Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σημειώματα, επιστολές και ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης συμπλη­ρώ­νει σήμε­ρα 90 χρό­νια ζωής. Οι ευχές μας ας ενω­θούν μαζί με όλων εκεί­νων που οι μελω­δί­ες και τα τρα­γού­δια του σημά­δε­ψαν και ενέ­πνευ­σαν τη ζωή τους. Να είναι γερός, δυνα­τός και πάντα νέος στην ψυχή, στην καρ­διά και στο νου. Χρό­νια του πολ­λά και καλά.

Μια στιγ­μή από τη ζωή του, τη νεό­τη­τά του, με σημειώ­σεις και σχό­λια για την τέχνη και την επα­νά­στα­ση, τη μου­σι­κή, το κίνη­μα και ποι­ή­μα­τα για τον αγώ­να και τον έρω­τα παρου­σιά­ζει αφη­γού­με­νος στο δεύ­τε­ρο τόμο της αυτο­βιο­γρα­φί­ας του «Οι δρό­μοι του Αρχάγ­γε­λου» και μας βοη­θά­ει να κατα­λά­βου­με το κλί­μα μέσα στο οποίο δια­μορ­φώ­θη­κε το μου­σι­κό του έργο.

[…Ευθύς μετά τα Δεκεμ­βρια­νά έγρα­ψα τους «ΠΕΝΤΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ»

( Σημειω­μα­τά­ριο πολέ­μου). Το παρα­θέ­τω ολό­κλη­ρο, για να δοθεί η δια­φο­ρά από το ύφος της επο­χής της Τρί­πο­λης και, κυρί­ως, για το περιε­χό­με­νο, που απο­κα­λύ­πτει τον ψυχι­κό και πνευ­μα­τι­κό μου κόσμο, ευθύς μετά τη συμ­με­το­χή σε μια κορυ­φαία μάχη της νεό­τε­ρης ιστο­ρί­ας μας.

1946. Ημιπαράνομος με τη Μυρτώ στην Ακρόπολη, μετά τον τραυματισμό στις 31.3.46, στην Ομόνοια

1946. Ημι­πα­ρά­νο­μος με τη Μυρ­τώ στην Ακρό­πο­λη, μετά τον τραυ­μα­τι­σμό στις 31.3.46, στην Ομόνοια

«ΠΕΝΤΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ» (Σημειω­μα­τά­ριο πολέ­μου), Δεκέμ­βρης 1944.

Πώς βρέ­θη­κα μεμιάς τόσο μακριά; — Ποτέ δεν μπό­ρε­σα να κατα­λά­βω – Πόσο εκμη­δε­νί­ζε­ται η στιγ­μή – όταν κάθε­σαι ανά­με­σα σε δυο φώτα – Ανα­γκά­στη­κα να αμυν­θώ για τη ζωή μου. – Είχε τόσο μυστι­κά διαρ­ρεύ­σει απ’ το σώμα μου – κι είχε σκορ­πί­σει τρι­γύ­ρω μου – ώστε ήμουν δεμέ­νος ανα­πό­σπα­στα. – Προ­χω­ρή­σα­με όλοι μαζί – ανα­γκα­στι­κά σφι­χτο­δε­μέ­νοι – με αλλαγ­μέ­νες καρ­διές – από στή­θος σε στή­θος. – Δεν είχα­με δικαί­ω­μα να μιλή­σου­με . – Γυρί­σα­με σχε­δόν μαζί τα μάτια – στο βάθος του ορί­ζο­ντα – Χίλια που­λιά ασύ­ντα­χτα σβή­ναν. – Είχα­με ήδη δια­νύ­σει περ­πα­τώ­ντας μεγά­λη από­στα­ση. – Στο σημείο αυτό που βρι­σκό­μα­στε – μπο­ρέ­σα­με να δια­κρί­νου­με – την κόκ­κι­νη πινα­κί­δα. – Υπο­θέ­σα­με πως μπο­ρεί να σημαί­νει – το σύνο­ρο που χωρί­ζει – το παρόν απ’ το μέλ­λον. – Σφί­ξα­με τότε το λου­ρί της κάσκας στο μάγου­λο – προ­σπα­θώ­ντας να ανα­πνεύ­σου­με — με τον παγω­μέ­νο αέρα – κάποια σκέ­ψη που ν’ αντέ­χει – το θλι­βε­ρό τοπίο. – Οι τοί­χοι των σπι­τιών – ξαπο­στέλ­νουν πίσω τρο­μαγ­μέ­νοι – τους ήχους των βημά­των μας. – Βλέ­που­με τους ίσκιους μας – να καθρε­φτί­ζο­νται κου­ρα­σμέ­νοι – στα συν­νε­φια­σμέ­να μάτια του ουρα­νού – καθώς προ­χω­ρού­με προ­σε­χτι­κά – πια­σμέ­νοι χέρι με χέρι – πάνω στη γραμ­μή που χαρά­ζει – το φρύ­δι του πολέμου.

Πίσω απ’ τις σκο­τει­νές πολυ­κα­τοι­κί­ες – παρα­μο­νεύ­ει τρι­χω­τό – το χέρι του Πολύ­φη­μου. – Είμα­στε πέντε σύντρο­φοι – πια­σμέ­νοι χέρι με χέρι – καρ­διά ξεπλυ­μέ­νη στο χιό­νι της νύχτας – Και τα λιβά­δια της άνοι­ξης — ζωγραφισμένα.

Χωμέ­νος στη λάσπη – σφίγ­γω στο χέρι μου την αρα­βί­δα. – Για μια στιγ­μή – αισθάν­θη­κα το κεφά­λι να ξεκολ­λά απ’ το σώμα μου – και να πηγαί­νει σε άλλο σώμα – και μετά σε άλλο και σε άλλο – ο τόπος γέμι­σε με ακέ­φα­λα πτώ­μα­τα και – μόνο το κεφά­λι μου γυρί­ζει – από σώμα σε σώμα. – Τι γινή­καν λοι­πόν τα κεφά­λια – των συντρό­φων μου;

Τα σύν­νε­φα δεν απέ­χου­νε πολύ απ’ τη γη. Έχουν κατέ­βει. Πιστεύω πως μέχρι το πρωί δεν θα υπάρ­χει πια τίπο­τα. Θ’ αρχί­σουν απ’ τις ψηλές πολυ­κα­τοι­κί­ες και τα φου­γά­ρα των εργο­στα­σί­ων στον Πει­ραιά. Οι τοί­χοι θα λυγί­σουν και σπά­ζουν λίγο λίγο. Έπει­τα θα’ ρθεί η σει­ρά των σπι­τιών. Τελευ­ταία θα λιώ­σουν οι συνοι­κι­σμοί κι οι ξύλι­νες παρά­γκες στο Δουργούτι.

Τότε στην απέ­να­ντι γωνιά από μας – φάνη­καν τέσ­σε­ρις άντρες. – Ήτα­νε τέσ­σε­ρις άντρες της αρχαί­ας Αθή­νας – και φορού­σαν χει­μω­νιά­τι­κες χοντρές χλα­μύ­δες. — Ήταν πια και­ρός – για­τί το χώμα είχε γίνει ρευ­στό και – τρι­κυ­μι­σμέ­νο. – Περά­σα­με προς το μέρος τους συρ­τά – κι όλοι μαζί – βλέ­πα­με – την Πολι­τεία μας – να κλυ­δω­νί­ζε­ται τρι­γύ­ρω ακυ­βέρ­νη­τη και – μεθυσμένη.

Σιγά σιγά εντε­λώς απροσ­δό­κη­τα – πλάι σ’ αυτούς τους άντρες – ανα­κα­λύ­ψα­με πως τα γερ­μα­νι­κά κρά­νη – κατε­βα­σμέ­να πάνω στο μέτω­πο – δεν μας εμπό­δι­ζαν τώρα να δού­με – τα μάτια μας. – Η Ελέ­νη – με χαι­ρε­τού­σε στην είσο­δο του πάρκου.

Όμως μάταια.- Μια βουή άρχι­σε να σηκώ­νε­ται – απ’ την μιαν άκρη της Πολι­τεί­ας έως την άλλη. – Βου­τή­σα­με τότε αμέ­σως κι οι πέντε – στην τρι­κυ­μι­σμέ­νη θάλασ­σα. – Καθώς κολυ­μπού­σα­με – για πρώ­τη φορά φτά­σα­με στη λεω­φό­ρο και δια­κρί­να­με – την ατε­λεί­ω­τη σει­ρά των κρε­μα­σμέ­νων, — κι όλοι όμοιοι – η μητέ­ρα μου κι η Ελέ­νη – η μητέ­ρα μου κι η Ελέ­νη – η μητέ­ρα μου κι η Ελέ­νη – Χίλιες φορές – η μητέ­ρα μου κι η Ελέ­νη – κι από πάνω – περ­νώ­ντας τα βλή­μα­τα των πλοί­ων του Φαλή­ρου – να σχη­μα­τί­ζουν – γιορ­τι­νή πολύ­χρω­μη αλέα.

Οι τέσ­σε­ρις σύντρο­φοι ανη­σύ­χη­σαν καθώς αργού­σα­με – κρα­τού­σαν γερά όμως στο πόστο μας – στις στιγ­μιαί­ες λάμ­ψεις του πολυ­βό­λου – μπο­ρού­σε κανείς να δια­κρί­νει – τη λεπτή κόκ­κι­νη κλω­στή που ένω­νε – τις καρ­διές μας.

Ο ουρα­νός και τα σύν­νε­φα κατε­βαί­νου­νε ολο­έ­να προς την Πολι­τεία. Γύρω μας η θάλασ­σα φου­σκώ­νει και τα κύμα­τα μάς κάψα­νε στο πρό­σω­πο τα μάτια. Απ’ το λόφο του Αρδητ­τού ακού­στη­κε κάποιο χωνί να σβή­νει « Η Αθή­να δεν πεθαί­νει. Νικά», όμως η αυγή δεν έλε­γε να’ρθεί.

Ο ουρα­νός με τα σύν­νε­φα καθώς κατε­βαί­νει έχει ακου­μπή­σει τις ψηλές πολυ­κα­τοι­κί­ες και τα φου­γά­ρα των εργο­στα­σί­ων στον Πει­ραιά. Κι η θάλασ­σα από κάτω ανε­βαί­νει και μας αρπά­ζει. Ξαφ­νι­κά μέσα στην τρι­κυ­μία φάνη­κε ένα φως κι η φωνή σου αντή­χη­σε δυνα­τή πριν προ­λά­βει το κύμα να την αρπά­ξει. Ήταν τόσο γερή ώστε να μας στη­ρί­ξει για αρκε­τήν ώρα στην επι­φά­νεια. Όμως ήταν πια αργά. Τώρα ακρι­βώς που οι καρ­διές μας ανοί­γουν ξανά διά­πλα­τα τις πόρ­τες τους βρέ­θη­κε να στε­ρέ­ψει δια­μιάς η απέ­ρα­ντη θάλασ­σα και τα κύμα­τα γίνη­καν μαύ­ρα που­λιά. Η φωνή σου ήταν άχρη­στη πια έτσι καθώς βρι­σκό­μα­στε ξαπλω­μέ­νοι ανά­με­σα στα ερεί­πια και οι άλλοι να περ­νούν και να μας πατούν

.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….…..

πέντε αμού­στα­κοι στρα­τιώ­τες του Δεκεμ­βρί­ου δρα­σκε­λί­σα­νε με τόση αγά­πη το σύνο­ρο του θανάτου.

Σε διάλειμμα της παρανομίας (1948) στο σπίτι της Νέας Σμύρνης μπροστά από το αρμόνιο.

Σε διά­λειμ­μα της παρα­νο­μί­ας (1948) στο σπί­τι της Νέας Σμύρ­νης μπρο­στά από το αρμόνιο.

Το σύνο­λο της ερω­τι­κής μου ποί­η­σης είναι εμπνευ­σμέ­νο και αφιε­ρω­μέ­νο στη Μυρ­τώ. «Όλη η σκέ­ψη μου είναι ένα ανθι­σμέ­νο κλω­νά­ρι αμυ­γδα­λιάς κρε­μα­σμέ­νο στο παρά­θυ­ρό σου.» Έτσι αρχί­ζει το «ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ».

« Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώ­μα­τα και με χίλιες μυστι­κές ανταύ­γειες – κι όμως εσύ μένεις βυθι­σμέ­νη στο όνει­ρο της ζωής σου(…) Και μην ξυπνή­σεις. Δε θα’ χεις εδώ να γνω­ρί­σεις τίπο­τα πιό­τε­ρο απ’ ό,τι ήδη γνω­ρί­ζεις – αφού κι ο πόνος ακό­μα, που σημα­δεύ­ει μ’ ένα άστρο το σκε­φτι­κό μέτω­πο της ζωής , αρνή­θη­κε τον εαυ­τό του – και γίνη­κε, ως κι αυτός , από­ψε χαρά!» Το Μάρ­τη του 1945, ανά­με­σα σ’ ένα λιν­τσά­ρι­σμα στο Πανε­πι­στή­μιο και μια φυλά­κι­ση στην Καλ­λι­θέα, έχω το κου­ρά­γιο ο αθε­ό­φο­βος να γρά­φω στο ποί­η­μα « ΜΥΡΤΩ», αυτούς τους στί­χους: « Είναι ακα­τα­νό­η­το κι όμως αλη­θι­νό, αγα­πη­μέ­νη, πως το σύμπαν ολά­κε­ρο κι ολά­κε­ρος ο Θεός – χωρούν στο φιλί που μου δίνουν τα υγρά σου χείλη!»

Πριν όμως συνε­χί­σω με τα ερω­τι­κά, επα­νέρ­χο­μαι στα πολε­μι­κά, με την ποι­η­τι­κή περι­γρα­φή ενός επει­σο­δί­ου, που σας διη­γή­θη­κα πιο πριν. Για κεί­νη τη νύχτα σε μια ταρά­τσα στην Άνω Νέα Σμύρ­νη. Το ποί­η­μα έχει τίτλο

«Χρι­στού­γεν­να 1944». « Ο αγέ­ρας κάλ­πα­ζε βαστώ­ντας με πύρι­να χαλι­νά τα σκο­τει­νά σύν­νε­φα – Τσα­κι­σμέ­νοι, βολευ­τή­κα­με ο ένας πλάι στον άλλον – πάνω στο σανί­δι, που είχε μυρου­διά κηδεί­ας – Από πάνω μας τ’ αερο­πλά­να της RAF- σπέρ­νουν στο σκο­τά­δι πύρι­νες μαρ­γα­ρί­τες – Οι λεύ­κες γέρ­νουν στο χώμα οργι­σμέ­νες – προ­σπα­θώ­ντας να φτά­σουν τα τανκς – που μας παρα­μο­νεύ­ουν σιω­πη­λά – μέσα στη νύχτα – ο Μαρ­γα­ρί­της πηγαί­νει μπρο­στά – στη γυρι­στή σκά­λα που οδη­γού­σε στη σκο­πιά – Ανε­βαί­να­με σπρώ­χνο­ντας προς τα πάνω – με όλη μας τη δύνα­μη – το σκο­τει­νό ουρα­νό που μας πιέ­ζει – Χαϊ­δεύω με το γυμνό δάκτυ­λο τη σκαν­δά­λη του όπλου – Ο άνε­μος κι η βρο­χή χαστου­κί­ζουν στο πρό­σω­πό μου, τα περι­βό­λια με τα όνει­ρα – την αίθρια τόλ­μη της γενιάς μου – (…) Ήξε­ρα τώρα, πως τα βήμα­τα μου – πάνω στην παγω­μέ­νη πλά­κα της ταρά­τσας – μετρού­σαν τον παλ­μό του κόσμου». Στην «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ» , ένα κάπως εκτε­τα­μέ­νο ποί­η­μα, γραμ­μέ­νο στα 1946 τελειώ­νω ως εξής: « Το αίμα έχει σχη­μα­τί­σει μια λίμνη – λίγο πιο πάνω από το μέρος που στε­κό­μα­στε – ο μύθος της φυλής αυτής λέει πως στο βυθό της – κατοι­κούν τα ινδάλ­μα­τα όλων των ανθρώ­πων – όποιος θελή­σει να δει τον εαυ­τό του – δεν έχει παρά να στα­θεί – πάνω από την ακί­νη­τη επι­φά­νειά της». Βλέ­πει κανείς την αγω­νία από την αδελ­φο­κτό­νο δια­μά­χη, που καθη­με­ρι­νά παίρ­νει μεγα­λύ­τε­ρες δια­στά­σεις. Ήδη, στο βάθος του ορί­ζο­ντα, αρχί­ζει να δια­κρί­νε­ται απο­κρου­στι­κό το φάντα­σμα του επερ­χό­με­νου εμφυ­λί­ου. Έτσι, όλα θα κατέ­λη­γαν σε μια πελώ­ρια λίμνη αίμα­τος. Καθι­σμέ­νοι στο πατά­ρι του Λου­μί­δη, στη Στα­δί­ου, συζη­τά­με για την πολι­τι­κή κατά­στα­ση. Όλοι μας φυσι­κά ΕΑΜί­τες. Νέοι, ως επί το πλεί­στον, δια­νο­ού­με­νοι, καλ­λι­τέ­χνες. Νεοσ­σοί. Ο βασι­κός δια­χω­ρι­σμός γίνε­ται ανά­με­σα σε δύο από­ψεις. Η πρώ­τη: « Εμείς, σαν πνευ­μα­τι­κοί άνθρω­ποι, έχου­με ανά­γκη τα κρα­τι­κά μέσα για να επι­κοι­νω­νή­σου­με με το λαό. Το ΕΑΜ χάνει τη μάχη. Αν το ακο­λου­θή­σου­με στην πτώ­ση του, τότε πώς θα επι­κοι­νω­νού­με με το λαό, που είναι και το βασι­κό μας χρέ­ος;» Η δεύτερη:

« Το πρώ­το μας χρέ­ος είναι να εκφρά­σου­με πιστά και σωστά το λαό. Αν το ΕΑΜ τον εκφρά­ζει πολι­τι­κά, τότε κι εμείς, μόνο μαζί με το ΕΑΜ, συμ­με­ρι­ζό­με­νοι τα πάθη του λαού, μέσον των παθών του ΕΑΜ, θα μπο­ρέ­σου­με, αν και εφό­σον επι­ζή­σου­με, να εκφρά­σου­με καλ­λι­τε­χνι­κά το λαό. Το πρό­βλη­μα της επι­κοι­νω­νί­ας έρχε­ται μετά…».

Ύστε­ρα από λίγους μήνες βρε­θή­κα­με οι μισοί στις εξο­ρί­ες και οι μισοί στην Αθή­να, στα σπί­τια τους, έως ότου, τους περισ­σό­τε­ρους η αντι­δρα­στι­κή εξου­σία, μέσον του κρά­τους – Σει­ρή­να, εξα­γό­ρα­ζε τη φρο­νι­μά­δα τους με την ψυχή τους. Μέσα από τις σκέ­ψεις και τα ποι­ή­μα­τα, εγώ προ­ε­τοί­μα­ζα να στα­θώ πάνω από τη λίμνη του αίμα­τος , προ­κει­μέ­νου να δω το πρό­σω­πό μου. Να είμαι, δηλα­δή , εγώ ο ίδιος και όχι ένας άλλος. Κάθε επο­χή έχει, φυσι­κά, το δικό της τίμη­μα. Θα σου ζητούν πάντα να σταυ­ρω­θείς για να ανα­στη­θείς. Όμως, εκεί­νον τον και­ρό, ναι – ο μόνος τρό­πος για να μεί­νεις πιστός στον εαυ­τό σου ήταν να δια­λυ­θείς μέσα στους άλλους , που εκεί­νην τη στιγ­μή το’ παι­ζαν κορό­να γράμ­μα­τα με την ιστο­ρία. Θα μου πεί­τε: « Και τι έγι­νε; νική­σα­με; φτά­σα­με στην Ιθά­κη;» Την απά­ντη­ση την έχει δώσει προ πολ­λού ο ποι­η­τής. Σημα­σία είχε το «ταξί­δι». Η από­φα­ση που παίρ­νεις εσύ ο ίδιος και που σε εκσφεν­δο­νί­ζει στο κέντρο του ηφαι­στεί­ου. Γίνε­σαι τότε ένα με τη λάβα. Και αν επι­ζή­σεις, τότε θα έχεις πολ­λά και σημα­ντι­κά να διη­γη­θείς στους ανθρώ­πους. « Η λέξη ‘ευαι­σθη­σία’ είναι κάτι που ται­ριά­ζει – στους ώρι­μους καρ­πούς που πλημ­μυ­ρί­ζουν από ζωή – πολύ περισ­σό­τε­ρο αν είναι μητρι­κό στή­θος – παρ’ ότι αν είναι μια φωνή που σε καλεί σε βοή­θεια – Εξάλ­λου οι ανα­θυ­μιά­σεις αυτές του αίμα­τος – δεν μπο­ρούν ν’ αφή­σουν ασυ­γκί­νη­το ούτε ένα μικρό σπό­ρο στα­ριού – Ήδη τρώ­γο­ντας ψωμί – τρέ­φεις τις σάρ­κες σου – με πόνους και χρέη»( « Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ»).

Μαζί με το Διό­νυ­σο , σύμ­βο­λο της βιο­λο­γι­κής και πνευ­μα­τι­κής μέθης, η επα­φή με τη γη, η αγά­πη για το χώμα και τη βλά­στη­ση, ξανάρ­χο­νται τώρα μέσα μου από έναν άλλο δρό­μο, από κεί­νον της Τρί­πο­λης. Η φύση, τότε, ήταν το άλλο πρό­σω­πο της μετα­φυ­σι­κής, δηλα­δή της μόνης αλή­θειας και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Υπήρ­χε μια προ­σπά­θεια για μια ριζι­κή μετα­στρο­φή. Σκλη­ρή και απε­γνω­σμέ­νη, θα’ λεγα, προ­σπά­θεια, για­τί ο πραγ­μα­τι­κός μου εαυ­τός έχο­ντας ανα­κα­λύ­ψει πια σαν κύριο όργα­νο έκφρα­σης τη μου­σι­κή σύν­θε­ση, βυθι­ζό­ταν όλο και σε πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νες πνευ­μα­τι­κές και ψυχι­κές περιο­χές από τους ανθρώ­πους, τους φίλους, τους συντρό­φους. Ο διχα­σμός γινό­ταν ουσια­στι­κό­τε­ρος. Βαθύ­τε­ρος. Η απο­ξέ­νω­ση τρα­γι­κό­τε­ρη. Ακό­μη και οι συνά­δερ­φοί μου στο Ωδείο – εκτός σπα­νί­ων εξαι­ρέ­σε­ων, όπως , λ.χ., ο Τάτσης Απο­στο­λί­δης, που ήταν πολύ κοντά μου – κατα­νο­ού­σαν και πίστευαν τότε στα έργα, κυρί­ως μου­σι­κές δωμα­τί­ου, που τότε οι ίδιοι τα έπαι­ζαν. Ακούω σήμε­ρα τα « ΕΝΤΕΚΑ ΠΡΕΛΟΥΔΙΑ» για πιά­νο, γραμ­μέ­να το 1947, λίγες βδο­μά­δες μόλις πριν με πιά­σουν, και σκέ­φτο­μαι πόσο μπρο­στά κατόρ­θω­σα τελι­κά να οδη­γή­σω τη μου­σι­κή μου έκφρα­ση και τα εκφρα­στι­κά μου μέσα. Κι όμως κανείς δεν τα κατά­λα­βε. Κανείς δεν τα’ παι­ξε. Έπρε­πε να περι­μέ­νω πάνω από τριά­ντα πέντε χρό­νια για να τα ανα­κα­λύ­ψουν τρεις θαυ­μά­σιες Ελλη­νί­δες πια­νί­στες, η Τόμπρα, η Μου­ζά­λα και η Καρ­ρά. Ακού­γο­ντας το έργο αυτό και τοπο­θε­τώ­ντας το στην Αθή­να του 1947, και μάλι­στα στην Αθή­να του ΕΑΜ του 1947, θα κατα­νο­ή­σε­τε την τρα­γι­κή μονα­ξιά μου.

Το ίδιο ισχύ­ει και για το «ΤΡΙΟ» και ένα σωρό άλλα συμ­φω­νι­κά έργα, που θα δού­με παρα­κά­τω. «Θυμά­μαι πως μου είπες μια λέξη – κι εγώ έκο­ψα λίγο χορ­τά­ρι – με τις ρίζες νωπό χώμα – να τρί­ψω την καρ­διά μου να ευω­διά­σει.» Είναι οι πρώ­τοι στί­χοι από το εκτε­τα­μέ­νο ποί­η­μα με τίτλο «ΕΤΣΙ ΜΥΡΙΖΕΙ ΤΟ ΧΩΜΑ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΒΡΟΧΗ». Θυμά­μαι, σαν και τώρα, στη Λέσχη της ΕΠΟΝ το Ρίτσο να λέει: « Θεέ μου, τι μεγά­λος τίτλος!» Και με το δίκιο του.

Και για να ξανα­γυ­ρί­σω στην ερω­τι­κή ποί­η­ση. « Ξέρεις τις μικρές ανε­μώ­νες που φυτρώ­νουν τον Απρί­λη; — θα’ θελα πολύ να στις αρα­διά­σω πλάι – πλάι – μέσα σ’ ένα ουρα­νί πλαί­σιο – Δεν υπάρ­χει άλλος τρό­πος να σου εκφρά­σω τα όνει­ρα που με δέρ­νουν για σένα.» Φαί­νε­ται ότι μονά­χα ο έρω­τας ήταν ικα­νός να με σώσει από την τρα­γι­κή αντί­φα­ση που οδη­γή­θη­κα άθε­λά μου. Εγώ, ο ερα­στής των άστρων, ο αιθε­ρο­βά­μων, να είμαι βου­τηγ­μέ­νο­ςς ως το λαι­μό μέσα στη λάσπη και στο αίμα, που σηκώ­νουν θάλασ­σα γύρω μας τα πάθη των ανθρώ­πων. Στο μάθη­μα μαρ­ξι­σμού, με το Μήτσο Παρ­τσα­λί­δη, στην οδό Ερμού, έκα­να την εξής πρό­τα­ση : « Να δοθεί γραμ­μή να πάνε τα μέλη μας στο Ωδείο Ηρώ­δου ν’ ακού­σουν την «ΕΝΑΤΗ», που είναι αυτό κι αυτό…». και ο τιμη­μέ­νος ηγέ­της απά­ντη­σε: « Μα για Μπε­τό­βεν είμα­στε τώρα, σύντρο­φε;» Υπο­νο­ώ­ντας, προ­φα­νώς, ότι ο Μπε­τό­βεν είναι ένα «στοι­χειό» τόσο απο­μα­κρυ­σμέ­νο από την «πάλη του λαού», όσο και ένα πολι­κό άστρο. Έτσι, μια άλλη μέρα, όταν δίδα­σκε πάλι ο ίδιος «καθη­γη­τής», ακού­γο­ντας τη «ΣΕΡΕΝΑΤΑ» του Σού­μπερτ από το απέ­να­ντι σπί­τι άφη­σα την ψυχή μου να πετά­ξει σαν ένα κόκ­κι­νο μπα­λό­νι. Μέθυ­σα από τα ύψη και τις ομορ­φιές και ζητώ­ντας ξαφ­νι­κά το λόγο, είπα: « Σύντρο­φε, άκου­σα τη

«ΣΕΡΕΝΑΤΑ» του Σού­μπερτ και μάτω­σε η καρ­διά μου. Δεν κάνω για επαγ­γελ­μα­τι­κό στέ­λε­χος. Θα μεί­νω πιστός. Θα είμαι στην πρώ­τη γραμμή…Όχι όμως επαγγελματικά…Ανήκω αλλού…».

Υπο­σχέ­θη­κα να μην επε­κτα­θώ σ’ αυτήν την αφή­γη­ση σε κατα­στά­σεις και προ­βλή­μα­τα ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κά. Μονά­χα στα ανα­γκαία, για να κατα­νοη­θεί κύρια το μου­σι­κό μου έργο. Μιλώ­ντας όμως για τρα­γι­κό διχα­σμό, βάζου­με αυτο­μά­τως αντι­μέ­τω­πη τη Μου­σι­κή με την Επα­νά­στα­ση. Ήταν έτσι; Βλέ­πε­τε ότι η ίδια η φύση μου, ως καλ­λι­τέ­χνη και επα­να­στά­τη, έβα­ζε και βάζει επί τάπη­τος το πρό­βλη­μα των σχέ­σε­ων Τέχνης και Επα­νά­στα­σης. Ή, με άλλο όνο­μα, της πολι­τι­κής και της πολι­τι­στι­κής επα­νά­στα­σης. Δεν πρό­κει­ται λοι­πόν για ένα αφη­ρη­μέ­νο συλ­λο­γι­σμό, αλλά για μια βιω­μα­τι­κή ανα­γκαιό­τη­τα, που μην μπο­ρώ­ντας να λυθεί – τι λέω να λυθεί; ούτε να εκφρα­στεί! – στην πρά­ξη, αισθα­νό­μουν και αισθά­νο­μαι να διχο­το­μού­μαι. Να είμαι ξένος στον εαυ­τό μου. Όταν ο εαυ­τός μου είναι ο αγω­νι­στής, να είναι ξένος ο μουσικός.

Πάσχα 1949. Επισκεπτήριο στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο με τη Μυρτώ και τον πατέρα του, μετά την επίσκεψη Παπάγου και το ολονύχτιο ξύλο

Πάσχα 1949. Επι­σκε­πτή­ριο στο 401 Στρα­τιω­τι­κό Νοσο­κο­μείο με τη Μυρ­τώ και τον πατέ­ρα του, μετά την επί­σκε­ψη Παπά­γου και το ολο­νύ­χτιο ξύλο

Και όταν γίνε­ται μου­σι­κός, να είναι ξένος ο αγω­νι­στής. Κι αυτό για­τί, και τότε και τώρα, το αρι­στε­ρό μας κίνη­μα, για χίλιους δυο λόγους, με την Τέχνη έχει σχέ­σεις …κοι­νω­νι­κές. Απλώς, ζουν και οι δυο στην ίδια πόλη. Να μην πουν κάπου κάπου καμιά «καλη­μέ­ρα»; Δίκαια, λοι­πόν, και ενώ είμαι απ’ τη μια μεριά ψυχή τε και σώμα­τι αφο­σιω­μέ­νος στον Εκπο­λι­τι­σμό της Αθή­νας, ενώ από την άλλη συν­θέ­τω το «ΤΡΙΟ», να προ­σπα­θώ να σωθώ απ’ τον έρωτα:

«ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΜΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ ΑΠ’ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ» ο τίτλος είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κός. Ποιος θα με κατη­γο­ρή­σει; Ο « Ριζο­σπά­στης» μήπως δεν έγρα­φε , την επο­μέ­νη της δια­δή­λω­σης για την «απο­χή», για μένα « ένας φοι­τη­τής νεκρός;» Άρα, δεν είχα καμιά προ­κα­τά­λη­ψη να μη λυτρω­θώ μέσα στο « κίνη­μα». Να όμως που οι προ­βο­σκί­δες του καλ­λι­τέ­χνη έπια­ναν τότε, όπως και σε άλλες επο­χές, μηνύ­μα­τα μυστι­κά και από­κρυ­φα για τους άλλους.

«Το στή­θος μου επλά­τυ­νε πολύ για να χωρέ­σει – το μικρό αυτό για­σε­μί που έσπει­ρες – με τα λεπτά σου δάκτυ­λα αυτήν τη νύχτα – στην καρ­διά μου – Δεν σ’ έβλε­πα καθό­λου – δεν μπο­ρού­σα να σε δια­κρί­νω – μέσα σε τόσο σκο­τά­δι — τα μάτια σου όμως τα ένιω­θα – πάνω σ’ όλο μου το δέρ­μα να με δια­τρέ­χουν – σαν τα κοπά­δια της Πίν­δου – και μπο­ρού­σα να μαντέ­ψω ακό­μα – τους μικρούς Νάρ­κισ­σους πεσμέ­νους – πάνω από τα πρα­σι­νό­γκρι­ζα νερά τους – Δεν ήμουν πια μόνος – αιχ­μά­λω­τος αυτής της σκο­τει­νής δυστυ­χί­ας – Πλάι μου άρχι­σε ήδη να φου­ντώ­νει – η πυρ­κα­γιά που άνα­ψες εκεί­νο το βρά­δυ – τρί­βο­ντας με δύνα­μη το γέλιο σου – πάνω στην ανώ­μα­λη επι­φά­νεια της καρ­διάς μου – όπως κάνουν στα ανή­συ­χα δάση – της Κεντρι­κής Αφρι­κής – Τώρα κατά­λα­βες κι εσύ πόσο κοντά μου – είναι αυτή η φωτιά ώστε να κιν­δυ­νεύω – να γίνω στά­χτη – Έτσι όμως που μ’ έχεις ποτί­σει με κρα­σί και με γάλα – με χαρά κι εμπι­στο­σύ­νη – πιστεύω πως θα γίνω μια γόνι­μη στά­χτη — Θέλω λοι­πόν να με σκορ­πί­σεις – στις ρίζες των μικρών καρ­διών – που ονει­ρεύ­ο­νται έναν παρό­μοιο θάνα­το – Θ’ ανά­ψω παντού πυρ­κα­γιές – θα κάνω ν’ ακού­γε­ται παντού – το πύρι­νο γέλιο σου – Αμφι­βάλ­λω όμως αν οι φωτιές μου – φτά­σουν το φως τόσο ψηλά – που ανε­μί­ζεις τη σημαία των ματιών σου – Θα ζήσουν λοι­πόν οι άνθρω­ποι ακό­μα – ανυ­πο­ψί­α­στοι πως υπάρ­χουν – σαν τρο­μαγ­μέ­να πλοία που τσα­κί­ζο­νται – στους βρά­χους – κι οι μικροί Νάρ­κισ­σοι πεσμέ­νοι – πάνω από την πρα­σι­νό­γκρι­ζη επι­φά­νειά τους – θα εξα­κο­λου­θούν να πνί­γο­νται γεμά­τοι έκστα­ση – προ­σπα­θώ­ντας να ανα­κα­λύ­ψουν το βυθό – που υπο­βα­στά­ζει – τόση απλό­τη­τα και αγά­πη- συμπυκνωμένη.»

Για­τί τάχα αυτό το συναί­σθη­μα της αυτο­κα­τα­στρο­φής; Η Μυρ­τώ, που ως τότε ήταν φανα­τι­κιά ΕΠΟ­Νί­τισ­σα, μπρο­στά στο δικό μου πάθος άρχι­σε να φοβά­ται. Γινό­τα­νε κάθε μέρα και πιο συντη­ρη­τι­κή. Ήταν ήδη τρι­το­ε­τής στο Πανε­πι­στή­μιο. Οι συνά­δελ­φοί της, επί­δο­ξοι για­τροί, έκα­ναν τα επαγ­γελ­μα­τι­κά τους όνει­ρα. Που όλα φυσι­κά κατέ­λη­γαν σ’ ένα ιατρείο γύρω απ’ το Κολω­νά­κι. Δε μου το’ λεγε, όμως το ένιω­θα ότι μαζί μου είχε πρό­βλη­μα. Τι θα κάνου­με στο μέλ­λον; Από τους φτω­χό­τα­τους γονείς μας δεν μπο­ρού­σα­με να περι­μέ­νου­με καμιά βοή­θεια. Εμείς εξάλ­λου εξα­κο­λου­θού­σα­με να μένου­με στο σαλό­νι του θεί­ου Αντώ­νη, ο ένας πάνω στον άλλον, μην έχο­ντας τη δυνα­τό­τη­τα ούτε να νοι­κιά­σου­με κάπου δυο δωμά­τια. Τέλος του ’46, ο Συνε­ται­ρι­σμός έκλει­σε και βρέ­θη­κα χωρίς δουλειά.

Η μόνη μου ελπί­δα το δίπλω­μα Αρμο­νί­ας. Ίσως μ’ αυτό να διο­ρι­ζό­μουν κάπου καθη­γη­τής της μου­σι­κής. Να όμως που δίνω εξε­τά­σεις και με κόβουν! Η πολι­τι­κή μάχη έχει μετα­φερ­θεί και μέσα στο Ωδείο Αθη­νών. Οι Χίτες μαθη­τές μπαί­νουν ένο­πλοι. Από την άλλη πλευ­ρά πρέ­πει να οργα­νω­θού­με, για να μη μας πετά­ξουν έξω. Διεκ­δι­κού­με το χώρο με καθη­με­ρι­νές συγκρού­σεις. Σαν αρχη­γός των αρι­στε­ρών, ενο­χλώ τη διεύ­θυν­ση και τους καθη­γη­τές μου. Έτσι με απορ­ρί­πτουν και δε μου δίνουν το δίπλω­μα. Για­τί, παρα­κα­λώ; Για­τί στις εξε­τά­σεις τις ιστο­ρί­ας δε γνώ­ρι­ζα την ύπαρ­ξη του κυρί­ου Χαϊ­νί­χεν: Ποιος είναι αυτός; Ένας συν­θέ­της – φυσι­κός που δια­δρα­μά­τι­σε μεγά­λο ρόλο στο συγκε­ρα­σμό του τόνου. Όπως ίσως ξέρε­τε, ο τόνος υπο­διαι­ρεί­ται σε εφτά ίσα μέρη. Πράγ­μα που σημαί­νει ότι μετα­ξύ του ΝΤΟ δίε­ση και του ΡΕ ύφε­ση υπήρ­χε μια έβδο­μη δια­φο­ρά. Για να διαι­ρε­θούν τα εφτά σε τρι­σή­μι­σι και τρι­σή­μι­σι πέρα­σε ένας αιώ­νας προ­σπα­θειών. Ο καη­μέ­νος ο κύριος Χαϊ­νί­χεν – βασι­κά φυσι­κός – συνέ­τει­νε απο­φα­σι­στι­κά σ’ αυτό. Όμως εκεί­νος που εδραί­ω­σε το νέο σύστη­μα ήταν ο Μπαχ, με τα περί­φη­μα « πρε­λού­δια και φού­γκες για ένα καλώς συγκε­ρα­σμέ­νο κλειδοκύμβαλο».

Έχο­ντας χάσει το δίπλω­μά μου για τον κύριο Χαϊ­νί­χεν, ανα­γκα­στι­κά τον έμα­θα καλά. Και βρή­κα άμε­ση αντι­στοι­χία, ανά­με­σα σ’ αυτόν και ορι­σμέ­νους σημε­ρι­νούς μαθη­μα­τι­κούς — φυσι­κούς συν­θέ­τες. Έτσι μια μέρα περ­πα­τώ­ντας στην avenue de l’ Opera στο Παρί­σι, θα΄λεγα σ’ έναν από αυτούς: « Είσαι σαν το Χαϊ­νί­χεν. Προ­ε­τοι­μά­ζεις το έδα­φος για κάποιο μελ­λο­ντι­κό Μπαχ». Πώς θέλε­τε να με αγα­πούν αυτοί οι άνθρω­ποι, όταν τους χτυ­πάς πάνω στο αδύ­να­το τους σημείο; Άλλο η φυσι­κή και άλλο η μου­σι­κή, κύριε Χαϊ­νί­χεν. Συμ­βο­λι­κή λοι­πόν και η απόρ­ρι­ψή μου. Για κάποιον που δε θα μπο­ρού­σα ποτέ να του μοιά­σω . Ωστό­σο, το πρό­βλη­μα παρα­μέ­νει. Και άμε­σα και μελ­λο­ντι­κά. Ας είναι καλά ο Μενέ­λα­ος Παλ­λά­ντιος , που μίλη­σε για μένα στον ιδιο­κτή­τη του ΛΥΚΕΙΟΥ « ΑΘΗΝΑ», που με διό­ρι­σε έστω και χωρίς δίπλω­μα. Έτσι έγι­να καθη­γη­τής στη μου­σι­κή. Τότε το σχο­λείο ήταν στην πλα­τεία Βικτω­ρί­ας. Το μεση­μέ­ρι έτρω­γα ένα σάντουιτς στην τάξη, για να μελε­τώ πιά­νο. Και μετά υπο­δε­χό­μου­να τα αγό­ρια και τα κορί­τσια (προ­πα­ντός) που έρχο­νταν να σπά­σουν πλά­κα με το μάθη­μα της μουσικής.

mikis28eΜαταί­ως προ­σπά­θη­σα να υψώ­σω τον τόνο, μιλώ­ντας τους για τους μεγά­λους συν­θέ­τες και τις μεγά­λες φόρ­μες. Υπήρ­χε διά­χυ­τη η προ­κα­τά­λη­ψη. Τα κορί­τσια , λίγο μικρό­τε­ρα από μένα, έπαιρ­ναν πόζες και εκφρά­σεις βαμπ, για να με γοη­τεύ­σουν. Ήταν ένα φανε­ρό ερω­τι­κό παι­χνί­δι με μπα­γκρά­ουντ την πλά­κα. Είχα γρά­ψει μερι­κά σχο­λι­κά τρα­γού­δια. Ένα από αυτά, σε ποί­η­ση του Βασί­λη Ρώτα, ήταν ο « Κόκο­ράς μας». Στο μέσον του τρα­γου­διού, κάποια από τις «μοι­ραί­ες» φωνά­ζει «κου­κου­ρί­κου». Οπό­τε την πλη­σιά­ζω και της αστρά­φτω ένα χαστού­κι. Μονο­μιάς η τάξη ησύ­χα­σε. Μερι­κοί με κοί­τα­ζαν με θαυ­μα­σμό. Τι συμπέ­ρα­σμα να βγά­λω; Δεν κρά­τη­σε πολύ το καθη­γη­τι­λί­κι. Μόνο λίγους μήνες , για­τί τον Ιού­λιο του 1947 με πιά­σα­νε. Αυτήν τη φορά για εξο­ρία. Ήδη το μου­σι­κό κατε­στη­μέ­νο, με επι­κε­φα­λής τον ίδιο το Δάσκα­λό μου, με τιμω­ρού­σαν για τις ιδέ­ες μου.

Μια βδο­μά­δα πριν, πήγα να συνα­ντή­σω τον κύριο Φαρα­ντά­το, πια­νί­στα, διευ­θυ­ντή του Ωδεί­ου Αθη­νών, και διευ­θυ­ντή του μου­σι­κού τμή­μα­τος του ΕΙΡ. Από­ρη­σε για την επί­σκε­ψή μου. Νόμι­ζε ότι θα δια­μαρ­τυ­ρη­θώ, για­τί αυτός μου υπό­βα­λε την ερώ­τη­ση « Χαϊ­νί­χεν». Εγώ όμως πήγα για να του δώσω τα «ΠΡΕΛΟΥΝΤΙΑ» για πιά­νο, που μόλις είχα τότε συν­θέ­σει. Τα κοί­τα­ξε, με κοί­τα­ξε και μου τα γύρι­σε πίσω.Έτσι βοη­θού­σαν τότε οι μεγά­λοι τους μικρούς. Συμ­βου­λευό­με­νος τα χαρ­τιά μου, ανα­κά­λυ­ψα μερι­κές επι­στο­λές με το πρό­βλη­μα της απόρ­ρι­ψής μου στις εξε­τά­σεις. Απευ­θυ­νό­με­νος στο Φαρα­ντά­το γρά­φω: « Το γεγο­νός ότι κανείς από την εξε­τα­στι­κή επι­τρο­πή δεν είχε καν υπό­ψη του τον πρώ­το μου­σι­κό που εφήρ­μο­σε το συγκε­ρα­σμέ­νο σύστη­μα, το Δαβίδ Χαϊ­νί­χεν, μου δίνει το δικαί­ω­μα να ερω­τή­σω την επι­τρο­πή: Με τι δικαί­ω­μα με απορ­ρί­πτουν επει­δή δεν ήξε­ρα τον Γκρε­τρύ, όταν αυτή αγνο­εί έναν επί­σης μου­σι­κό σημα­σί­ας , το Χαϊ­νί­χεν;» Επο­μέ­νως τα πράγ­μα­τα είναι αντί­στρο­φα απ’ ό,τι σας τα αφη­γή­θη­κα. Εγώ γνώ­ρι­ζα το Χαϊ­νί­χεν και όχι η επιτροπή.)

Η ζωή μου – η μου­σι­κή μου καριέ­ρα – παί­χτη­καν μετα­ξύ Γκρε­τρύ και Χαϊ­νί­χεν. Νίκη­σε ο Γκρε­τρύ και μαζί του, η σοφία και η δύνα­μη του ελλη­νι­κού μου­σι­κού κατε­στη­μέ­νου. Το ότι είμαι ένας φτω­χός βιο­πα­λαι­στής που τόλ­μη­σα να αφή­σω τη δυστυ­χία και να αφο­σιω­θώ μ’ όλη μου την ψυχή στη μου­σι­κή , αυτό δε σας συνε­κί­νη­σε. Δε θέλω να πω πως ήθε­λα να μου φερ­θεί­τε με επιεί­κεια. Γνω­ρί­ζω όμως ότι μου φερ­θή­κα­τε με αδικία.

Τον Ιού­νιο, ένα μήνα πριν από τη σύλ­λη­ψή μου, έγρα­ψα στο Δημή­τρη Μητρό­που­λο. Δεν είμαι βέβαιος όμως αν του έστει­λα την επι­στο­λή. « Προ ημε­ρών έδω­σα εξε­τά­σεις για πτυ­χίο. Με χτύ­πη­σαν όμως με εμπά­θεια και φανα­τι­σμό(..). Η περί­πτω­ση αυτή αντα­να­κλά, ως ένα σημείο, το κατά­ντη­μα της μου­σι­κής ηγε­σί­ας στην πατρί­δα μου. Η μου­σι­κή σήμε­ρα στην Ελλά­δα έγι­νε σχε­δόν μια επι­χεί­ρη­ση εμπο­ρι­κή, με αφε­ντι­κά τους επι­τή­δειους και πονη­ρούς, και με σκλά­βους τους τίμιους και ικα­νούς εργά­τες της τέχνης.»

Στο μετα­ξύ το αντάρ­τι­κο άρχι­σε να φου­ντώ­νει για καλά στα βου­νά. Όσο η τρο­μο­κρα­τία θέριευε, τόσο οι αγω­νι­στές απο­φά­σι­ζαν να τους αντι­με­τω­πί­σουν με το όπλο στο χέρι. Όλα γίνο­νταν, λες και κάποιος σιδε­ρέ­νιος εγκέ­φα­λος καθο­δη­γού­σε τα γεγο­νό­τα. Το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, ο «Ριζο­σπά­στης», όλα νόμι­μα και νόμι­μοι στην Αθή­να. Στα βου­νά, ο πόλε­μος. Σχι­ζο­φρέ­νεια. Αρχές του ’47, ετοι­μά­ζο­νταν να μας επι­στρα­τεύ­σουν. Τα παι­διά μάς ρωτούν: « Τι να κάνου­με;» Το κόμ­μα λέει: « Να παρου­σια­στεί­τε, να παλέ­ψε­τε μέσα από το στρα­τό». Αυτά έλε­γα στους άλλους. Όμως εγώ έξυ­σα τις ημε­ρο­μη­νί­ες στην ταυ­τό­τη­τά μου και τις άλλα­ξα. Δεν πίστευα ότι θα μπο­ρού­σα να δρά­σω μέσα από τον εθνι­κό στρα­τό. Προ­τι­μού­σα να βγω στο βουνό.

Συνα­ντώ τον Πίν­δα­ρο, κομ­μα­τι­κό υπεύ­θυ­νο, με παρα­μορ­φω­μέ­νη τη μύτη από σφαί­ρα, πλάι στον κινη­μα­το­γρά­φο « Ορφέα». « Όχι, μου λέει. Δε θα πάμε στο βου­νό. Το κόμ­μα πιστεύ­ει ότι η κύρια μάχη θα δοθεί εδώ, στην Αθή­να. Από δω ξεκι­νούν οι εφε­δρεί­ες του εχθρού. Εδώ είναι οι μηχα­νι­σμοί του.» Εμέ­να όμως η ψυχή μου πετού­σε μακριά – πλάι στους μαχη­τές του και­νούρ­γιου αντάρ­τι­κου. Στους κόρ­φους των προ­αιώ­νιων βου­νών μας. Απευ­θύ­νο­μαι στον ΟΛΥΜΠΟ και του γρά­φω ( το Φεβρουά­ριο του 1947): « Αν έμει­νες ξαφ­νι­κά τόσο έρη­μος κι εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νος – από τις φωνές που χρω­μά­τι­ζαν τον ορί­ζο­ντα – σου’ χαν απο­μεί­νει σύντρο­φοι πιστοί τα γέρι­κα έλα­τα – και η πολύ­χρω­μη μετα­μόρ­φω­ση της Άνοι­ξης – Ήσουν ένας καλό­γνω­μος πατέ­ρας – με σγου­ρά γένια κι ολόι­σιες σκέ­ψεις — και θυμά­σαι που καλού­σες – τους αχτέ­νι­στους βοριά­δες της Θρά­κης – να κρα­τούν φου­ντω­μέ­νες τις φωτιές που φυτρώ­νουν – στις καρ­διές των αμέ­τρη­των παι­διών σου – Μιλού­σες ήσυ­χα με τον Ήλιο για με τη Νύχτα – καθώς γέμι­ζες με κόκ­κι­νους σπό­ρους – τις φτε­ρού­γες των που­λιών – Κι εκεί­να τρέ­χαν χαρού­με­να να τους σκορ­πί­σουν – στις τέσ­σε­ρις γωνιές της γης μας – Φυτρώ­ναν από κάθε σπό­ρο δέντρα με κόκ­κι­να μήλα – κι όσοι τρώ­γαν γίνο­νταν παι­διά σου. – Ήσουν πατέ­ρας μας – έπρε­πε να ξαναρ­θού­με κοντά σου – να συνά­ξου­με τα τρο­μαγ­μέ­να που­λιά – να βάψου­με ξανά πολύ­χρω­μο τον ουρα­νό – με τα τρα­γού­δια μας – Σ’ ακού­σα­με πάλι να κου­βε­ντιά­ζεις ήρε­μα – με τη Νύχτα και με τον Ήλιο – καθώς βλέ­πα­με να’ ρχο­νται από κάθε μονο­πά­τι – τις ρόδι­νες λαχτά­ρες του κόσμου – και ν’ απευ­θύ­νο­νται στα γόνα­τά σου – Είμα­στε τώρα δυο φορές παι­διά σου – κι οι φωτιές μας που φλο­γί­ζα­νε τον ουρα­νό – οδη­γούν απ’ το ψηλό σημείο – τα τρο­μαγ­μέ­να πλοία – στο γαλή­νιο λιμά­νι της άνοιξης».

Μίκης Θεο­δω­ρά­κης Οι δρό­μοι του Αρχάγ­γε­λου . Αυτο­βιο­γρα­φία. τ. 2, Κέδρος 1987

( Οι φωτο­γρα­φί­ες από το βιβλίο)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο