Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σήμερον κρεμάται επί ξύλου… (Απόσπασμα από το «Φως που καίει», του Κ. Βάρναλη)

ΜΩΜΟΣ

Έλε­γε και ξανά­λε­γε, πως θα ’δινε τάχα στους φτω­χούς (αν καθό­ντα­νε φρό­νι­μα!) τη βασι­λεία των ουρα­νών. Μα τούτ’ οι κακο­μοί­ρη­δες ακού­γα­νε μονα­χά το «βασι­λεία», δεν τ’ ακού­γα­νε το «ουρα­νών»! Και πήρα­νε τα μυα­λά τους αέρα. Για­τί νομί­ζα­νε, πως θα ’διω­χνε τον ξένο τύραν­νο, τους Ρωμαί­ους, και θα ’δινε σ’ αυτούς τη βασι­λεία της Ιουδαίας.

Μα οι ντό­πιοι τυράν­νοι, οι πλού­σιοι Εβραί­οι, —Φαρι­σαί­οι και μεγα­λο­πα­πά­δες— φοβη­θή­κα­νε, πως, άμα χάνα­νε την προ­στα­σία των ξένων, θαν τους παίρ­ναν οι κου­ρε­λή­δες τα πλού­τια τους και τα εισο­δή­μα­τά τους.

Γι’ αυτό μεγα­λο­πα­πά­δες και Φαρι­σαί­οι κάνα­νε συμ­βού­λιο και τον κατη­γο­ρή­σα­νε από τη μια μεριά στη ρωμαϊ­κή εξου­σία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιου­δαϊ­κό λαό για οχτρό του Θεού.

Οχτρός του Θεού; Τότες ο λαός των κου­ρε­λή­δων, που είναι θρή­σκος (όλα κι όλα!) αγρί­ε­ψε, ξεση­κώ­θη­κε και ζήτη­σε από τους Ρωμαί­ους το θάνα­τό του. Κι οι Ρωμαί­οι (ένας Εβραί­ος λιγό­τε­ρος στον κόσμο, τόσο το καλύ­τε­ρο!) τον παρα­δώ­σα­νε στους Φαρι­σαί­ους, στους μεγα­λο­πα­πά­δες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυ­ρώ­σα­νε μετά χαράς.

ΙΗΣΟΥΣ

Αυτό ήθε­λα. Έπρε­πε να με σκο­τώ­σου­νε, για να συχωρεθούνε…

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πάλι τα ίδια;

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

Οι Φαρι­σαί­οι κι οι παπά­δες όλου του κόσμου ύστερ’ από λίγα χρό­νια θα σε κάνου­νε θεό. Θα σου χτί­ζου­νε μεγα­λό­πρε­πες εκκλη­σιές και θα σε προ­σκυ­νά­νε ντυ­μέ­νοι στο μάλα­μα. Και θα καί­νε ζωντα­νόν όποιο­νε σ’ αρνιέται.

Εσύ, ο Θεός — Πνέ­μα, Σωτή­ρας της Ψυχής, θα γίνεις ο Θεός — Σωτή­ρας της Κοι­λιάς σου. Γι’ αυτου­νούς απόθανες.

Αντίς να φέρεις τη βασι­λεία των Ουρα­νών, θεμέ­λιω­σες τη βασι­λεία του Πλούτου.

Θα ’πρε­πε ν’ αφά­νι­ζες τους Φαρι­σαί­ους και τους μεγα­λο­πα­πά­δες, αν ήθε­λες να σώσεις τα μιλιού­νια των σκλάβων.
Μα τότε δε θα γινό­σου­να θεός!
ΙΗΣΟΥΣ

Κάθε εγκό­σμια εξου­σία είναι προσωρινή.

Τις άφη­σα όλες να υπάρ­χου­νε, για­τί χρειά­ζο­νται. Αλλιώς οι ανθρώ­ποι θα γινό­ντα­νε χει­ρό­τε­ροι κι η δυστυ­χία τους μεγαλύτερη.

Η μεγά­λη κι ακα­τά­λυ­τη εξου­σία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνα­τος. Αυτό­νε τον κατάργησα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πώς;

Έκα­νες τους ανθρώ­πους αθάνατους;

ΜΩΜΟΣ

Μετά θάνα­τον!

Σου το ξανά­πα, μα δεν πρόσεξες.

Μετά θάνα­τον θαν τους ανα­στή­σει όλους στον ουρανό.

ΙΗΣΟΥΣ

Εκεί καθέ­νας θα κρι­θεί κατά τα έργα του.

Αυτή ’ναι η Αλή­θεια ΜΟΥ.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Φαί­νε­ται, πως από τότες, που καρ­φώ­θη­κα πολύ ψηλά, εγώ ο πνε­μα­τι­κός Λύχνος του Κόσμου, το σκο­τά­δι πήχτω­σε μέσα στο μυα­λό και των θεών και των ανθρώπων!

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)

Συ, που έκα­νες το θάμα των πέντε ψωμιών, δεν έδι­νες στους πει­να­σμέ­νους τη χάρη να κάνου­νε κι αυτοί το ίδιο θάμα;

Έτσι θα καταρ­γού­σες την Πεί­να. Και μαζί της θ’ αφα­νι­ζό­ντα­νε κι η Άγνοια κι η Κάκη­τα. Και τότες δε θα ύπαρ­χε ανά­γκη σωτη­ρί­ας μετά θάνατον…

Μα όσα ψωμιά και να φκιά­να­νε, είτε πέντε χιλιά­δες είτε κι ένα μονα­χό, πάλι θα πεινούσανε.

Θαν τους τα παίρ­ναν όλα οι Δυνατοί.

Αφού δεν τους ξεπά­στρε­ψες αυτου­νούς, ας έδι­νες σε κάθε σκλά­βο, αντίς την αθα­να­σία, ένα στιλέτο.

ΙΗΣΟΥΣ

Ένα στι­λέ­το;

Τί ναν τον κάνανε;

ΜΩΜΟΣ

Για να δίνα­νε το γρη­γο­ρό­τε­ρο στους Δυνα­τούς τη βασι­λεία των ουρανών.

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)

Πόσο τονε λυπάμαι!

Είναι κατα­δι­κα­σμέ­νος για πάντα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο