Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαπφώ Νοταρά, μια εξαιρετική ηθοποιός, μια γυναίκα ελεύθερη, περήφανη, μοναχική

Στις 11 Ιου­νί­ου 1985 πέθα­νε η ηθο­ποιός Σαπ­φώ Νοτα­ρά. Μια γυναί­κα ελεύ­θε­ρη, περή­φα­νη, μονα­χι­κή, όμορ­φη στα νιά­τα της, με διπλώ­μα­τα πανε­πι­στη­μια­κά, κοκέ­τα, που, όμως, το σινε­μά την καθιέ­ρω­σε σε ρόλους υπη­ρέ­τριας ή σπι­το­νοι­κο­κυ­ράς. Μια γυναί­κα, που το άβα­το της μονα­ξιάς της δεν μπό­ρε­σε κανείς να σπά­σει και που εκτι­μή­θη­κε τελι­κά ως ηθο­ποιός μόνο προς το τέλος της ζωής της, κυρί­ως με τη συνερ­γα­σία της στην «Πορ­νο­γρα­φία» του Μάνου Χατζι­δά­κι. Μια γυναί­κα με τη γνω­στή βρο­ντώ­δη φωνή της, που έζη­σε και πέθα­νε ολομόναχη.

Η Σαπ­φώ Χαν­δά­νου, όπως ήταν το πραγ­μα­τι­κό της όνο­μα, γεν­νή­θη­κε το 1910 στο Ηρά­κλειο Κρή­της. Σπού­δα­σε στην Επαγ­γελ­μα­τι­κή Σχο­λή Θεά­τρου και απο­φοί­τη­σε με άρι­στα από τη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Πει­ραϊ­κού Συν­δέ­σμου. Παρα­κο­λού­θη­σε, επί­σης, μαθή­μα­τα ρυθ­μι­κής και μπα­λέ­του. Το καλ­λι­τε­χνι­κό ψευ­δώ­νυ­μο «Νοτα­ρά», το πήρε από την οδό που βρι­σκό­ταν η δρα­μα­τι­κή σχο­λή στην οποία φοιτούσε.

Υπήρ­χαν φήμες ότι ήταν μια πολύ ωραία γυναί­κα και ότι είχε αρκε­τές επι­τυ­χί­ες στον ερω­τι­κό τομέα. Εκεί­νη την επο­χή, αρχές του αιώ­να ήταν απ’ τις λίγες γυναί­κες που είχαν βγά­λει Πανε­πι­στή­μιο και λόγο του χορού το σώμα της ήταν τέλειο.

Εκτός όμως από το ψεύ­τι­κο επώ­νυ­μο, η ίδια είχε εκμυ­στη­ρευ­τεί ότι έκα­νε και ψεύ­τι­κη φωνή. Αυτήν την βρα­χνή, βρο­ντε­ρή αλλά και γεμά­τη γλυ­κιά αγριά­δα στη φωνή, την αντέ­γρα­ψε από ένα παι­δά­κι που συνά­ντη­σε μια μέρα εκεί που έμε­νε και της είπε με άγριο τόνο «Στα­μά­τα, σε πυροβολώ….».

Ήταν άγρια και ελεύ­θε­ρη ύπαρ­ξη και έτσι μια μέρα τα παρά­τη­σε όλα (δηλ. που ήταν μια επι­στή­μο­νας), για να ασχο­λη­θεί με το θέα­τρο. Ήξε­ρε ότι εκεί­νη την επο­χή ήταν αυτο­κτο­νία αυτό που πήγαι­νε να κάνει, αλλά δεν την ένοια­ξε τίπο­τα από αυτά και έτσι βγή­κε στη σκηνή.

Εμφα­νί­στη­κε στο θέα­τρο πριν από τον πόλε­μο. Συνερ­γά­στη­κε με πλή­θος θιά­σων (Εθνι­κού, ΚΒΘΕ, Νέζερ, Κατε­ρί­νας, Λαμπέ­τη — Παπά — Χορν, Αλέ­ξη Δαμια­νού, Μίμη Φωτό­που­λου, Βου­γιου­κλά­κη — Παπα­μι­χα­ήλ κ.ά.) και ερμή­νευ­σε αμέ­τρη­τους ρόλους: από την Αρε­τού­σα στον «Ερω­τό­κρι­το» και την κυρά-Γιάν­νε­να στον «Αγα­πη­τι­κό της Βοσκο­πού­λας», ως την Κατιού­σα στην «Ανά­στα­ση» του Τολστόι.

Το μεγά­λο κοι­νό γνώ­ρι­σε και αγά­πη­σε τη Σαπ­φώ Νοτα­ρά από την ιδιαί­τε­ρη φωνή της. Ο ρόλος της Κλη­με­ντί­νης Περ­πε­ρί­δου, μιας απο­τυ­χη­μέ­νης πρι­μα­ντό­νας, στο ραδιο­φω­νι­κό σήριαλ «Ημε­ρο­λό­γιο ενός θυρω­ρού» του Κώστα Πρε­τε­ντέ­ρη, ήταν ο προ­σω­πι­κός της θρί­αμ­βος στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’60.

Επι­τυ­χη­μέ­νη ήταν και η παρου­σία της στον κινη­μα­το­γρά­φο, με πλή­θος ρόλων, κυρί­ως δευ­τε­ρα­γω­νι­στι­κών: «Η λύκαι­να» (1951), «Κυρια­κά­τι­κο Ξύπνη­μα» (1954), «Συνοι­κία το όνει­ρο» (1961), «Η χαρ­το­παί­χτρα» (1964), «Δημή­τρη μου, Δημή­τρη μου» (1967) και «Αχ! αυτή η γυναί­κα μου» (1967), με τις ιστο­ρι­κές ατά­κες «μπουρ­λο­ο­ό­το» και «εδώ γίνο­νται Σόδο­μα και Γόμορα».

Τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής της, οι εμφα­νί­σεις στο θεα­τρι­κό σανί­δι αραί­ω­σαν, αλλά ξεχώ­ρι­σε για τη συμ­με­το­χή της στις παρα­στά­σεις: «Τρω­ά­δες» σε σκη­νο­θε­σία Γιάν­νη Τσα­ρού­χη (1977), «Φιλου­μέ­να Μαρ­του­ρά­νο» δίπλα στην Έλλη Λαμπέ­τη (1978) και «Πορ­νο­γρα­φία» του Μάνου Χατζι­δά­κι, που απο­τέ­λε­σε και το κύκνειο άσμα της (1982–1983).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο