Λοξές αχτίνες χτύπησαν την άγρυπνη σελήνη
και κλείστηκαν τα βλέμματα εκείνη την αυγή
σε οστρακοφόρο ατσάλινο που πέταξε
πριν καν πυροβολήσουν
σε σύμπαντα που βάφτισαν οι παλιοί
και τα φωνάζουν Μνήμη.
Μπόλιαζαν τα τραγούδια τους
την οργή του Αρχαγγέλου
τη πείνα του αντρειωμένου για ζωή.
Σ ’ αυτή την αμετάτρεπτη διαδρομή.
Γουλιά γουλιά
το φως
ξεχύλησε στα σώματα
κι εσκέπασε τις κάνες.
Αχνοφαίνονται και οι διακόσιοι
στο χάδι του αγέρα.
Κάθε Μάη.
Λαμποκοπούνε στο κρασί
που χύσαμε στο χώμα.
Ο Ίσκιος πάντα προχωρά
πιο γρήγορα απ’το σώμα.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΥΝΤΟΥΡΗΣ