Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαρίδης Άριξ, «Περσείδες» (Ποίημα)

- Κάθε Αύγου­στος και Περσείδες…
— Kαι μια έρη­μη φωνή, μέρα- μεση­μέ­ρι αναφωνεί.

«Αιω­ρού­με­νος πυρα­κτω­μέ­νος δίσκος,
υπνω­τί­ζει τους λικνι­ζό­με­νους θερ­μό­αι­μους αιθέρες,
κι αυτοί οργά­ζουν τις κυκλο­θυ­μι­κές θάλασσες.

Χιλιά­δες να λιά­ζο­νται στις ακτές,
να στο­λί­ζο­νται από αλμύ­ρα κι άμμο ˙
κορ­μιά να ανα­δύ­ουν ευω­διές και χυμούς,
νύχια καρ­φω­μέ­να στην άπο­νη πια σάρκα,
να φέγ­γουν από λιπα­ρό­τη­τα, ιδρώ­τα και δάκρυα ˙
και να αντα­πο­δί­δουν με χίλια χάδια και φιλία,
τους λαι­μούς, που τεντω­μέ­νοι ζητούν λίγο φώς».

- Μα αυτός, ατά­ρα­χος, πορεύ­ε­ται προς την προ­αιώ­νια του ένδυση.
— Δεν πει­ρά­ζει, μετρη­μέ­νες είναι οι τουα­λέ­τες στην γκαρ­ντα­ρό­μπα του.

«Σε λίγο ˙

εμείς με τον έρωτα,
ψάχνο­ντας τον έρωτα,
για τον έρωτα.

Κι ο καθείς τους με τους δικούς του,
ψάχνο­ντας τους δικούς του,
για τους δικούς του.

Σε λίγο ˙

βλέμ­μα­τα,
εκστα­τι­κά υψώ­νο­νται και θαυμάζουν
τον αιώ­νιο χορό του Μεβλανά.
Με δίο­πτρα παρακολουθούν,
της ζωής τους, τον δια­θλα­στι­κό φακό.

Ελέ­φα­ντες της ξηράς και ελέ­φα­ντες της θάλασσας,
άλλοι με το τσι­μέ­ντο και άλλοι με τον βρά­χο για σταυρό.
Δει­νό­σαυ­ροι της ξηράς και δει­νό­σαυ­ροι της θάλασσας,
αδη­μο­νούν για το πότε θα λάχει η σει­ρά του καθένα.
Στην γυά­λι­νη αγο­ρά, έχουν κάνει ήδη την εκλο­γή τους,
με κόμι­στρο την «ποιό­τη­τα», προ­δια­γρά­φουν των άλλων την πορεία.

Άλλοι,
με τον δαμα­στή παρά πόδας,
σέρ­νο­νται από την μύτη για πενταροδεκάρες.
Με βήμα­τα βαριά,
κρε­μα­σμέ­να αυτιά,
ο καθείς τους σωστός κεφάλας.
Γίγα­ντες στην όψη, με περίσ­σεια δειλία ˙
στο μήνα δυο μέρες βρί­σκουν για να ξεφύ­γουν από το λίγο τους.

Άλλοι,
με το έρε­βος στο μάτι ˙
με βου­βές κραυγές,
λες η οι και­ροί τους ζήλε­ψαν την μοί­ρα των τρωάδων.
Κάθε μάνα και μια Εκάβη ˙
χέρια παρα­δο­μέ­να και καυ­τοί λυγμοί
για το πάν που από­ψε χάνουν.

Κι όλοι μαζί,
άλλοι και άλλοι ˙
τού­τη την νύχτα,
παρα­κο­λου­θούν τους φωτει­νούς πίδα­κες να διασχίζουν
την αστε­ρό­εσ­σα ποδιά του Μεβλανά.
Κατα­νό­η­ση ζητούν.
Λες και το κακό ήρθε δίχως οιωνούς.
Λες και θα παρέλ­θει με ένα Του Λόγο.

Μην απα­τά­σθε!

Δεν είναι ευχές,
είναι θλιμ­μέ­νες ψυχές».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο