Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις…»

Τάσσος, Ο Βαρύς Πόνος

Τάσ­σος, Ο Βαρύς Πόνος

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Άνοι­ξη, Πάσχα και Απρί­λης. Επο­χή με συμ­βο­λι­κές δια­στά­σεις, πηγή έμπνευ­σης για τους ποι­η­τές. Η φύση στην καλύ­τε­ρη της ώρα.

«Έστησ’ ο Έρω­τας χορό με τον ξαν­θόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυ­κιά της ώρα…»
[1]

«Μάγε­μα η φύσις κι όνει­ρο στην ομορ­φιά και χάρη,
Η μαύ­ρη πέτρα ολό­χρυ­ση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύ­σες χύνε­ται, με χίλιες γλώσ­σες κραίνει·
Όποιος πεθαί­νει σήμε­ρα χίλιες φορές πεθαί­νει.»
[2]

Η Φύση – Πει­ρα­σμός υμνεί την ομορ­φιά και τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνα­το καθώς ανα­γεν­νιέ­ται και βλα­σταί­νει μέσα από τη νεκρή γη. Τη Σταύ­ρω­ση ακο­λου­θεί η Ανά­στα­ση. Αυτό είναι το ελπι­δο­φό­ρο μήνυ­μα του κύκλου της Φύσης και όσο πιο όμορ­φη η φύση τόσο πιο σκλη­ρή η απώ­λεια της ζωής.

«“Για δες και­ρό που διά­λε­ξε ο χάρος να με πάρει
τώρα π΄ ανθί­ζουν τα κλα­διά και βγάζ΄ η γη χορ­τά­ρι”.
[3]

Ο θάνα­τος είναι ακό­μα πιο τρα­γι­κός όταν δεν είναι φυσι­κός αλλά απο­τέ­λε­σμα ποι­νής που επι­βλή­θη­κε σε ανθρώ­πους που αγά­πη­σαν πολύ τη ζωή και το μόνο τους παρά­πτω­μα ήταν ότι ήθε­λαν να αγω­νι­στούν για να είναι αυτή η ζωή όμορ­φη όχι μόνο για τον εαυ­τό τους αλλά και για τους συναν­θρώ­πους τους.

« Δε θέλα­με να πεθά­νου­με. Κανέ­νας δεν ήθε­λε να πεθάνει.
Δεν είτα­νε εύκο­λο – μην πεις – δεν είταν εύκο­λο.»
[4]

« Ερχό­ταν η Άνοιξη –
καθό­ταν στο σκου­ρια­σμέ­νο ντε­πό­ζι­το της αυλής μας
και κου­νού­σε τα πόδια της»
[5]

« Κι είταν πολ­λές οι φυλα­κές. Κι είταν γεμά­τες οι φυλα­κές» [6]

Απρί­λιος 1949. Γυναι­κεί­ες Φυλα­κές Αβέρωφ.

«Τη λέγαν Νίκα Μαρ­το­πού­λου. Από τη Σπάρ­τη. Φοι­τή­τρια της Ανω­τά­της Εμπο­ρι­κής. Είχε κατα­δι­κα­στεί, από το Στρα­το­δι­κείο της Αθή­νας, σε θάνα­το. Όπως γινό­ταν τότε, την Τρί­τη μέρα μετά την από­φα­ση έπρε­πε να εκτε­λε­στεί. Οι δικοί της όμως, για να τη σώσουν, έκα­ναν αίτη­ση χάρι­τος στη Φρει­δε­ρί­κη και η Νίκα περί­με­νε τη χάρη ή το θάνατο.

Θυμά­μαι, έχουν περά­σει από τότε σαρα­ντα­πέ­ντε χρό­νια, ακό­μα τη βλέ­πω ολο­ζώ­ντα­νη να τρι­γυ­ρί­ζει ανά­με­σα στις γυναί­κες σαν κυνη­γη­μέ­νη. Κι όλο αδυ­νά­τι­ζε και τα μάτια της μεγά­λω­ναν και σκο­τεί­νια­ζαν. Δεν μας μιλού­σε. Περ­πα­τού­σε ανά­με­σά μας, περή­φα­νη, στη­τή, με την καπαρ­ντί­να της δεμέ­νη σφι­κτά στη λεπτή της μέση. Στα μαλ­λιά της είχε δεμέ­νο ένα κόκ­κι­νο κορδελάκι.

Οι μέρες περ­νού­σαν. Τα πρω­ι­νά είχε την ελπί­δα ότι θ’ άκου­γε από τους κρά­χτες το όνο­μά της για χάρη και το σού­ρου­πο αγω­νιού­σε μήπως την πάνε στην απο­μό­νω­ση και το πρωί στο Γουδί.

Την έβλε­πα να ανε­βο­κα­τε­βαί­νει τις σκά­λες βια­στι­κή. Κι όταν κου­ρα­ζό­ταν γαν­τζώ­νο­ταν σε ένα μεγά­λο καγκε­λό­φρα­κτο παρά­θυ­ρο και κοι­τού­σε για πολ­λή ώρα τη μακρι­νή για μας πολι­τεία ακού­γο­ντας τους ήχους της…

Άλλο­τε, ξεχνιό­ταν με τα ωραία της μάτια στραμ­μέ­να στο γαλά­ζιο τ’ ουρα­νού. Πόσος πόνος στα μάτια της…

Άνοι­ξη, Απρί­λης. Να’ σαι εικο­σιέ­ξι χρο­νώ, γερή, όμορ­φη και να περι­μέ­νεις να σε σκο­τώ­σουν μόνο για­τί πίστε­ψες σε έναν κόσμο καλύ­τε­ρο...[7]

«Σκέ­ψου η ζωή να τρα­βά­ει το δρό­μο της, και συ να λείπεις,
νάρ­χο­νται οι Άνοι­ξες με πολ­λά διά­πλα­τα παρά­θυ­ρα, και συ να λείπεις,
νάρ­χο­νται τα κορί­τσια στα παγκά­κια του κήπου με χρω­μα­τι­στά φορέματα,
και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυ­μπά­νε το μεση­μέ­ρι, και συ να λείπεις,
ένα ανθι­σμέ­νο δέντρο να σκύ­βει στο νερό,
πολ­λές σημαί­ες ν’ ανε­μί­ζουν στα μπαλκόνια,
ν’ ανε­βαί­νει μια παρέ­λα­ση την οδό Σταδίου,
χιλιά­δες κόσμος κρα­τώ­ντας στα χέρια του κόκ­κι­νες σημαίες,
κρα­τώ­ντας επί τέλους τα όνει­ρά του μέσα στα χέρια του,
να λένε δυνα­τά τη λέξη σύντρο­φος, και συ να λείπεις,
ύστε­ρα ένα κλει­δί να στρί­βει – η κάμα­ρα νάναι σκοτεινή,
δυο στό­μα­τα να φιλιού­νται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,
σκέ­ψου δυο χέρια να σφίγ­γο­νται, και σένα­νε να σου λεί­πουν τα χέρια,
δυο κορ­μιά να παίρ­νο­νται, και συ να κοι­μά­σαι κάτου απ’ το χώμα,
και τα κου­μπιά του σακ­κα­κιού σου ν’ αντέ­χουν πιό­τε­ρο από σένα
κάτου απ’ το χώμα
κι η σφαί­ρα η σφη­νω­μέ­νη στην καρ­διά σου να μη λιώνει,
όταν η καρ­διά σου, που τόσο αγά­πη­σε τον κόσμο, θάχει λιώ­σει
.[8]

… «Να λείπεις-
δεν είναι τίπο­τα να λείπεις·
αν έχεις λεί­ψει για ό,τι πρέπει,
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θά’ σαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο».
[9]

Παρα­πο­μπές:

1,2 : Διο­νύ­σιος Σολω­μός, Ελεύ­θε­ροι Πολιορκημένοι
3 : Δημο­τι­κό τραγούδι
4, 5, 6, 8, 9 : Γιάν­νης Ρίτσος , Οι γει­το­νιές του κόσμου . Τα Επι­και­ρι­κά. Κέδρος 1981 9η έκδοση
7 : Δήμη­τρα Μάρα – Μιχα­λα­κέα, Γυναι­κεί­ες Φυλα­κές Αβέ­ρωφ, Αθή­να 12- 13 Απρι­λί­ου 1949. Ελε­γεία. Εκδό­σεις Άγρα, 1995

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο