­λά και τα μεγά­λα!» Πράγ­μα­τι, ο Στέ­φα­νος κατά­λα­βε ότι δεν είναι οι ηδο­νές της σάρ­κας που τον κάνουν άνδρα, όπως νόμι­ζε το ανώ­ρι­μο αγό­ρι του άλλο­τε, αλλά τα υψη­λά ιδα­νι­κά που τον ολο­κλη­ρώ­νουν σαν ΑΝΘΡΩΠΟ.

Σάπιες ζωές, του Ανδρέα Ονουφρίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο