Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σεισμός, μ’ ένα παράταιρο δάκρυ σαν κόμπος λιβάνι

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Χαρά... (Βερίγου)Σεπτέμ­βρης, ο ήλιος πρω­το­κα­να­κά­ρης ένα μπόι ψηλά στην Πεδιάδα,
πάνω από τα διά­σε­λα στη Λύττο
θαλασ­σο­φί­λη­τη αστρά­φτει αφέ­ντρα η Κρήτη,
φιδο­ζω­να­ρο­στό­λι­στη, σεβαστική,
πρω­τό­τι­μη, η Κρήτη!

Δυο σύν­νε­φα έσμι­ξαν τα μπα­μπα­κο­μέ­τα­ξα λιγω­μέ­να κατά τη Ντία,
ένα σμά­ρι γερα­νοί, περή­φα­νοι φτε­ρω­τοί μετανάστες,
αλλά­ζο­ντας σχηματισμό
σάλ­πι­σαν στο Κακόν Όρος το ταξί­δι τού Νότου,
ή μήπως όχι,
μήπως δεν ήταν σάλ­πι­σμα αλλά αγγελτήριο
μιας δαι­μο­νο­κρου­σμέ­νης νύχτας…

Στο φτε­ρο­κό­πη­μα πάσκι­σε να διώ­ξει την κακή σκέψη,
σήκω­σε το βλέμ­μα αγκά­λια­σε τα γύρω βουνά
λιό­φυ­τα κι αμπέλια,
σάμα­τις έβλε­πε πως εκεί, απ’ τον παμπά­λαιο καιρό,
στην αση­μό­ρι­ζα τ’ ουρα­νού που είχε πάρει να μπλαβίζει,
με λιό­χρυ­σα κλή­μα­τα στα σγου­ρά μαλλιά,
και τα κερά­τι­να τόξα στον ώμο,
Κου­ρή­τες με μαύ­ρη φαρέ­τρα χόρευαν τον γέρανο,
ίδια όπως τότε
που τον χόρε­ψε πρώ­τη φορά ο Θησέ­ας στη Δήλο.

Ανί­κη­τη, αδά­μα­στη, Τελ­χι­νία, Χθονία,
Γαία Μινώα τής χαράς,
Γαία Μινώα, μάνα τής ζωής
Γαία Μινώα, πύλη τής μνήμης…
μ’ ευγνω­μο­σύ­νη, σχε­δόν σιω­πη­λά, με δέος.

Κρητικοί

Κι ως έρι­ξε τα μάτια στον αθά­να­το και στον άρτηκα
οι λευ­κές πτυ­χώ­σεις τού ασβεστόλιθου
ξεδι­πλώ­θη­καν στον αέρα,
έτσι όπως κάνουν οι φού­στες των Δερβίσηδων,
άλλο και τούτο,
μα και οι κίτρι­νες μάρ­γες, έτσι τής φάνη­κε, στην Αμνισό
ξέκο­ψαν από τ’ αρχαίο σπή­λαιο κατρα­κυ­λώ­ντας στην ακτή.

Πρό­λα­βε μια ανά­σα, θειά­φι και κόκ­κι­νη σκόνη,
κι ένα μαύ­ρο σεντό­νι, άνε­μος τό ’φερε,
την ώρα που σωριά­στη­κε στα πόδια της
κακός μουσαφίρης,
ανοι­γό­κλει­σαν οι ασβε­στω­μέ­νοι τοί­χοι συθέμελα,
ύστε­ρα ξεκόρ­μι­σαν βίαια
πέτρες, πλί­θοι, τού­βλα, κερα­μί­δια, δώμα­τα, κολώνες,
λύγι­σαν στέ­γες, ξεμα­ντα­λώ­θη­καν πόρτες,
ως και τα μνή­μα­τα σείστηκαν,
άνοι­ξαν ταφό­πλα­κες να επι­στρέ­ψουν οι νεκροί
να στέρ­ξουν τους ζωντανούς,
οι τρού­λοι σαρα­ντα­πλη­για­σμέ­νοι απο­χω­ρί­στη­καν τις εκκλησιές,
και τα πέτρι­να καμπα­να­ριά, μα πώς σκί­στη­καν έτσι,
χάρ­τι­να θαρρείς.

Σει­σμός, βοή στο χάος,
τρέ­μει η Δίκτη ξεχο­χλα­κί­ζουν τα χαράκια,
σαλεύ­ει ο νους,
σει­σμός, κραυ­γή μακρόσυρτη
τ’ άλι­κα που­λιά κίνη­σαν μοι­ρο­λόι στον Ψηλορείτη,
σει­σμός, θρη­νη­τι­κά ως τ’ Αστερούσια,
σει­σμός, βρυ­χή­θη­καν τα Λευ­κά Όρη,
σει­σμός, μ’ ένα παρά­ται­ρο δάκρυ σαν κόμπος λιβάνι,
ο Γιού­χτας μέτρη­σε στα κρόσ­σια τού κεφαλομάντιλου
το μερ­τι­κό τής ζωής και το βιός που χάθηκε.

Κουρτινάκι

Αθώ­ες ψυχές χιλιά­δες, βεβη­λω­μέ­νη η νοσταλγία,
τραυ­μα­τι­σμέ­νοι ρεμβασμοί,
παρα­κο­λου­θώ­ντας την πέν­θι­μη παράσταση
στα γκρε­μι­σμέ­να σπί­τια και στα ετοιμόρροπα,
ό,τι χάνει η όρα­ση το κερ­δί­ζει η ψυχή σε περηφάνια,
έτσι βαθαί­νουν από­το­μα οι ρυτί­δες στα πρόσωπα,
γεμί­ζουν σκουριά,
οι παλά­μες τρέμουν
νοτί­ζει τ’ αγιά­ζι ζωές, συντρίμ­μια, όνειρα,
ακα­τα­νό­η­τα όλα, όμως πραγματικότητα,
ένας σωρός θρυμ­μα­τι­σμέ­νες αναμνήσεις,
οι δαχτυ­λιές έμει­ναν στις βρύ­σες, τρέ­χει το νερό,
το νερό θυμά­ται, το νερό μολο­γά­ει, το νερό περιμένει.

Στέ­γνω­σαν τα ματοτσίνορα
έχουν αδειά­σει τα χεί­λη από λόγια
μα το παλιό κλειδί
κρέ­με­ται μαζί με το λύχνο και την ασκομαντούρα
στη χαρου­πιά τού παππού.

Με την οδύ­νη του θανά­του που ξέφυγαν,
την έντα­ση του κιν­δύ­νου που παρα­μο­νεύ­ει παντού,
όρθια λεί­ψα­να, δε λες,
ακούρ­σευ­τες ανί­κη­τες ψυχές,
αντί­κρυ στο φόβο κερ­δί­ζε­ται ζωή κι ελευθερία,
αντί­κρυ στο φόβο μετρούν τη δύναμη
κι ας πήραν να μυρί­ζουν τα μεσο­φό­ρια σάβανα,
το ξέρουν καλά, η Μοί­ρα δεν χαρίζεται
κι ο χρό­νος δεν κρα­τά χατί­ρι σε όλα
μα, όλα ξανα­χτί­ζο­νται από την αρχή.

Θάλασσα - Απεραντοσύνη Χαρούλα Βερίγου

Με την από­γνω­ση πυκνώ­νουν οι σιω­πές, θεριεύ­ει το πείσμα
και τα ερωτήματα,
«ποιοι είναι αυτοί που θάρ­ρε­ψαν μπο­ρούν να ταπει­νώ­σουν τα βουνά,
να κόψου­νε τις φλέ­γες του νερού,
να διώ­ξου­νε τ’ αγρί­μια και την πετροπέρδικα,
να ξεσαρ­κώ­σου­νε τα δέντρα από το χώμα…»

ΛυχνανάμματαΆδειοι δρό­μοι, έρη­μες πλατείες,
στους καταυ­λι­σμούς μάτια μαύ­ρα φεγγάρια
κάποια βουρκωμένα,
να βρί­σκει πέλα­γο να πλέ­ει το παρά­πο­νο στα λυχνανάμματα.

Τα χέρια, κάπο­τε σφι­χτά πλεγ­μέ­να πάνω στα γόνατα,
τα χέρια, κάπο­τε υψω­μέ­να στον ουρανό,
τα χέρια, συντρο­φι­κά ν’ αγγί­ζουν τους ώμους, παρηγοριά,
τα χέρια, να καλα­φα­τί­ζουν την ελπί­δα σ’ ένα παι­δι­κό μάγουλο,
τα χέρια, να μοι­ρά­σουν δίκαια τον άρτο και το σταφύλι
τα χέρια πρόθυμα,
να μετρή­σουν στα δάχτυ­λα την απου­σία κάθε νοήματος.

goji berries

Μαρ­μά­ρω­σε, κρυώ­νει μ’ αντέχει
«τα παλιά γράμ­μα­τα είναι για να ξανα­δια­βά­ζο­νται τού­τες τις στιγμές
κι όχι για να τα καί­νε», έτσι στοχάστηκε
άνοι­ξε τον κιτρι­νι­σμέ­νο φάκε­λο που φύλα­γε στον κόρφο,
ξαφνιάστηκε,
το κόκ­κι­νο μελά­νι τής έφε­ρε περισ­σό­τε­ρη παγω­νιά στ’ ακροδάχτυλα,
το ξερό φυλ­λα­ρά­κι τής δάφ­νης μοσχομύρισε,
το χαρ­τί το ποτι­σμέ­νο με αίμα, το τσα­λα­κω­μέ­νο όπως η ζωή της,
το ίδιο χαρ­τί εβδο­μή­ντα χρό­νια μετά
«σ’ αγα­πώ…» , συλλάβισε,
τρα­γι­κά λόγια τής σιγου­ριάς στα μισά­νοι­χτα χείλη
μισός κι ο αναστεναγμός,
με το βλέμ­μα σάρω­σε τον κόσμο της στα χαλάσματα,
ο κόσμος της γκρε­μι­σμέ­νος ναι, μα όχι ερείπια,
δεν το καταδέχτηκε,
σύψυ­χα δοσμέ­νη στον τόπο με αρετή,
συλ­λο­γιέ­ται, μετρά από μέσα της, ξαναμετρά,
κου­νώ­ντας το κεφά­λι μια δεξιά μια ζερ­βά σαν βεντάλια,
να διώ­χνει πόνο και θάνατο
για να προλάβει…

 

Ρόπτρο Βερίγος ή ΓρύνιαςΣτύ­λω­σε το βλέμ­μα, φευ­γα­λέα κατά το σκο­νι­σμέ­νο πεύκο
ψηλή κορ­μο­στα­σιά, πυκνά μαύ­ρα μαλ­λιά, άσπρο πουκάμισο
φιγού­ρα γνώριμη
ο χτύ­πος της καρ­διάς δυνάμωσε
τρά­ντα­ξε το στήθος,
το μέσα της πρώ­τα σκο­τεί­νια­σε πιό­τε­ρο, αγρίεψε,
μετά το σπί­θι­σμα από περα­σμέ­νη πυρ­κα­γιά άναψε,
κάτι φώτι­σε, το μέγα βάρος υψώθηκε,
με τη φήμη της δόξας των εκτε­λε­σθέ­ντων να την κυκλώνει
με τις φωνές τους που δεν ξέχασε
και τη σπα­σμέ­νη κορ­νί­ζα στην κεντη­μέ­νη ποδιά,
στοι­χειω­μέ­νη, ασάλευτη,
σε άχρο­νη ηλι­κία παρά τα ενε­νή­ντα οκτώ της,
αδιά­φο­ρα, μονα­χι­κά, περήφανα,
«ανά­θε­μά στον αίτιο, τότες και τώρα
κι εσυ­να­χτή­κα­με ξανά, οι δίκαιοι πικραμένοι,
λες περι­μέ­νο­με τ’ ανή­κου­στο σάλ­πι­σμα, ακούς;

Kατα­να­γκα­στι­κά έργα τα λένε ακό­μη στο Καστέλι…
ανάθεμα… »
Σει­σμός, σει­σμός, σεισμός…
Κου­ρά­στη­κε, έπε­σε μπρού­μυ­τα στο χώμα,
χτύ­πη­σε τρεις φορές την αόρα­τη πόρτα,
ύστε­ρα προ­σκύ­νη­σε, όπως παλιά, όπως πάντα
συνή­θεια μυστι­κή των γυναι­κών στην Κρήτη
να σκύ­βουν μόνο στη γη τους
και μόνο για να φιλή­σουν τους προγόνους.

Σταφύλι

Και ήρθε η βρο­χή, ν’ απαγ­γεί­λει και­νούρ­για μοιρολόγια,
με τις βαριές στάλες
να πέφτουν κατά­σαρ­κα στις πληγές,
στην ανορ­θό­γρα­φη ζωή,
στα δρα­κο­ντε­μέ­να όρη,
και ήρθε η βρο­χή, για να ξανα­γυ­ρί­σει η αλμύ­ρα στα μάτια.

Αρκα­λο­χώ­ρι, Αρχο­ντι­κό, Αγιά Σεμνή, Βόνη, Μου­σού­τα,
Πατσί­δε­ρος, Ρουσ­σο­χώ­ρια, Χου­μέ­ρι

▪️▪️ 28 Σεπτέμ­βρη 2021, Κάτω Γούβες
🔹 Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγά­πης | Ζωή Δικταίου


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία

  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα

Ζωή Δικταίου Να χα μια χούφτα θάλασσα σ΄ένα γυαλί κλεισμένη

Προ­σω­πι­κές ποι­η­τι­κές συλλογές 

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα


facebook logo click

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο