Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σεζάρια Εβόρα, τραγουδούσε ξυπόλυτη εκφράζοντας τη διαμαρτυρία της για τη φτώχεια του λαού της

«Στη χώρα μου υπάρ­χουν πολ­λοί ξυπό­λυ­τοι άνθρω­ποι. Αλλοι επει­δή δεν τους αρέ­σει να φορούν παπού­τσια και άλλοι επει­δή δεν έχουν τα χρή­μα­τα για ν’ αγο­ρά­σουν» είχε πει η Σεζά­ρια Εβό­ρα το 2006 όταν βρέ­θη­κε στην Αθή­να. Ήταν ιδιαί­τε­ρα αγα­πη­τή στη χώρα μας, όπου είχε βρε­θεί αρκε­τές φορές για συναυλίες.

Η «ξυπό­λυ­τη ντί­βα» από το Πρά­σι­νο Ακρω­τή­ριο, πέθα­νε, σε ηλι­κία 70 χρό­νων, στις 17 Δεκεμ­βρί­ου 2011.  Σε όλη της τη ζωή επέ­με­νε να τρα­γου­δά ξυπό­λυ­τη, εκφρά­ζο­ντας τη δια­μαρ­τυ­ρία της για τη φτώ­χεια του λαού της. Τρα­γου­δώ­ντας τα «μόρ­νας» (λυρι­κές μπα­λά­ντες σε κρε­ο­λι­κή διά­λε­κτο) με σπά­νια προ­σή­λω­ση και αυθε­ντι­κό­τη­τα, μετου­σί­ω­νε τη μου­σι­κή σε συναι­σθή­μα­τα, όπως μελαγ­χο­λία, αγά­πη, ελπί­δα, νοσταλγία.

Το συγκε­κρι­μέ­νο μου­σι­κό ιδί­ω­μα των νησιών του αρχι­πε­λά­γους ανοι­χτά της Σενε­γά­λης ανα­δύ­θη­κε στα χρό­νια της κατα­πί­ε­σης από τους Ευρω­παί­ους αποι­κιο­κρά­τες και η θεμα­το­λο­γία του περι­γρά­φει τον πόθο της ελευ­θε­ρί­ας, τα σκλα­βο­πά­ζα­ρα, την προ­δο­μέ­νη αγά­πη, τα ακυ­ρω­μέ­να όνειρα…

Η Σεζά­ρια Εβό­ρα γεν­νή­θη­κε στο νησί Σάο Βισέ­ντε του νησιω­τι­κού συμπλέγ­μα­τος του Πρά­σι­νου Ακρω­τη­ρί­ου, στις 27 Αυγού­στου 1941. Σε ηλι­κία επτά ετών έμει­νε ορφα­νή από πατέ­ρα, που ήταν βιο­λι­στής, και η μητέ­ρα της, που εργα­ζό­ταν ως μαγεί­ρισ­σα, αγω­νί­στη­κε μάταια να μεγα­λώ­σει αυτήν και τα έξι αδέλ­φια της με τα πενι­χρά εισο­δή­μα­τά της. Στα δέκα της, η μικρή Σιζέ, όπως ήταν το χαϊ­δευ­τι­κό της, μπή­κε σε καθο­λι­κό ορφα­νο­τρο­φείο. Εκεί ήταν που ήρθε σε πρώ­τη επα­φή με τη μου­σι­κή, συμ­με­τέ­χο­ντας στη χορω­δία του ιδρύματος.

Στα 16 της κι ενώ εργα­ζό­ταν ως ράφτρα, συνά­ντη­σε ένα ναυ­τι­κό, ονό­μα­τι Εντουάρ­ντο, ο οποί­ος τη μύη­σε στα παρα­δο­σια­κά μου­σι­κά στιλ των νησιών του Πρά­σι­νου Ακρω­τη­ρί­ου, κολα­ντέι­ρα (σατι­ρι­κά τρα­γού­δια κοι­νω­νι­κής κρι­τι­κής) και μόρ­να (τρα­γού­δια της λύπης, της μελαγ­χο­λί­ας και της νοσταλγίας).

Η Εβό­ρα από πολύ νωρίς ξεχώ­ρι­σε για τη ζεστή φωνή της και για χρό­νια τρα­γου­δού­σε στα μπαρ της πατρί­δας της, πριν την ανα­κα­λύ­ψει η μου­σι­κή βιο­μη­χα­νία. Η διε­θνής καριέ­ρα της ξεκί­νη­σε στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1990.

Τη διε­θνή επι­τυ­χία της οφεί­λει σε δύο συμπα­τριώ­τες της, που ζού­σαν στην Ευρώ­πη. Στον Μπά­να, που την προ­σκά­λε­σε να τρα­γου­δή­σει στην Πορ­το­γα­λία και τον Ζοζέ ντα Σίλ­βα, που την έπει­σε να μετα­βεί στο Παρί­σι για να ηχο­γρα­φή­σει ένα δίσκο. Το άλμπουμ La Diva Aux Pieds Nus (Η Ξυπό­λη­τη Ντί­βα) κυκλο­φό­ρη­σε το 1988 και γνώ­ρι­σε μεγά­λη επιτυχία.

Η Σεζά­ρια Εβό­ρα εκτο­ξεύ­τη­κε στο διε­θνές μου­σι­κό στε­ρέ­ω­μα με το τέταρ­το άλμπουμ της Miss Perfumado (1992), με πωλή­σεις που ξεπέ­ρα­σαν τα 300.000 αντί­τυ­πα, χάρις στο τρα­γού­δι Sodade, που έγι­νε η πρώ­τη διε­θνής επι­τυ­χία της. Η πορ­το­γα­λι­κή λέξη saudade έχει περί­πλο­κη σημα­σία, που είναι δύσκο­λο να μετα­φρα­στεί. Σημαί­νει γενι­κά νοσταλ­γία, πόθο, λύπη και μετά­νοια. Η έκφρα­ση της sodade απο­τε­λεί εσω­τε­ρι­κό στοι­χείο στη μου­σι­κή του Πρά­σι­νου Ακρωτηρίου.

Ακο­λού­θη­σαν συναυ­λί­ες της ανά τον κόσμο, πλα­τι­νέ­νιοι και χρυ­σοί δίσκοι και πολ­λά βρα­βεία. Η ίδια, πάντως, όπου κι αν βρι­σκό­ταν, «κου­βα­λού­σε» πάντα ένα κομ­μά­τι γης από το Πρά­σι­νο Ακρω­τή­ρι και την ανά­μνη­ση δύο ανθρώ­πων που την επη­ρέ­α­σαν: του καμπού­ρη μου­σι­κού, που την έμα­θε να τρα­γου­δά­ει και του θεί­ου της, με τα τρα­γού­δια του οποί­ου ξεκί­νη­σε την καριέ­ρα της.

Το 1995 ήταν υπο­ψή­φια για Βρα­βείο Γκρά­μι στην κατη­γο­ρία της World Music με το άλμπουμ Cesaria. Θα το κερ­δί­σει τελι­κά το 2003 για το άλμπουμ Voz d’Amor.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο