ΜΩΜΟΣ
Έλεγε και ξανάλεγε, πως θα ’δινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα!) τη βασιλεία των ουρανών. Μα τούτ’ οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το «βασιλεία», δεν τ’ ακούγανε το «ουρανών»! Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα. Γιατί νομίζανε, πως θα ’διωχνε τον ξένο τύραννο, τους Ρωμαίους, και θα ’δινε σ’ αυτούς τη βασιλεία της Ιουδαίας.
Μα οι ντόπιοι τυράννοι, οι πλούσιοι Εβραίοι, —Φαρισαίοι και μεγαλοπαπάδες— φοβηθήκανε, πως, άμα χάνανε την προστασία των ξένων, θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τους.
Γι’ αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για οχτρό του Θεού.
Οχτρός του Θεού; Τότες ο λαός των κουρελήδων, που είναι θρήσκος (όλα κι όλα!) αγρίεψε, ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του. Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο, τόσο το καλύτερο!) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους, στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς.
ΙΗΣΟΥΣ
Αυτό ήθελα. Έπρεπε να με σκοτώσουνε, για να συχωρεθούνε…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πάλι τα ίδια;
(σιγή)
ΜΩΜΟΣ
Οι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλου του κόσμου ύστερ’ από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό. Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα. Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σ’ αρνιέται.
Εσύ, ο Θεός — Πνέμα, Σωτήρας της Ψυχής, θα γίνεις ο Θεός — Σωτήρας της Κοιλιάς σου. Γι’ αυτουνούς απόθανες.
Αντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών, θεμέλιωσες τη βασιλεία του Πλούτου.
Θα ’πρεπε ν’ αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες, αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβων.
Μα τότε δε θα γινόσουνα θεός!
ΙΗΣΟΥΣ
Κάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινή.
Τις άφησα όλες να υπάρχουνε, γιατί χρειάζονται. Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερη.
Η μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος. Αυτόνε τον κατάργησα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πώς;
Έκανες τους ανθρώπους αθάνατους;
ΜΩΜΟΣ
Μετά θάνατον!
Σου το ξανάπα, μα δεν πρόσεξες.
Μετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό.
ΙΗΣΟΥΣ
Εκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα του.
Αυτή ’ναι η Αλήθεια ΜΟΥ.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φαίνεται, πως από τότες, που καρφώθηκα πολύ ψηλά, εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου, το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων!
ΜΩΜΟΣ
(στον Ιησού)
Συ, που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών, δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμα;
Έτσι θα καταργούσες την Πείνα. Και μαζί της θ’ αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα. Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατον…
Μα όσα ψωμιά και να φκιάνανε, είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό, πάλι θα πεινούσανε.
Θαν τους τα παίρναν όλα οι Δυνατοί.
Αφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς, ας έδινες σε κάθε σκλάβο, αντίς την αθανασία, ένα στιλέτο.
ΙΗΣΟΥΣ
Ένα στιλέτο;
Τί ναν τον κάνανε;
ΜΩΜΟΣ
Για να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών.
ΙΗΣΟΥΣ
(μέσα του με παράπονο)
Πόσο τονε λυπάμαι!
Είναι καταδικασμένος για πάντα.