Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στέλιος Καζαντζίδης: Τραγούδησε καημούς, πίκρες κι αδικίες

Στέ­λιος Καζαν­τζί­δης, ο ερμη­νευ­τής που βίω­σε και με την απέ­ρα­ντη, βαθιά, εκφρα­στι­κή φωνή του τρα­γού­δη­σε τα βάσα­να και τις χαρές του λαού μας, τον πόνο, την ξενι­τιά, το πάθος, αφή­νο­ντας πίσω του δεκά­δες αγα­πη­μέ­να τραγούδια.

Στις δύο χιλιά­δες δίσκους και στις τεσ­σε­ρά­μι­σι χιλιά­δες τρα­γού­δια υπο­λο­γί­ζε­ται η δισκο­γρα­φι­κή κατά­θε­ση μιας καριέ­ρας μισού αιώ­να, η οποία σφρα­γί­στη­κε από συνερ­γα­σί­ες του με πολ­λούς συν­θέ­τες και από ερμη­νεί­ες, που άφη­σαν επο­χή. Στο ξεχω­ρι­στό ηχό­χρω­μα της φωνής του συμπυ­κνώ­νο­νταν το κοι­νό παρά­πο­νο, η αγω­νία των μερο­κα­μα­τιά­ρη­δων για επι­βί­ω­ση, αλλά και οι αγώ­νες ενα­ντί­ον της αυθαι­ρε­σί­ας και της κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας. Και είναι γεγο­νός ότι πολ­λά μυστι­κά νήμα­τα ένω­ναν τις ερμη­νεί­ες του με χιλιά­δες ψυχές, με απο­τέ­λε­σμα ο Στ. Καζαν­τζί­δης να απο­τε­λέ­σει λαϊ­κό θρύ­λο για το μεγα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι των Ελλή­νων.  Μπο­ρεί τα περισ­σό­τε­ρα από τα τρα­γού­δια που ερμή­νευ­σε να μην είχαν πολι­τι­κές ανη­συ­χί­ες και να μη διέ­πο­νταν από ορα­μα­τι­σμούς. Είχαν όμως άμε­σους προ­βλη­μα­τι­σμούς, μιλού­σαν εύκο­λα στις καρ­διές. Και παρ’ όλο που η πλειο­ψη­φία τους είχαν τη σφρα­γί­δα της πονε­μέ­νης ερμη­νεί­ας του, αυτό που πολ­λοί απο­κα­λούν «στιλ Καζαν­τζί­δη », η δυνα­τή, καθα­ρή, με σπά­νιες απο­χρώ­σεις φωνή του, πρό­σφε­ρε μεγά­λες, ανε­πα­νά­λη­πτες ερμη­νεί­ες όταν κλή­θη­κε να ερμη­νεύ­σει κομ­μά­τια των Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, Χρή­στου Λεο­ντή, Μάνου Χατζι­δά­κι, Μάνου Λοΐ­ζου, Σταύ­ρου Ξαρ­χά­κου, Γιώρ­γου Κατσαρού.

Γεν­νη­μέ­νος τον Αύγου­στο του 1931, στην προ­σφυ­γού­πο­λη Νέα Ιωνία, ο Στέ­λιος Καζαν­τζί­δης στην αρχή της εφη­βεί­ας του μένει ορφα­νός από πατέ­ρα και ξεκι­νά το δύσκο­λο αγώ­να της επι­βί­ω­σης. Ανα­γκά­ζε­ται να κάνει όλες τις δου­λιές του ποδα­ριού προ­κει­μέ­νου να ζήσει τη μητέ­ρα του και το νεο­γέν­νη­το αδελ­φό του. Ανά­με­σα σε άλλα δού­λε­ψε σαν αχθο­φό­ρος και σαν μικρο­πω­λη­τής στις αγο­ρές, ενώ κάτω από αντί­ξο­ες συν­θή­κες στις οικο­δο­μές και σε εργο­στά­σια της Ν. Ιωνί­ας. Η αρχή της μεγά­λης πορεί­ας του στο τρα­γού­δι ξεκί­νη­σε το 1950.

Στο προσκήνιο του τραγουδιού

Ο Στ. Καζαν­τζί­δης πρω­το­τρα­γού­δη­σε επαγ­γελ­μα­τι­κά στις ταβέρ­νες του «Μπό­κα­ρη», στην Κηφι­σιά και στο «Βου­τσά», στην Καλο­γρέ­ζα. Το πρώ­το του δίσκο με το τρα­γού­δι «Για μπά­νιο πάω κι αν θέλεις έλα» του Απ. Καλ­δά­ρα, τον φωνο­γρά­φη­σε το 1952, αλλά η μεγά­λη επι­τυ­χία ήρθε με το δεύ­τε­ρο δίσκο του, με τις «Βαλί­τσες» του Γιάν­νη Παπαϊ­ω­άν­νου. Με τη στή­ρι­ξη του μεγά­λου αυτού λαϊ­κού συν­θέ­τη βαδί­ζει στο δρό­μο της επι­τυ­χί­ας, ενώ εμφα­νί­ζε­ται σε διά­φο­ρα λαϊ­κά κέντρα της επο­χής. Τότε γνω­ρί­ζει και την Καί­τη Γκρέυ, με την οποία ερμή­νευ­σαν το «Από­ψε φίλα με» του Μανώ­λη Χιώ­τη (1956), ενώ από τα τέλη του ίδιου χρό­νου συνερ­γά­ζε­ται με τη Μαρι­νέλ­λα. Μαζί καθιε­ρώ­νουν ένα νέο στιλ στο πάλ­κο και τη δισκο­γρα­φία και στα χρό­νια που ακο­λου­θούν μέχρι το 1965 βρί­σκο­νται στο προ­σκή­νιο του τρα­γου­διού. Οι επι­τυ­χί­ες εκα­το­ντά­δες, οι προ­τά­σεις έρχο­νταν από παντού. Τρα­γου­δά μαζί με τη Μαρι­νέλ­λα σε δίσκους, κέντρα, θέα­τρα, στην Ελλά­δα και το εξω­τε­ρι­κό: από την «Τριά­να» στο «Κάρ­νε­γκι Χολ» της Ν. Υόρ­κης και από τον «Κου­λου­ριώ­τη» στην Οπε­ρα της Φραγ­κφούρ­της. Ερμη­νεύ­ουν τρα­γού­δια όλων των μεγά­λων δημιουρ­γών της επο­χής, των Τσι­τσά­νη, Παπαϊ­ω­άν­νου, Χιώ­τη, Μητσά­κη, Καλ­δά­ρα, Παπα­γιαν­νο­πού­λου, Δερ­βε­νιώ­τη, Βίρ­βου, Κολο­κο­τρώ­νη, Καρα­πα­τά­κη, Μπα­κά­λη κ.ά. Μέσα σ’ αυτό το κλί­μα ο Καζαν­τζί­δης γρά­φει και δικά του τραγούδια.

Οι επι­τυ­χί­ες αμέ­τρη­τες: «Δυο πόρ­τες έχει η ζωή», «Η πρώ­τη αγά­πη», «Η κοι­νω­νία με κατα­κρί­νει», «Μαντου­μπά­λα», «Ζιγκουά­λα», «Από­κλη­ρος της κοι­νω­νί­ας», «Είσαι η ζωή μου», «Φεύ­γω με πίκρα στα ξένα», «Στις φάμπρι­κες της Γερ­μα­νί­ας», «Καρ­διά πλη­γω­μέ­νη» κ.ά. Μέσα σε μία χρο­νιά, το 1959, το δισκά­κι 45 στρο­φών με τη «Μαντου­μπά­λα» στη μια πλευ­ρά και το «Δυο πόρ­τες έχει η ζωή», στην άλλη, πού­λη­σε 96 χιλιά­δες αντί­τυ­πα, σπά­ζο­ντας το ρεκόρ των 45.000 που είχε ως τότε το «Γαρί­φα­λο στ’ αυτί» των Χατζι­δά­κι — Σακελ­λά­ριου. Οι πωλή­σεις, μάλι­στα, παρέ­μει­ναν σε υψη­λό επί­πε­δο για ακό­μα 7 — 8 χρό­νια. Από­λυ­τος κυρί­αρ­χος στο λαϊ­κό τρα­γού­δι μέχρι το ’65, ο Στ. Καζαν­τζί­δης ερμη­νεύ­ει τρα­γού­δια με θέμα κοι­νω­νι­κό, τα περισ­σό­τε­ρα από τα οποία ανα­φέ­ρο­νταν στη μάστι­γα της μετα­νά­στευ­σης. Τρα­γου­δά τους καη­μούς, τις πίκρες, τις αδι­κί­ες του κόσμου και αγγί­ζει τις καρ­διές αυτών με τα «Μου­τζου­ρω­μέ­να χέρια», όσων μοχθούν για το μερο­κά­μα­το, αυτών που «γεύ­ο­νται» «Το ψωμί της ξενι­τιάς», «Στον Κανα­δά, στη Βρα­ζι­λία», ή στου «Βελ­γί­ου τις στο­ές». Τρα­γου­δά για τα παλι­κά­ρια στις «Φάμπρι­κες», για τις φτω­χο­γει­το­νιές, για τον έρω­τα, για το χωρι­σμό, το άδι­κο… Παράλ­λη­λα με τον καη­μό της ξενι­τιάς και τα άλλα κοι­νω­νι­κά του τρα­γού­δια, δε συμ­με­τέ­χει στο «τοπίο» του εξω­τι­σμού — οι ινδι­κές ται­νί­ες εκεί­νη την επο­χή κυριαρ­χού­σαν — και ακο­λου­θώ­ντας το παρά­δειγ­μα του Μανώ­λη Αγγε­λό­που­λου, τρα­γου­δά τις εξω­τι­κές γυναί­κες με τα παρά­ξε­να ονό­μα­τα Μαντου­μπά­λα, Ζιγκουά­λα, Μανώλια.

Σταθ­μοί στην πορεία του Στ. Καζαν­τζί­δη και της Μαρι­νέλ­λας υπήρ­ξαν οι συνερ­γα­σί­ες τους με τους «έντε­χνους» δημιουρ­γούς. Μονα­δι­κές είναι οι ερμη­νεί­ες τους στην «Κατα­χνιά» του Χρή­στου Λεο­ντή (σε στί­χους Κώστα Βίρ­βου). Ανά­λο­γες και στην «Πολι­τεία» του Μ. Θεο­δω­ρά­κη, με τα αθά­να­τα τρα­γού­δια «Βρά­χο βρά­χο», «Καη­μός», «Παρά­πο­νο», «Μετα­νά­στης», «Σαβ­βα­τό­βρα­δο», «Εχω μια αγά­πη», καθώς και στις συν­θέ­σεις του Μ. Χατζι­δά­κι «Αθή­να», «Κυρ — Αντώ­νης», «Κου­ρα­σμέ­νο παλι­κά­ρι», «Το πέλα­γο είναι βαθύ». Το 1962, για τις ανά­γκες της παρά­στα­σης «Ομορ­φη πόλη» του Μ. Θεο­δω­ρά­κη, σε κεί­με­να Μποστ, στο Θέα­τρο «Παρκ» της λεω­φό­ρου Αλε­ξάν­δρας, έσμι­ξαν για πρώ­τη και τελευ­ταία φορά στο ίδιο μικρό­φω­νο οι φωνές του Στ. Καζαν­τζί­δη και του Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση. Το 1974 ηχο­γρά­φη­σε το έργο του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη «Στην Ανα­το­λή», ένας δίσκος σημα­ντι­κός, που όμως θάφτη­κε κυριο­λε­κτι­κά από το μάρ­κε­τινγκ. Ξεχω­ρι­στό επί­σης ήταν το τρα­γού­δι «Δε θα ξανα­γα­πή­σω» των Μάνου Λοΐ­ζου — Λευ­τέ­ρη Παπα­δό­που­λου, που ερμή­νευ­σε απαράμιλλα.

«Με βασάνιζαν οι εταιρίες»

Από τη δεκα­ε­τία του ’60 ακό­μη, ο Στ. Καζαν­τζί­δης συγκρού­στη­κε με το κατε­στη­μέ­νο των δισκο­γρα­φι­κών εται­ριών και τη νύχτα. Ουσια­στι­κή αφορ­μή της απο­χώ­ρη­σής του από το πάλ­κο, υπήρ­ξε η αλλα­γή των συν­θη­κών στα νυχτε­ρι­νά κέντρα, που ήταν άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νη με τον νεο­πλου­τι­σμό. Οπως ανέ­φε­ρε ένα βρά­δυ, Καθα­ρά Δευ­τέ­ρα του 1965, στο «Φαλη­ρι­κόν» παρα­λί­γο να ακρω­τη­ρια­στεί από ένα μπου­κά­λι που εξφεν­δο­νί­στη­κε από κάποια γυναί­κα. Τότε πήρε την από­φα­ση να μεί­νει μακριά από τα κέντρα και κάθε δημό­σια εμφά­νι­ση. «Οσο ζω δε θα ξανα­τρα­γου­δή­σω σε κέντρο» είχε πει και αυτή τη δέσμευ­ση την τήρη­σε για όλα τα μετέ­πει­τα 35 χρό­νια. Από τότε η επα­φή του με τον κόσμο γίνε­ται μόνο μέσα από μικρούς δίσκους 45 στρο­φών που κυκλο­φο­ρούν τακτι­κά, με μεγά­λη επι­τυ­χία. Προ­σπα­θώ­ντας να φύγει από την «Odeon — Parlophone- Megaphone» του Μάτσα (κατο­πι­νή «Μίνως»), στην οποία πήγε αφή­νο­ντας την «Κολού­μπια», δημιούρ­γη­σε τη δική του εται­ρία, την «Standard», που έκλει­σε μετά από μικρό διά­στη­μα λει­τουρ­γί­ας, ενώ ηχο­γρά­φη­σε και λίγα τρα­γού­δια στη μικρή τότε «Philips». Ανα­γκά­ζε­ται να γυρί­σει στη «Μίνως» κι όλες του οι ηχο­γρα­φή­σεις στη δεκα­ε­τία του ’70 γίνο­νται εκεί. Το 1976 κι ενώ έχει γνω­ρί­σει μεγά­λη επι­τυ­χία με το δίσκο «Υπάρ­χω», η φωνή του Καζαν­τζί­δη μπαί­νει σε καρα­ντί­να εντε­κά­μι­σι χρό­νων, με δικα­στι­κές απο­φά­σεις. Ο μεθο­δευ­μέ­νος και εξου­θε­νω­τι­κός για το λαϊ­κό τρα­γου­δι­στή πόλε­μος, που εκπο­ρευό­ταν από τις δισκο­γρα­φι­κές εται­ρί­ες, τον κρα­τά έξω από τα στού­ντιο, στην πιο ώρι­μη περί­ο­δο της καριέ­ρας του. «Χρό­νια ολό­κλη­ρα με βασά­νι­ζαν οι εται­ρί­ες. Μου τσά­κι­σαν την ψυχο­λο­γία», έλε­γε. Το δεσμευ­τι­κό συμ­βό­λαιό του λύθη­κε μόλις το 1987, με νόμο που ειση­γή­θη­κε στη Βου­λή ο Αντώ­νης Τρί­τσης. Από το 1987 μέχρι τελευ­ταία η καλ­λι­τε­χνι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα ήταν συν­δε­δε­μέ­νη με τις ηχο­γρα­φή­σεις δίσκων. Ξεχω­ρι­στή ήταν η ερμη­νεία του με τους Χ. και Π. Κατσι­μί­χα στο τρα­γού­δι του Αντώ­νη Βαρ­δή «Στην Ελλάς του 2000». Την τελευ­ταία πεντα­ε­τία τρα­γού­δη­σε έργα σε ποντια­κή γλώσ­σα, που αγα­πή­θη­καν από τον Ποντια­κό Ελληνισμό.

Ενας χρό­νος συμπλη­ρώ­νε­ται από το θάνα­το του Στ. Καζαν­τζί­δη , όμως ο μεγά­λος λαϊ­κός ερμη­νευ­τής είναι πάντα ανά­με­σά μας, μέσα από τα τρα­γού­δια του. Ας θυμη­θού­με την εξο­μο­λό­γη­σή του στην εισα­γω­γή του δίσκου «Υπάρ­χω». «Ο τίτλος, έλε­γε, είναι συμ­βο­λι­κός κι αφο­ρά εσάς κι εμέ­να. Υπάρ­χω σαν καλ­λι­τέ­χνης και σαν άνθρω­πος απ’ τον και­ρό που εσείς, οι γνω­στοί κι άγνω­στοι φίλοι μου, με αγα­πή­σα­τε και με κάνα­τε δικό σας. Υπάρ­χω εφό­σον εξα­κο­λου­θεί­τε να πιστεύ­ε­τε ότι εκφρά­ζω τους καη­μούς, τα προ­βλή­μα­τά σας, την πίκρα της ξενι­τιάς, το μόχθο του εργά­τη, την εγκα­τά­λει­ψη, τη μοί­ρα του ανθρώ­που της συνοι­κί­ας. Και θα υπάρ­χω όσο υπάρ­χουν ταπει­νοί, αγνοί και τίμιοι άνθρω­ποι του λαού. Για­τί μόνο στην καρ­διά του λαού ζω. Εκεί είναι το σπί­τι μου, εκεί γεν­νή­θη­κα, εκεί θα πάψω κάπο­τε να υπάρχω…».

Πηγή: Ριζο­σπά­στης / Ρου­μπί­νη Σούλη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο