Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σον Κόνερι (Sir, Thomas Sean Connery)

Ο μεγά­λος Σκω­τσέ­ζος ηθο­ποιός και παρα­γω­γός, ο πρώ­τος Τζέιμς Μποντ, παρών στην 7η τέχνη μέχρι το 2006 –πάνω από 50 χρό­νια, πρω­τα­γω­νι­στής στις ται­νί­ες Marnie (1964), The Hill (1965) Murder on the Orient Express (1974), The Man Who Will Be King (1975), A Bridge Too Far (1977), Highlander (1986), The Name of the Rose (1986), The Untouchables (1988), Indiana Jones and the Last Crusade (1989), Dragonheart (1996), The Rock (1996) κά. έφυ­γε ήσυ­χα στα 90 του χρόνια
It is with heavy hearts that we mourn the passing of Sir Thomas Sean Connery at the age of 90 on October 31, 2020.
Sir Sean died peacefully in his sleep.

Sean Connery –The Hill

Ο Λόφος (The Hill ‑1965) του μεγά­λου Sidney Lumet, μια σημα­ντι­κή ται­νία συγκλο­νι­στι­κή για το θέμα της, την σφι­κτή σκη­νο­θε­σία αλλά και την τρα­νή από­δει­ξη ότι ο Sean Connery ήταν σπου­δαί­ος δρα­μα­τι­κός ηθο­ποιός, με ταλέ­ντο και ευαι­σθη­σία και ότι οι μετέ­πει­τα ρόλοι του σαν James Bond τον έκα­ναν μεν γνω­στό, αλλά ήταν ήδη κατα­ξιω­μέ­νος ερμη­νευ­τής μεγά­λων απαιτήσεων…

Sean Connery Σον Κόνερι Ursula Andress Ούρσουλα Άντρες 007 J Bond Doctor NOThe Untouchables Οι αδιάφθοροι 1987

Με ένα Academy Award, δύο BAFTA τρεις Χρυ­σές Σφαί­ρες, Βρα­βείο Cecil B. DeMille, ένα Henrietta, για τη συνο­λι­κή του προ­σφο­ρά (Kennedy Center Honor ‑1999) και «ιππό­της τιμής» την πρω­το­χρο­νιά του 2000 για τις υπη­ρε­σί­ες του στην κινη­μα­το­γρα­φι­κή δραματουργία.
Ο Connery ανα­δεί­χτη­κε από τη The Sunday Herald το 2004 ως «The Greatest Living Scot», ενώ μια έρευ­να του EuroMillions το 2011 τον ονό­μα­σε «μεγα­λύ­τε­ρο ζωντα­νό θησαυ­ρό της Σκω­τί­ας» (National Greatest Living National Treasure).
🔹 Άνευ σημα­σί­ας –αλλά ψηφί­στη­κε από το περιο­δι­κό People ως «Sexiest Man Alive» το 1989 και δέκα χρό­νια μετά «Sexiest Man of the Century».

No ordinary people

Ο Sean, γιος του Joseph Connery, (εργά­τη σε εργο­στά­σιο και οδη­γό φορ­τη­γού) γεν­νή­θη­κε στο Fountainbridge του Εδιμ­βούρ­γου της Σκω­τί­ας στις 25-Αυγ-1930
Ονο­μά­στη­κε Thomas από τον παπ­πού του, μάνα του ήταν η ευφη­μία “EffieMcBain McLean, κόρη του Neil McLean και της Helen Forbes Ross.
Ο προ­πάπ­πος του μετα­νά­στευ­σε στη Σκω­τία από την Ιρλαν­δία στα μέσα του 19ου αιώ­να, ενώ οι υπό­λοι­ποι συγ­γε­νείς ήταν σκω­τσέ­ζι­κης κατα­γω­γής, ή γηγε­νείς σκωτσέζοι.
Ο πατέ­ρας του ήταν Ρωμαιο­κα­θο­λι­κός και η μητέ­ρα του Προτεστάντισσα.
Κοντός στο δημο­τι­κό, ψήλω­σε γρή­γο­ρα στα 12 και στα 18 του, έφτα­σε το 1.88m
Ήταν γνω­στός κατά την εφη­βεία του ως «Big Tam», έχο­ντας δηλώ­σει ότι έχα­σε την παρ­θε­νιά του από μια «ενή­λι­κη με στο­λή ATS» (ΣΣ |> στρα­τιω­τί­να) σε ηλι­κία 14 ετών.

Η πρώ­τη δου­λειά του ήταν αυτή του γαλα­τά στο Εδιμβούργο
Το 2009, ο Connery θυμή­θη­κε μια σχε­τι­κή συνο­μι­λία με έναν ταξιτζή:
Όταν πήρα ταξί –λέει, κατά τη διάρ­κεια ενός πρό­σφα­του Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου του Εδιμ­βούρ­γου, ο οδη­γός έδει­ξε έκπλη­κτος που θυμό­μουν το όνο­μα κάθε δρόμου…
«Πώς κι έτσι»; ρώτησε…
«Πιτσι­ρι­κάς πού­λα­γα γάλα εδώ» είπα.
«Α ναι; Και τώρα με τι ασχολείσαι;»
Αυτό ήταν μάλ­λον πιο δύσκο­λο να απαντηθεί…

Το 1946, σε ηλι­κία 16 ετών, ο Connery εντά­χθη­κε στο Βασι­λι­κό Ναυ­τι­κό, όπου απέ­κτη­σε δύο τατουάζ, τα οποία –κατά τον επί­ση­μό ιστό­το­πό του …
«σε αντί­θε­ση με πολ­λά τατουάζ, τα δικά μου δεν είναι επι­πό­λαια — αντι­κα­το­πτρί­ζουν δύο από τις δια βίου δεσμεύ­σεις μου: την οικο­γέ­νεια και τη Σκω­τία.
Το ένα είναι ένα αφιέ­ρω­μα στους γονείς του και γρά­φει Mum & Dad «Μαμά και Μπα­μπά» και το άλλο ‑αυτο­νό­η­το, Scotland Forever «Σκω­τία για πάντα».
Εκπαι­δεύ­τη­κε στο Πόρ­τσμουθ στο πυρο­βο­λι­κό του ναυ­τι­κού κατά αερο­σκα­φών και αργό­τε­ρα Able Seaman on HMS Formidable

Στη συνέ­χεια, επέ­στρε­ψε στο co-op και εργά­στη­κε μετα­ξύ άλλων, ως οδη­γός φορ­τη­γού, ναυα­γο­σώ­στης στα λου­τρά Portobello, εργά­της και …μοντέ­λο για το Edinburgh College of Art με 15 σελί­νια την ώρα.
Ο καλ­λι­τέ­χνης Richard Demarco, ένας μαθη­τής που ζωγρά­φι­σε πολ­λές πρώ­ι­μες εικό­νες του Connery, τον περιέ­γρα­ψε ως «ευθύ, ελα­φρώς ντρο­πα­λό, με κατα­πλη­κτι­κό λέγειν“εικο­νι­κό Άδω­νι”»
Στα 18 του ξεκί­νη­σε το bodybuilding κερ­δί­ζο­ντας δια­γω­νι­σμούς Mr. Universe, το 1950 και το 1953.
Από το 1951 τον ανέ­λα­βε ο Ellington, πρώ­ην εκπαι­δευ­τής στο βρε­τα­νι­κό στρα­τό, αλλά  σύντο­μα απο­θαρ­ρύν­θη­κε από το «άθλη­μα» όταν δια­πί­στω­σε ότι «οι Αμε­ρι­κα­νοί χτυ­πούν “κάτω από τη μέση”»

Ο Connery υπήρ­ξε ακό­μη δει­νός ποδο­σφαι­ρι­στής, έχο­ντας παί­ξει στα νιά­τα του για την Bonnyrigg Rose ενώ τον ζήτη­σε και Manchester United (ο Matt Busby manager της Manchester εντυ­πω­σιά­στη­κε με τη φυσι­κή του κατά­στα­ση προ­σφέ­ρο­ντάς του συμ­βό­λαιο 25 £ την εβδο­μά­δα (που ισο­δυ­να­μεί με 703 £ σήμερα).
Παρα­δέ­χε­ται ότι μπή­κε στον πει­ρα­σμό να το δεχτεί, αλλά θυμά­ται… «Συνει­δη­το­ποί­η­σα ότι ένας κορυ­φαί­ος ποδο­σφαι­ρι­στής θα μπο­ρού­σε να είναι στην κορυ­φή μέχρι τα 30 –το πολύ-πολύ και εγώ ήμουν ήδη 23, έτσι απο­φά­σι­σα τελι­κά να γίνω ηθο­ποιός και αυτό απο­δεί­χθη­κε σαν μία από τις πιο έξυ­πνες κινή­σεις μου».Sean Connery Σον Κόνερι Ursula Andress Ούρσουλα Άντρες 007 Doctor NO

10ετία 1950

Επι­διώ­κο­ντας να συμπλη­ρώ­σει το εισό­δη­μά του, ο Connery ξεκί­νη­σε με δου­λειά στα παρα­σκή­νια του Kings Theatre στα τέλη του 1951.
Εκεί άρχι­σε να κλί­νει προς τον καλ­λι­τε­χνι­κό χώρο, απο­φα­σι­σμέ­νος να κάνει εκεί καριέρα.
Κατά τη διάρ­κεια ενός δια­γω­νι­σμού bodybuilding στο Λον­δί­νο το 1953, ένας από τους δια­γω­νι­ζό­με­νους ανέ­φε­ρε ότι γίνο­νταν  ακρο­ά­σεις για μια παρα­γω­γή του South Pacific και ο Connery άρπα­ξε την ευκαι­ρία παίρ­νο­ντας μέρος στη χορω­δία Seabees.
Όταν η παρα­γω­γή έφτα­σε στο Εδιμ­βούρ­γο, ο μισθός του αυξή­θη­κε από 12£ σε ~15£ την εβδομάδα.
Η παρα­γω­γή επέ­στρε­ψε το επό­με­νο έτος λόγω ζήτη­σης και ο Connery έπαι­ξε το ρόλο του δημο­φι­λούς χαρα­κτή­ρα «Lieutenant Buzz Adams» που είχε απει­κο­νί­σει ο Larry Hagman στο West End.

Ενώ βρι­σκό­ταν στο Εδιμ­βούρ­γο, έγι­νε στό­χος της συμ­μο­ρί­ας Valdor, μιας από τις πιο βίαιες στην πόλη –κανο­νι­κοί δολοφόνοι.
Έπε­σε πάνω τους τυχαία σε μια αίθου­σα μπι­λιάρ­δου όπου τους εμπό­δι­σε να κλέ­ψουν το σακά­κι του, που τον ακο­λού­θη­σαν (όχι ένας αλλά έξι…) σε ένα ψηλό μπαλ­κό­νι όπου ξεκί­νη­σε κανο­νι­κή μάχη «αρπά­ζο­ντας έναν από το λαι­μό και άλλον από τους ώμους τους έσπα­σε τα κεφάλια».
Από τότε, αντι­με­τω­πί­στη­κε με μεγά­λο σεβα­σμό από τη συμ­μο­ρία έχο­ντας κερ­δί­σει τη φήμη του «σκλη­ρού»

Ο Connery γνώ­ρι­σε για πρώ­τη φορά τον Michael Caine σε ένα πάρ­τι κατά τη διάρ­κεια της παρα­γω­γής της South Pacific το 1954, και οι δύο έγι­ναν από τότε στε­νοί φίλοι.
Κατά τη διάρ­κεια μια παρα­γω­γής στην Opera House του Μάν­τσε­στερ κατά την περί­ο­δο των Χρι­στου­γέν­νων του 1954, ανέ­πτυ­ξε σοβα­ρό ενδια­φέ­ρον για το θέα­τρο μέσω του Αμε­ρι­κα­νού ηθο­ποιού Robert Henderson από τον οποίο δανεί­στη­κε αντί­γρα­φα έργων του Ίψεν (Hedda Gabler, The Wild Duck, When We Dead Awaken), και αργό­τε­ρα εντρύ­φη­σε στους Marcel Proust, Leo Tolstoy, Ivan Turgenev, George Bernard Shaw, James Joyce και Shakespeare «για να μπει στο πνεύμα»
Ο Χέντερ­σον τον παρό­τρυ­νε να κάνει μαθή­μα­τα έκφρα­σης και να τον πάρει μαζί του στο Θέα­τρο Maida Vale στο Λονδίνο.
Είχε ήδη ξεκι­νή­σει –παράλ­λη­λα και καριέ­ρα στον κινη­μα­το­γρά­φο, στο μού­ζι­καλ Lilacs in the Spring του Herbert Wilcox το 1954 μαζί με την Anna Neagle.

Αν και ο Connery είχε εξα­σφα­λί­σει αρκε­τούς ρόλους ως έξτρα, αγω­νι­ζό­ταν ακό­μα για να ζήσει και με τα οικο­νο­μι­κά του χάλια ανα­γκά­στη­κε να δεχτεί με μερι­κή απα­σχό­λη­ση το ρόλο μπέι­μπι σίτερ για τον δημο­σιο­γρά­φο Peter Noble και τη σύζυ­γό του ηθο­ποιό Marianne, που του πρό­σθε­τε 10 σελί­νια για κάθε νύχτα.
Εκεί (ένα βρά­δυ στο σπί­τι του Noble) γνώ­ρι­σε και την ηθο­ποιό του Χόλι­γουντ Shelley Winters, που τον χαρα­κτή­ρι­σε ως «έναν από τους ψηλό­τε­ρους και πιο γοη­τευ­τι­κούς και αρσε­νι­κούς Σκω­τσέ­ζους» που είχε δει ποτέ και αργό­τε­ρα «πέρα­σε πολ­λά βρά­δια με τους αδελ­φούς Connery πίνο­ντας μπύρες».
Περί­που τότε και μένο­ντας κατά και­ρούς στο σπί­τι του τηλε­ο­πτι­κού παρου­σια­στή Llew Gardner, του έκα­τσε ένας ρόλος στην παρά­στα­ση Witness for the Prosecution ‑Agatha Christie’s international stage (που αργό­τε­ρα το 1957, απο­τέ­λε­σε μια μεγά­λη επι­τυ­χία του Billy Wilder) κατά τη διάρ­κεια της οποί­ας συνα­ντή­θη­κε και έγι­νε φίλος με τον Ian Bannen –που ήταν τότε στις δόξες του.
Αυτό το ρόλο ακο­λού­θη­σαν οι «Point of Departure» και «A Witch in Time at Kew», ως «Παν­θέ­ος» — Pentheus στο πλευ­ρό της Yvonne Mitchell, και ένας ακό­μη με τον Jill Bennett στην παρα­γω­γή Anna Christie του Eugene O’Neill.
Κατά τη διάρ­κεια της παρα­μο­νής του στο Θέα­τρο της Οξφόρ­δης, ο Connery κέρ­δι­σε ένα σύντο­μο ρόλο ως μπο­ξέρ στην τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά «The Square Ring», πριν εντο­πι­στεί από τον Κανα­δό σκη­νο­θέ­τη Alvin Rakoff, που του έδω­σε πολ­λα­πλούς ρόλους στον «κατα­ρα­μέ­νο» (The Condemned).

Το 1956, εμφα­νί­στη­κε στη θεα­τρι­κή παρα­γω­γή του Επι­τά­φιου, και έπαι­ξε δευ­τε­ρεύ­ο­ντα ρόλο ως κου­κού­λα στο επει­σό­διο «Ladies of the Manor» της αστυ­νο­μι­κής τηλε­ο­πτι­κής σει­ράς του BBC Dixon of Dock Green.
Ακο­λού­θη­σαν μικροί τηλε­ο­πτι­κοί ρόλοι στο Sailor of Fortune και στο πρό­γραμ­μα του Jack Benny.
Στις αρχές του 1957, πήρε, μέσω του Richard Hatton τον πρώ­το του κινη­μα­το­γρα­φι­κό ρόλο, ως Σπάικ (Spike), ένας μικρο-γκάν­γκ­στερ με δυσλε­ξία στο «No Road Back» του Montgomery Tully μαζί με τους Skip Homeier, Paul Carpenter, Patricia Dainton και Norman Wooland.
Τον Απρί­λη του ίδιου χρό­νου, ο Rakoff – αφού δεν τα βρή­κε με τον Jack Palance — απο­φά­σι­σε να δώσει στον νεα­ρό ηθο­ποιό την πρώ­τη του ευκαι­ρία σε πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο, και έτσι έπαι­ξε στην παρα­γω­γή του BBC Requiem For a Heavyweight Mountain McLintock (ο καλύ­τε­ρος μπο­ξέρ Malcolm «Mountain» McClintock με ζωντα­νή μετάδοση).
Όπως είπε τότε χαρα­κτη­ρι­στι­κά ο Rakoff ο Connery «ήταν το κάτι άλλο» εκεί­νη την επο­χή, «ένα από αυτά τα παι­διά που χτυ­πούν κάθε δεύ­τε­ρη μέρα την πόρ­τα σου ρωτώ­ντας «Έχεις καμιά δου­λειά για μένα;»
Στο Requiem For a Heavyweight, πρω­τα­γω­νί­στη­σαν επί­σης οι Warren Mitchell και Jacqueline Hill
Ακο­λού­θη­σε ο ρόλος του Johnny Yates ενός αδί­στα­κτου οδη­γού φορ­τη­γού, στο Hell Drivers της Cy Endfield (1957) μαζί με τους Stanley Baker, Herbert Lom, Peggy Cummins και Patrick McGoohan.
Αργό­τε­ρα το 1957, εμφα­νί­στη­κε στην ται­νία δρά­σης (γυρί­στη­κε σε τοπο­θε­σία στη νότια Ισπα­νία) του Terence Young «Action of the Tiger» (με μέτριες κρι­τι­κές) στο πλευ­ρό των Van Johnson, Martine Carol, Herbert Lom και Gustavo Rojo και σε έναν μικρό ρόλο στο θρί­λερ του Gerald Thomas «Time Lock» ως οξυ­γο­νο­κολ­λη­τής, με τον Robert Beatty, Lee Patterson, Betty McDowall and Vincent Winter

007Bond James Bond

Η «ανα­κά­λυ­ψη» ήρθε με το ρόλο του (βρε­τα­νού μυστι­κού πρά­κτο­ρα) James Bond βασι­σμέ­νο σε μια σει­ρά μυθι­στο­ρή­μα­τα και διη­γή­μα­τα –από το 1953 και μετά, του (άγγλου) Ian Fleming «αξιω­μα­τι­κού πλη­ρο­φο­ριών»…
Ο Connery ήταν απρό­θυ­μος να δεσμευ­τεί, θες για­τί δεν του πήγαι­νε το σενά­ριο σαν ιδε­ο­λο­γία, θες για­τί δεν ήθε­λε μακρο­πρό­θε­σμες δεσμεύ­σεις, αλλά το χρή­μα είναι χρή­μα και κατά­λα­βε ότι «αν οι ται­νί­ες πετύ­χουν η καριέ­ρα μου θα ωφε­λη­θεί σημα­ντι­κά».

Έπαι­ξε 007 στις πέντε πρώ­τες ται­νί­ες: Dr. No (1962), From Russia with Love (1963), Goldfinger (1964), Thunderball (1965) και You Only Live Twice (1967) — στη συνέ­χεια εμφα­νί­στη­κε ξανά ως Bond στα Diamonds Are Forever (1971) και Never Say Never Again (1983).
Και οι επτά ται­νί­ες ήταν εμπο­ρι­κά επιτυχημένες.
Ο James Bond, με τη φιγού­ρα του Connery, επι­λέ­χθη­κε (από το American Film Institute) ως ο τρί­τος μεγα­λύ­τε­ρος ήρω­ας στην ιστο­ρία του κινη­μα­το­γρά­φου.

Η επι­λο­γή του Connery για το ρόλο του James Bond οφεί­λε­ται κυρί­ως στην Dana Broccoli, σύζυ­γο του παρα­γω­γού Albert “Cubby” Broccoli, η οποία φημο­λο­γεί­ται ότι «έπαι­ξε σημα­ντι­κό ρόλο» στο να πεί­σει τον σύζυ­γό της ότι ο Connery ήταν ο σωστός άνθρωπος.
Ο Ίαν Φλέ­μινγκ, αρχι­κά αμφι­σβή­τη­σε το καστ και τον ίδιο τον Κόνε­ρι, λέγο­ντας: «Δεν είναι αυτό που ορα­μα­τί­στη­κα για τον Τζέιμς»… «Ψάχνω τον Διοι­κη­τή Μποντ και όχι έναν “overgrown stunt-man”, προ­σθέ­το­ντας ότι ο Κόνε­ρι (μυώ­δης και ~1,90 …και Σκω­τσέ­ζος) «δεν ήταν εκλε­πτυ­σμέ­νος».
Η φίλη του Fleming, Blanche Blackwell αντέ­τει­νε ότι ο Connery είχε «το απα­ραί­τη­το σεξουα­λι­κό χάρι­σμα» και ο Fleming άλλα­ξε γνώ­μη μετά την επι­τυ­χη­μέ­νη πρε­μιέ­ρα του Dr. No.
Στο μυθι­στό­ρη­μά του 1964, You Only Live Twice, ο Fleming φωτο­γρά­φη­σε τον πρω­τα­γω­νι­στή του γρά­φο­ντας ότι «ο πατέ­ρας του Μποντ ήταν Σκω­τσέ­ζος και από τη Γκλέν­κο- Glencoe των Χάι­λαντς της Σκωτίας»

Η απει­κό­νι­ση του Connery-Bond οφεί­λε­ται σε μεγά­λο βαθ­μό στη στυ­λι­στι­κή φρο­ντί­δα του σκη­νο­θέ­τη Terence Young, η οποία τον βοή­θη­σε να φτα­σι­δω­θεί και να λάμ­ψει χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τη φυσι­κή του χάρη και την παρου­σία του για τη δράση.
Η Lois Maxwell που έπαι­ζε τη Miss Moneypenny, ανέ­φε­ρε ότι «ο Terence πήρε τον Sean κάτω από τις φτε­ρού­γες του, του έμα­θε τα πάντα, του έδει­ξε πώς να περ­πα­τά, πώς να μιλά­ει, ακό­μα και πώς να τρώ­ει»
Η διδα­σκα­λία απέ­βη επι­τυ­χής και ο 007 Connery πήρε 10άδες χιλιά­δες επι­στο­λές θαυ­μα­στών την πρώ­τη εβδο­μά­δα μετά την πρε­μιέ­ρα του Dr. No, και έγι­νε ένα σύμ­βο­λο σεξ.

Κατά τη διάρ­κεια των γυρι­σμά­των του Thunderball το 1965, η ζωή του μπή­κε σε κίν­δυ­νο από τους καρ­χα­ρί­ες στην πισί­να του Emilio Largo.
Ανη­συ­χού­σε για αυτήν την απει­λή όταν διά­βα­σε το σενά­ριο, επέ­μει­νε …ο Ken Adam έφτια­ξε ένα ειδι­κό δια­μέ­ρι­σμα από plexiglas μέσα στην πισί­να, αλλά αυτό απο­δεί­χτη­κε αδύ­να­μο ‑ένας από τους καρ­χα­ρί­ες κατά­φε­ρε να το δια­πε­ρά­σει και ο 007 ανα­γκά­στη­κε με την ψυχή στο στό­μα να εγκα­τα­λεί­ψει την πισί­να και τα γυρίσματα
ΣΣ |> Τότε δεν είχαν ανα­κα­λυ­φθεί ακό­μη τα «κόλ­πα» του Στί­βεν Σπίλ­μπεργκ στα Jaws (Τα σαγό­νια του καρ­χα­ρία 1–2‑3–4)
Αν και ο Bond τον είχε κάνει αστέ­ρι, ο Connery κου­ρά­στη­κε από τον ρόλο και την πίε­ση που του άσκη­σε το franchise, λέγο­ντας: «σκυ­λο­βα­ρέ­θη­κα με ολό­κλη­ρο το Bond bit, πάντα μισού­σα αυτόν τον κατα­ρα­μέ­νο Τζέιμς Μποντ ‑θα ήθε­λα να τον σκο­τώ­σω»
Ο Μάικλ Κέιν είχε πει σχετικά:
«Αν ήσουν φίλος του εκεί­νες τις πρώ­τες μέρες θα του έλε­γες πως ήταν, και είναι, πολύ καλύ­τε­ρος από το να παί­ζει τον Τζέιμς Μποντ, αλλά έγι­νε συνώ­νυ­μος με τον Μποντπερ­πα­τού­σε στο δρό­μο και οι άνθρω­ποι έλε­γαν: “Κοί­τα, ο Τζέιμς Μποντ είναι εδώ” και αυτό ήταν ιδιαί­τε­ρα ενο­χλη­τι­κό για τον ίδιο»

Κατά τη δημιουρ­γία των ται­νιών 007-Bond, ο Connery πρω­τα­γω­νί­στη­σε και σε άλλες ται­νί­ες μετα­ξύ αυτών το Marnie του Alfred Hitchcock (1964) και την πολύ καλή (Sidney Lumet είναι αυτός…) The Hill (Ο «λόφος» ‑1965).
Πολ­λοί δια­μαρ­τύ­ρο­νταν επει­δή πάντα ζητού­σε να δει το σενά­ριο και όταν του είπαν ότι ο Κάρι Γκραντ δεν ζήτη­σε να δει ούτε ένα από τα σενά­ρια του Χίτσκοκ, απά­ντη­σε απλά «Δεν είμαι ο Κάρι Γκραντ»…

Στο «the Hill», ο Connery θέλη­σε να δώσει κάτι στον αντί­πο­δα του Bond και χρη­σι­μο­ποί­η­σε τη δύνα­μη του ως αστέ­ρας πρω­τα­γω­νι­στώ­ντας στην ταινία.
Οικο­νο­μι­κά υπήρ­ξε μια απο­τυ­χία, αν και στο Φεστι­βάλ των Καν­νών, κέρ­δι­σε το βρα­βείο καλύ­τε­ρου σενά­ριου.

Sean Connery –The Hill

Έχο­ντας παί­ξει έξι φορές Bond, η παγκό­σμια δημο­τι­κό­τη­τα του Connery ήταν τέτοια που μοι­ρά­στη­κε τη Χρυ­σή Σφαί­ρα «Golden Globe Henrietta Award» με τον Charles Bronson για το “World Film Favorite — Male” το 1972.
Εμφα­νί­στη­κε μετά στο The Man Who Will Be King (Ο άνθρω­πος που ήθε­λε να γίνει βασι­λιάς του Τζον Χιού­στον ‑1975), στο πλευ­ρό Μάικλ Κέιν, με τους δύο ηθο­ποιούς να το θεω­ρούν ως την αγα­πη­μέ­νη τους ταινία.
Την ίδια χρο­νιά, εμφα­νί­στη­κε στο «The Wind and the Lion και το 1976 έπαι­ξε έναν δια­φο­ρε­τι­κό Ρομπέν των δασών στο «Robin & Marian», όπου πρω­τα­γω­νί­στη­σε με την Audrey Hepburn (Maid Marian).
Ο κρι­τι­κός ται­νιών Roger Ebert (ο οποί­ος είχε επαι­νέ­σει και το The Man Who Will Be King) – μίλη­σε για τη χημεία του με την Hepburn, γρά­φο­ντας: «Ο Connery και η Hepburn φαί­νε­ται ότι έφτα­σαν σε μια σιω­πη­ρή κατα­νό­η­ση μετα­ξύ τους για τους χαρα­κτή­ρες τους… έλαμ­ψαν ‑πραγ­μα­τι­κά φαί­νο­νται ερω­τευ­μέ­νοι»

Στη δεκα­ε­τία του 1970, ο Connery ήταν μέρος των καστ σε ται­νί­ες όπως το «Murder on the Orient Express» (1974) με Vanessa Redgrave και John Gielgud, «A Bridge Too Far» (1977) με  Dirk Bogarde και Laurence Olivier, ενώ το 1981, εμφα­νί­στη­κε στην ται­νία «Time Bandits» ως Αγαμέμνονας.
Το 1982, ο Connery ήταν αφη­γη­τής στον G’olé!, την επί­ση­μη ται­νία του Παγκό­σμιου Κυπέλ­λου FIFA.Golé

Συμ­φώ­νη­σε «να επα­να­προσ­διο­ρί­σει» τον Bond ως πρά­κτο­ρα γήραν­σης 007 στο «Never Say Never Again», που κυκλο­φό­ρη­σε τον Οκτώ­βρη του 1983.
Ο τίτλος, βοη­θού­σης και της συζύ­γου του, ανα­φέ­ρε­ται στην προη­γού­με­νη δήλω­σή του «ποτέ ξανά –never again» για το ρόλο.
Παρό­λο που η ται­νία έπαι­ξε καλά στο box office, είχε πολ­λά προ­βλή­μα­τα παρα­γω­γής, …δια­μά­χες μετα­ξύ σκη­νο­θέ­τη και παρα­γω­γού, οικο­νο­μι­κά, προ­σπά­θειες των εμπι­στευ­μα­το­δό­χων του Fleming να στα­μα­τή­σουν την ται­νία και τον καρ­πό του Connery σπα­σμέ­νο κατά τον χορο­γρα­φι­κό αγώ­να με τον Steven Seagal.
Ακο­λού­θη­σε η επι­τυ­χη­μέ­νη ευρω­παϊ­κή παρα­γω­γή «το όνο­μα του Ρόδου» (The Name of the Rose 1986), με την οποία κέρ­δι­σε το βρα­βείο BAFTA, μαζί βγή­κε στην επι­φά­νεια ‑ανα­ζω­ο­γο­νή­θη­κε το ενδια­φέ­ρον του για εμπο­ρι­κό υλικό.
Την ίδια χρο­νιά, ένας υπο­στη­ρι­κτι­κός ρόλος στο Highlander έδει­ξε την ικα­νό­τη­τά του να παί­ζει παλαιό­τε­ρους μέντο­ρες σε νεό­τε­ρους, ο οποί­ος έγι­νε επα­να­λαμ­βα­νό­με­νος ρόλος σε πολ­λές από τις μετέ­πει­τα ται­νί­ες του.

Το 1987, ο Connery πρω­τα­γω­νί­στη­σε στην πολύ καλή «The Untouchables» του Brian DePalma, όπου έπαι­ξε έναν σκλη­ρό ιρλαν­δο-αμε­ρι­κα­νι­κό αστυ­νο­μι­κό μαζί με τον Eliot Ness και τον Kevin Costner και συμπρω­τα­γω­νι­στές μεγά­λα ονό­μα­τα όπως Charles Martin Smith, Patricia Clarkson, Andy Garcia και Robert De Niro ως Al Capone.
Η ται­νία ήταν μια κρί­σι­μη και επι­τυ­χη­μέ­νη δουλειά.
Πολ­λοί κρι­τι­κοί τον επαί­νε­σαν για την ερμη­νεία του, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του Roger Ebert, που έγρα­ψε «Η καλύ­τε­ρη εμφά­νι­ση στην ται­νία είναι ο Connery … [φέρ­νει] ένα ανθρώ­πι­νο στοι­χείο στον χαρα­κτή­ρα του και όταν είναι στην οθό­νη μπο­ρού­με να πιστέ­ψου­με, εν συντο­μία, ότι η Επο­χή της Απα­γό­ρευ­σης κατοι­κή­θη­κε από ανθρώ­πους, όχι από καρικατούρες»
Για την ερμη­νεία του πήρε το Academy Award Καλύ­τε­ρου Ηθο­ποιού.

Ο Κόνε­ρι πρω­τα­γω­νί­στη­σε επί­σης στον «Ιντιά­να Τζό­ουνς ‑η Τελευ­ταία Σταυ­ρο­φο­ρία» (Last Crusade του Στί­βεν Σπίλ­μπεργκ 1989), παί­ζο­ντας τον Henry Jones, τον πρε­σβύ­τε­ρο (πατέ­ρα του Ιντιά­να) με υπο­ψη­φιό­τη­τες για Βρα­βείο BAFTA και Χρυ­σή Σφαίρα.
Ο Harrison Ford δήλω­σε ότι οι συνει­σφο­ρές του Connery στο στά­διο της συγ­γρα­φής βελ­τί­ω­σαν την ταινία.
«Ήταν εκπλη­κτι­κό για μένα στο πως πήρε το σενά­ριο και ακο­λού­θη­σε τον χαρακτήρα.
Οι προ­τά­σεις του προς τον
George [Lucas] στο στά­διο της συγ­γρα­φής έδω­σαν πραγ­μα­τι­κά στον χαρα­κτή­ρα και στην εικό­να κάτι το πολύ πιο σύν­θε­το και άξιο από ό, τι στο παρελ­θόν το αρχι­κό σενάριο»
Οι επό­με­νες επι­τυ­χί­ες του στο box-office (1990) περιε­λάμ­βα­ναν το «The Hunt for Red October» (μάλ­λον ψυχρο­πο­λε­μι­κό της επο­χής των ανα­τρο­πών στην ΕΣΣΔ –όπως και το «The Russia House»).

Ακο­λού­θη­σε το επι­κό (και ολί­γον αμε­ρι­κα­νιά) «ο Βρά­χος (The Rock 1996) και το «Entrapment» (1999). Το 1996, η φωνή του κάλυ­ψε το Δρά­κο στην ται­νία «Dragonheart».
Εμφα­νί­στη­κε επί­σης σε ένα σύντο­μο καμέο ως Βασι­λιάς Ριχάρ­δος ο Λεο­ντό­καρ­δος στο τέλος του Robin Hood ‑Prince of Thieves (1991).
Το 1998, ο Connery τιμή­θη­κε το «βρα­βείο υπο­τρο­φιών της BAFTA (Academy Fellowship Award BAFTA)
Οι μετα­γε­νέ­στε­ρες ται­νί­ες του Connery περιε­λάμ­βα­ναν πολ­λά box office και πολ­λές απο­γοη­τεύ­σεις όπως τα First Knight (1995), Just Cause (1995), The Avengers (1998) και το The League of Extraificent Gentlemen (2003), ενώ θετι­κά ήταν τα σχό­λια για την ερμη­νεία του στο Finding Forrester (2000).
Πήρε επί­σης ένα Crystal Globe για την «εξαι­ρε­τι­κή καλ­λι­τε­χνι­κή συμ­βο­λή στον παγκό­σμιο κινηματογράφο».

Σε μια δημο­σκό­πη­ση του 2003 που διε­ξή­χθη από το Channel 4, ο Connery κατα­τά­χθη­κε όγδο­ος στη λίστα των 100 «Greatest Movie Stars».

Η απο­τυ­χία του «The League of Extraordinary Gentlemen» ήταν ιδιαί­τε­ρα απο­γοη­τευ­τι­κή για τον Connery, ο οποί­ος αισθάν­θη­κε κατά τη διάρ­κεια των γυρι­σμά­των ότι η παρα­γω­γή «εκτρο­χιά­στη­κε» δηλώ­νο­ντας ότι ο σκη­νο­θέ­της, Stephen Norrington θα πρέ­πει να φορέ­σει ζουρ­λο­μαν­δύα, να «εγκλει­σθεί για παρα­φρο­σύ­νη» προ­σπα­θώ­ντας να σώσει την ται­νία μέσω της δια­δι­κα­σί­ας επι­μέ­λειας, απο­φα­σί­ζο­ντας τελι­κά να απο­συρ­θεί «παρά να περά­σει από τέτοιο άγχος ξανά».

Του προ­σφέρ­θη­κε ως ρόλος του Gandalf στη σει­ρά The Lord of the Rings, αλλά τον απέρ­ρι­ψε, ισχυ­ρι­ζό­με­νος ότι δεν κατά­λα­βε το σενάριο…
Σύμ­φω­να με πλη­ρο­φο­ρί­ες, του προ­σφέρ­θη­καν 30 εκα­τομ­μύ­ρια δολά­ρια μαζί με το 15% των παγκό­σμιων εισπρά­ξε­ων box office για το ρόλο, τον οποίο — αν είχε δεχτεί — θα είχε κερ­δί­σει 450 εκα­τομ­μύ­ρια δολάρια.
Απέρ­ρι­ψε επί­σης την ευκαι­ρία να εμφα­νι­στεί ως αρχι­τέ­κτο­νας στην τρι­λο­γία του Matrix για παρό­μοιους λόγους.
Η απο­γο­ή­τευ­ση του με τους «ηλί­θιους που κάνουν τώρα ται­νί­ες στο Χόλι­γουντ» ήταν και ο λόγος για την τελι­κή του από­φα­ση να αποσυρθεί.
Το 2005, ηχο­γρά­φη­σε φωνη­τι­κά για μια νέα έκδο­ση βιντε­ο­παι­χνι­διών της ται­νί­ας του Bond From Russia with Love

Συνταξιοδότηση

Όταν ο Connery έλα­βε το βρα­βείο Lifetime Achievement Award του Αμε­ρι­κα­νι­κού Κινη­μα­το­γρά­φου (8‑Ιουν-2006), επι­βε­βαί­ω­σε το απο­τρά­βηγ­μα του από την υποκριτική.
Στις 7‑Ιουν-2007, αρνή­θη­κε τις φήμες ότι θα εμφα­νι­ζό­ταν στην τέταρ­τη ται­νία του Ιντιά­να Τζό­ουνς, δηλώ­νο­ντας ότι «η συντα­ξιο­δό­τη­ση είναι πάρα πολύ κατα­ρα­μέ­νη διασκέδαση».
Το 2010, μια χάλ­κι­νη προ­το­μή του τοπο­θε­τή­θη­κε στο Ταλίν, την πρω­τεύ­ου­σα της Εσθο­νί­ας, έξω από το Scottish Club του Ταλίν, (περι­λαμ­βά­νει τους Εσθο­νούς Scotophiles και μια χού­φτα ομο­γε­νών Σκωτσέζων)
Το 2012 κάλυ­ψε με τη φωνή του τον τίτλο στην ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων «Sir Billi the Vet».

Sean Connery Ursula Andress 007 Doctor NO

Les femmes fatales

Κατά τη διάρ­κεια της παρα­γω­γής του South Pacific στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1950, ο Connery μιλού­σε για μια «μελα­χρι­νή ομορ­φιά με τη μορ­φή της μπα­λα­ρί­νας», την Carol Sopel, αλλά προει­δο­ποι­ή­θη­κε από την εβραϊ­κή οικο­γέ­νειά της «να στα­μα­τή­σει οποια­δή­πο­τε κίνη­ση».
Στη συνέ­χεια έβα­λε στο μάτι την Julie Hamilton (Τζού­λι Χάμιλ­τον, κόρη της σκη­νο­θέ­τι­δας ντο­κι­μα­ντέρ και φεμι­νί­στριας Jill Craigie). Δεδο­μέ­νης της εμφά­νι­σης και της γοη­τεί­ας του, η Julie αρχι­κά είχε την εντύ­πω­ση ότι ήταν φοβε­ρός άνθρω­πος και δεν του έδι­νε σημα­σία μέχρι που τον είδε με kilt (ΣΣ |> την παρα­δο­σια­κή φού­στα των Σκο­τσέ­ζων), δηλώ­νο­ντας ότι «είναι το πιο όμορ­φο πράγ­μα» που είχε δει ποτέ στη ζωή της.
Μοι­ρά­στη­κε επί­σης μια αμοι­βαία έλξη με την τρα­γου­δί­στρια τζαζ Maxine Daniels, την οποία γνώ­ρι­σε στο Empire Theatre.
Έκα­νε μια δοκι­μή και μ΄αυτήν, αλλά τον ενη­μέ­ρω­σε ότι ήταν ήδη ευτυ­χι­σμέ­νη παντρε­μέ­νη και με μια κόρη.

Παντρεύ­τη­κε την ηθο­ποιό Diane Cilento (έζη­σαν σαν ζευ­γά­ρι 1962–1973, χώρι­σαν από το 1971), κάνο­ντας και έναν γιο, τον ηθο­ποιό Jason Connery.
Στην αυτο­βιο­γρα­φία της το 2006 ισχυ­ρί­στη­κε ότι την κακο­ποί­η­σε ψυχι­κά και σωμα­τι­κά, ενώ ο Connery απά­ντη­σε απλά λέγο­ντας ότι «περι­στα­σια­κά το χτύ­πη­μα μιας γυναί­κας δεν ήταν «μεγά­λη υπόθεση».
Μετά τη δήλω­ση και το χαμό που ακο­λού­θη­σε ακύ­ρω­σε την εμφά­νι­σή του στο κοι­νο­βού­λιο της Σκω­τί­ας (που ζητού­σε την κεφα­λή του επί πίνα­κι) λέγο­ντας είπε ότι «τον παρε­ξή­γη­σαν» και πως «οποια­δή­πο­τε κακο­ποί­η­ση γυναι­κών ήταν απαράδεκτη»
Ο Connery πρα­κτι­κά χώρι­σε την Cilento στις αρχές της 10ετίας του 1970 όταν άρχι­σε να έχει σχέ­σεις με τις Jill St. John, Lana Wood, Carole Mallory, Magda Konopka (κλπ…)

Το 1975 μέχρι το θάνα­τό του παντρεύ­τη­κε την Μαρο­κι­νο-Γαλ­λί­δα ζωγρά­φο Micheline Roquebrune.
Ο γάμος επέ­ζη­σε της (πιθα­νο­λο­γού­με­νης) σχέ­σης του στα τέλη της 10ετίας του 1980 με την τρα­γου­δί­στρια — τρα­γου­δο­ποιό Lynsey de Paul.

ℹ️  Μανιώ­δης παί­κτης γκολφ, ο Connery υπήρ­ξε ιδιο­κτή­της για είκο­σι χρό­νια (από το 1979) του Domaine de Terre Blanche στη Νότια Γαλ­λία όπου σχε­δί­α­ζε να χτί­σει το «γήπε­δο γκολφ των ονεί­ρων του» σε έκτα­ση 266 στρεμ­μά­των που έγι­νε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από τον γερ­μα­νι­κό δισε­κα­τομ­μυ­ριού­χο Dietmar Hopp το 1999.
Του απο­νε­μή­θη­κε τιμη­τι­κός βαθ­μός Shodan (1st dan) στο Kyate Kokate.

👁️‍🗨️  Χρί­στη­κε ιππό­της από τη Βασί­λισ­σα σε τελε­τή στο Holyrood Palace στο Εδιμ­βούρ­γο στις 5‑Ιουλ-2000.
Είχε προ­τα­θεί για ιππό­της το 1997 και το 1998, αλλά οι υπο­ψη­φιό­τη­τες αυτές προ­σέ­κρου­σαν σε βέτο του Donald Dewar «λόγω των πολι­τι­κών από­ψε­ων του Connery»
Έχει –μετα­ξύ άλλων στην ιδιο­κτη­σία του και μια βίλα στο Κρα­νί­δι, με  γεί­το­να το βασι­λιά Willem-Alexander των Κάτω Χωρών, με τον οποίο μοι­ρά­ζε­ται και μια πλατ­φόρ­μα ελικοπτέρων.
Ήταν υπο­στη­ρι­κτής του σκο­τσέ­ζι­κου ποδο­σφαι­ρι­κού συλ­λό­γου Rangers F.C.

Πολιτικές απόψεις

Υπήρ­ξε δια­χρο­νι­κά μέλος του Εθνι­κού Κόμ­μα­τος της Σκω­τί­ας (Scottish National Party SNP), ένα κεντρο­α­ρι­στε­ρό ‑σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό πολι­τι­κό κόμ­μα που αγω­νί­στη­κε και για την ανε­ξαρ­τη­σία της Σκω­τί­ας από τη Βρε­τα­νία, υπο­στη­ρί­ζο­ντάς το οικο­νο­μι­κά και μέσω προ­σω­πι­κών εμφανίσεων.
Η χρη­μα­το­δό­τη­σή του προς το SNP στα­μά­τη­σε το 2001, όταν το Κοι­νο­βού­λιο ψήφι­σε την ΕΕ-νομο­θε­σία που απα­γό­ρευε τη χρη­μα­το­δό­τη­ση πολι­τι­κών δρα­στη­ριο­τή­των από το εξω­τε­ρι­κό προς το Ηνω­μέ­νο Βασίλειο.

Βραβεύσεις

  • 1965 |> (υπο­ψη­φιό­τη­τα) Golden Globe Awards World Film Favorite (ανδρι­κού ρόλου) — Henrietta Award
  • 1968 |> (υπο­ψη­φιό­τη­τα για το ίδιο)
  • 1971 |> Golden Globe Awards World Film Favorite
  • 1987 |> Academy Awards Καλύ­τε­ρου ηθο­ποιού για τους «Αδιά­φθο­ρους» ‑Untouchables, επί­σης (υπο­ψη­φιό­τη­τα) Best Supporting Actor, για την ίδια ταινία
  • 1987 |> Βρα­βείο της Βρε­τα­νι­κής Ακα­δη­μί­ας (καλύ­τε­ρος ηθο­ποιός) για το «το Όνο­μα του Ρόδου» ‑The Name of the Rose
  • 1989 |> (υπο­ψη­φιό­τη­τα) για τον Ιντιά­να Τζό­ουνς (Indiana Jones and the Last Crusade)
  • 1990 |> (υπο­ψη­φιό­τη­τα) 1ου ανδρι­κού ρόλου για «το κυνή­γι του κόκ­κι­νου Οκτώ­βρη» (The Hunt for Red October)
  • 1995 |> βρα­βείο Cecil B. DeMille
  • 1998 |> βρα­βείο υπο­τρο­φί­ας BAFTA (Fellowship)

Διακρίσεις

  • 1987 |> Commander του Τάγ­μα­τος των Τεχνών και των Γραμ­μά­των –Γαλ­λία
  • 1997 |> Lincoln Center Gala Tribute (Film Society)
  • 1998 |> British Academy Film Fellowship
  • 1999 |> Kennedy Center Honors
  • 2000 |> Knighthood από τη βασί­λισ­σα (Elizabeth II)
  • 2001 |> Palm Springs Film Festival Lifetime Achievement Award
  • 2005 |> European Film Awards Lifetime Achievement Award
  • 2006 |> AFI Life Achievement Award

📽️🎬    Film

  • 1954 ▪▪ Lilacs in the Spring
  • 1957 ▪▪ No Road Back ▪ Spike ▪
    Hell Drivers ▪ Johnny Kates
    Action of the Tiger ▪ Mike
    Time Lock ▪ 2nd Welder
  • 1958 ▪▪ Another Time, Another Place ▪ Mark Trevor
  • 1959 ▪▪ Darby O’Gill and the Little People ▪ Michael McBride
    Tarzan’s Greatest Adventure ▪ O’Bannion
  • 1961 ▪▪ On the Fiddle ▪ Pedlar Pascoe
    The Frightened City ▪ Paddy Damion
    Macbeth ▪ Macbeth
    Anna Karenina
    Count Alexei Vronsky
    Rudolph Cartier παραγωγή
  • 1962 ▪▪ The Longest Day ▪ Flanagan
    Dr. No ▪ James Bond
  • 1963 ▪▪ From Russia with Love — James Bond
  • 1964 ▪▪ Goldfinger — James Bond
    Marnie ▪ Mark Rutland
    Woman of Straw ▪ Anthony Richmond
  • 1965 ▪▪ The Hill ▪ Joe Roberts
    Thunderball ▪ James Bond
  • 1966 ▪▪ Un monde nouveau ▪ Himself Cameo
    A Fine Madness  ▪ Samson Shillitoe
  • 1967 ▪▪ You Only Live Twice ▪ James Bond
    The Bowler and the Bunnet ▪ Himself  (Ντο­κι­μα­ντέρ) & σκηνοθεσία
  • 1968 ▪▪ Shalako ▪ Shalako
  • 1969 ▪▪ The Red Tent ▪ Roald Amundsen
  • 1970 ▪▪ The Molly Maguires ▪ Jack Kehoe
  • 1971 ▪▪ The Anderson Tapes ▪ Duke Anderson
    Diamonds Are Forever ▪ James Bond
  • 1972 ▪▪ España campo de golf  ▪ Himself (τον εαυ­τό του — Μικρού Μήκους)
    The Offence ▪ Detective Sergeant Johnson
  • 1974 ▪▪ Zardoz ▪ Zed
    Murder on the Orient Express ▪ Colonel Arbuthnot
    Ransom ▪ Nils Tahlvik
  • 1975 ▪▪ The Dream Factory ▪ Himself  Ντοκιμαντέρ
    The Wind and the Lion ▪ Mulai Ahmed er Raisuni
    The Man Who Would Be King ▪ Daniel Dravot
  • 1976 ▪▪ Robin and Marian ▪ Robin Hood
    The Next Man ▪ Khalil Abdul-Muhsen
  • 1977 ▪▪ A Bridge Too Far ▪ Gen. Roy Urquhart
  • 1979 ▪▪ The First Great Train Robbery ▪ Edward Pierce
    Meteor ▪ Dr Paul Bradley
    Cuba ▪ Robert Dapes
  • 1981 ▪▪ Outland ▪ Marshal William T. O’Niel
    Time Bandits ▪ King Agamemnon
  • 1982 ▪▪ G’olé! ▪ Narrator — Αφή­γη­ση ▪ Ντοκιμαντέρ
    Five Days One Summer ▪ Douglas Meredith
    Wrong Is Right ▪ Patrick Hale
  • 1983 ▪▪ Sean Connery’s Edinburgh (Himself ▪ Μικρού Μήκους)
    Never Say Never Again ▪ James Bond
    1984 ▪▪ Sword of the Valiant ▪ The Green Knight
  • 1986 ▪▪ Highlander ▪ Juan Sánchez Villa-Lobos Ramírez
    The Name of the Rose ▪ William of Baskerville
  • 1987 ▪▪ The Untouchables ▪ Jim Malone
  • 1988 ▪▪ The Presidio ▪ Col. Alan Caldwell
    Memories of Me (Himself)
  • 1989 ▪▪ Indiana Jones and the Last Crusade ▪ Henry Jones, Sr.
    Family Business ▪ Jessie McMullen
  • 1990 ▪▪ The Hunt for Red October ▪ Captain Marko Ramius
    The Russia House ▪ Barley Blair
  • 1991 ▪▪ Highlander II: The Quickening  ▪ Juan Sánchez Villa-Lobos Ramírez
    Robin Hood: Prince of Thieves ▪ King Richard the Lionheart
  • 1992 ▪▪ Medicine Man ▪ Robert Campbell
  • 1993 ▪▪ Rising Sun ▪ John Connor ▪ Παρα­γω­γός (executive producer)
  • 1994 ▪▪ A Good Man in Africa ▪ Alex Murray
  • 1995 ▪▪ Just Cause ▪ Paul Armstrong – executive producer
    First Knight ▪ King Arthur
  • 1996 ▪▪ Dragonheart ▪ Draco (Φωνή)
    The Rock ▪ John Patrick Mason + executive producer
  • 1998 ▪▪ The Avengers  ▪ Sir August de Wynter
    Playing by Heart ▪ Paul
  • 1999 ▪▪ Entrapment —  Robert MacDougal  + παραγωγός
  • 2000 ▪▪ Finding Forrester William Forrester  + παραγωγός
  • 2003 ▪▪ The League of Extraordinary Gentlemen ▪ Allan Quatermain  +παρα­γω­γός
  • 2012 ▪▪ Sir Billi  ▪ Sir Billi ▪ Φωνή (Voice role) + παραγωγός
    Ever to Excel ▪ Narrator — Ντοκιμαντέρ

Sean Connery June 08Θέατρο

1998    |> Art Producer — Royale Theatre, Broadway

Sean play The Seashell the Kings Theatre Edinburgh 1959

«The Seashell» στο King’s Theatre, Εδιμ­βούρ­γο — Photo Aquarius Film & TV 13-Οκτ-1959

                         ℹ️

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο