Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα 22 Οκτωβρίου «έφυγε» από τη ζωή ο Ανδρέας Καρκαβίτσας

Στις 22 Οκτω­βρί­ου του 1922 άφη­σε την τελευ­ταία του πνοή στο σπί­τι του στο Μαρού­σι από φυμα­τί­ω­ση του λάρυγ­γα ο Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας, ο θεμε­λιω­τής της προ­ο­δευ­τι­κής πεζο­γρα­φί­ας. Δημο­κρά­της στην ιδε­ο­λο­γία του, νατου­ρα­λι­στής στην τέχνη του, δόξα των ελλη­νι­κών Γραμ­μά­των, είναι ένα πνευ­μα­τι­κό κεφά­λαιο που δεν πρέ­πει να αγνοούμε.

(Κατ’ άλλους πέθα­νε στις 24 Οκτωβρίου)

Γεν­νή­θη­κε στα Λεχαι­νά της Ηλεί­ας το 1866. Σπού­δα­σε για­τρός και υπη­ρέ­τη­σε ως στρα­τιω­τι­κός για­τρός, αλλά και σε εμπο­ρι­κά καρά­βια. Κατά δια­στή­μα­τα υπη­ρέ­τη­σε εκτά­κτως στη δημο­σιο­γρα­φία, ανα­λαμ­βά­νο­ντας διά­φο­ρες απο­στο­λές και περιοδείες.

Οι απα­σχο­λή­σεις αυτές του επέ­τρε­ψαν να γνω­ρί­σει καλά το ελλη­νι­κό ύπαι­θρο, τη ζωή των χωρι­κών, τα επαρ­χια­κά ήθη και τον κόσμο της θάλασ­σας. Γνώ­ρι­σε δηλα­δή τη ζωντα­νή Ελλά­δα της επο­χής, κι αυτήν μας απει­κο­νί­ζει πιστά και με ενάρ­γεια στις σελί­δες του.

Ο Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας είναι ο πρώ­τος πεζο­γρά­φος που έβα­λε στην υπη­ρε­σία των ιδα­νι­κών του το λογο­τε­χνι­κό του ταλέ­ντο και την κοι­νω­νι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα. Αγω­νί­στη­κε με όλες του τις δυνά­μεις για την ανα­γέν­νη­ση και την προ­κο­πή του τόπου. Είναι παρά­δειγ­μα πνευ­μα­τι­κού ανθρώ­που για το χρέ­ος του προς την κοινωνία.

***

Ηταν ένας προ­ο­δευ­τι­κός αστός.  Από τους πρω­τερ­γά­τες του κινή­μα­τος του Δημο­τι­κι­σμού μετέ­χει σε όλες τις προ­ο­δευ­τι­κές οργα­νώ­σεις της επο­χής  του, παίρ­νει μέρος στους εθνι­κούς αγώ­νες, αρθρο­γρα­φεί  για τα επί­μα­χα πνευ­μα­τι­κά ζητή­μα­τα του και­ρού του και συμ­με­τέ­χει το 1909 στο κίνη­μα του Γου­δί το οποίο πιστεύ­ει ότι θα οδη­γή­σει σε καλύ­τε­ρες ημέρες.

Αστός προ­ο­δευ­τι­κός που ζητού­σε την επι­τά­χυν­ση της αστι­κής αλλα­γής γι’ αυτό και ο συμ­βι­βα­σμός τον πικραί­νει. Απο­τέ­λε­σμα αυτής της πίκρας ένα φλο­γε­ρό άρθρο που απο­τε­λεί το πιο προ­χω­ρη­μέ­νο κεί­με­νο από την πλευ­ρά δια­τύ­πω­σης επα­να­στα­τι­κών αιτη­μά­των δημο­κρα­τι­κής αλλα­γής. Σε αυτό το κεί­με­νο αφή­νει όλη την πίκρα και την οργή του να ξεχυ­θεί και σαλ­πί­ζει γενι­κό ξεση­κω­μό ενά­ντια στο «κρά­τος το μικρό, το κρά­τος το τυφλό, το λημέ­ρι των ολί­γων, το για­τά­κι των ληστών«.

Γρά­φει:

«προ­βάλ­λε­ται ποδι, ρίξ­τε ματιά, σηκώ­στε σπα­θί, χτυ­πά­τε τους θεο­μπαί­χτες! Αυτοί τα ιερά μας εμό­λυ­ναν, το θυσια­στή­ριο της πατρί­δας εχά­λα­σαν. Τα άγια της φυλής μας εσκόρ­πι­σαν, τους θησαυ­ρούς της ψυχής μας εκούρ­σε­ψαν. Χτυ­πά­τε, χτυ­πά­τε δυνα­τά! Μην τη λυπά­στε την κατα­στρο­φή, μη σας δει­λιά­ζουν τα δάκρυα. Δεν είναι χρυ­σά­φι η ζωή, δεν είναι το δάκρυ δια­μά­ντι – σας λέει ψέμα­τα. Η γη μας, η γη μας το παν! Κι όλα για τη γη μας. Πόνος και κόπος, θρή­νος και κλά­μα, συντρίμ­μια και σει­σμός. Γαία πυρί μιχθή­τω, Ναι Μακαβαίοι!..»

Ο Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας ζητού­σε ξεκα­θά­ρι­σμα της φαυ­λο­κρα­τί­ας που θα εδραί­ω­νε ένα πραγ­μα­τι­κό δημο­κρα­τι­κό καθε­στώς και θα οδη­γού­σε σε μια ευτυ­χι­σμέ­νη και ανε­ξάρ­τη­τη πατρί­δα. Και αυτή την αλλα­γή τη θέλη­σε επα­να­στα­τι­κή, με έργα και όχι με λόγια

***

Είπα­με πριν ότι ο Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας είναι ένα πνευ­μα­τι­κό κεφά­λαιο που πρέ­πει να γνω­ρί­ζου­με για­τί, εκτός των άλλων, το έργο του είναι ζωντα­νό. Περι­κλεί­ει  κομ­μά­τια της ελλη­νι­κής πραγματικότητας.

Ο ίδιος κάνει ολο­φά­νε­ρη την επι­δί­ω­ξή του να εκφρά­σει  το νόη­μα της κοι­νω­νι­κής ζωής, να βρει τη ρίζα της νεο­ελ­λη­νι­κής κακο­δαι­μο­νί­ας. Αυτό πρέ­πει να το δού­με στην επο­χή του, στο επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης και δια­πά­λης των ιδεών.

Όπως ο ίδιος ο Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας λέει, δεν γρά­φει για να κάνει «Τέχνη αλλά για ν’ αγω­νι­στεί για σκο­πούς και ιδα­νι­κά». Πιστεύ­ει αι δια­κη­ρύσ­σει την κοι­νω­νι­κή απο­στο­λή της Τέχνης.

«Δεν είναι και­ρός για να τρα­γου­δού­με αφρό­ντι­στα, πρέ­πει και να δασκα­λεύ­ου­με» έγρα­φε σε γράμ­μα του

***

«Εκεί­νη με κοί­τα­ξε αυστη­ρά και με φωνή τρε­μά­με­νη ξανα­ρώ­τη­σε: “Ναύ­τη — καλε­ναύ­τη, ζει ο βασι­λιάς Αλέ­ξα­ντρος;”. “Ζει και βασι­λεύ­ει”, απά­ντη­σα ευθύς. “Ζει και βασι­λεύ­ει και τον κόσμο κυριεύ­ει”. Ακου­σε τα λόγια μου καλά. Σα να χύθη­κε αθά­να­το νερό η φωνή μου στις φλέ­βες της, άλλα­ξε αμέ­σως το τέρας κ’ έλαμ­ψε παρ­θέ­να πάλι χιλιό­μορ­φη. Σήκω­σε το κρι­νά­το χέρι της από την κου­πα­στή, χαμο­γέ­λα­σε ροδό­φυλ­λα σκορ­πώ­ντας από τα χεί­λη της. Και άξαφ­να στον ολο­πόρ­φυ­ρον αέρα χύθη­κε τρα­γού­δι πολε­μι­κό, λες και γύρι­ζε τώρα ο μακε­δο­νι­κός στρα­τός από τις χώρες του Γάγ­γη και του Ευφράτη»

Ξεχω­ρί­σα­με από τα έργα του τρία για να ανα­φερ­θού­με σε αυτά κάπως πιο ανα­λυ­τι­κά. Τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Λόγια της πλώ­ρης» και τις νου­βέ­λες «Ζητιά­νος» (1897) και «Αρχαιο­λό­γος» (1905). Το από­σπα­σμα που δια­βά­σα­με είναι από τα «Λόγια της πλώρης»

Το έργο του Α. Καρ­κα­βί­τσα πρω­το­εκ­δό­θη­κε το 1899. Αυτό και ο «Ζητιά­νος« είναι από τα καλύ­τε­ρα δημιουρ­γή­μα­τα της πεζο­γρα­φί­ας μας, γι’ αυτό και γνω­ρί­ζουν και συνε­χείς επανεκδόσεις.

Οπως γρά­φει ο Θοδό­σης Πιε­ρί­δης στο Πρό­λο­γο αυτής της έκδο­σης, «είναι ένα βιβλίο της θάλασ­σας. Σαν τέτοιο μένει ζωντα­νό στην ελλη­νι­κή γραμ­μα­το­λο­γία, σαν τέτοιο τ’ αγά­πη­σαν δυο γενιές ενός λαού που τον περι­ζώ­νει το νερό. Η θάλασ­σα στους θυμούς της και στις καλο­σύ­νες της, η θάλασ­σα με τους βυθούς της και με τους βαθύ­τε­ρούς της ουρα­νούς, με τ’ ακρο­γιά­λα, τα νησιά και τα ταξί­δια της, η θάλασ­σα με τη σκλη­ρή ζωή των δου­λευ­τά­δων της, με τη λεβε­ντιά των ανθρώ­πων που τη νικού­νε και με τα πέν­θη εκεί­νων που νικά — η θάλασ­σα είναι εδώ το στοι­χείο του Καρ­κα­βί­τσα κι ο κόσμος των θαλασ­σι­νών είναι ο πρω­τα­γω­νι­στής του».

***

Ο Ζητιά­νος που εκδό­θη­κε το 1899 με σατι­ρι­κά ευρή­μα­τα δίνει μια εφιαλ­τι­κή εικό­να της καθυ­στε­ρη­μέ­νης ελλη­νι­κή υπαί­θρου όπου η εκμε­τάλ­λευ­ση των πολ­λών παίρ­νει χαρα­κτή­ρα συμφοράς.

Ο Α. Καρ­κα­βί­τσας αρχί­ζει το «Ζητιά­νο» του με μια αρι­στο­τε­χνι­κά συμπυ­κνων­μέ­νη περι­γρα­φή της αθλιό­τη­τας στην οποία έχει κατα­δι­κά­σει το λαό της υπαί­θρου το κρά­τος της τσι­φλι­κά­δι­κης ψωρο­κώ­σται­νας. Οι χωριά­τες συζούν αρμο­νι­κά με τα ζώα τους μέσα στα άθλια χαμό­σπι­τα, δίχως κομ­μά­τι γης δικό τους και μοχθούν για ένα ξρο­κόμ­μα­το, βου­λιαγ­μέ­νοι ως το λαι­μό στη δυστυ­χία, την αμά­θεια και την καθυστέρηση.

Από πάνω τους, σαν αρπα­κτι­κά όρνια, κινεί­ται ένα πλή­θος αχόρ­τα­γο από κοι­νω­νι­κά παρά­σι­τα, που ρου­φά­νε το μόχθο τους ως την τελευ­ταία στα­λαγ­μα­τιά. Από τον Τούρ­κο τσι­φλι­κά Ντε­μίζ αγά, που προ­σπα­θεί να αφαι­ρέ­σει απ’ τους κολί­γους του ακό­μη και τα προ­νό­μια που είχαν κατα­κτή­σει τον και­ρό της τουρ­κο­κρα­τί­ας, ως την κυβέρ­νη­ση και τις αρχές – στρα­τιω­τι­κές, πολι­τι­κές, δικα­στι­κές – που υπο­στη­ρί­ζουν τον Τούρ­κο τσι­φλι­κά και παράλ­λη­λα ρημά­ζουν τους φτω­χούς αγρότες.

Με την κεντρι­κή φιγού­ρα του «Ζητιά­νου» τον Κρα­βα­ρί­τη Τζι­ρι­τό­κω­στα , καθώς και τον άλλον ήρωά του, τον προ­στά­τη του λαθρε­μπο­ρί­ου τελω­νο­φύ­λα­κα Πέτρο Βαλα­χά, ο Καρ­κα­βί­τσας μαστι­γώ­νει την καθυ­στέ­ρη­ση, τον παρα­σι­τι­σμό, την κατερ­γα­ριά. Φαι­νό­με­να που υπάρ­χουν στα τέλη του δέκα­του ένα­του αιώ­να, μα με άλλη έκφρα­ση υπάρ­χουν και σήμερα.

Αγα­να­χτεί με τη νωθρό­τη­τα και τη δει­λία των καρα­γκού­νη­δων. Θέλει να τους δει να ξεση­κώ­νο­νται. Αυτό το ξεση­κω­μό φοβού­νται και ι τσι­φλι­κά­δες και για αυτό παίρ­νουν όλα τα μέτρα για να τον αποφύγουν.

Σε μερι­κές σελί­δες του «Ζητιά­νου» ο Καρ­κα­βί­τσας περι­γρά­φει αρι­στο­τε­χνι­κά την αγω­νία και τη λαχτά­ρα των αρχών και των τσι­φλι­κά­δων που βλέ­πο­ντας να καί­γε­ται το κονά­κι του Ντε­μίζ αγά στο Νυχτε­ρέ­μι, φαντά­στη­καν εξέ­γερ­ση των κολί­γων στο θεσ­σα­λι­κό κάμπο.

Εξω από το σπί­τι του Μαγου­λά φωνές και θόρυ­βος αντη­χεί ακό­μη μαζί με το τρι­ζο­κό­πη­μα και τον βρό­μο της φωτιάς. Οι επι­στά­τες των γει­το­νι­κών χωριών, όταν είδαν τη μεγά­λη φλό­γα, υπο­ψιά­σθη­καν πως κάτι παρά­ξε­νο και κατα­στρε­φτι­κό εγι­νό­ταν στο Νυχτε­ρέ­μι. Ηξευ­ραν τις επα­να­στα­τι­κές δια­θέ­σεις των Καρα­γκού­νη­δων και τη δυσα­ρέ­σκεια που είχαν από τον Ντε­μίς αγά. Και είπαν πως δεν ήταν δύσκο­λο, στη λύσ­σα τους, και ίσως οδη­γού­με­νοι από τους πλα­στούς προ­στά­τες, οι κολί­γοι να έβα­λαν φωτιά στην περιου­σία του μπέη, για να πιστο­ποι­ή­σουν έτσι περισ­σό­τε­ρο τα δικαιώ­μα­τα και τις απαι­τή­σεις των. Αλλοι έτρε­ξαν καβα­λά­ρη­δες να ειδο­ποι­ή­σουν στη Λάρι­σα τον Ντε­μίς αγά· και άλλοι εσύ­να­ξαν θέλο­ντας και μη τους δικούς των κολί­γους να τρέ­ξουν για να σβή­σουν τη φωτιά. Δεν ετόλ­μη­σαν όμως να έμπουν μόνοι στο Νυχτε­ρέ­μι. Εσκέ­φθη­καν πες οι Καρα­γκού­νη­δες, αφού έφθα­σαν να κάνουν τέτοιο κίνη­μα, θα ήσαν απο­φα­σι­σμέ­νοι να κατα­ντή­σουν στα έσχα­τα. Και απο­φα­σι­σμέ­νους ανθρώ­πους ποιος ημπο­ρεί να τους αντι­με­τω­πί­σει άφο­βα! Επή­γαν στον σταθ­μάρ­χη των Τεμπών να ζητή­σουν βοή­θεια· κι εκεί­νος όμως δεν εφά­νη­κε πρό­θυ­μος να τους ακο­λου­θή­σει. Οι στρα­τιώ­τες του εφύ­λα­γαν ακό­μη το λαθρε­μπό­ριο στην ακρο­για­λιά. Αλλως τε τι να κάμουν τρεις μόνον στρα­τιώ­τες μέσα σε ολό­κλη­ρο χωριό; Απο­φά­σι­σαν λοι­πόν να μεί­νουν μακράν, κατά­πλη­χτοι θεα­ταί της κατα­στρο­φής, ως που να φθά­σει ο Ντε­μίς αγάς από τη Λάρι­σα. Αυτός θα έφερ­νε μαζί του ααρ­κε­τούς στρατιώτες.

Και αλη­θι­νά κατά το μεση­μέ­ρι έφθα­σεν από τη Λάρι­σα η βοή­θεια. Στην Κυβέρ­νη­ση, όπου ετη­λε­γρα­φή­θη­κεν αμέ­σως το επα­να­στα­τι­κό κίνη­μα, έκα­μεν εντύ­πω­ση μεγά­λη. Οι Αρχές δια­τά­χθη­καν βια­στι­κά να υπε­ρα­σπί­σουν με κάθε θυσία τα κυριαρ­χι­κά δικαιώ­μα­τα των μπέ­η­δων και να τιμω­ρή­σουν αλύ­πη­τα τους χωριάτες.

(Λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα ο συγ­γρα­φέ­ας του «Ζητιά­νου» ανα­γά­λια­ζε με τον ξεση­κω­μό των κολί­γων στο Κιλελέρ).

Το ίδιο παρα­στα­τι­κά δίνει και το όργιο των κρα­τι­κών οργά­νων, που συνο­δεύ­ο­ντας τον Τούρ­κο τσι­φλι­κά, ρίχτη­καν σαν τις ορδές του Τζε­γκιζ Χαν και ρήμα­ξαν κυριο­λε­κτι­κά το χωριό.

***

Με τον αρχαιο­λό­γο σατι­ρί­ζει την προ­γο­νο­πλη­ξία. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό του ιδε­ο­λο­γι­κού πυρε­τού που τον δια­κα­τέ­χει είναι το διή­γη­μα «Νέοι θεοί» όπου συγκρού­ε­ται  το παλιό με το και­νού­ριο σε μια δρα­μα­τι­κή στιγ­μή. Ο ενω­μα­τάρ­χης με το και­νού­ριο όπλο «δασε­πώ» νικά­ει τον παλιό γέρο αγω­νι­στή με το άγιο καριο­φί­λι. Οι νέοι θεοί, άτεγ­κτοι και σκλη­ροί συντρί­βουν τα παλιά είδω­λα, παρά την αντί­στα­ση των ψυχών που δεν θέλουν να απα­γκι­στρω­θούν απ’ αυτά.

Στο έργο αυτό το δασκά­λε­μα είναι τόσο φανε­ρό  που επι­κρί­θη­κε στην επο­χή του και θεω­ρή­θη­κε το πιο αδύ­να­το έργο του.

Όμως ο ίδιος είχε άλλη άπο­ψη. Όπως είπε: «Μου αρέ­σει περισ­σό­τε­ρο απ’ όλα μου τα έργα. Για­τί κάτι λέει στο δυστυ­χι­σμέ­νο αυτό έθνος μου, για να το βγά­λει στης αλή­θειας του το δρόμο».

 

(Το κεί­με­νο βασί­στη­κε σε δημο­σιεύ­μα­τα της μετα­πο­λε­μι­κής Αυγής και σε κεί­με­νο ραδιο­φω­νι­κής εκπο­μπής στο ραδιο­φω­νι­κό σταθ­μό Βουκουρεστίου)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο