Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν να ήταν χτες… «Ώρα ανάγκης» (Αγ. Βαλεντίνου συνέχεια)

Κάτι ληστές πιά­σα­νε πατέ­ρα, μητέ­ρα και τις κόρες τους. Βιά­σα­νε, τυράν­νη­σαν και σκό­τω­σαν τις γυναίκες.
Ο πατέ­ρας το έσκα­σε και πήγε στην αστυνομία.
Την ώρα που έσκυ­ψε να υπο­γρά­ψει την κατά­θε­σή του, ο αστυ­νό­μος είδε να εξέ­χει μέσα από το σακά­κι του η λαβή ενός πιστολιού.
«Τι είναι αυτό;».
«Πιστό­λι».
«Και για­τί δεν το χρη­σι­μο­ποί­η­σες;».
«Το φυλάω για μια ώρα ανά­γκης, κύριε αστυ­νό­με».

⚠️   Αν δε δια­λύ­σου­με τα δύο κόμ­μα­τα της συμ­φο­ράς, θα είναι μακρύς και άγριος ο δρόμος.
🕛   Τώρα είναι «η ώρα ανά­γκης».

Τίτος ΒΑΝΔΗΣ Τρί­τη 1 Φλε­βά­ρη 2000

Ήθε­λα να γρά­ψω για τον Άγιο Βαλε­ντί­νο. Κάθε χρό­νο, τα Χρι­στού­γεν­να, αρρω­σταί­νω με την αμε­ρι­κα­νο­ποί­η­ση των Ελλήνων.
Αν οι παρα­δό­σεις σώζο­νται κάπου, θα ‘ναι σε μερι­κά καλυ­βό­σπι­τα στην κορυ­φή των βουνών.
Όλη η άλλη Ελλά­δα γιορ­τά­ζει αμερικάνικα.
Ο Αϊ — Βασί­λης έχει μεί­νει άνερ­γος, καταρ­γή­θη­κε, βλέ­πεις, η Πρω­το­χρο­νιά και δου­λεύ­ει τώρα τα Χρι­στού­γεν­να ως Santa Claus. Τα παι­δά­κια παίρ­νουν τα δώρα τους τα Χρι­στού­γεν­να. Η Πρω­το­χρο­νιά έσβησε.
Πολ­λά σωμα­τεία καλούν τα μέλη τους να κόψουν την πρω­το­χρο­νιά­τι­κη πίτα το Μάρτη.
Ο Αϊ — Βασί­λης ντρέ­πε­ται τόσο πολύ, που άλλα­ξε τ’ όνο­μά του. Και τα κάλα­ντα αμε­ρι­κά­νι­κα. «Τζίν­γκερ Μπελ», «Τζίν­γκερ Μπελ», και δε συμμαζεύεται.
Όταν, λοι­πόν, έρθει ο Φλε­βά­ρης, που φέρ­νει τον Αγιο Βαλε­ντί­νο, τότε γίνε­ται φανε­ρό ότι οι πίθη­κοι που προ­σπα­θούν να εξα­φα­νί­σουν τον ελλη­νι­κό πολι­τι­σμό και την ελλη­νι­κή παρά­δο­ση, βαδί­ζουν πάνω σε προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νο σχέ­διο.
Και για να μην υπάρ­ξει αμφι­βο­λία ότι αυτό είναι μία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και όχι η φαντα­σία μου, να ανα­φέ­ρω ότι πέρυ­σι μου ζήτη­σαν τηλε­φω­νι­κά, από την εκπο­μπή «Καλη­μέ­ρα Ελλά­δα», να έρθει στο σπί­τι ένα συνερ­γείο, να κάνω μία δήλω­ση για τον Άγιο Βαλεντίνο.
Τους είπα ότι δια­φω­νώ μ’ αυτές τις ξένες συνή­θειες, που μας ντρο­πιά­ζουν και μας μετα­μορ­φώ­νουν σε μαϊ­μού­δες και γι’ αυτό ν’ απο­τα­θούν σε κάποιον άλλο.
Μου είπαν ότι «δεν πει­ρά­ζει» και μάλι­στα «καλό είναι να ακου­στεί και μία δια­φο­ρε­τι­κή άποψη!»
Ήρθαν.
Τους ρώτη­σα αν θα βάλουν ό,τι πω και με δια­βε­βαί­ω­σαν ότι θα τα βάλουν όλα.
Άρχι­σα, λέγο­ντας ότι «αγά­πη πρέ­πει να υπάρ­χει κάθε μέρα» και συνέ­χι­σα, εκφρά­ζο­ντας την αγα­νά­χτη­σή μου για τη γελοιό­τη­τα και την ανα­ξιο­πρέ­πεια αυτών που δέχο­νται να μετα­βά­λουν την Ελλά­δα και τον εαυ­τό τους σε παρα­κε­ντέ­δες των Αμε­ρι­κά­νων μέσα στην ίδια μας τη χώρα!
Λοι­πόν, φίλοι, κρα­τή­σαν μόνο το «αγά­πη πρέ­πει να υπάρ­χει κάθε μέρα» και φαι­νό­ταν σαν να ‘μαι κολ­λη­τός του Αγί­ου Βαλεντίνου.
Δε βάλαν ούτε λέξη από ό,τι άλλο είπα.
Ο Γιώρ­γος Παπα­δά­κης, που παρου­σιά­ζει το πρό­γραμ­μα, δεν είχε καμία ανά­μει­ξη, ούτε γνώ­ση. Δεν είναι δου­λιά του.
Το κόψι­μο της δήλω­σης είναι πολι­τι­κή του σταθμού.

(παρέν­θε­ση 14-Φεβ-2000) Πέρα­σε και φέτος η μέρα του ξενό­φερ­του, λεβα­ντί­νου των αισθη­μά­των, του εμπο­ρά­κου των ερω­τευ­μέ­νων και των συμ­βο­λι­σμών του τίπο­τα. καρδούλες i love youMέσω smart phone πλέ­ον, με τυπο­ποι­η­μέ­να gifά­κια και video-cartoon της κακιάς ώρας, πλη­σμο­νή ‑δήθεν «έρω­τα», «αισθή­μα­τος» και «αιώ­νιας αφο­σί­ω­σης» μιας νεο­λαί­ας που παλεύ­ει να επι­βιώ­σει και να αρθρώ­σει λόγο και μιας κοι­νω­νί­ας σε άνι­σο αγώ­να με τη ζού­γκλα της αγοράς.
Πάει πια εκεί­νο το «έσω πάθη» αυτό το αρχέ­γο­νο παι­χνί­δι των φύλων, με τη γοη­τεία των μετέ­ω­ρων μισόλογων.
Τώρα μόνο προ­κα­τα­σκευα­σμέ­να και τυπο­ποι­η­μέ­να σύμ­βο­λα, (γκου­γκλά­ρι­μα «Άγιος Βαλε­ντί­νος» και να! 396.000 απο­τε­λέ­σμα­τα σε ~0,43 δευτερόλεπτα) .
Χτες όπως όλα τα τελευ­ταία χρό­νια (αλλά και κατά την καθη­με­ρι­νό­τη­τα), τα αισθή­μα­τα τυπο­ποιού­νται με κωδι­κή ανα­φο­ρά, στον ξενό­φερ­το «περι­πα­θή» επί­ση­μα γνω­στό ως ‘Άγιος Βαλε­ντί­νος της Ρώμης, «ευρέ­ως — [σώ…ω…ω..πα!] ανα­γνω­ρι­σμέ­νο ρωμαιο­κα­θο­λι­κό άγιο του 3ου αιώ­να» (sic!).

Δεκά­δες “emoji” με παντοει­δείς “καρ­δού­λες” στα­τι­κές και animated  της google και των ΜΚΔ αιω­ρού­νται στο που­θε­νά, ενώ στις πραγ­μα­τι­κές και virual βιτρί­νες, κωδι­κο­ποι­η­μέ­νες, ομοιό­σχη­μες καρ­διές πλα­στι­κές, τσί­γκι­νες και αση­μέ­νιες χωρίς καρ­διά, λου­λού­δια ψεύ­τι­κα …κου­τιά πολύ­χρω­μα «χρυ­σό­χαρ­τα» της δεκά­ρας, χωρίς περιε­χό­με­νο. καρδούλεςΑλλά υπάρ­χουν και άλλες «καρ­δού­λες … ταξι­κής δια­φο­ρο­ποί­η­σης, δια­μα­ντέ­νιες και πλα­τι­νέ­νιες χρυ­σές πέτρες fa-ca‑d’oro «ο χρυ­σός σας φέρ­νει πιο κοντά» του 1982 σε νέα έκδο­ση, πάντα όμως πλου­μί­δια τεχνη­τά για πλα­στι­κά αισθή­μα­τα.
Τα παλιά, τα «ρομα­ντι­κά» χρό­νια κι αυτά δεν ήταν τόσο καλά και ρομα­ντι­κά για όλους. Αλλά, το μενε­ξε­δί μελά­νι, μια γαζία σ’ ένα βιβλίο για τους αγα­πη­μέ­νους, μερι­κά κρυ­φό­λο­γα, μια ανά­σα του πελά­γους δεν είχαν ακό­μη αντι­κα­τα­στα­θεί από τα πλα­στι­κο­ποι­η­μέ­να ομοιότυπα.
Έμε­νε το πρω­το­γε­νές πάθος και το παι­χνί­δι του απρο­σπέ­λα­στου που πρέ­πει να προ­σεγ­γί­σεις με ευαι­σθη­σία, χωρίς τη λαι­μαρ­γία του «γρή­γο­ρου φαγητού».
Και τώρα τι; Μόνο ο ξενό­φερ­τος, λεβα­ντί­νος των αισθη­μά­των, ο εμπο­ρά­κος των ερω­τευ­μέ­νων και των συμ­βο­λι­σμών του τίπο­τα, ενώ από χρό­νια ανα­ζη­τεί­ται αγω­νιω­δώς ημε­δα­πός «υάκιν­θος των ερω­τευ­μέ­νων», για να εκτο­πί­σει τον νεό­κο­πο Βαλε­ντί­νο, αλλά οι ντι­ρε­κτί­βες της ευρω­λα­γνεί­ας ισχυ­ρό­τε­ρες λόγω διά­τα­ξης της ιμπε­ρια­λι­στι­κής πυρα­μί­δας και ρόλου της χώρας μας σ’ αυτήν.

Τίτος Βανδής

Πάνω σ’ αυτά, να που, πριν από μερι­κές μέρες, ο αρχιε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος προ­τεί­νει τους Αγί­ους Πρί­σκι­λα και Ακύ­λα, που γιορ­τά­ζο­νται στις 13 του Φλε­βά­ρη, σαν αντί­πα­λους στον καθο­λι­κό Βαλε­ντί­νο. Νομί­ζω ότι δε βοη­θά ούτε στην πίστη ούτε στη σοβα­ρό­τη­τα. Αφη­σέ τους να γιορ­τά­ζου­νε τον Άγιο Βαλε­ντί­νο και τον Άγιο Κλί­ντον. Εμείς έχου­με τις δικές μας γιορ­τές. Εχου­με το Πάσχα, που, αν το κρα­τή­σου­με ελλη­νι­κό, καλύ­πτου­με τις γιορ­τές όλου του κόσμου. Μία βδο­μά­δα συγκέ­ντρω­σης. Μία βδο­μά­δα να σου θυμί­ζει τι είναι ζωή, τι είναι αγά­πη, τι είναι ειρή­νη. Ας δια­τη­ρού­με αυτές τις όμορ­φες σκέ­ψεις όλο το χρό­νο. Και ας μην κάνου­με και το άλλο, που προ­τεί­νει ο αρχιε­πί­σκο­πός μας. Ας μη γιορ­τά­σου­με τα 2000 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του Χρι­στού. Γενέ­θλια, δηλαδή.

Αυτή τη βδο­μά­δα, με χτύ­πη­σε ο ιός και έρχο­νται στιγ­μές που δυσκο­λεύ­ο­μαι να ανα­πνεύ­σω. Είναι, λοι­πόν, φυσι­κό να σκέ­φτο­μαι το δυστυ­χι­σμέ­νο παι­δί, που θα ‘χει να σβή­σει 2000 κεριά. Κι έπει­τα πες πως βρί­σκου­με κάποιον, που από τις δηλώ­σεις και τις εκρή­ξεις του, δια­θέ­τει αυτόν τον αέρα και σβή­νει τα κεριά, τι θα του τρα­γου­δή­σου­με του Χρι­στού; «Happy Birthday to you;».
Αφη­σέ τα, που σου λέω, μακα­ριό­τα­τε. Προ­βλέ­πω φιάσκο…

Βέβαια, κανείς δε ζήτη­σε τη γνώ­μη μου, αλλά εγώ τη λέω. Και δεν είναι για πέτα­μα η γνώ­μη μου.

Πολ­λά χρό­νια κοι­τά­ζω γύρω μου και δε με κοροϊ­δεύ­ουν εύκολα.
Δεν μπο­ρεί, δηλα­δή, να μου δεί­χνουν το Μετρό, χρό­νια μετά την προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη ημε­ρο­μη­νία, πλη­ρω­μέ­νο τρεις φορές πάνω από το ποσό που εγκρί­θη­κε και μισοτελειωμένο.
Πολ­λών τα μάγου­λα έχουν γεμί­σει λίπος από το φαγο­πό­τι. Είναι αυτών, που μου ζητάν τώρα να τους χει­ρο­κρο­τή­σω και να τους ψηφίσω.
Και δε νομί­ζω πως θα ξεγε­λά­σουν πολύ κόσμο αυτή τη φορά. θα ήμου­να πολύ ανό­η­τος, αν πίστευα ότι είμαι ο μόνος έξυ­πνος. Ο μόνος που σκέ­φτε­ται. Ζω και βλέ­πω την αδι­κία γύρω μου. Των συντα­ξιού­χων, των αγρο­τών, των ανέρ­γων, των ανή­μπο­ρων, των παι­διών στα σχο­λεία. Δε θα με ξεγε­λά­σει ένα τρενάκι.
Το ΠΑΣΟΚ, με την υπο­στή­ρι­ξη της ΝΔ, κήρυ­ξε τον πόλε­μο στον ελλη­νι­κό λαό.
Κατάρ­γη­σε τους νόμους και το Σύνταγ­μα. Οι πρά­ξεις του υπουρ­γού Δικαιο­σύ­νης, η υπο­στή­ρι­ξη από τον κ. Σημί­τη και οι σαλια­ροει­δείς δικαιο­λο­γί­ες του κυβερ­νη­τι­κού εκπρο­σώ­που δεί­χνουν ότι δεν τηρούν ούτε τα προσχήματα.

Ο κομμουνισμός είναι ο εχθρός τους. Το κάστρο πρέπει να πέσει. Μετά, δε θα υπάρχει καμία αντίσταση.

Και μια που ήρθε η ώρα να τελειώ­σου­με, ας τελειώ­σου­με με μία ιστο­ρία. Μας αρέ­σουν οι ιστο­ρί­ες εμάς τους παλιούς.

Κάτι ληστές πιά­σα­νε πατέ­ρα, μητέ­ρα και τις κόρες τους. Βιά­σα­νε, τυράν­νη­σαν και σκό­τω­σαν τις γυναί­κες. Ο πατέ­ρας το έσκα­σε και πήγε στην αστυ­νο­μία. Την ώρα που έσκυ­ψε να υπο­γρά­ψει την κατά­θε­σή του, ο αστυ­νό­μος είδε να εξέ­χει μέσα από το σακά­κι του η λαβή ενός πιστο­λιού. «Τι είναι αυτό;». «Πιστό­λι». «Και για­τί δεν το χρη­σι­μο­ποί­η­σες;». «Το φυλάω για μια ώρα ανά­γκης, κύριε αστυνόμε».
Αν δε δια­λύ­σου­με τα δύο κόμ­μα­τα της συμ­φο­ράς, θα είναι μακρύς και άγριος ο δρόμος.

Τώρα είναι «η ώρα ανάγκης»!


Το παρα­πά­νω σημεί­ω­μα του Τίτου Βαν­δή δημο­σιεύ­τη­κε στο Ριζο­σπά­στη πριν 20 χρό­νια (Φλε­βά­ρης 2000)

Titos Vandis

Εποίησε ήθος στη ζωή και την τέχνη

Στις 23 Φλε­βά­ρη 2003 ο Τίτος Βαν­δής, ο ΕΑΜί­της, ο κομ­μου­νι­στής, ο σπου­δαί­ος ηθο­ποιός, που υπε­ρέ­βη τα σύνο­ρα του ελλη­νι­κού θεά­τρου και κινη­μα­το­γρά­φου και έγι­νε διε­θνής, ονο­μα­στός στο Μπρο­ντ­γου­έι και στο Χόλι­γουντ, πέρα­σε στην ιστο­ρία των αγώ­νων του λαού μας και του σύγ­χρο­νου πολι­τι­σμού μας σε μια μακρό­χρο­νη πορεία στο θέα­τρο, στον κινη­μα­το­γρά­φο, αλλά και στο δρό­μο του αγώ­να. Η λεβε­ντιά του, το χιού­μορ, το χαμό­γε­λό του, η αισιο­δο­ξία του, η περη­φά­νια, η αγω­νι­στι­κό­τη­τά του, είναι χαραγ­μέ­να δίπλα από την εικό­να και το όνο­μά του.

Στη ζωή του Τίτου Βαν­δή, η καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία και η πάλη για ένα καλύ­τε­ρο αύριο βάδι­σαν χέρι χέρι. Ηταν κομ­μου­νι­στής από τα νεα­νι­κά του χρό­νια και κομ­μου­νι­στής έμει­νε μέχρι την τελευ­ταία πνοή του. Στην ΕΑΜι­κή Αντί­στα­ση, στα χρό­νια που το ΚΚΕ ήταν παρά­νο­μο, στη νομι­μό­τη­τα. Ως απλός μαχη­τής και ως υπο­ψή­φιος βου­λευ­τής του Κόμ­μα­τος. Αν και βαριά άρρω­στος, συνέ­χι­ζε να αρθρο­γρα­φεί στο «Ριζο­σπά­στη» μέχρι τέλους. Δρα­στή­ριο μέλος της εργα­τι­κής «Κοι­νω­νι­κής Αλλη­λεγ­γύ­ης» από τα 1934, συν­δέ­θη­κε με το ΚΚΕ και έπει­τα με το ΕΑΜ Θεά­τρου. Μετά την υπο­χώ­ρη­ση συμ­με­τεί­χε στους ΕΑΜί­τι­κους θιά­σους, που έδι­ναν παρα­στά­σεις στην επαρχία.

Τίτος Βανδής

Ο Τίτος Βαν­δής, πέρα από όλα τ’ άλλα, μας άφη­σε παρα­κα­τα­θή­κη και ένα βιβλίο, «Κου­βέ­ντα με τους φίλους μου» (εκδό­σεις «προ­σκή­νιο» — Αγγε­λου Σιδε­ρά­του), στο οποίο, χωρίς πρό­θε­ση να θεω­ρη­τι­κο­λο­γή­σει, να ανα­λύ­σει ή να υπο­δεί­ξει, αυτο­βιο­γρα­φεί­ται… Και χωρίς πάλι να είναι μια τυπι­κή βιο­γρα­φία, απο­τε­λεί μια πραγ­μα­τι­κά δυνα­τή ανα­γνω­στι­κή ιστο­ρία, μυθι­στο­ρη­μα­τι­κής αξί­ας δημιούρ­γη­μα, με μια εκπλη­κτι­κή ισορ­ρο­πία συναι­σθη­μά­των, που περ­νά λες με μαε­στρία από τη συγκί­νη­ση στο χιού­μορ. Ο τρό­πος που απο­τύ­πω­σε ο Τίτος Βαν­δής την ιστο­ρία του μοιά­ζει με τα μεγά­λα έργα, που ακρο­βα­τούν ανά­με­σα στο τρα­γι­κό και το κωμι­κό, μοιά­ζει με τη ζωή την ίδια, γι’ αυτό είναι αληθινό.

Ο άνθρω­πος που θυμό­ταν πάντα ο Τίτος Βαν­δής και τον μνη­μο­νεύ­ει στο βιβλίο του ήταν ο κυρ Κώστας ο τσα­γκά­ρης, ο οποί­ος «με δυο κου­βέ­ντες, με πολύ απλά πράγ­μα­τα… ίσως αυτός ο άνθρω­πος με έμα­θε να είμαι απλός. Ηταν σαν αυτό που βλέ­πα­με στα παρα­μύ­θια, που ανοί­γει μια πόρ­τα και το παι­δί βλέ­πει πράγ­μα­τα μαγι­κά. Με το πρώ­το. Εκεί­νη η εικό­να των ανθρώ­πων αυτών των μουν­τζου­ρω­μέ­νων, αξύ­ρι­στων, των λασπω­μέ­νων… Ηταν αυτός που μου έδω­σε την αφορ­μή να δια­βά­σω βιβλία. Πιστεύω ότι κάθε τίμιος άνθρω­πος πρέ­πει να είναι κομ­μου­νι­στής. Δεν μπο­ρεί να είναι δίκαιο, δεν μπο­ρεί να είναι ζωή το να οικο­νο­μά­νε οι λίγοι και οι πολ­λοί να πει­νά­νε. Αρχί­ζεις και σκέ­φτε­σαι, πώς έγι­νε η κοι­νω­νία. Από τη στιγ­μή που υπάρ­χει ο άνθρω­πος, μερι­κοί έχουν βρει τον τρό­πο να κυριαρ­χούν, να είναι πιο δυνα­τοί. Αυτοί έκα­ναν τους νόμους, αυτοί εφεύ­ραν την αστυ­νο­μία και το στρα­τό, για το έθνος λέει, αλλά δεν το έχουν για το έθνος, όλα για την τσέ­πη τους».

Σ’ όλη του τη ζωή ο Τίτος έδι­νε μεγά­λη σημα­σία στην κινη­το­ποί­η­ση του συνό­λου. «Το μερο­κά­μα­το» — έλε­γε — «είναι ιερό. Το δίκιο του εργά­τη είναι ιερό. Κι αν ένας εργά­της δεν έχει ανά­γκη, έχει πιει με το αφε­ντι­κό και έχει δια­σκε­δά­σει μαζί του, το μερο­κά­μα­το πρέ­πει να το πάρει. Αν δεν τσα­κω­θεί για το μερο­κά­μα­το, προ­δί­δει όλη του την τάξη. Είναι κάτι που πρέ­πει να το κυνη­γάς συνέ­χεια για να απο­κτή­σεις συνείδηση».

Μια συνεί­δη­ση, που ο ίδιος την απέ­κτη­σε μέρα με τη μέρα, χρό­νο με το χρό­νο, μέσα από τη δου­λιά του, αλλά και τους αγώ­νες του σε κάθε κρί­σι­μη στιγ­μή και της ιστο­ρί­ας, αλλά και της προ­σω­πι­κής του ζωής. Μια «γεύ­ση» από τη ζωή του στις ΗΠΑ, όπως κατα­γρά­φε­ται στο βιβλίο του «Κου­βέ­ντα με τους φίλους μου», είναι και η εξής: «Παρ’ όλο το ξεσή­κω­μα του κόσμου στη δεκα­ε­τία του 1960 ενα­ντί­ον του πολέ­μου στο Βιετ­νάμ, ακό­μα και στη δεκα­ε­τία του 1970, πλα­νιό­ταν πάνω από τις ΗΠΑ η σκιά του Μακάρ­θι. Η μεγά­λη ευαι­σθη­σία των Αμε­ρι­κα­νών γενι­κά είναι το οικο­νο­μι­κό. Πάνω απ’ όλα, τιμούν το δολά­ριο. Ο στρα­τη­γός Morehead, στην ερώ­τη­ση “Πώς εξη­γεί­τε το γεγο­νός ότι με τόσες απώ­λειες οι Βιετ­να­μέ­ζοι κρά­τη­σαν τόσα χρό­νια;”, απά­ντη­σε: “Δεν είναι παρά­ξε­νο. Αλλιώς λογα­ριά­ζε­ται η ζωή ενός Βιετ­να­μέ­ζου. Αλλο Αμε­ρι­κά­νοι, άλλο Βιετ­να­μέ­ζοι”. Εννο­ού­σε “Άλλο να σκο­τώ­νεις ανθρώ­πους κι άλλο μύγες και κου­νού­πια. Αυτά τα σκο­τώ­νεις και έρχο­νται άλλα. Ο θάνα­τός τους δεν έχει σημα­σία, ούτε για σένα, ούτε γι’ αυτά”. Στην κατη­γο­ρία της μύγας και του κου­νου­πιού έχουν κατα­τά­ξει οι Αμε­ρι­κά­νοι τους Σέρ­βους, τους Ιρα­κι­νούς, οποιον­δή­πο­τε αντιστέκεται».

Τίτος Βανδής Εποίησε ήθος στη ζωή και την τέχνη

Οι πολι­τι­κές πεποι­θή­σεις του Τ. Βαν­δή έχουν πολύ βαθιές ρίζες. Τα γεγο­νό­τα και οι θύμη­σες της μακριάς πορεί­ας του στη ζωή και τον αγώ­να του λαού μας ανθί­ζουν μέσα από τις διη­γή­σεις του ίδιου και τα συναι­σθή­μα­τά του. «Δεν το βάζω κάτω» — έλε­γε. «Δε λέω στον εαυ­τό μου, κοί­τα, δεν ακούς, δεν περ­πα­τάς, μένεις στην άκρη. Εξα­κο­λου­θώ να κάνω το μέγι­στο, το οποίο μπο­ρεί να είναι ελά­χι­στο μπρο­στά σ’ αυτό που κάνουν οι νέοι, αλλά ως την τελευ­ταία στιγ­μή θέλω να κάνω ό,τι μπο­ρώ. Ξέρω ότι αιώ­νες υπέ­φε­ρε ο κόσμος και ξέρω ότι αιώ­νες μπο­ρεί να υπο­φέ­ρει ακό­μη, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να πού­με δε βαριέ­σαι. Μπο­ρεί να είναι ασή­μα­ντο, αν και τίπο­τε δεν είναι ασή­μα­ντο. Αν ο καθέ­νας έκα­νε από λίγο, θα γινό­ταν πολύ».

Μέσα από τις συζη­τή­σεις μαζί του κατά­φερ­νε να τονί­ζει την αισιο­δο­ξία του και την πίστη του στη δύνα­μη του ανθρώ­που όταν αυτή ενι­σχύ­ε­ται από το όνει­ρο για έναν δικαιό­τε­ρο κόσμο: «Πάντα θα υπάρ­χουν πολ­λοί που θα μεί­νουν με τα μάτια ανοι­χτά και με το όνει­ρο να φτιά­ξουν έναν και­νού­ριο και δίκαιο κόσμο. Κι αυτοί θα τον αλλά­ξουν σίγου­ρα τον κόσμο. Είναι μακρύς ο δρό­μος, όμως υπάρ­χει όαση στο τέλος. Για­τί αυτός ο λαός που έχει τόσους μεγά­λους και μικρούς λόγους να ενω­θεί και να αντι­στα­θεί στην εκμε­τάλ­λευ­ση και την κοροϊ­δία, δεν το έχει κάνει ακό­μα, είναι απο­ρί­ας άξιο. Ας ελπί­σου­με ότι κάποια μέρα θα το κάνουν. Ολοι μαζί. Ολοι όσοι προ­σφέ­ρο­νται και μπο­ρούν να βοη­θή­σουν. Μόνο στις αμε­ρι­κά­νι­κες ται­νί­ες δίνει τη λύση ο “Ένας”».

Στη σημερινή σήψη και ηττοπάθεια, που δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο και το χώρο της τέχνης, η αγωνιστική στάση του Τίτου Βανδή είναι παράδειγμα που ελπίζουμε ότι θα βρει κι άλλους μιμητές.

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες από ένα αφιέ­ρω­μα της Σοφί­ας Αδαμίδου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο