Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σκέψεις για το μέλλον της Αριστεράς και των κοινωνικών αγώνων (Μέρος Β”)

Γρά­φει ο Περι­κλής Παυ­λί­δης* //

Η χει­ρα­φε­τι­κή προ­ο­πτι­κή για την Ελλάδα

Δεδο­μέ­νων των παρα­πά­νω είναι ευκό­λως αντι­λη­πτή η αστο­χία της αντι­μνη­μο­νια­κής ρητο­ρεί­ας και πολι­τι­κής, η οποία εστιά­ζει την προ­σο­χή στην αντι­με­τώ­πι­ση των  μνη­μο­νί­ων, κάνο­ντας πως δε βλέ­πει ότι τα μνη­μό­νια είναι απλώς η έκφαν­ση και όχι το αίτιο της  κατά­στα­σης στην οποία βρί­σκε­ται η χώρα.

Για να το θέσω αλλιώς, η αντι­μνη­μο­νια­κή ρητο­ρεία συνι­στά στρου­θο­κα­μη­λι­σμό, λίγο-πολύ συνει­δη­τή απο­φυ­γή της ανα­γκαιό­τη­τας αμφι­σβή­τη­σης της στρα­τη­γι­κά κρί­σι­μης για το ελλη­νι­κό κεφά­λαιο και τον ευρω­α­τλα­ντι­κό ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλο συμ­με­το­χής της Ελλά­δας στην ΕΕ/ΟΝΕ, εντός της οποί­ας η χώρα οδη­γή­θη­κε στη σημε­ρι­νή δει­νή θέση.

Ενί­ο­τε η αντι­μνη­μο­νια­κή ρητο­ρεία συνο­δεύ­ε­ται από την αμφι­σβή­τη­ση της παρα­μο­νής της Ελλά­δας στη ζώνη του ΕΥΡΩ  και την υπο­στή­ρι­ξη της επι­στρο­φής σε εθνι­κό νόμι­σμα, με συνα­κό­λου­θη ανά­κτη­ση από το κρά­τος της δυνα­τό­τη­τας να ασκεί νομι­σμα­τι­κή και δημο­σιο­νο­μι­κή πολιτική.

Η ιδέα της εξό­δου από τη ζώνη του ΕΥΡΩ δια­τυ­πώ­νε­ται σε ποι­κί­λες παραλ­λα­γές, περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο ριζο­σπα­στι­κές. Σε κάθε περί­πτω­ση είναι σημα­ντι­κό να έχου­με υπό­ψη ότι η ύπαρ­ξη εθνι­κού  νομί­σμα­τος από μόνη  της  δε θα δώσει καμία ουσια­στι­κή λύση στα μεγά­λα προ­βλή­μα­τα της χώρας, δε θα καθο­ρί­σει την ανα­συ­γκρό­τη­ση των παρα­γω­γι­κών της δυνά­με­ων, τον επα­να­προσ­διο­ρι­σμό της θέσης της στον παγκό­σμιο κατα­με­ρι­σμό εργα­σί­ας, την κατα­νο­μή του κοι­νω­νι­κού πλού­του. Στο σύγ­χρο­νο κόσμο υπάρ­χει πλη­θώ­ρα χωρών, μικρών αλλά και μεγά­λων, οι οποί­ες αν και δια­θέ­τουν εθνι­κό νόμι­σμα, έχουν εξαι­ρε­τι­κά μικρές δυνα­τό­τη­τες  να αντι­με­τω­πί­ζουν τις δια­κυ­μάν­σεις του παγκό­σμιου χρη­μα­το­πι­στω­τι­κού συστή­μα­τος,  τις αβε­βαιό­τη­τες και τις κρί­σεις των καπι­τα­λι­στι­κών αγο­ρών, να προ­στα­τεύ­ουν τις εγχώ­ριες παρα­γω­γι­κές τους δυνά­μεις από τα πανί­σχυ­ρα συγκρο­τή­μα­τα του πολυ­ε­θνι­κού κεφαλαίου.

Η έκδο­ση νομί­σμα­τος από μια εθνι­κή κεντρι­κή τρά­πε­ζα μπο­ρεί κάλ­λι­στα να σημαί­νει εκτύ­πω­ση πολύ­χρω­μων ετι­κε­τών άνευ αξί­ας και πλη­θω­ρι­στι­κή απο­διορ­γά­νω­ση της οικο­νο­μί­ας, κατάρ­ρευ­ση του συστή­μα­τος πλη­ρω­μών και απα­ξί­ω­ση των απο­τα­μιεύ­σε­ων. Κρί­σι­μο ζήτη­μα για την δια­σφά­λι­ση της στα­θε­ρό­τη­τας του νομι­σμα­τι­κού συστή­μα­τος και την υλο­ποί­η­ση φιλο­λαϊ­κής πολι­τι­κής είναι το μέγε­θος  του πλού­του που παρά­γε­ται σε μια  χώρα και το ποιος τον ιδιο­ποιεί­ται. Πρό­κει­ται ακρι­βώς για το ζήτη­μα της ιδιο­κτη­σί­ας στον κοι­νω­νι­κό πλού­το και στα μέσα που τον παρά­γουν. Και χωρίς τη ριζι­κή αλλα­γή των σχέ­σε­ων ιδιο­κτη­σί­ας καμία αλλα­γή νομί­σμα­τος δε θα βελ­τιώ­σει σημα­ντι­κά τη ζωή των εργαζομένων.

Οι αρι­στε­ρές δυνά­μεις που δίνουν έμφα­ση κυρί­ως στην έξο­δο από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και στην επι­στρο­φή σε εθνι­κό νόμι­σμα (συνα­ντώ­νται όχι μόνο στην Ελλά­δα, αλλά και σε κατε­ξο­χήν  ιμπε­ρια­λι­στι­κές χώρες όπως η Γαλ­λία και η Ιτα­λία), που θεω­ρούν ότι στις δύσκο­λες συν­θή­κες της Ελλά­δας αυτός πρέ­πει να είναι ο κύριος τρό­πος αντι­με­τώ­πι­σης των κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των, που απο­φεύ­γουν να  ανα­φερ­θούν (ή ανα­φέ­ρο­νται με εξαι­ρε­τι­κά ασα­φή τρό­πο) στην ανα­γκαιό­τη­τα αλλα­γής των σχέ­σε­ων ιδιο­κτη­σί­ας, προ­δί­δουν ακού­σια ότι ο ριζο­σπα­στι­σμός τους δεν πηγαί­νει πέραν της επι­δί­ω­ξης ενός κεϋν­σια­νού  τύπου εθνι­κο-κρα­τι­κά ρυθ­μι­ζό­με­νου καπι­τα­λι­σμού, δοκι­μα­σμέ­νου σε μια προ­γε­νέ­στε­ρη περί­ο­δο ανά­πτυ­ξης της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας. Όχι τυχαία, αυτές οι δυνά­μεις δια­κρί­νο­νται  κατά κανό­να από  πατριω­τι­κά ιδε­ο­λο­γι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά και από ρεφορ­μι­στι­κή – δια­χει­ρι­στι­κή στά­ση απέ­να­ντι στο αστι­κό κράτος.

Το πρό­βλη­μα όμως της Ελλά­δας δεν είναι απλώς τα μνη­μό­νια, ούτε μόνο το χρέ­ος, ούτε φυσι­κά μόνο το ΕΥΡΩ, αλλά το γεγο­νός ότι ο ελλη­νι­κός κεφα­λαιο­κρα­τι­κός σχη­μα­τι­σμός είναι  βαθύ­τα­τα παρηκ­μα­σμέ­νος, ότι η ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη και οι κεφα­λαιο­κρα­τι­κές σχέ­σεις παρα­γω­γής αδυ­να­τούν να δώσουν στη χώρα σημα­ντι­κές προ­ο­πτι­κές ανά­πτυ­ξης, ευερ­γε­τι­κές για τους εργαζομένους.

H πρόσ­δε­ση του ελλη­νι­κού καπι­τα­λι­σμού στους θεσμούς του εισέ­τι κυρί­αρ­χου ευρω­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­στι­κού πόλου δεν μπο­ρεί να δώσει καμία λύση, δεδο­μέ­νου ότι ο ίδιος αυτός ο πόλος  βρί­σκε­ται σε βαθύ­τα­τη κρί­ση. Σε ένα κόσμο όπου η κυριαρ­χία του συρ­ρι­κνώ­νε­ται και αμφι­σβη­τεί­ται διαρ­κώς από νέες ανερ­χό­με­νες καπι­τα­λι­στι­κές δυνά­μεις, ο πόλος αυτός στρέ­φε­ται στην αύξη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης των εργα­ζο­μέ­νων στο εσω­τε­ρι­κό του, πράγ­μα που συνο­δεύ­ε­ται ανα­πό­φευ­κτα από τη συρ­ρί­κνω­ση – κατάρ­γη­ση των δικαιω­μά­των τους, από την ανά­πτυ­ξη των πιο επι­θε­τι­κών μηχα­νι­σμών  παρα­γω­γής και από­σπα­σης υπεραξίας.

Όσον αφο­ρά το εγχεί­ρη­μα  οικο­νο­μι­κής ολο­κλή­ρω­σης εντός της ΕΕ/ΟΝΕ, τα αδιέ­ξο­δά του είναι κάτι παρα­πά­νω από εμφα­νή.  Οι μεγά­λες ανι­σορ­ρο­πί­ες και ανι­σό­τη­τες μετα­ξύ των χωρών μελών της, η αδυ­να­μία των περισ­σό­τε­ρων να αντέ­ξουν το σκλη­ρό αντα­γω­νι­σμό με τη Γερ­μα­νία και μια μικρή ομά­δα των πλέ­ον ισχυ­ρών οικο­νο­μιών, η κρί­ση χρέ­ους και η οικο­νο­μι­κή τελ­μά­τω­ση των χωρών της περι­φέ­ρειας δημιουρ­γούν μια ιδιαί­τε­ρα δυσχε­ρή και αστα­θή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με δυσοί­ω­νες προοπτικές.

Την ίδια στιγ­μή  η θέση των εργα­ζο­μέ­νων επι­δει­νώ­νε­ται στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του σύγ­χρο­νου κεφα­λαιο­κρα­τι­κού  κόσμου: υφι­στά­με­νοι την εκτε­νή ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση – εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση δημό­σιων αγα­θών και υπη­ρε­σιών και την  ευρεία απορ­ρύθ­μι­ση των σχέ­σε­ων εργα­σί­ας, υπο­χρε­ώ­νο­νται να δεχτούν να δου­λεύ­ουν περισ­σό­τε­ρο και σε χει­ρό­τε­ρες συν­θή­κες για να έχουν κάποια δου­λειά, να λαμ­βά­νουν μικρό­τε­ρο μισθό για να λαμ­βά­νουν κάποιο μισθό, να ζουν μια διαρ­κώς πιο επι­σφα­λή ζωή, προ­κει­μέ­νου να έχουν κάποια ζωή.

Η περιρ­ρέ­ου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κατα­μαρ­τυ­ρεί το γεγο­νός ότι οι παλιές καλές μέρες του καπι­τα­λι­σμού με κοι­νω­νι­κό κρά­τος έχουν πλέ­ον περά­σει., πράγ­μα που καθι­στά εκτός πραγ­μα­τι­κό­τη­τας την ελπί­δα για μια κοι­νο­βου­λευ­τι­κή επα­νά­καμ­ψη των πολι­τι­κών του  αρι­στε­ρού ρεφορμισμού.

Για τους παρα­πά­νω λόγους στις συν­θή­κες αυτές  μπο­ρεί να είναι εξαι­ρε­τι­κά επι­ζή­μια η άνο­δος της Αρι­στε­ράς στην κυβερ­νη­τι­κή εξου­σία σε ρόλο απλού δια­χει­ρι­στή της  κεφα­λαιο­κρα­τί­ας, διό­τι τότε η Αρι­στε­ρά,  αντί να απο­τε­λέ­σει τη λύση  των προ­βλη­μά­των του λαού, καθί­στα­ται μέρος τους. Και είναι αυτο­νό­η­το ότι, όταν η Αρι­στε­ρά, η οποία υπο­τί­θε­ται ότι υφί­στα­ται για να οδη­γή­σει την κοι­νω­νία σε ένα καλύ­τε­ρο – χει­ρα­φε­τη­μέ­νο μέλ­λον, κατα­λή­γει να δια­χει­ρί­ζε­ται το παρόν του παρηκ­μα­σμέ­νου καπι­τα­λι­σμού, εκπέ­μπει στους εργα­ζό­με­νους το μήνυ­μα ότι εναλ­λα­κτι­κό μέλ­λον δεν υπάρ­χει, κατα­στρέ­φο­ντας στις συνει­δή­σεις τους την ελπί­δα για λύτρω­ση και κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δο, την εμπι­στο­σύ­νη στις ιδέ­ες και τα ιδε­ώ­δη της Αρι­στε­ράς. Κι όταν οι άνθρω­ποι χάσουν την ελπί­δα και την αφο­σί­ω­ση στην προ­ο­πτι­κή ενός καλύ­τε­ρου κόσμου, τότε το μόνο που απο­μέ­νει είναι να ζήσουν κομ­φορ­μι­στι­κά και κυνι­κά βάσει των κανό­νων  του υπάρ­χο­ντος κόσμου.

Η συμ­με­το­χή της Αρι­στε­ράς σε ρεφορ­μι­στι­κούς κυβερ­νη­τι­κούς τυχο­διω­κτι­σμούς  επι­φέ­ρει πάντα απο­γο­ή­τευ­ση στους εργα­ζό­με­νους, καλ­λιερ­γεί ισχυ­ρό­τα­τη δυσπι­στία στους αγώ­νες για την ανα­τρο­πή της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας, διευ­κο­λύ­νει την εξά­πλω­ση δεξιών,  λαϊ­κι­στι­κών – φασι­στι­κών ιδε­ών και ρευ­μά­των στους κόλ­πους των εργαζομένων.

Για την Ελλά­δα πλέ­ον δεν υπάρ­χουν  εύκο­λες λύσεις. Η προ­ο­πτι­κή ανα­συ­γκρό­τη­σης των παρα­γω­γι­κών της δυνά­με­ων και ανά­καμ­ψης της οικο­νο­μί­ας της προς όφε­λος των εργα­ζο­μέ­νων συνά­πτε­ται με την έξο­δό της από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και φυσι­κά από την ΕΕ και με τη ριζι­κή αλλα­γή των σχέ­σε­ων ιδιοκτησίας.

Δέον να τονι­στεί ότι η εν λόγω προ­ο­πτι­κή  συνι­στά ζήτη­μα κυρί­ως ταξι­κό, ταξι­κού συσχε­τι­σμού δυνά­με­ων, έντα­σης και έκβα­σης της ταξι­κής πάλης, και δευ­τε­ρευό­ντως ζήτη­μα τεχνι­κο-οικο­νο­μι­κών ρυθ­μί­σε­ων.   Και  είναι απλου­στευ­τι­κές έως αφε­λείς οι ανα­φο­ρές σε μια πιθα­νή ρήξη με την ΕΕ/ΟΝΕ, δηλα­δή με έναν θεμε­λιώ­δη πυλώ­να του ευρω­α­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­στι­κού πόλου, ως σαν να επρό­κει­το απλώς για απο­τέ­λε­σμα κυβερ­νη­τι­κών χει­ρι­σμών (μιας κυβέρ­νη­σης – μετώ­που – συσπεί­ρω­σης κάποιων δυνά­με­ων της Αρι­στε­ράς)  το οποίο, όπως εκτι­μά­ται,   μετά από κάποιες προ­σω­ρι­νές οικο­νο­μι­κές δυσκο­λί­ες,    θα γίνει η απαρ­χή νέων ευκαι­ριών για την ελλη­νι­κή οικο­νο­μία, απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας κρυμ­μέ­νες δυνα­τό­τη­τές της.

Οι αρι­στε­ρές – αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές  δυνά­μεις που προ­τάσ­σουν την έξο­δο από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ  (θεω­ρώ ανα­πό­δρα­στη στο πλαί­σιο μιας τέτοιας στό­χευ­σης και  την έξο­δο από το ΝΑΤΟ) ως επι­λο­γή του εργα­ζό­με­νου λαού, καθώς και την άρνη­ση πλη­ρω­μής του χρέ­ους, θα πρέ­πει να έχουν σαφή αντί­λη­ψη του γεγο­νό­τος ότι ένα τέτοιο εγχεί­ρη­μα συνι­στά άμε­σα επα­να­στα­τι­κή κοι­νω­νι­κή ανα­τρο­πή, συνα­πτό­με­νη με σφο­δρό­τα­τη σύγκρου­ση με τους ευρω­α­τλα­ντι­κούς ιμπε­ρια­λι­στές και την ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη.

Στην περί­πτω­ση της Ελλά­δας δεν μπο­ρεί να  υπάρ­ξει κανέ­να «μετα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα» στο πλαί­σιο του οποί­ου θα αρχί­σουν  υπο­τί­θε­ται να ξηλώ­νο­νται στα­δια­κά ορι­σμέ­να μεμο­νω­μέ­να αλλά βασι­κά  στοι­χεία –θεμέ­λια ύπαρ­ξης του ελλη­νι­κού καπι­τα­λι­σμού (έξο­δος από ζώνη του ΕΥΡΩ, εθνι­κο­ποί­η­ση τρα­πε­ζών, άρνη­ση πλη­ρω­μής του χρέ­ους προς τα κρά­τη μέλη της ΕΕ) χωρίς να ξεσπά­σει  από τις  πρώ­τες κιό­λας στιγ­μές αυτής της δια­δι­κα­σί­ας   σφο­δρό­τα­τη σύγκρου­ση με την εγχώ­ρια αστι­κή τάξη και τους ιμπε­ρια­λι­στές πάτρω­νές της, η οποία για την Αρι­στε­ρά ανα­πό­φευ­κτα θα απο­κτή­σει τη μορ­φή του αγώ­να για την ανα­τρο­πή της εξου­σί­ας του κεφα­λαί­ου και την εγκα­θί­δρυ­ση της κρα­τι­κής εξου­σί­ας των εργαζομένων.

Η έξο­δος από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ  με όρους που υπα­γο­ρεύ­ο­νται από τα συμ­φέ­ρο­ντα του εργα­ζό­με­νου λαού θα απαι­τή­σει άμε­ση αλλα­γή της κρα­τι­κής εξου­σί­ας (και όχι απλώς της κυβερ­νη­τι­κής) και  των σχέ­σε­ων ιδιο­κτη­σί­ας, θα  επι­φέ­ρει τη ριζι­κή αλλα­γή των συν­θη­κών  λει­τουρ­γί­ας της οικο­νο­μί­ας και ζωής της ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, σε μια πορεία ανα­πό­φευ­κτου επα­να­προσ­διο­ρι­σμού των κατα­να­λω­τι­κών δυνα­το­τή­των, των κοι­νω­νι­κών ανα­γκών και παρα­γω­γι­κών προ­τε­ραιο­τή­των της.

Στό­χοι όπως οι παρα­πά­νω δεν μπο­ρούν να υλο­ποι­η­θούν σε οποιεσ­δή­πο­τε συν­θή­κες και μάλι­στα δια­μέ­σου στα­δια­κών πολι­τι­κών μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων με όρους κοι­νο­βου­λευ­τι­κής απο­τύ­πω­σης κάποιας πλειο­ψη­φι­κής λαϊ­κής ετυ­μη­γο­ρί­ας (όταν ριζο­σπα­στι­κές κοι­νω­νι­κές δια­θέ­σεις απο­τυ­πώ­νο­νται μόνο κοι­νο­βου­λευ­τι­κά, τότε, αφε­νός δεν είναι και τόσο ριζο­σπα­στι­κές, αφε­τέ­ρου ο ταξι­κός αντί­πα­λος έχει πάντα τη δυνα­τό­τη­τα να τις παρα­κο­λου­θή­σει και να προ­βεί σε προ­λη­πτι­κά μέτρα ανά­σχε­σής τους). Πρέ­πει να επι­ση­μαν­θεί εμφα­τι­κά ότι πρό­κει­ται για στό­χους η υλο­ποί­η­ση των οποί­ων συν­δέ­ε­ται  με την αντι­με­τώ­πι­ση ισχυ­ρό­τα­των αντι­πά­λων και απει­λών, πράγ­μα που απαι­τεί τη μεγά­λη, συνει­δη­τή και εξαι­ρε­τι­κά απο­φα­σι­στι­κή – επα­να­στα­τι­κή κινη­το­ποί­η­ση του εργα­ζό­με­νου λαού.

Ανα­τρο­πές αυτής της κλί­μα­κας θα μπο­ρού­σαν να επι­χει­ρη­θούν μόνο στην περί­πτω­ση  εμφά­νι­σης συγκε­κρι­μέ­νης κατά­στα­σης στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία, με δια­κρι­τά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της την απώ­λεια εκ μέρους της κυρί­αρ­χης τάξης και των πολι­τι­κών της εκπρο­σώ­πων της ικα­νό­τη­τας να διευ­θύ­νουν την κοι­νω­νία (να δια­τη­ρούν την πρω­το­βου­λία κινή­σε­ων, να δια­σφα­λί­ζουν τη συναί­νε­ση – ενσω­μά­τω­ση των αντί­πα­λων κοι­νω­νι­κών τάξε­ων), τον ισχυ­ρό μαζι­κό κλο­νι­σμό της εμπι­στο­σύ­νης μεγά­λου μέρους των εργα­ζο­μέ­νων στις προ­ο­πτι­κές του συστή­μα­τος, τη διά­χυ­τη αίσθη­ση του ανέ­φι­κτου ικα­νο­ποί­η­σης από αυτό των θεμε­λιω­δών τους ανα­γκών, αλλά οπωσ­δή­πο­τε και την εξαι­ρε­τι­κή ανα­βάθ­μι­ση της αγω­νι­στι­κής απο­φα­σι­στι­κό­τη­τας και κινη­το­ποί­η­σης των λαϊ­κών στρω­μά­των. Με τέτοιους όρους συντε­λού­νται οι πραγ­μα­τι­κές ριζι­κές αλλα­γές των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων, όταν βεβαί­ως υφί­στα­νται πολι­τι­κές δυνά­μεις που έχουν σαφή αντί­λη­ψη της εναλ­λα­κτι­κής κοι­νω­νι­κής προ­ο­πτι­κής και σαφή στρα­τη­γι­κή (η οποία θα πρέ­πει να προ­βάλ­λει στην κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση με όρους ιδε­ο­λο­γι­κής ηγε­μο­νί­ας) και βρί­σκο­νται σε σύν­δε­ση με μια υπαρ­κτή κοι­νω­νι­κή πρω­το­πο­ρία ιδε­ο­λο­γι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νων και πολι­τι­κά έμπει­ρων εργα­ζο­μέ­νων, η οποία δύνα­ται να επη­ρε­ά­ζει και να κινη­το­ποιεί ευρύ­τε­ρα στρώ­μα­τα του λαού.

Δυστυ­χώς για την ελλη­νι­κή Αρι­στε­ρά το εγχεί­ρη­μα της ρήξης με τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ δυσχε­ραί­νουν σημα­ντι­κά οι πολύ μικρές παρα­γω­γι­κές δυνα­τό­τη­τες της χώρας,  η μεγά­λη εξάρ­τη­σή της από εισα­γω­γές τεχνο­λο­γι­κού εξο­πλι­σμού  (οι παρα­γω­γι­κές δυνα­τό­τη­τες μιας χώρας δεν αφο­ρούν απλώς στην ύπαρ­ξη φυσι­κών πόρων, αλλά στην κατο­χή της τεχνο­λο­γί­ας που καθι­στά εφι­κτή την παρα­γω­γι­κή αξιο­ποί­η­σή τους) και η απου­σία σαφών προ­ο­πτι­κών έντα­ξης σε κάποιο εναλ­λα­κτι­κό διε­θνή κατα­με­ρι­σμό εργα­σί­ας, εύρε­σης εναλ­λα­κτι­κών γεω­πο­λι­τι­κών συμ­μά­χων, στή­ρι­ξης σε άλλες ισχυ­ρές χώρες,  πέραν αυτών του ευρω­α­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­στι­κού πόλου.

Δυσχε­ραί­νει το όποιο πιθα­νό εγχεί­ρη­μα ρήξης της Ελλά­δας με τους θεσμούς του ευρω­α­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού και το  γεγο­νός ότι προς το παρόν φαί­νε­ται απί­θα­νο αυτό να συνα­ντη­θεί με αντί­στοι­χα εγχει­ρή­μα­τα σε άλλες χώρες της ΕΕ, και να λάβει ανα­γκαία υπο­στή­ρι­ξη από αυτά. Σε όλες σχε­δόν τις χώρες της ευρω­παϊ­κής ηπεί­ρου  (με λίγες ίσως εξαι­ρέ­σεις) οι αρι­στε­ρές δυνά­μεις είναι μικρές, με ισχνή κοι­νω­νι­κή επιρ­ροή, ενώ οι ριζο­σπα­στι­κές δια­θέ­σεις των ίδιων των εργα­ζο­μέ­νων είναι  περιο­ρι­σμέ­νες έως ανύ­παρ­κτες. Στην Ευρώ­πη και ιδιαί­τε­ρα στο νότιο και ανα­το­λι­κό τμή­μα της (τα οποία πλήτ­το­νται περισ­σό­τε­ρο από τον αντα­γω­νι­σμό εντός της ΕΕ  με τις χώρες του Βορ­ρά, αλλά και από την παγκό­σμια κρί­ση της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας) οι αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές δια­θέ­σεις των κοι­νω­νιών και οι αντί­στοι­χες πολι­τι­κές τους εκφρά­σεις απέ­χουν παρα­σάγ­γες από το να διεκ­δι­κή­σουν πρω­τα­γω­νι­στι­κό ιστο­ρι­κό ρόλο.

Το ζήτη­μα της συνά­ντη­σης ενός ριζο­σπα­στι­κού κοι­νω­νι­κού εγχει­ρή­μα­τος στην Ελλά­δα με αντί­στοι­χα στην Ευρώ­πη είναι απο­φα­σι­στι­κής σημα­σί­ας, δεδο­μέ­νου ότι μόνο σε μια τέτοια περί­πτω­ση (σε μια περί­πτω­ση γενι­κευ­μέ­νου αντι-ΕΕ, αντι-καπι­τα­λι­στι­κού ξεση­κω­μού σε ομά­δα χωρών, σε ολό­κλη­ρη περι­φέ­ρεια της ηπεί­ρου) θα μπο­ρού­σα­με βάσι­μα να ελπί­ζου­με σε νικη­φό­ρα έκβα­σή του εντός κάθε χώρας, δεδο­μέ­νης μια περισ­σό­τε­ρο εφι­κτής σε αυτή τη περί­πτω­ση αδρα­νο­ποί­η­σης των μηχα­νι­σμών αντί­δρα­σης των ηγε­μο­νι­κών ιμπε­ρια­λι­στι­κών δυνά­με­ων και συνα­κό­λου­θα μιας ευκο­λό­τε­ρης αντι­με­τώ­πι­σης της αντί­δρα­σης των εγχώ­ριων αστι­κών δυνάμεων.

Εν γένει απο­τε­λεί ζήτη­μα  που απαι­τεί ψύχραι­μη και σοβα­ρή  εξέ­τα­ση από τις δυνά­μεις της Αρι­στε­ράς  το κατά πόσο στις συν­θή­κες της Ευρώ­πης, και όχι μόνο, ριζι­κές κοι­νω­νι­κές αλλα­γές, οι οποί­ες δύνα­νται αρχι­κά να επι­χει­ρη­θούν σε μεμο­νω­μέ­νες χώρες,   μπο­ρούν να επι­βιώ­σουν και να βαθύ­νουν σε αυτές χωρίς να απαι­τη­θούν συγ­χρο­νι­σμέ­νες ή αλυ­σι­δω­τές  ανα­τρο­πές σε ομάδα/ομάδες χωρών.

Η ανα­γκαιό­τη­τα εξέ­τα­σης του εφι­κτού της ρήξης με την ΕΕ/ΟΝΕ στην κλί­μα­κα ομά­δας χωρών, ολό­κλη­ρης περιο­χής της ηπεί­ρου, συνά­πτε­ται επί­σης με το εξαι­ρε­τι­κά σημα­ντι­κό γεγο­νός ότι στις σύγ­χρο­νες συν­θή­κες δυνα­μι­κής διε­θνο­ποί­η­σης της επι­στη­μο­νι­κής – τεχνο­λο­γι­κής και παρα­γω­γι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας και αντί­στοι­χα του εξαι­ρε­τι­κά διε­θνο­ποι­η­μέ­νου κατα­με­ρι­σμού εργα­σί­ας καμία οικο­νο­μία (πόσο μάλ­λον μια μικρή οικο­νο­μία όπως αυτή της Ελλά­δας)  δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει και να προ­ο­δεύ­σει σε καθε­στώς απο­μό­νω­σης και αυτάρκειας.

Η αυτάρ­κεια, περί της οποί­ας συχνά γίνε­ται λόγος (ανα­φέ­ρε­ται, φερ’ ειπείν, η αυτάρ­κεια της χώρας όσον αφο­ρά την παρα­γω­γή ορι­σμέ­νων βασι­κών δια­τρο­φι­κών προ­ϊ­ό­ντων φυτι­κής και ζωι­κής προ­έ­λευ­σης, ενώ απο­σιω­πά­ται το γεγο­νός ότι τα προ­ϊ­ό­ντα αυτά παρά­γο­νται με  λιπά­σμα­τα, φυτο­φάρ­μα­κα, θερ­μο­κή­πια, υδρο­πο­νι­κό εξο­πλι­σμό,  ζωο­τρο­φές, τρα­κτέρ και άλλα αγρο­τι­κά μηχα­νή­μα­τα, τα οποία εισά­γο­νται κυρί­ως από τις χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ και ότι χωρίς αυτά τα μέσα η αγρο­τι­κή οικο­νο­μία της Ελλά­δας και η «αυτάρ­κειά» της  θα ήταν σε πολύ δια­φο­ρε­τι­κή κατά­στα­ση) μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει κρί­σι­μο ζητού­με­νο, ανα­γκαία επι­δί­ω­ξη  (επι­δί­ω­ξη στοι­χειώ­δους  αυτάρ­κειας έκτα­της ανά­γκης) στην περί­πτω­ση που η χώρα βρε­θεί οικο­νο­μι­κά απο­μο­νω­μέ­νη, υπό την απει­λή των χωρών του ευρω­α­τλα­ντι­κού ιμπε­ρια­λι­στι­κού πόλου και  των δορυ­φό­ρων του.

Όμως καμία χώρα δεν μπο­ρεί να εξε­λι­χθεί στις σημε­ρι­νές συν­θή­κες χωρίς να εντα­χθεί σε ένα διε­θνι­κό σύστη­μα κατα­με­ρι­σμού της επι­στη­μο­νι­κο-τεχνι­κής και παρα­γω­γι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας. Συνα­κό­λου­θα, το στρα­τη­γι­κό πρό­ταγ­μα της Αρι­στε­ράς – το μέλ­λον της σοσια­λι­στι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης και προ­ό­δου (όπως του­λά­χι­στον μπο­ρού­με να το δια­κρί­νου­με βάσει του σημε­ρι­νού επι­πέ­δου ανά­πτυ­ξης των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων) δεν μπο­ρεί σε καμία περί­πτω­ση να ταυ­τι­στεί με το μοντέ­λο κλει­στών εθνι­κών οικο­νο­μιών που παρά­γουν στο εσω­τε­ρι­κό τους όλα τα βασι­κά προ­ϊ­ό­ντα ή συν­δέ­ο­νται με άλλες εθνι­κές οικο­νο­μί­ες   δια­μέ­σου της ανταλ­λα­γής έτοι­μων εμπορευμάτων.

Η σοσια­λι­στι­κή υπέρ­βα­ση της ανά­πτυ­ξης και ολο­κλή­ρω­σης των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων και δια­δι­κα­σιών που έχει επι­τύ­χει ο καπι­τα­λι­σμός εντός της ΕΕ (ολο­κλή­ρω­ση που φέρει  ανα­πό­δρα­στα και τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της ιμπε­ρια­λι­στι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης των ασθε­νέ­στε­ρων οικο­νο­μιών από τις ισχυ­ρό­τε­ρες) δε θα είναι σαφώς η οικο­δό­μη­ση κάποιων αμι­γώς  εθνι­κο-κρα­τι­κών  σοσια­λι­στι­κών οικο­νο­μιών, αλλά η ανά­πτυ­ξη (επι­προ­σθέ­τως προς τις εθνι­κές κοι­νω­νι­κές επι­χει­ρή­σεις) διε­θνι­κών (εντός ομά­δας χωρών, περιο­χών της ηπεί­ρου ή και στην κλί­μα­κα όλης της ηπεί­ρου) σοσια­λι­στι­κών επι­χει­ρή­σε­ων, παρα­γω­γι­κών συγκρο­τη­μά­των,  δικτύ­ων και υπο­δο­μών που θα λει­τουρ­γούν υπό την αιγί­δα διε­θνι­κών θεσμών σχε­διο­ποι­η­μέ­νης  διεύ­θυν­σής τους.

Πρό­κει­ται για την προ­ο­πτι­κή κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης της παρα­γω­γής σε διε­θνές επί­πε­δο ως κατ’ ουσί­αν  μονα­δι­κού δρό­μου δια­τή­ρη­σης και ανά­πτυ­ξης των σύγ­χρο­νων παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων, αλλά και  πραγ­μα­τι­κής υπέρ­βα­σης του καπι­τα­λι­σμού σε εθνι­κό επί­πε­δο.   Φρο­νώ ότι ριζο­σπα­στι­κά κοι­νω­νι­κά εγχει­ρή­μα­τα τα οποία θα ξεκι­νή­σουν σε μεμο­νω­μέ­νες χώρες, κι αν ακό­μα υλο­ποι­ή­σουν σημα­ντι­κές κοι­νω­νι­κές αλλα­γές σε εθνι­κό επί­πε­δο (πράγ­μα που σε κάθε περί­πτω­ση θα έχει τερά­στια σημα­σία), δε θα μπο­ρέ­σουν να έχουν προ­ο­πτι­κή και εν τέλει να κατα­στούν βιώ­σι­μα, αν δεν ενσω­μα­τω­θούν σε μεγα­λύ­τε­ρης – διε­θνι­κής κλί­μα­κας εγχει­ρή­μα­τα κοι­νω­νι­κής αλλα­γής και οικο­δό­μη­σης εναλ­λα­κτι­κής οικονομίας.

 

ΑΥΡΙΟ η συνέχεια

*Επί­κου­ρος καθη­γη­τής ΠΤΔΕ ΑΠΘ

Το Α’ ΜΕΡΟΣ

Το Γ’ ΜΕΡΟΣ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο