Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης // //
Η τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο “Κάποτε στο.. Χόλιγουντ” δέχτηκε σκληρή έως και παράλογα εχθρική, σχεδόν… οπαδική, κριτική είτε από σινεφίλ χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είτε από διάφορους κριτικούς κινηματογράφου. Μεταξύ άλλων δεν θεωρήθηκε “μεγάλη” αλλά μια μέτρια ταινία ενώ παράλληλα αναγνωρίστηκε ως κατώτερη των προσδοκιών από το κινηματογραφόφιλο κοινό ακόμα και από αρκετούς… “ταραντινικούς” θεατές που περίμεναν να την παρακολουθήσουν. Στοιχείο, της υποτιθέμενης μετριότητας ‑για ορισμένους- που εκπέμπει η ταινία, είναι η έλλειψη φιλοσοφικού στοχασμού και προβληματισμού. Τα οποία υπήρχαν στην ταινία, αν και ήταν σε μικρές δόσεις
πολύ επιφανειακά και πολύ προσχηματικά αποτυπωμένα. Αλλά αυτό δεν αποτελεί απαραίτητα ένα αρνητικό σημείο είτε για την συγκεκριμένη ταινία, είτε για οποιαδήποτε άλλη.
Η αλήθεια είναι πως αδυνατώ, ίσως και να μην θέλω, να καταλάβω γιατί μια “πραγματικά μεγάλη ταινία” πρέπει να προβλημάτισει και να φιλοσοφήσει, (ναι, κι ας έχω μια οπτική περισσότερο “κοινωνική” σε αυτά τα ζητήματα). Αν και είναι φορές που μία ταινία μπορεί να έχει (ή να νομίζει πως έχει, όπως η τελευταία ταινία του Κώστα Γαβρά…) κι αυτά τα στοιχεία και τελικά να είναι… “μικρή”.
Το μόνο βέβαιο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι κι αν ο μαστρο-Ταραντίνο στο “Κάποτε στο… Χόλιγουντ” δεν έκανε μια “μεγάλη ταινία”, ούτε ένα νέο “Pulp Fiction”, σίγουρα όμως έκανε μια ταινία σπιρτόζικη και απολαυστική με… αεράτο σάουντρακ κι ωραίες κεντρικές (Ντι Κάπριο, Μπραντ Πιτ), αν και ξεχωρίζει ο ρόλος της Μάργκο Ρόμπι ως Σάρον Τέιτ, συζύγου του Ρομάν Πολάνσκι κι η οποία δολοφονήθηκε από τη συμμορία του Μάνσον, και δεύτερες ερμηνείες (Αλ Πατσίνο) και που αναδεικνύεται πολύ καλύτερη από όσα της χρεώνουν η μία ή η άλλη άμυαλη, εχθρική κριτική που βγήκε στο χαρτί ή στην ψηφιακή οθόνη.
Είχε αρνητικά σημεία το “Κάποτε στο… Χόλιγουντ”; Ναι, αλλά αυτά δεν ήταν ούτε η δήθεν ρατσιστική απεικόνιση του Μπρους Λι, ούτε η μη απεικόνιση των χίπηδων. Έτσι κι αλλιώς η συμμορία του Τσαρλς Μάνσον δεν είχαν ποτέ και καμία σχέση με το κίνημα των χίπηδων, ούτε ιδεολογικά, ούτε πρακτικά. Συνεπώς, όποιοι βλέπουν στην κινηματογραφική αναπαράσταση της συμμορίας του Μάνσον (αλλά χωρίς να εικονίζεται ο ίδιος) μια έμμεση κριτική για τον υπαρκτό εκφυλισμό των κινημάτων της αμφισβήτησης των δεκαετιών ’60 και ’70, τότε μάλλον… χρειάζεται να ξαναδούν την ταινία.
Άλλο ήταν όμως το αρνητικό σημείο της ταινίας και το οποίο καμία κριτική ‑από όσες έχω δει προφανώς- δεν το έχει αναφέρει. Κι αυτό είναι ότι ο Ταραντίνο στην ταινία του νοσταλγεί μια εποχή όπου ο κινηματογράφος ήταν, υποτίθεται, περιπετειώδης και διασκεδαστικός, όπου οι ηθοποιοί αξιοποιούσαν αποκλειστικά το υποκριτικό τους ταλέντο, κι ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος και χάνει την μάχη της τηλεόρασης, που εκείνη την περίοδο διεύρυνε το πεδίο παρέμβασης της, κάνοντας κι ένα άμεσο σχόλιο για τον ρόλο που έχουν σήμερα τα τηλεοπτικά δίκτυα τύπου Netflix τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στην οικιακή ψυχαγωγία. Προφανώς και δεν ήταν μια ειδυλλιακή εποχή, ο ίδιος ο σκηνοθέτης μας δείχνει ‑άθελά του, ίσως και όχι- και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Πως δηλαδή η, αγνή κατά τα άλλα, κινηματογραφική βιομηχανία, πετάει σαν στημένη λεμονόκουπα τους άλλοτε μεγάλους πρωταγωνιστές της, όταν “γεράσουν”, για να χτίσει νέα πρόσκαιρα είδωλα.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η νοσταλγία είναι τόσο αντικινηματογραφική, παραγνωρίζοντας ότι η τέχνη του κινηματογράφου βρίσκει νέους τρόπους να φτάσει στο ευρύ κοινό για να το ψυχαγωγήσει ή για να το προβληματίσει, όσο και αντιδραστική στο σύνολο της. Εκφράζει δηλαδή ένα συντηρητισμό που όμως μέσα στην τυφλότητα του κάνει και μια κριτική στον τρόπο που αντιμετωπίζει τα μέλη της η κινηματογραφική βιομηχανία. Αλλά προφανώς δεν είναι μία κριτική που θέλει και μπορεί να εμβαθύνει στο ζήτημα. Βλέπετε, πρόθεση του μαστρο-Ταραντίνο ήταν να φτιάξει μια κινηματογραφική περιπέτεια όπως παλιά, όπου μετρούσε η δράση κι η διασκέδαση μπροστά στην κάμερα κι οχι οι κρυμμένες ιδέες.
Η ταινία είναι, φαίνεται κι από τον τίτλο της, ένα κυνικό παραμύθι (με ελάχιστες βίαιες απεικονίσεις σε σχέση π.χ. με το “Death Proof” του ίδιου σκηνοθέτη που εξέφραζε όμως την ίδια νοσταλγική διάθεση). Είναι ακόμα μια ταινία-ύμνος στην αντρική φιλία, που όμως δεν είναι τόσο αγνή και άδολη όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά καθώς εμπλέκεται κι η οικονομική συναλλαγή μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών άλλα και μια ταινία που δείχνει ότι η κινηματογραφική βία, όσο σκληρά και να απεικονίζεται, δεν είναι παρά μια απεικόνιση της πραγματικής βίας που συναντάμε γύρω μας και παντού. Η είδηση στο ραδιόφωνο στην αρχή της ταινίας: “Χίλιοι κομμουνιστές” νεκροί στο Βιετνάμ, απέναντι σε “100 απώλειες” από την πλευρά των Αμερικανών, δείχνει ακριβώς αυτό κι αναδεικνύει παράλληλα την δύναμη του κινηματογράφου να μας διασκεδάζει με αυτές τις καταστάσεις, ενιότε και να μας κάνει ενεργούς υποστηρικτές αυτών των φαινομένων…
Αποτελεί ένα τραγικό, προς το τέλος του ιδιαίτερα, εναλλακτικό “και τι θα συνέβαινε εάν…”, όμορφα στημένο σκηνικό, χωρίς την αιρετική, σπιρτάδα άλλων ταινιών (π.χ. όπως στο Django) του μαστρο-Ταραντίνο αλλά εξίσου όμορφο. Κι είναι όμορφο γιατί, κατά βάθος, είναι διαφορετικό με όλα τα άλλα ταραντινικά δημιουργήματα. Αν αξίζει να την δει κανείς; Ε, ασφαλώς και αξίζει!
Γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.