Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα: 31 Οκτωβρίου 1517: Πέντε αιώνες από τη Μεταρρύθμιση που άλλαξε την Ευρώπη

Το ημε­ρο­λό­γιο έδει­χνε 1514 όταν ένας Δομι­νι­κα­νός μονα­χός ονό­μα­τι Γιό­χαν Τέτσελ άρχι­σε να πωλεί στην Γερ­μα­νία γράμ­μα­τα -«συγ­χω­ρο­χάρ­τια»- κατ΄ εντο­λήν της Άγιας Έδρας στην Ρώμη και του Πάπα Λέο­ντος Ι, υιού του Λορέν­τσο του επο­νο­μα­σθέ­ντος Magnifico των Μεδί­κων. Ο επί­ση­μος λόγος της πώλη­σης αυτών των χαρ­τιών ήταν η ανά­γκη χρη­μα­το­δό­τη­σης της απο­πε­ρά­τω­σης του ναού του Αγί­ου Πέτρου στην Ρώμη που την ευθύ­νη για την ανέ­γερ­σή του μετά τον θάνα­το του Μπρα­μά­ντε είχε ανα­λά­βει ο Ραφαήλ.

Ένα από τα χαρ­τιά αυτά έφθα­σε και στα χέρια ενός θεο­λό­γου και καθη­γη­τή στο Πανε­πι­στή­μιο του Βίτεν­μπεργκ ονό­μα­τι Μαρ­τί­νος Λού­θη­ρος, η αντί­δρα­ση του οποί­ου σε αυτήν την πρα­κτι­κή ‑καθώς ήδη είχαν σημειω­θεί και άλλες- επρό­κει­το να εξα­πο­λύ­σει ένα κεραυ­νό ο οποί­ος αντα­να­κλού­σε βαθύ­τα­τες κοι­νω­νι­κές διερ­γα­σί­ες που ξεπερ­νού­σαν κατά πολύ μια θρη­σκευ­τι­κή δια­μά­χη, ενώ η στιγ­μή της εξα­πό­λυ­σής του ήταν ταυ­τό­χρο­να και μιας ορι­σμέ­νης μορ­φής έκφρα­ση της ιστο­ρι­κής στρο­φής μιας εποχής.

Ο Μαρ­τί­νος Λού­θη­ρος γεν­νή­θη­κε στις 10 Νοεμ­βρί­ου 1483 στο Αϊσλέ­μπεν της Θου­ριγ­γί­ας. Ο πατέ­ρας του Χανς ανή­κε στην τάξη των ελεύ­θε­ρων χωρι­κών. Λίγους μήνες μετά την γέν­νη­ση του Μαρ­τί­νου η οικο­γέ­νεια εγκα­τα­στά­θη­κε στην περιο­χή του Μάν­σφελντ, όπου ο πατέ­ρας του Λού­θη­ρου δού­λε­ψε ως μεταλλωρύχος.

Σε ηλι­κία δεκα­τεσ­σά­ρων ετών ο Μαρ­τί­νος εγκα­τέ­λει­ψε το Μάν­σφελντ και μετέ­βη στο Μαγδεμ­βούρ­γο όπου φοί­τη­σε για δύο χρό­νια στο Γυμνά­σιο, ενώ για να βγά­ζει το ψωμί του τρα­γου­δού­σε στους δρό­μους. Τις εγκύ­κλιες σπου­δές του τις ολο­κλή­ρω­σε στο Άιζε­ναχ, όπου και κέρ­δι­σε την συμπά­θεια του ευκα­τά­στα­του αστού Κουντς, η σύζυ­γος του οποί­ου έστει­λε τον Μαρ­τί­νο στο Πανε­πι­στή­μιο του Έρφουρτ.

Το καλο­καί­ρι του 1505 ολο­κλή­ρω­σε με εξαι­ρε­τι­κές επι­δό­σεις τις φιλο­σο­φι­κές και θεο­λο­γι­κές σπου­δές του και προ­κει­μέ­νου να ικα­νο­ποι­ή­σει την επι­θυ­μία του πατέ­ρα του, άρχι­σε να σπου­δά­ζει νομι­κά. Όμως κάτι ανα­πά­ντε­χο συνέ­βη που τον οδή­γη­σε στο να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μια στρο­φή που θα άλλα­ζε την ζωή του, σύμ­φω­να με δική του μαρ­τυ­ρία του 1521, η οποία περιέ­χει και την εξο­μο­λό­γη­ση στον πατέ­ρα του. Έτσι, λοι­πόν, επι­στρέ­φο­ντας στην Ερφούρ­τη από ένα ταξί­δι που είχε κάνει στο πατρι­κό του, έπε­σε στο ξέσπα­σμα μιας άγριας καται­γί­δας. Τρό­μα­ξε τόσο πολύ που εν μέσω κεραυ­νών επι­κα­λέ­στη­κε το όνο­μα της Άγιας Άννας ‑που εθε­ω­ρεί­το προ­στά­τις των μεταλ­λω­ρύ­χων- ομνύ­ο­ντας ότι αν σωθεί θα γίνει μοναχός.

Στις 17 Ιου­λί­ου 1505 η βαριά πόρ­τα του μονα­στη­ριού του Τάγ­μα­τος των Αυγου­στί­νων της Ερφούρ­της έκλει­σε πίσω από τον Μαρ­τί­νο Λούθηρο.

Την άνοι­ξη του 1507 χει­ρο­το­νή­θη­κε ιερέ­ας στον καθε­δρι­κό ναό της Ερφούρ­της, το 1510 επι­σκέ­πτε­ται την Ρώμη, όπου απο­γοη­τεύ­θη­κε από την εικό­να που αντί­κρι­σε, το 1511 φεύ­γει ορι­στι­κά από την Ερφούρ­τη και εγκα­θί­στα­ται στο μονα­στή­ρι των Αυγου­στι­νια­νών στο Βίτεν­μπεργκ, ενώ το 1512 διο­ρί­ζε­ται καθη­γη­τής της θεο­λο­γί­ας ‑δηλα­δή της φιλο­λο­γί­ας και ερμη­νεί­ας της Βίβλου- στο Πανε­πι­στή­μιο της πόλης.

Το Πανε­πι­στή­μιο χρη­σι­μο­ποιού­σε την θύρα του ναού του Βίτεν­μπεργκ για τις ανα­κοι­νώ­σεις του και τα προ­γράμ­μα­τά του. Σε αυτήν στις 31 Οκτω­βρί­ου 1517, ο Μαρ­τί­νος Λού­θη­ρος θυρο­κόλ­λη­σε τις περί­φη­μες 95 «θέσεις» του απο­σκο­πώ­ντας μόνο να προ­κα­λέ­σει μια θεο­λο­γι­κή συζή­τη­ση γύρω από τα «συγ­χω­ρο­χάρ­τια».

Η Καθο­λι­κή Εκκλη­σία αντέ­δρα­σε και ο Πάπας κάλε­σε τον Λού­θη­ρο στην Ρώμη, αλλά εκεί­νος κατό­πιν συμ­βου­λών πιστών του φίλων που ανη­συ­χού­σαν μήπως συλ­λη­φθεί, δεν μετέ­βη εκεί. Τελι­κά ο Πάπας ανα­κά­λε­σε την πρό­σκλη­ση και ανέ­θε­σε στον καρ­δι­νά­λιο Τομ­μά­ζο ντε Βίο να συζη­τή­σει στο Άου­γκ­σμπουργκ με τον Λού­θη­ρο ο οποί­ος δεν μετα­κι­νή­θη­κε από τις από­ψεις του, ενώ το ίδιο συνέ­βη και τις πρώ­τες μέρες του Ιου­λί­ου του 1519 στη διάρ­κεια δημό­σιας συζή­τη­σης στην Λει­ψία μετα­ξύ Μαρ­τί­νου Λού­θη­ρου και Γιό­χαν Εκ ο οποί­ος ήταν καθη­γη­τής θεο­λο­γί­ας στο Πανε­πι­στή­μιο του Ίνγκολστατ.

Τελι­κά στα μέσα του 1520 ο Πάπας αφό­ρι­σε τον Μαρ­τί­νο Λού­θη­ρο, ο οποί­ος στις 10 Δεκεμ­βρί­ου εκεί­νου του έτους, μπρο­στά σε πλή­θος νέων φοι­τη­τών στο Βίτεν­μπεργκ παρέ­δω­σε την παπι­κή «βού­λα» στην πυρά.

Τον Ιανουά­ριο του 1521, ο Πάπας αφό­ρι­σε εκ νέου τον Λού­θη­ρο και κάλε­σε τον αυτο­κρά­το­ρα Κάρο­λο Ε΄ να λάβει όλα τα ανα­γκαία μέτρα ενα­ντί­ον του. Ο αυτο­κρά­το­ρας απο­φά­σι­σε καταρ­χήν να καλέ­σει τον Λού­θη­ρο. Η πρό­σκλη­ση με ημε­ρο­μη­νία 6 Μαρ­τί­ου 1521 φυλάσ­σε­ται στην πανε­πι­στη­μια­κή βιβλιο­θή­κη στο Καί­νι­γκ­σμπεργκ. Στις 17 και 18 Απρι­λί­ου ο Λού­θη­ρος υπε­ρα­σπί­στη­κε τις από­ψεις του στη Συνέ­λευ­ση της Βόρμς μπρο­στά στον αυτο­κρά­το­ρα και τους απε­σταλ­μέ­νους του Πάπα και δέκα ημέ­ρες αργό­τε­ρα έφυ­γε από την Βόρμς. Στα δάση της Θου­ριγ­γί­ας, οπλι­σμέ­νοι ιππείς, κατό­πιν εντο­λής του φίλου του Φρει­δε­ρί­κου του Σαξ, οργά­νω­σαν μια εικο­νι­κή «βίαιη απα­γω­γή» και τον οδή­γη­σαν σε ένα πύρ­γο στο Βάρ­μπουργκ όπου έμει­νε περί­που έντε­κα μήνες. Εν τω μετα­ξύ ο αυτο­κρά­το­ρας ανα­κή­ρυ­ξε τον Λού­θη­ρο αιρε­τι­κό τον Μάιο του 1521 και διέ­τα­ξε τη σύλ­λη­ψή του.

Στο διά­στη­μα της παρα­μο­νής του στο Βάρ­μπουργκ ο Μαρ­τί­νος Λού­θη­ρος πραγ­μα­το­ποί­η­σε ένα πολύ μεγά­λης και πολ­λα­πλής σημα­σί­ας έργο: Μετέ­φρα­σε την Γρα­φή στα γερ­μα­νι­κά, ξεκι­νώ­ντας από την Και­νή Δια­θή­κη και συμπλη­ρώ­νο­ντας το έργο αργό­τε­ρα με την μετά­φρα­ση της Παλαιάς.

Η μετά­φρα­ση αυτή είχε ευρύ­τε­ρη σημα­σία, καθώς επι­χει­ρή­θη­κε η γρα­πτή έκφρα­ση σε μια «μη πει­θαρ­χη­μέ­νη» ακό­μα ‑με την φιλο­λο­γι­κή έννοια του όρου- γλώσ­σα, ενώ ταυ­τό­χρο­να στο πλαί­σιο της ιδε­ο­λο­γι­κής δια­πά­λης που ακο­λού­θη­σε, εξό­πλι­σε τους πλη­βεί­ους και με επι­χει­ρή­μα­τα από την Γρα­φή. Γενι­κό­τε­ρα έχει ενδια­φέ­ρον το πώς στην συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση, οι αντι­μα­χό­με­νες τάξεις «άντλη­σαν» δια­φο­ρε­τι­κά, ανά­λο­γα με την ταξι­κή τους θέση, επι­χει­ρή­μα­τα από το ίδιο κείμενο.

Εν τω μετα­ξύ η Μεταρ­ρύθ­μι­ση είχε πυρο­δο­τή­σει κοι­νω­νι­κές εκρή­ξεις, σπί­θες κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης και ο Μαρ­τί­νος Λού­θη­ρος περι­βε­βλη­μέ­νος εκ νέου με το σχή­μα του μονα­χού, το 1522 κατα­δι­κά­ζει από άμβω­νος τις «ακρό­τη­τες».

Τον Οκτώ­βριο του 1524 απεκ­δύ­θη­κε και πάλι το σχή­μα του μονα­χού και το καλο­καί­ρι του 1525 παντρεύ­τη­κε την κατά δεκα­έ­ξι χρό­νια νεό­τε­ρή του πρώ­ην μονα­χή Κατα­ρί­να φον Μπό­ρα. Στην οικο­γέ­νεια γεν­νή­θη­καν έξι παι­διά, ενώ ο Λού­θη­ρος για να ζήσει την οικο­γέ­νειά του εργά­σθη­κε ως τορ­να­δό­ρος, κατα­σκευα­στής ρολο­γιών και αργό­τε­ρα ως κτηνοτρόφος.

Κάτι πολύ περισσότερο από «θρησκευτική διαμάχη»

Η Μεταρ­ρύθ­μι­ση ήταν κάτι πολύ περισ­σό­τε­ρο από μια «θρη­σκευ­τι­κή δια­μά­χη» και βέβαια ο Λού­θη­ρος δεν ήταν απλώς ένα «πρό­σω­πο» που αντέ­δρα­σε στις πρα­κτι­κές της Καθο­λι­κής Εκκλη­σί­ας, πυρο­δο­τώ­ντας ταυ­τό­χρο­να τέτοιου μεγέ­θους και βάθους εξε­λί­ξεις που σημά­δε­ψαν την πορεία της Ευρώ­πης και όχι μόνο.

Συνε­πώς η ιστο­ρία αυτή δεν μπο­ρεί να γίνει κατα­νοη­τή και να προ­σεγ­γι­στεί αν η αφε­τη­ρία δεν είναι οι κοι­νω­νι­κές διερ­γα­σί­ες αιώ­νων που αστα­μά­τη­τα εξε­λίσ­σο­νταν, άλλο­τε γρη­γο­ρό­τε­ρα και άλλο­τε αργό­τε­ρα. Ως προς τον θρη­σκευ­τι­κό τους «μαν­δύα», αυτός εξη­γεί­ται αν ληφθεί υπό­ψη το γεγο­νός ότι ο Μεσαί­ω­νας κλη­ρο­νό­μη­σε από τον παρηκ­μα­σμέ­νο αρχαίο κόσμο τον χρι­στια­νι­σμό και έναν αριθ­μό μισο­κα­τε­στραμ­μέ­νων πόλε­ων, στε­ρη­μέ­νων από τον παλαιό πολι­τι­σμό τους. Έτσι, όπως σε όλες τις αρχι­κές βαθ­μί­δες εξέ­λι­ξης ήταν οι ιερείς που κατεί­χαν το μονο­πώ­λιο της πνευ­μα­τι­κής μόρ­φω­σης η οποία και αυτή είχε βασι­κά θεο­λο­γι­κό χαρακτήρα.

Ταυ­τό­χρο­να πρέ­πει να επι­ση­μαν­θεί ότι οι κοι­νω­νι­κές διερ­γα­σί­ες δεν είχαν άμε­ση, «μηχα­νι­στι­κή» αντα­νά­κλα­ση στο πεδίο της ιδε­ο­λο­γί­ας, καθώς και εκεί διε­ξα­γό­ταν μεγά­λη, πολύ­πλευ­ρη και ιδιαί­τε­ρα ενδια­φέ­ρου­σα διαπάλη.

Τον 14ο και τον 15ο αιώ­να στην θέση της φεου­δαρ­χι­κής τοπι­κής βιο­μη­χα­νί­ας του χωριού στην Γερ­μα­νία, μπαί­νει η συντε­χνια­κή επαγ­γελ­μα­τι­κή οργά­νω­ση της πόλης που παρά­γει για ευρύ­τε­ρες περι­φέ­ρειες ακό­μα και για απο­μα­κρυ­σμέ­νες αγο­ρές. Την ανά­πτυ­ξη της παρα­γω­γής, που υπο­λεί­πε­ται ακό­μα κατά πολύ εκεί­νης των άλλων χωρών, ακο­λου­θού­σε το εμπόριο.

Στο πλαί­σιο αυτό άλλα­ξε σημα­ντι­κά η θέση των τάξε­ων που προ­έρ­χο­νταν από τον Μεσαί­ω­να και δίπλα στις παλιές δημιουρ­γή­θη­καν και νέες: Από την ανώ­τα­τη αρι­στο­κρα­τία προ­ήλ­θαν οι πρί­γκι­πες που ήταν σχε­δόν ανε­ξάρ­τη­τοι από τον αυτο­κρά­το­ρα. Η μεσαία αρι­στο­κρα­τία του Μεσαί­ω­να εξα­φα­νί­ζε­ται και από τους κόλ­πους της ανα­δει­κνύ­ο­νται είτε ανε­ξάρ­τη­τοι «μικροί» πρί­γκι­πες, είτε η κατώ­τε­ρη αρι­στο­κρα­τία, οι ιππό­τες που λόγω της ανά­πτυ­ξης των πολε­μι­κών μέσων και ιδιαί­τε­ρα της τελειο­ποί­η­σης των πυρο­βό­λων όπλων, ξεπέ­φτουν εντε­λώς καθώς η πολε­μι­κή τους «τέχνη» γίνε­ται πλέ­ον περιττή.

Οι εξε­λί­ξεις επη­ρε­ά­ζουν ανα­πό­φευ­κτα και τον κλή­ρο από τον οποίο προ­κύ­πτουν η αρι­στο­κρα­τι­κή τάξη (αρχιε­πί­σκο­ποι, επί­σκο­ποι, ηγού­με­νοι) και η πλη­βεια­κή μερί­δα (απλοί ιερείς της υπαί­θρου και της πόλης).

Πάνω από την αρι­στο­κρα­τία στο σύνο­λό της στε­κό­ταν ο αυτο­κρά­το­ρας και πάνω από τον κλή­ρο στο σύνο­λό του στε­κό­ταν ο Πάπας, δηλα­δή η Αγία Έδρα, εκ των μεγα­λυ­τέ­ρων, αν όχι ο μεγα­λύ­τε­ρος φεου­δάρ­χης της Ευρώ­πης, ο οποί­ος εισέ­πρατ­τε τους εκκλη­σια­στι­κούς φόρους στη Γερ­μα­νία με ιδιαί­τε­ρη επιμέλεια.

Την ίδια στιγ­μή σημειώ­νε­ται η ανά­πτυ­ξη των πόλε­ων και η ανα­πό­φευ­κτη ταξι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση εντός των τει­χών τους: Στην κορυ­φή οι «πατρί­κιοι» και απέ­να­ντί τους η αντι­πο­λί­τευ­ση από τη μια η αστι­κή που απαι­τού­σε μεταρ­ρυθ­μί­σεις οι οποί­ες θα τους επέ­τρε­παν καταρ­χήν συμ­με­το­χή στην διοί­κη­ση της πόλης και από την άλλη η πλη­βεια­κή αντι­πο­λί­τευ­ση που απο­τε­λεί­το από ξεπε­σμέ­νους αστούς και την μάζα των κατοί­κων της πόλης και από το λού­μπεν προ­λε­τα­ριά­το που βρι­σκό­ταν στις χαμη­λό­τε­ρες βαθ­μί­δες της εξέ­λι­ξης των πόλε­ων και το οποίο τα χρό­νια εκεί­να ήταν μέρος του τερά­στιου αριθ­μού περι­πλα­νώ­με­νων ανθρώ­πων ‑τον 16ο αιώ­να ήταν ο μεγα­λύ­τε­ρος στην ιστο­ρία- και είχε δια­φο­ρε­τι­κά κοι­νω­νι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, από εκεί­να που προ­σέ­λα­βε ο όρος «λού­μπεν» αργότερα.

Κάτω από όλες τις τάξεις υπήρ­χε η μεγά­λη μάζα των αγρο­τών που ήταν το θύμα της πιο άγριας εκμε­τάλ­λευ­σης, γεγο­νός που την οδη­γού­σε σε εξε­γέρ­σεις ενώ οι ίδιες οι εξε­λί­ξεις ανα­δεί­κνυαν την δυνα­τό­τη­τα και την ανα­γκαιό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής της συμ­μα­χί­ας με τους πλη­βεί­ους της πόλης.

Αν συνυ­πο­λο­γι­στούν όλα αυτά γίνε­ται ευκο­λό­τε­ρα αντι­λη­πτό τόσο, το «εύφο­ρο» κοι­νω­νι­κό έδα­φος στο οποίο «ρίζω­σε» η Μεταρ­ρύθ­μι­ση, όσο και το ότι δεν ήταν «θρη­σκευ­τι­κή διαμάχη».

Το 1524 ξεσπά­ει αγρο­τι­κή εξέ­γερ­ση στην Γερ­μα­νία, η οποία πέρα­σε στην ιστο­ρία με το όνο­μα «Ο Πόλε­μος των Χωρι­κών στη Γερ­μα­νία» και της οποί­ας εμβλη­μα­τι­κή μορ­φή υπήρ­ξε ο εκ των ηγε­τών της Τόμας Μίν­τσερ. Ήταν άνθρω­πος μεγά­λης μόρ­φω­σης, επα­να­στά­στης από τα δεκα­πέ­ντε του κιό­λας, ο οποί­ος ως θεο­λό­γος, αρχι­κά, δεν στα­μά­τη­σε στο σημείο όπου ο Λού­θη­ρος κήρυτ­τε τις ήρε­μες συζη­τή­σεις και την ειρη­νι­κή πρό­ο­δο, αλλά καλού­σε τους πρί­γκι­πες της Σαξο­νί­ας και τον λαό σε ένο­πλη επί­θε­ση ενα­ντί­ον των παπά­δων της Ρώμης. Όταν οι εκκλή­σεις προς τους πρί­γκι­πες έμει­ναν χωρίς απο­τέ­λε­σμα και μέσα στον λαό μεγά­λω­νε η επα­να­στα­τι­κή ανα­τα­ρα­χή, ο Μίν­τσερ δια­χώ­ρι­σε την θέση του από την αστι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση και εμφα­νί­στη­κε άμε­σα και ως πολι­τι­κός διαφωτιστής.

Στους λόγους και στη δρά­ση του Μίν­τσερ ανι­χνεύ­ο­νται σπέρ­μα­τα της κατο­πι­νής εξέ­λι­ξης της ιστο­ρί­ας, αλλά και πολύ πρώ­ι­μες για τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες της επο­χής κομ­μου­νι­στι­κές αντι­λή­ψεις, η σημα­σία των οποί­ων έγκει­ται στο ότι δεν απο­τε­λούν κατ΄ ολο­κλη­ρία «ορά­μα­τα» μιας ευγε­νι­κής εξε­γερ­μέ­νης ψυχής, αλλά ως ένα βαθ­μό, εκφρά­ζουν τις προ­σπά­θειες ενός πραγ­μα­τι­κού τμή­μα­τος της κοινωνίας.

Ο Μαρ­τί­νος Λού­θη­ρος τάχθη­κε κατά της εξέ­γερ­σης, προ­σχω­ρώ­ντας στην αστι­κή αρι­στο­κρα­τι­κή και πρι­γκι­πι­κή πλευ­ρά και εγκα­τα­λεί­πο­ντας το λαϊ­κό στοι­χείο που πίστευε ότι είχε έλθει η ώρα να ξεκα­θα­ρί­σει τους λογα­ρια­σμούς του με όλους τους κατα­πιε­στές του.

Ο πόλε­μος των χωρι­κών πνί­γη­κε σε ποτά­μια αίμα­τος 100.000 χωρι­κών το 1526, ενώ οι διωγ­μοί των επα­να­στα­τών συνε­χί­στη­καν και τα επό­με­να χρό­νια. Ο Μίν­τσερ βασα­νί­στη­κε και απο­κε­φα­λί­στη­κε «περ­πα­τώ­ντας τον θάνα­το δίχως να σκο­ντά­ψει», με το ίδιο θάρ­ρος, όπως είχε ζήσει. Ήταν 28 ετών…

Ο πόλε­μος εκεί­νος, από την σκο­πιά γενι­κά των αγρο­τι­κών εξε­γέρ­σε­ων είχε τοπι­κό «γερ­μα­νι­κό» χαρα­κτή­ρα για­τί σε άλλες χώρες της Ευρώ­πης, οι χωρι­κοί είχαν ήδη κάνει τους δικούς τους πολέ­μους. Τα αιτή­μα­τα όμως που έθε­σε ως σπέρ­μα­τα, το πιο «προ­ω­θη­μέ­νο» κοι­νω­νι­κά τμή­μα των εξε­γερ­μέ­νων, καταυ­γά­ζουν, ως σπί­θα, τον δρό­μο του μέλ­λο­ντος για τους καταπιεσμένους…

Αντί επιλόγου

Το 1542 πεθαί­νει η κόρη του Λού­θη­ρου, Μαρ­γα­ρί­τα, που την λάτρευε ενώ ο ίδιος έχει αρρω­στή­σει. Το 1543 φεύ­γει από το Βίτεν­μπεργκ και γρά­φει στην γυναί­κα του ότι δεν πρό­κει­ται να ξανα­γυ­ρί­σει. Μετά από ικε­σί­ες φίλων του επι­στρέ­φει το 1544. Όλο το 1545 η υγεία του χει­ρο­τε­ρεύ­ει. Η τελευ­ταία δημό­σια ομι­λία του στο Βίτεν­μπεργκ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στις 17 Ιανουα­ρί­ου 1546. Πέντε μέρες αργό­τε­ρα πηγαί­νει στην ιδιαι­τέ­ρα του πατρί­δα στο Αϊσλέ­μπεν, όπου και πέθα­νε εκεί στις 18 Φεβρουα­ρί­ου 1546. Μετα­φέρ­θη­κε στο Βίτεν­μπεργκ και εντα­φιά­στη­κε στα πόδια της έδρας από την οποία δίδα­σκε, στα πόδια της έδρας του ναού, όπου θυρο­κολ­λώ­ντας εκεί­νη την 31η Οκτω­βρί­ου 1517 τις «θέσεις» του, πυρο­δό­τη­σε εξε­λί­ξεις που έθε­σαν τον γερ­μα­νι­κό λαό σε κίνη­ση την οποία είχαν προ­ε­τοι­μά­σει μη φανε­ρές, με την πρώ­τη ματιά, αντι­κει­με­νι­κές κοι­νω­νι­κές διερ­γα­σί­ες και οι οποί­ες εξε­λί­ξεις άφη­σαν βαθιά απο­τυ­πώ­μα­τα στην γενι­κό­τε­ρη πορεία της ευρω­παϊ­κής ιστο­ρί­ας και όχι μόνο…

Γ. Μηλιώ­νης (ΑΠΕ) / thepressroom.gr

Ενδει­κτι­κή βιβλιογραφία

Φρί­ντριχ Ένγκελς: Ο Πόλε­μος των χωρι­κών — «Σύγ­χρο­νη Εποχή»

Μάξ Βέμπερ: Η Προ­τε­στα­ντι­κή Ηθι­κή και το πνεύ­μα του καπι­τα­λι­σμού — «Gutenberg»

Πανα­γιώ­της Κανελ­λό­που­λος: Ιστο­ρία του Ευρω­παϊ­κού Πνεύ­μα­τος — Από τον Λού­θη­ρο στον Μονταί­νιο — τ. 5 — «Το Βήμα/Βιβλιοθήκη»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο