Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σκέψεις για τον Ιούνιο και το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ 

“Θέλω να σ’ εμπι­στεύ­ο­μαι, όπως δεν εμπι­στεύ­τη­κα κανέ­να πριν από σένα κι ελπί­ζω ότι θα είσαι για μένα στή­ριγ­μα και παρηγοριά.”
— Άννα Φρανκ, 12 Ιου­νί­ου 1942Αν και φτά­νου­με σχε­δόν στα μέσα του Ιου­νί­ου ο και­ρός δεν λέει να έρθει στα συνη­θι­σμέ­να του. Έξω τα σύν­νε­φα και η ψιλή βρο­χή, μέσα η θερ­μό­τη­τα της κου­ζί­νας κι η μυρω­διά του γλυ­κού που ψήνε­ται θυμί­ζουν φθι­νό­πω­ρο. Είναι φθι­νό­πω­ρο πλέ­ον κι ας δεί­χνει το ημε­ρο­λό­γιο τοί­χου, καλο­καί­ρι. Σκέ­φτο­μαι ορι­σμέ­νως, τι σου είναι το μυα­λό, πως σε λίγο μέσα σε όλα τα παρακ­μια­κά που μας κυκλώ­νουν θα αρρω­στή­σουν κι οι αισθή­σεις μας, τόσο που δεν θα ανα­γνω­ρί­ζου­με ούτε τον εαυ­τό μας, πόσο περισ­σό­τε­ρο το περι­βάλ­λον γύρω μας. Κι όλο να επα­νέρ­χε­ται η παλιά ιδέα, ήταν πάλι Ιού­νης όταν γεν­νή­θη­κε, πως κάπως έτσι θα πρέ­πει να ήταν κι ο Ιού­νης του 1942 στο Άμστερ­νταμ όταν η μικρή Εβραιο­πού­λα, η Άννα Φρανκ, στην ημέ­ρα των γενε­θλί­ων της, ξεκί­νη­σε το ημε­ρο­λό­γιο της.Ίσως και κάπου αλλού, σκέ­φτο­μαι, το μυα­λό τρέ­χει από τη μία σκέ­ψη στην άλλη, στα σύγ­χρο­να στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης, στις φτη­νές πολυ­κα­τοι­κί­ες που ζητούν κατα­φύ­γιο οι εξα­θλιω­μέ­νοι της κρί­σης, στις εμπό­λε­μες περιο­χές να υπάρ­χει ένα παι­δί, όπως η Άννα Φρανκ, που θα το απα­σχο­λούν εκεί­νες οι μικρές, χαρές της ζωής που η εξα­θλί­ω­ση κι ο πόλε­μος του στε­ρούν από την καθη­με­ρι­νό­τη­τα του. Ήδη, αρχί­ζω να θυμά­μαι, είχα­με δει στις τηλε­ο­ρά­σεις μας για ένα κορί­τσι στη Συρία που αξιο­ποιώ­ντας τα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης κατέ­γρα­φε ζωντα­νά τις συν­θή­κες δια­βί­ω­σης της (ή μήπως επι­βί­ω­σης) στην κατε­χό­με­νη χώρα.~

Όχι, μου λέει, η συνεί­δη­ση μου, δεν ζού­με σε φυσιο­λο­γι­κές επο­χές, η οικο­νο­μι­κή, καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση, ο ιμπε­ρια­λι­σμός, ο ρατσι­σμός, ο σεξι­σμός, η ισλα­μο­φο­βία, απει­λούν να ισο­πε­δώ­σουν κάθε, έστω ατε­λή και προ­βλη­μα­τι­κή, καθη­με­ρι­νό­τη­τα, που και το πιο απλό ή το συνη­θι­σμέ­νο, θα φαντά­ζει μαγι­κό και άπια­στο. Η ίδια η Άννα Φρανκ στο ημε­ρο­λό­γιο της έγρα­ψε, μίλη­σε καλύ­τε­ρα, για τον εαυ­τό της, τους φίλους της, τις σχο­λι­κές εξε­τά­σεις, τους καθη­γη­τές και το φλερτ της. Και είναι αυτό το ημε­ρο­λό­γιο που οδη­γεί την Άννα στην ωρι­μό­τη­τα. Αλλά είναι μια βίαιη ωρί­μαν­ση που ανα­πτύσ­σει εκεί­να τα εργα­λεία που στο μέτρο του δυνα­τού ξεπερ­νούν τις απα­γο­ρεύ­σεις που επέ­βα­λε η ναζι­στι­κή κατο­χή — απα­γο­ρεύ­σεις που δεν την αδυ­να­τί­ζουν ψυχο­λο­γι­κά, που δεν την επη­ρε­ά­ζουν και τις οποί­ες δέχε­ται με υπο­μο­νή, αν όχι με στωικότητα.

Έτσι θα συνε­χί­σει μια μεγά­λη περί­ο­δος κατα­γρα­φών, όπου και λίγο πριν το τέλος, η Άννα Φρανκ επι­μέ­νει να μην εγκα­τα­λεί­πει τα όνει­ρα της και να πιστεύ­ει στην έμφυ­τη καλο­σύ­νη των ανθρώ­πων για­τί όπως δηλώ­νει και η ίδια είναι αδύ­να­το να χτί­σει τις ελπί­δες της με βάση τον θάνα­το, την αθλιό­τη­τα και τη σύγ­χυ­ση. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά ότι “βλέ­πω τον κόσμο να μετα­βάλ­λε­ται ολο­έ­να σε μεγα­λύ­τε­ρη έρη­μο, ακούω τον κεραυ­νό που φθά­νει και είναι, ίσως, προ­άγ­γε­λος του θανά­του μας, αισθά­νο­μαι την οδύ­νη εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων κι όμως, όταν κοι­τά­ζω τον ουρα­νό, η ελπί­δα ζωντα­νεύ­ει στην καρ­διά μου ότι η γαλή­νη θα γυρί­σει. Και τότε προ­σπα­θώ να προ­στα­τεύω τα ιδα­νι­κά μου, να τα δια­τη­ρή­σω ακέ­ραια για τις καλές μέρες που θάρ­θουν”. Όταν γρά­φο­νται αυτές οι γραμ­μές είναι Σάβ­βα­το 15 Ιου­λί­ου του 1944.

Αρχές Αυγού­στου, του ίδιου έτους, στα­μα­τά­ει το ημε­ρο­λό­γιο — στις 4 του μήνα η Γερ­μα­νι­κή Στρα­τιω­τι­κή Αστυ­νο­μία, με τη συνο­δεία Ολλαν­δών ναζί, έκα­νε επί­θε­ση στη σοφί­τα όπου κρύ­βο­νταν η Άννα κι η οικο­γέ­νεια της. Η Άννα Φρανκ αιχ­μα­λω­τί­στη­κε, μαζί με την αδερ­φή της αρχι­κά στο στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης του Άου­σβιτς, που ξεχώ­ρι­σε με την ανθρω­πιά της και μετά στο γερ­μα­νι­κό στρα­τό­πε­δο του Μπέρ­γκεν — Μπέλ­σεν όπου αρρώ­στη­σαν από τύφο. Ήταν Φλε­βά­ρης του 1945, όταν η αδερ­φή της, η Μαρ­γκώ, έχα­σε την ισορ­ρο­πία της κι έπε­σε από το κρε­βά­τι της. Στην κατά­στα­ση που βρι­σκό­ταν, ο οργα­νι­σμός της δεν άντε­ξε το σοκ. Ο θάνα­τος της αδερ­φής της έσπα­σε κάθε δυνα­τό­τη­τα να αντέ­ξει περαι­τέ­ρω τα βασα­νι­στή­ριο και την σκλα­βιά. Έχα­σε το ηθι­κό της και στις αρχές Μαρ­τί­ου πέθανε…

~

Όσο γρά­φο­νται αυτές οι γραμ­μές, σαν σε ημε­ρο­λό­γιο — μέσα σε διά­στη­μα δύο ημε­ρών, ο και­ρός έχει βελ­τιω­θεί κάπως• αφή­νω το μολύ­βι στην άκρη. Δεν βρέ­χει πλέ­ον, τα σπουρ­γί­τια από τα δέντρα της αυλής στο σπί­τι, ξεκί­νη­σαν το τρα­γού­δι τους με ανα­νε­ω­μέ­νη όρε­ξη ενώ την ησυ­χία που επι­κρα­τεί δια­τα­ράσ­σουν η κίνη­ση στον δρό­μο και η γρή­γο­ρη πτή­ση δύο μαχη­τι­κών αερο­πλά­νων πάνω από τον χανιώ­τι­κο ουρα­νό. Οι τελευ­ταί­ες μου σκέ­ψεις, φοβά­μαι ασύ­ντα­κτες, κατα­λή­γουν στο ότι είναι πολύ εύκο­λο σήμε­ρα για ένα άνθρω­πο να σχο­λιά­ζει τον κακό μας τον και­ρό, κυριο­λε­κτι­κά και μετα­φο­ρι­κά, με σωστά ή λαν­θα­σμέ­να επι­χει­ρή­μα­τα, αλλά την ίδια στιγ­μή να προ­σπερ­νά μέσα στην καθη­με­ρι­νή αλλο­τρί­ω­ση, μέσα στο κατα­στρο­φι­κό άγχος για να ικα­νο­ποι­η­θούν διά­φο­ρες ανά­γκες, την ανα­γκαιό­τη­τα να υπε­ρα­σπι­στεί με αγω­νία και ζωντα­νή δρά­ση το δικαί­ω­μα του στη ζωή. Αλλά, υπο­λο­γί­ζω, αν τα κατά­φε­ρε η Άννα Φρανκ, εάν τα κατα­φέρ­νουν οι σύγ­χρο­νοι κυνη­γη­μέ­νοι απ’ τον πόλε­μο και τη σκλα­βιά, μπο­ρού­με κι εμείς να τα κατα­φέ­ρου­με: πριν η σιδε­ρέ­νια φτέρ­να του καπι­τα­λι­σμού μας ισο­πε­δώ­σει, να σηκώ­σου­με το ανά­στη­μα για ν’ αλλά­ξου­με τη ζωή προς το καλύ­τε­ρο, και τη ζωή κάθε προ­λε­τά­ριου, αντί να βασι­ζό­μα­στε μόνο στην οργή — δηλα­δή στο ταξι­κό μίσος, στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση ή μόνο στην γκρί­νια, στη χει­ρό­τε­ρη. Αυτό θα ήθε­λε και η Άννα Φρανκ. Α, και να χαμογελάμε…[simple-author-box

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο