Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σε κλίμα συγκίνησης κηδεύτηκε ο ηρωικός ψαράς Κώστας Αρβανίτης

Σήμε­ρα, σε κλί­μα συγκί­νη­σης και δημο­σία δαπά­νη έγι­νε στο Χαλάν­δρι η κηδεία του Αντώ­νη Αρβα­νί­τη, του ψαρά που την 23η Ιού­λη 2018 διέ­σω­σε με το καΐ­κι του δεκά­δες πυρό­πλη­κτους στο Μάτι, την 23η Ιού­λη 2018, όταν η φονι­κή πυρ­κα­γιά ξέσπα­σε στην περιοχή.

Ο 74χρονος Κώστας Αρβα­νί­της άφη­σε την τελευ­ταία του πνοή το Σάβ­βα­το και υπεν­θυ­μί­ζε­ται πως τη μέρα της φωτιάς στο Μάτι βγή­κε με το καΐ­κι του «Ταξιάρ­χης» και μαζί με τη γυναί­κα του, Χρύ­σα, τον γιο του, Δημή­τρη, και τον Μαχ­μούντ Μεσα­φέρ έσω­σαν 70 ανθρώ­πους που ήταν στη θάλασ­σα και καλού­σαν για βοή­θεια. Η 23η Ιού­λη ήταν η ημέ­ρα των γενε­θλί­ων του.

«Εκεί­νο το βρά­δυ, το αφε­ντι­κό μου ο Κώστας Αρβα­νί­της, που είναι και ιδιο­κτή­της του σκά­φους, είχε γενέ­θλια και μετά τη δου­λειά κανο­νί­ζα­με να γιορ­τά­σου­με. Ενώ ήμουν στο σπί­τι και ετοι­μα­ζό­μουν για τη γιορ­τή, με πήρε τηλέ­φω­νο και μου είπε να τα παρα­τή­σω όλα για­τί πρέ­πει να πάμε να σώσου­με τους ανθρώ­πους που πνί­γο­νται. Κατέ­βη­κα γρή­γο­ρα και μαζί με τον Δημή­τρη, τον γιο του Κώστα, και τη γυναί­κα του Χρύ­σα βγή­κα­με στα ανοι­χτά περί­που στις 6.30» είχε πει τότε ο Αιγύ­πτιος ψαράς, περι­γρά­φο­ντας όλα όσα έγι­ναν εκεί­νη τη μέρα, και συνέχιζε:

«Ήμα­σταν το πρώ­το καΐ­κι που βγή­κε στη θάλασ­σα, πριν ακό­μα από το Λιμε­νι­κό. Ήταν η πιο δύσκο­λη στιγ­μή, είχε πάρα πολύ αέρα και όταν πλη­σιά­ζα­με στο σημείο με τη φωτιά, ο καπνός ήταν τρο­με­ρός. Από τον πολύ καπνό δεν μπο­ρού­σες να ξεχω­ρί­σεις πού ξεκι­νά­ει η θάλασ­σα. Ήμα­σταν σε πολύ δύσκο­λη κατά­στα­ση, αλλά έπρε­πε να μπού­με μέσα στον μαύ­ρο καπνό. Μέσα στα επό­με­να λίγα λεπτά και μέσα στον πυκνό καπνό αρχί­σα­με να βλέ­που­με δεξιά και αρι­στε­ρά ανθρώ­πους που είχαν μπει στη θάλασ­σα, για να σωθούν από τη φωτιά. Αρχί­σα­με να μαζεύ­ου­με τον κόσμο. Ένας άνδρας φώνα­ζε μέσα στον μαύ­ρο καπνό το όνο­μα της γυναί­κας του. “Κατε­ρί­να, Κατε­ρί­να”… Αμέ­σως μετά μαζέ­ψα­με ένα ζευ­γά­ρι, έρι­ξα σχοι­νί και σημα­δού­ρα και τους τρά­βη­ξα. Λίγο πιο κάτω βρή­κα­με κάποιους ηλι­κιω­μέ­νους. Δεν μπο­ρού­σαν να δουν την παρα­λία. Κολυ­μπού­σαν αλλά κόντευαν να πεθά­νουν. Αυτοί οι άνθρω­ποι θα χάνο­νταν, αν δεν ήμα­σταν εκεί­νη την ώρα εκεί για να τους μαζέψουμε».

kostas arvanitis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο