Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σκοπευτήριο Καισαριανής, 1 Μάη 1944…

…δωχά­μου κεί­το­νται νεκροί
που δεν επρό­δω­σαν ποτέ,
ποτέ δεν είπαν ψέματα,
τύραν­νο δεν προσκύνησαν…

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Βασί­λης Ρώτας και η Βού­λα Δαμια­νά­κου με λίγους στί­χους αυτός και λίγα λόγια εκεί­νη μνη­μο­νεύ­ουν τους αδι­κο­σκο­τω­μέ­νους και αδι­κο­χα­μέ­νους, τους ηρω­ι­κούς νεκρούς, που ΄πέσαν σε άνι­ση πάλη κι αγώ­να για τη ζωή και τη λευ­τε­ριά του λαού, σε μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των και πεζών με τον τίτλο Μνημόσυνο.

«Πρώ­το μας βήμα, πρώ­τος λόγος μας ας είναι
προ­σκύ­νη­μα και χαί­ρε η δόξα Σου κι η χάρη,
ω λεύ­τε­ρου λαού λαμπρή μεγαλοσύνη,
που πλημ­μυ­ράς κι αγιά­ζεις τον ναόν μας τούτον.

Παρά­κλη­ση μετά στη συγκα­τά­βα­σή Σου
καλό­γνω­μα να ιδείς την ταπει­νή μας τέχνη
που, υμνώ­ντας τη θυσία της νιό­της στον αγώνα,
πιά­νει, από δέος, αδέ­ξια το υπε­ρά­ξιο κάλλος.

Δεν είντου­σαν φαντά­ροι τρομοκρατημένοι
μ’ άρμα­τα φονι­κά και μηχα­νές χαλάστρες,
δεμέ­νοι σε πυκνές γραμ­μές απελπισμένες,
με μόνη ευκή στον νου τους γλή­γο­ρο τέλος,

παρά, σαν νέοι που πάνε στη γιορ­τή της νίκης
για να τους στε­φα­νώ­σουν του λαού τα χέρια,
μόνον τους στο­λι­σμό κι αρμα­τω­σιά τους είχαν
χαμό­γε­λο στα χεί­λη κι αστρα­πή στα μάτια.

Έτσι, λαέ, τα τέκνα Σου πήγαν θυσία
τρα­γού­δι τρα­γου­δώ­ντας που τους είχες μάθει‘
κι είντου­σαν φτε­ρω­μέ­νες οι κορ­μο­στα­σιές τους
και στα φτε­ρά τους φύσαε λευ­τε­ριάς αγέρας.

Ορθός ο νους! ψυχές υψώ­νου­με τρισάγιες.
Τα μνή­μα­τά τους είναι μέσα στις καρ­διές μας
μ’ αμά­ρα­ντο χαμό­γε­λο όλα φωτισμένα,
εξαί­σιο φως: αυτό το φως βοη­θός μας να’ ναι

(Πρό­λο­γος στην τελετή)

Πρω­το­μα­γιά και η μνή­μη μας σε εκεί­νους, τους κομ­μου­νι­στές αγω­νι­στές, που έστη­σαν στον τοί­χο οι Γερ­μα­νοί, στο Σκο­πευ­τή­ριο της Καισαριανής.

1 Μάη 1944 Η εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή. Χαρακτικό Τάσσος

1 Μάη 1944 Η εκτέ­λε­ση των 200 στην Και­σα­ρια­νή. Χαρα­κτι­κό Τάσσος

«Πρω­το­μα­γιά ροδί­ζει η αυγή
ξυπνά­ει ζεβγά και δουλευτή
και στη δου­λειά τους προβοδάει
σκλά­βους η πρώ­τη αυγή του Μάη

Στου Χαϊ­δα­ριού τη φυλακή
στο προ­σκλη­τή­ριο στην αυλή
στέ­κει ο κρα­τού­με­νος λαός
χλω­μός στ’ αχνό θλι­μέ­νο φως.

Το αγέ­ρι φέρ­νει από μακριά
της άνοι­ξης την αναπνιά‘
πώς αχνο­τρέ­μουν οι καρδιές,
άντρας και σου’ ρχε­ται να κλαίς.

Καλεί της Βίας ο πιστός,
ο μπό­γιας ο αξιωματικός,
καλεί με κόμπο στο λαιμό
καλεί ζωές για θάνατο.

Καθέ­νας τους μόλις τ’ ακούει
λέει το παρών κι αητός πετάει
και παίρ­νει θέση στις γραμμές
που όλο μικραί­νου­νε πυκνές.

Μες στους αητούς κι ένας αητός
ο Σου­κα­τζί­δης ο αρχηγός –
σημαία η όψη του ανοιχτή,
χαμό­γε­λο του νικητή.

Α Ναπο­λέ­ων, όχι εσύ,
ο στύ­λος μας στη φυλακή
συ που’ χεις λόγον πειστικό
τρό­πον, χαμό­γε­λο γλυκό.

Όλη μου κι όλη την αξιά
την έχουν όλα τα παιδιά,
δε μου χωρά­ει ποτέ στο νου
ν’ αφή­σω τους συντρό­φους μου.

Έχου­με λόγον πειστικό
και τρό­πον και χαμόγελο
γιατ’ είμα­στε παι­διά λαού
γεν­ναί­ου πάντα και παντού.

Είναι τρα­νός ο αγώ­νας μας
για όλον τον κόσμο και για σας
για τους αθώ­ους, για τα παιδιά,
για ειρή­νη και για λευτεριά.

Με τους συντρό­φους μου μαζί
πεθαί­νου­με για τη ζωή:
δια­κό­σιες θάβε­τε ψυχές,
θα βγουν μυριά­δες απ’ αυτές.

Ο κόσμος θα μας τραγουδάει,
όταν γιορ­τά­ζει και γλεντάει,
θα μας δοξά­ζουν οι λαοί
όσο κρα­τά­ει τούτ’ η ζωή.»

( ΔΙΑΚΟΣΙΟΙ )
«Δεν είντου­σαν πεντέ­ξι κι ουδέ μια δεκαριά,
παρ’ είντου­σαν Δια­κό­σιοι μιαν εκκλη­σιά κορμιά.
Δια­κό­σιοι είν’ ένας κι ένας, μ’ αντρειά, μ’ αξιά, με νου,
δια­κό­σιοι βασι­λιά­δες λεβέ­ντες του λαού.
Πριν φέξει τους χωρί­σαν, τους βάλαν στη σειρά
κι είν’ ομορ­φο­ντυ­μέ­νοι, κεφά­λια τους ψηλά.
Πρω­το­μα­γιά χαρά­ζει, μα δε μοσκοβολάει,
η αυγή φοβά­ται να’ βγει, το φως χασομεράει.
Τους φόρ­τω­σαν δεμέ­νους, τους στρί­μω­ξαν ορθούς,
κλει­σμέ­νοι εμείς ακού­με: — τους παίρ­νουν, δεν ακούς;
Να, πάνω από τη μάντρα χέρια περ­νά­νε, δες,
τα χέρια τους κου­νά­νε – καλές αντάμωσες!
Τα χέρια τους κου­νά­νε και φεύ­γου­νε και παν,
σαν να κου­νάν σημαί­ες μάς αποχαιρετάν:
Σημαί­ες ματο­βα­μέ­νες πώς ανεμίζουνε,
μιλάν με χίλιες γλώσ­σες και ξεφωνίζουνε:
— Λαέ μας, τα παι­διά σου, στα­θή­κα­με πιστά,
κατά το μάθη­μά σου στον τύραν­νο μπροστά.
Δώσα­με τις ζωές μας ντυ­μέ­νες αρετή,
για τη δική σου δόξα και για την προκοπή.
Λαέ μας δοξα­σμέ­νε, πατρί­δα μας γλυκιά,
μας κόψαν τις ζωές μας ανθούς Πρωτομαγιά.»

( ΑΝΘΟΥΣ – ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ )

Ανά­με­σα στους πολ­λούς ο Ναπο­λέ­ων Σουκατζίδης

Ναπολέων Σουκατζίδης

Ναπο­λέ­ων Σουκατζίδης

«…Με χαμό­γε­λο γιο­μά­το ικα­νο­ποί­η­ση, γιο­μά­το λεβε­ντιά και περη­φά­νεια έδω­σε το παρών στο προ­σκλη­τή­ριο την Πρω­το­μα­γιά του 1944. Όλοι γύρι­σαν σε κεί­νον. Κι αυτοί που θα’ φευ­γαν μαζί του και κεί­νοι που θα’ μεναν. Όλοι ήθε­λαν να μεί­νει κι οι πρώ­τοι κι οι τελευ­ταί­οι και μόνο ο Ναπο­λέ­ων ήθε­λε να’ να΄ναι με τους πρώ­τους. Ο Γερ­μα­νός χτη­νάν­θρω­πος ταρά­χτη­κε στο άκου­σμα αυτού του ονό­μα­τος που το είχε ξεστο­μί­σει το ίδιο του το στό­μα. Μπρο­στά του, φωνά­ζο­ντας ο καθέ­νας παρών μόλις άκου­γε τ’ όνο­μά του, μπαί­ναν στη γραμ­μή οι Ακρο­ναυ­πλιώ­τες, φρέ­σκοι, χαμο­γε­λα­στοί, λαμπρο­φο­ρε­μέ­νοι, λες και πήγαι­ναν στο πανη­γύ­ρι. Μπρο­στά του έχουν πάρει κιό­λας τη θέση τους το ένα τρί­το των παι­διών της Ακρο­ναυ­πλί­ας. Μια οργα­νω­μέ­νη αγω­νι­στι­κή δύνα­μη, που είχε νική­σει σε μάχες πολύ πιο σκλη­ρές, που’ χε κερ­δί­σει τη μεγά­λη μάχη της ζωής για την ανθρώ­πι­νη αξιο­πρέ­πεια κι η μάχη προς το θάνα­το είταν πια κερ­δι­σμέ­νη από τα πριν. Ο Γερ­μα­νός στρα­το­πε­δάρ­χης, που όλες οι χτη­νώ­δι­κες ενέρ­γειες στο Χαϊ­δά­ρι για να λυγί­σουν εκεί­νοι οι ήρω­ες πήγαν χαμέ­νες, το’ ξερε καλά αυτό.

Μπρο­στά σ’ αυτό το μεγα­λείο κάτι σαν ίχνος συνεί­δη­σης άρχι­σε να σαλεύ­ει μέσα στα βάθη του σκο­τει­νού εαυ­τού του, που ίσως θα’ θελε να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί. Κάτι σαν αντί­λα­λος παλιάς λησμο­νη­μέ­νης ανθρω­πιάς που του ξυπνά­ει το αίσθη­μα του θαυ­μα­σμού και που σαν φτά­νει στ’ όνο­μα του Σου­κα­τζί­δη ξεσπά­ζει: «Όχι εσύ, Ναπο­λέ­ων, όχι εσύ!» Εκεί­νη την ώρα ο Ναπο­λέ­ων ανα­τρι­χιά­ζει, κατα­λα­βαί­νει πως περ­νά­ει την πιο κρί­σι­μη ώρα της ζωής του. Η ευαι­σθη­σία του δοκι­μά­ζε­ται όσο ποτέ. Η τιμή του, που τόσο την δια­φέ­ντε­ψε ολο­ζω­ής, κιντυ­νεύ­ει. Πρέ­πει να προ­λά­βει πριν να’ ναι πολύ αργά, πριν ο στρα­το­πε­δάρ­χης αρπά­ξει τυχαία κάποιον σύντρο­φό του άλλον και τον βάλει στη θέση του.

Στη­ρι­ζό­με­νος ίσα – ίσα σ’ αυτόν τον θαυ­μα­σμό του Γερ­μα­νού στρα­το­πε­δάρ­χη, του λέει: «Θέλεις να μ’ αντι­κα­τα­στή­σεις όχι από εχτί­μη­ση, αλλά μόνο και μόνο για να με κάνεις από Σου­κα­τζί­δη τίπο­τα. Μ’ αν πραγ­μα­τι­κά μ’ εχτι­μάς, η μόνη χάρη που μπο­ρείς να μου κάμεις είναι να μ’ αφή­σεις να πεθά­νω σαν όλους στη θέση μου, για­τί ο συνε­πής αγω­νι­στής δεν αλλά­ζει τη θέση του με τίπο­τε και για κανέ­ναν λόγο, μάλι­στα όταν ή θέση του αυτή είναι μπρο­στά στο πολυβόλο.

Κι ο μπό­γιας σκύ­βει το κεφά­λι, συμ­φω­νεί κι αποκαλύπτεται.

Φεύ­γο­ντας σαν τον ήλιο που πάει να βασι­λέ­ψει, άφη­σε το τελευ­ταίο του χαμό­γε­λο πάνω στα θλι­μέ­να πρό­σω­πα των συντρό­φων του που έμε­ναν πίσω να τους ζεστά­νει στην κρυά­δα του θανά­του που σκόρ­πι­σε στο στρα­τό­πε­δο κεί­νο το πρωινό»

(ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ )

Ο Αντώ­νης Βαρθολομαίος

«Κάθε φορά που ο νους μου περι­δια­βά­ζο­ντας τους σκο­τω­μέ­νους μας στα­μα­τά­ει στον Αντώ­νη τον Βαρ­θο­λο­μαίο, τον αθλη­τή με τον ολό­τε­λα παι­διά­στι­κο χαρα­κτή­ρα, τον μονα­χο­γιό, πάντο­τε ζωγρα­φί­ζει και μια σκυ­φτή γερα­σμέ­νη γυναί­κεια μορ­φή, να πηγαι­νο­έρ­χε­ται μέσα στο μικρό μορ­φο­συ­γυ­ρι­σμέ­νο σπί­τι, να ετοι­μά­ζει καθα­ρές φορε­σιές, να στρώ­νει τρα­πέ­ζι, να βγαί­νει ώρες ν’ αγνα­ντεύ­ει στον δρό­μο, κι έπει­τα να τα ξανα­μα­ζεύ­ει ώσπου στο τέλος απελ­πι­σμέ­νη κλει­δώ­νει το σπί­τι, πετά­ει το κλει­δι και πάει στον αγύριστο»

( ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ)

Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας

Το γράμμα του Μήτσου Ρεμπούτσικα. (Η φωτογραφία από το βιβλίο)

Το γράμ­μα του Μήτσου Ρεμπού­τσι­κα. (Η φωτο­γρα­φία από το βιβλίο)

«Έχω εδώ τα λόγια σου τα τελευ­ταία, πολυα­γα­πη­τέ μας Μήτσο, που με χέρι στα­θε­ρό χάρα­ξες στο χαρ­τά­κι κεί­νη την πρω­το­μα­γιά­τι­κη αυγή, λίγο πριν σας σκο­τώ­σουν. Λίγα απλά λόγια όχι για να τονί­σουν το μεγά­λο δρά­μα, τον ίδιο σου τον θάνα­το, παρά για ν’ απα­λύ­νουν τον πόνο και να παρη­γο­ρή­σουν εκεί­νους που μένουν. Μα πώς να παρη­γο­ρη­θού­νε αφού μόνο η ζωή σου κι ο θάνα­τός σου, μα κι αυτό το μικρού­τσι­κο χαρ­τά­κι με τα λίγα παρη­γο­ρη­τι­κά λόγια που άφη­σες δια­θή­κη στους αγα­πη­μέ­νους σου τους λέει, τους θυμί­ζει τι χάσα­νε; Πώς θα παρη­γο­ρη­θεί η Νίτσα, η αγα­πη­μέ­νη αδερ­φή σου, που τόσο συχνά και με τόση αγά­πη τη μελέ­τα­γες, όταν έχει πάντα μπρο­στά της αυτά σου τα τελευ­ταία λόγια, το πιο απέ­ρι­το και το πιο τέλειο μνη­μείο; Πώς να μην κλαί­με πικρά οι σύντρο­φοί σου για έναν τόσο ακρι­βό σύντρο­φο; Πώς ο λαός να μη θρη­νεί που έχα­σε μέσα σ’ ένα πρω­ι­νό τόσα άξια τέκνα του, τόσους ηρω­ι­κούς υπε­ρα­σπι­στές του;

Ποτέ δε γινό­σου­να στό­χος, ούτε με λόγια μεγά­λα, ούτε μ’ ενθου­σια­σμούς, ούτε με θυμούς και με νεύ­ρα, ούτε ανά­λα­βες ποτέ να διδά­ξεις «από καθέ­δρας» καθή­κο­ντα και χρέ­ος ή να συμ­βου­λέ­ψεις ανί­δε­ους. Από­φευ­γες τον θόρυ­βο. Απλός, στο­χα­στι­κός και καρ­τε­ρι­κός, έπια­νες αθό­ρυ­βα μιαν άκρη στην αυλή του στρα­το­πέ­δου παρέα με τον αχώ­ρι­στο φίλο σου τον Γιώρ­γο και σιγο­κου­βε­ντιά­ζα­τε ή δια­βά­ζα­τε. Δεν άργη­σα να ρθω και εγώ στην παρέα σας. Δια­βά­ζα­με εκ περι­τρο­πής τα βιβλία που μας τύχαι­ναν. Όταν διά­βα­ζα εγώ κι έπε­φτα πάνω σε καμ­μιά φρά­ση που δεν τη λέει εύκο­λα ένα κορί­τσι, κόμπια­ζε η γλώσ­σα μου και τότε εσύ αμέ­σως μού’ παιρ­νες το βιβλίο, διά­βα­ζες από μέσα σου το εμπό­διο και μου το ξανά­δι­νες να συνεχίσω.

Δε σ’ άκου­σα να κάνεις σκέ­δια για το μέλ­λον. Ζού­σες την καθη­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέρα και νύχτα μ’ όλη σου τη νηφα­λιό­τη­τα και συνεί­δη­ση και στην απαί­τη­ση αυτής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας προ­σπά­θη­σες ν’ αντα­πο­κρι­θείς ως την τελευ­ταία σου στιγμή.»

( ΜΗΤΣΟΣ ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ)

Η μνή­μη τους ιερή , φωτί­ζει τους κακο­τρά­χα­λους δρό­μους της δικής μας καθημερινότητας.

kaisariani6

«Η μνή­μη απ’ τους συντρό­φους μας που πέσαν στον αγώνα
του Μάη αυγή, του Μάη πνοή μες σε τριανταφυλλώνα.
Άστρο’ ναι που μας οδη­γά­ει, φωτιά’ ναι που μας καίει,
φωνή’ ναι απ’ τα βαθιά της γης που δια­λα­λεί και λέει:
Όσο παί­ζει το μάτι σας κι όσο καρδιοχτυπάτε
κι όσο’ χει σάλιο η γλώσ­σα σας, συντρό­φοι, πολεμάτε.
Είτε παρέ­ες ή τάγ­μα­τα, ξεμό­να­χοι είτε ταίρια
χτυ­πά­τε όλοι τον τύραν­νο και με τα δυό σας χέρια.
Κι όταν ψοφή­σει το θεριό, και το στερ­νό κεφάλι,
ε, τότε να μολώ­σε­τε’ πο μια στε­ριά στην άλλη,
ν’ ανοί­χτε δρό­μους λεύ­τε­ρους’ πο μια στην άλλη σφαίρα,
να τρέ­χει το τρα­γού­δι σας παντού σαν φως κι αγέρα,
ν’ αντι­λα­λεί χαρού­με­νο σ’ Ανα­το­λή και Δύση,
να ρθεί και μας στα μνή­μα­τα να γλυκοκελαϊδήσει»

( ΜΝΗΜΗ)

 

kaisariani7(Οι στί­χοι του τίτλου από το ποί­η­μα Δια­βά­τη στά­σου του Βασί­λη Ρώτα)

Βασί­λη Ρώτα — Βού­λας Δαμια­νά­κου, Μνη­μό­συ­νο, Αθή­να 1961

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο