Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα 18 Σεπτέμβρη 1834 η Αθήνα ονομάζεται πρωτεύουσα και εμείς  «ρίχνουμε μια ματιά» στην κοσμική Αθήνα της εποχής

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα 18 Σεπτέμ­βρη 1834 η Αθή­να ονο­μά­ζε­ται πρω­τεύ­ου­σα του ελλη­νι­κού κρά­τους, με διά­ταγ­μα της αντι­βα­σι­λεί­ας και εμείς βρή­κα­με την ευκαι­ρία να κάνου­με ένα ταξί­δι στη μετε­πα­να­στα­τι­κή Αθή­να που τότε ήταν ένα χωριό 300 σπι­τιών και πολ­λών ερειπίων.

Να δού­με πώς ανα­πτύ­χθη­κε η πόλη αλλά να «ρίξου­με και μια ματιά» στην κοσμι­κή Αθή­να της εποχής.

Η Αθήνα το 1810 όπως την αντίκρισε ο Λόρδος Βύρων. Πίνακας του Richard Temple, συνοδού του Βύρωνα. Στα αριστερά η Πύλη του Αδριανού και δεξιά στο βάθος το Θησείο

Η Αθή­να το 1810 όπως την αντί­κρι­σε ο Λόρ­δος Βύρων. Πίνα­κας του Richard Temple, συνο­δού του Βύρω­να. Στα αρι­στε­ρά η Πύλη του Αδρια­νού και δεξιά στο βάθος το Θησείο

«Η Αθή­να, που πριν απ’ τον Απε­λευ­θε­ρω­τι­κό Πόλε­μο αριθ­μού­σε 3.000 περί­που σπί­τια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μετα­βλη­θεί σ’ έναν άμορ­φο σωρό από πέτρες» λέει ένας περι­η­γη­τής της επο­χής. Και έτσι ήταν. Οταν απο­φα­σί­στη­κε η μετα­φο­ρά της πρω­τεύ­ου­σας από το Ναύ­πλιο, η Αθή­να ήταν ένα χωριό 4.000 κατοί­κων και ο Πει­ραιάς τρεις καλύ­βες όλο κι όλο — η μία του νεο­διο­ρι­σμέ­νου τελώνη.

Ερεί­πια, σωροί από πέτρες και γκρε­μι­σμέ­να σπί­τια. Δε δια­κρί­νο­νται μήτε δρό­μοι μήτε οικό­πε­δα. Με την από­φα­ση μετα­φο­ράς της πρω­τεύ­ου­σας στην Αθή­να — Σεπτέμ­βρης του 1834 — τα λίγα σπί­τια δεσμεύ­ο­νται για τις ανά­γκες του κρά­τους και των υπαλ­λή­λων του. Η δοθεί­σα απο­ζη­μί­ω­ση τις περισ­σό­τε­ρες φορές δεν ήταν σύμ­φω­νη με τις απαι­τή­σεις των ιδιο­κτη­τών τους. Η πρώ­τη σύγκρου­ση κατοί­κων και αρχών.

ΑΘΗΝΑ: Η Ακρόπολη το 1802 στην Τουρκοκρατία. Πίνακας του Ε.Dodwell. Ο πίνακας περιέχει ακριβείς λεπτομέρειες για το εσωτερικό της Ακρόπολης λίγο πριν από την επανάσταση του 1821. Στο βάθος φαίνεται ο Υμηττός, αριστερά ο Λυκαβηττός, που τότε λεγόταν Άγχεσμος και πίσω του το Πεντελικό όρος.

ΑΘΗΝΑ: Η Ακρό­πο­λη το 1802 στην Τουρ­κο­κρα­τία. Πίνα­κας του Ε.Dodwell. Ο πίνα­κας περιέ­χει ακρι­βείς λεπτο­μέ­ρειες για το εσω­τε­ρι­κό της Ακρό­πο­λης λίγο πριν από την επα­νά­στα­ση του 1821. Στο βάθος φαί­νε­ται ο Υμητ­τός, αρι­στε­ρά ο Λυκα­βητ­τός, που τότε λεγό­ταν Άγχε­σμος και πίσω του το Πεντε­λι­κό όρος.

Σχέδια …επιτήδειων

Ταυ­τό­χρο­να εγκρί­θη­κε και το πρώ­το Σχέ­διο της Πόλης των Αθη­νών που προ­έ­βλε­πε τη δημιουρ­γία τριών κεντρι­κών δρό­μων και τη δια­πλά­τυν­ση και ευθυ­γράμ­μι­ση των άλλων οδών της νέας πόλης. Αθη­νάς, Αιό­λου και Ερμού οι τρεις κεντρι­κοί δρό­μοι της Πόλης. Οι ρυμο­το­μι­κές παρεμ­βά­σεις απαι­τού­σουν απαλ­λο­τριώ­σεις. Αλλος έχα­νε την αυλή του, άλλος τον κήπο και άλλος ολό­κλη­ρο το οικό­πε­δο. Με τη συν­δρο­μή και της Αστυ­νο­μί­ας οι κάτοι­κοι ανα­γκά­ζο­νταν να απο­δε­χτούν την απαλ­λο­τρί­ω­ση. Γκρε­μί­ζουν το σπί­τι τους με απο­ζη­μί­ω­ση 40 λεπτά τον πήχη και ανα­γκά­ζο­νται να αγο­ρά­σουν οικό­πε­δο σε άλλο σημείο προς 3 δραχ­μές τον πήχη. Οι επι­τή­δειοι είχαν αγο­ρά­σει τις εκτά­σεις και τώρα τις μοσχοπουλούσαν.

Περί­λυ­πος και εξέ­φρα­ζε την κακο­τυ­χία του ο Αθη­ναί­ος με τη φρά­ση «Με πήρε το Σχέ­διο» που σε αντί­στοι­χες περι­πτώ­σεις τη χρη­σι­μο­ποιού­με και εμείς σήμερα.

Αθήνα – Η πύλη της αγοράς (Η Παζαρόπορτα)] το 1830. Στα δεξιά φαίνεται η εκκλησία της Σωτήρας της Παζαρόπορτας, που δεν υπάρχει σήμερα, παράξενος μικρός ΝαΪσκος γιατί είχε το ιερό του στραμμένο προς στον Βορρά και όχι στην Ανατολή.

Αθή­να – Η πύλη της αγο­ράς (Η Παζα­ρό­πορ­τα)] το 1830. Στα δεξιά φαί­νε­ται η εκκλη­σία της Σωτή­ρας της Παζα­ρό­πορ­τας, που δεν υπάρ­χει σήμε­ρα, παρά­ξε­νος μικρός ΝαΪ­σκος για­τί είχε το ιερό του στραμ­μέ­νο προς στον Βορ­ρά και όχι στην Ανατολή.

Κοσμικότητες…

Η ζωή στη νέα πόλη δύσκο­λη για τους κατοί­κους της. Τα τρό­φι­μα ελά­χι­στα. Κερ­δο­σκό­ποι και μαυ­ρα­γο­ρί­τες έλεγ­χαν το εμπό­ριο τρο­φί­μων. Αυτά τα προ­βλή­μα­τα όμως δεν άγγι­ζαν το βασι­λι­κό συρ­φε­τό και τους παρα­τρε­χά­με­νούς τους. Γι’ αυτούς η ζωή κυλού­σε ανια­ρά και μονό­το­να. Μέχρι που ο πρέ­σβης της Αγγλί­ας το 1834 έδω­σε τον πρώ­το χορό και η βασί­λισ­σα Αμα­λία απο­φά­σι­σε κάποια μέρα να μη συμ­με­ρι­στεί τη «χωριά­τι­κη» ζωή του συζύ­γου της και να οργα­νώ­σει τον πρώ­το βασι­λι­κό χορό. Από τότε οι βρα­δι­νές εσπε­ρί­δες έγι­ναν το επί­κε­ντρο της κοσμι­κής αθη­ναϊ­κής ζωής.

Τώρα, για­τί ασχο­λού­μα­στε εμείς με τέτοιες κοσμι­κό­τη­τες; λαο­γρα­φι­κό και γλωσ­σι­κό το ενδια­φέ­ρον μας…

Αθήνα - το Ωρολογιο του Κυρρηήστου το 1840, ή άλλως ο Πύργος των Ανέμων. Πίσω του βρίσκονταν τουρκικά κτίσματα (Μεντρεσές). Πίνακας του Du Moncel.

Αθή­να — το Ωρο­λο­γιο του Κυρ­ρη­ή­στου το 1840, ή άλλως ο Πύρ­γος των Ανέ­μων. Πίσω του βρί­σκο­νταν τουρ­κι­κά κτί­σμα­τα (Μεντρε­σές). Πίνα­κας του Du Moncel.

Ολα τα ‘χει η Μαριορή…

Το σκη­νι­κό των ανα­κτο­ρι­κών εσπε­ρί­δων το ίδιο: Καλε­σμέ­νοι όλοι οι πρω­τερ­γά­τες της Επα­νά­στα­ση, όλοι οι διπλω­μα­τι­κοί αντι­πρό­σω­ποι, διά­φο­ροι επί­ση­μοι ξένοι που βρί­σκο­νταν στην Αθή­να, και οι επή­λυ­δες αριστοκράτες.

«Τυχε­ρός» ήταν όποιος κατά­φερ­νε να τον προ­σκα­λέ­σουν σε κάποια από αυτές τις λιγο­στές εσπε­ρί­δες. Η Μαριο­ρή όμως — χήρα (εύθυ­μη) Κοντο­λέ­ο­ντος — όπου εσπε­ρί­δα και χορός παρού­σα. «Σε μια από αυτές τις συγκε­ντρώ­σεις βρι­σκό­τα­νε και ο Κωλέτ­της, που όταν τον ρώτη­σαν τι γνώ­μη έχει για το αρα­χνο­ΰ­φα­ντο μαύ­ρο βέλο που φορού­σε στο πρό­σω­πό της η εύθυ­μη χήρα των σαλο­νιών και της απο­ψι­νής συγκέ­ντρω­σης Μαριο­ρή — Ζαφει­ρί­τσα, απά­ντη­σε: “Ετσι δε θα φαί­νε­ται όταν θα …κοκ­κι­νί­ζει καμιά φορά αν… (και συμπλή­ρω­σε): Μωρέ όλα τα’ χει η Μαριο­ρή ο φερε­τζές της λεί­πει”». Μιας και η Μαριο­ρή στε­ρού­νταν τα στοι­χειώ­δη μα προ­σποιού­νταν την εύπορη…

Το πιο πιθα­νό βέβαια είναι ο Κωλέτ­της να είχε ακού­σει το «όλα τα ‘χ’ η Μαρι­δί­τζα ο φερε­τζές της λεί­πει», το είπε στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση και πιστώ­θη­κε τη φρά­ση που έκτο­τε τη συνα­ντού­με ως Μαριο­ρή ή αιώ­νια Ζαφει­ρού­λα με το φερε­τζέ της.

Χορός «Πάνω - Κάτω» στο σπίτι του Γάσπαρη στην Αθήνα (έργο του Otto M. von Stackelberg, Βερολίνο 1831). Μουσείο Μπενάκη

Χορός «Πάνω — Κάτω» στο σπί­τι του Γάσπα­ρη στην Αθή­να (έργο του Otto M. von Stackelberg, Βερο­λί­νο 1831). Μου­σείο Μπενάκη

Σιγά τον πολυέλαιον…

Τα ρού­χα των ανδρών, απο­τε­λού­σαν σωστό μωσαϊ­κό και ακό­μα περισ­σό­τε­ρο τα φορέ­μα­τα των γυναι­κών. Οι Φανα­ριώ­τισ­σες και μερι­κές Αθη­ναί­ες, λιγο­στές βέβαια, φορού­σαν ευρω­παϊ­κά φορέ­μα­τα, φερ­μέ­να τα περισ­σό­τε­ρα απ’ το Παρί­σι και λον­δρέ­ζι­κα κου­στού­μια οι άντρες. Και όσες δεν μπο­ρού­σαν να ταξι­δέ­ψουν έκα­ναν τις παραγ­γε­λί­ες τους στην Ευρώ­πη. Και μια ωραία πρω­ία της ερχό­ταν ένα κου­τί και παρό­τι δεν είχε γίνει πρό­βα ήταν στα μέτρα της κυρί­ας («μου ήρθε κου­τί») και στον ανα­κτο­ρι­κό χορό ήταν ντυ­μέ­νη άψο­γα με ρού­χα «του κουτιού».

Χωρική από τα περίχωρα της Αθήνας με τα γιορτινά της ρούχα (έργο του Otto M. von Stackelberg, Βερολίνο 1831). Μουσείο Μπενάκη

Χωρι­κή από τα περί­χω­ρα της Αθή­νας με τα γιορ­τι­νά της ρού­χα (έργο του Otto M. von Stackelberg, Βερο­λί­νο 1831). Μου­σείο Μπενάκη

Οι πιο πολ­λές όμως φορού­σαν τις τοπι­κές εθνι­κές ενδυ­μα­σί­ες τους. Το ίδιο συνέ­βαι­νε και με τους άντρες. Λίγοι απ’ αυτούς φορού­σαν φρά­κο. Οι πιο πολ­λοί φορού­σαν φου­στα­νέ­λα ή βράκα.

Οι ντό­πιοι δε ήξε­ραν τους ευρω­παϊ­κούς χορούς (βαλς, μαζούρ­κα και πολω­νέ­ζα) χόρευαν μόνον εκεί­νοι που τους γνώ­ρι­ζαν, διπλω­μά­τες και λοι­ποί δυτι­κο­τρα­φείς… Ηταν φυσι­κό οι λεβε­ντό­γε­ροι αγω­νι­στές του ’21 να πλήτ­τουν. Ζωντά­νευαν όμως όταν η ορχή­στρα έπαι­ζε ελλη­νι­κούς χορούς. Ζωντά­νευαν τόσο πολύ ώστε στις «γυρο­βο­λιές», όταν το απαι­τού­σε η φιγού­ρα του χορού, έβγα­ζαν το τσα­ρού­χι και το πετού­σαν στο αέρα. Από τη ορο­φή της αίθου­σας όμως κρέ­μο­νταν κρυ­στάλ­λι­νοι πολυ­έ­λαιοι και κηρο­στά­τες, τα οποία κιν­δύ­νευαν από τα εκσφεν­δο­νι­ζό­με­να τσα­ρού­χια. Πράγ­μα που έκα­νε τους διπλα­νούς τους να λένε ειρω­νι­κά: «Σιγά τον πολυ­έ­λαιον να μη σβη­σθούν τα φώτα!», δεν αξί­ζει να γίνε­ται λόγος…

Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού-1840

Το Ωδείο Ηρώ­δου του Αττικού-1840

 

(Στη φωτο­γρα­φία εξω­φύλ­λου η Αθή­να αμέ­σως μετά την απελευθέρωση)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο