Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Όταν πριν ένα χρόνο, στις 7 Οκτώβρη 2020, έβγαινε η ιστορική απόφαση για την καταδίκη της ναζιστικής-εγκληματικής Χρυσής Αυγής επισημαίναμε, από αυτό εδώ το βήμα, ότι «η πάλη ενάντια στο φασισμό-ναζισμό δεν αρχίζει ούτε τελειώνει στις αίθουσες των αστικών δικαστηρίων» αλλά είναι μια πάλη «που κρίνεται μέσα στην ίδια την κοινωνία, στις γειτονιές, στους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης, σε κάθε σημείο και γωνιά όπου χτυπά η καρδιά της ταξικής πάλης».
Η Σταυρούπολη είναι μια από τις εργατικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης. Της Θεσσαλονίκης που έχει μακρά ιστορία εργατικών-λαϊκών αγώνων, της πόλης του αιματοβαμμένου Μάη του 1936, που έζησε την κτηνωδία του Ναζισμού και είδε τον εβραϊκό πληθυσμό της να οδηγείται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, της Θεσσαλονίκης του Λαμπράκη, του Νικηφορίδη, του Τσαρούχα, του Χαλκίδη, της Θεσσαλονίκης του αντιδικτατορικού αγώνα.
Τα γράφουμε αυτά με αφορμή την πρόσφατη απόπειρα φασιστοειδών που, χρησιμοποιώντας το ΕΠΑΛ Σταυρούπολης ως ορμητήριο και με την ανοχή της αστυνομίας, επιχείρησαν να τρομοκρατήσουν μαθητές, φοιτητές και εκλεγμένους συνδικαλιστές. Η εγκληματική δράση των φασιστικών αποβρασμάτων πρέπει να βρει απέναντί της το σύνολο των εργαζόμενων και της νεολαίας, ολόκληρο τον δημοκρατικό λαό της πόλης.
Αν είναι, λοιπόν, κάτι που μας υπενθυμίζει η φασιστική επίθεση στην Σταυρούπολη είναι ότι η καταδίκη της εγκληματικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής αποτέλεσε την νικηφόρα έκβαση μιας μάχης. Όχι όμως και το τέλος του πολέμου. Διότι, όπως σημείωνε ο Μπρεχτ, η σκύλα που γέννησε το κτήνος ζει και είναι πάλι σε οργασμό.
Το μήνυμα απ’ την Σταυρούπολη είναι σαφές. Ο πόλεμος συνεχίζεται και θα συνεχίζεται αμείωτος όσο υπάρχουν όλες εκείνες οι συνθήκες που γεννούν και εκτρέφουν το φασιστικό-ναζιστικό κτήνος. Στα σπλάχνα του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος επωάζεται το αυγό του φιδιού και «φωλιάζει» ύπουλα σε σχολεία, πλατείες, χώρους δουλειάς, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και γειτονιές.
Το χρέος παραμένει ακέραιο: Να τσακίσουμε τον φασισμό και το σύστημα που τον γεννά.
«Τσε Γκεβάρα, πρεσβευτής της Επανάστασης», του Νίκου Μόττα