Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στην Καισαριανή…

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Η Πρω­το­μα­γιά! Είναι αλή­θεια γιορ­τή; Κάθε χρό­νο μας επέ­βα­λαν έναν γιορ­τα­σμό της Πρω­το­μα­γιάς, μια μάζω­ξη και μια χλα­πα­τα­γή. Γιορ­τού­λες, κλα­ρι­νά­δες, λου­λού­δια και τρα­γού­δια. Να πιά­σου­με για τα καλά τον Μάη.  Έτσι  γιορ­τά­ζα­με την Πρω­το­μα­για, αφού λου­λου­δια­ζό­μα­σταν, φωτο­γρα­φι­ζό­μα­σταν, χαι­ρε­τιό­μα­σταν, αλλη­λο­α­σπα­ζό­μα­σταν και φεϊ­σμπου­κι­ζό­μα­σταν… Και ακο­λού­θως  καθό­μα­σταν  σε καμιά ταβέρ­να, «ο ένας κατσιού­λα στον άλλον», να φάμε τον περί­δρο­μο και να συνε­ορ­τά­σου­με την Πρω­το­μα­γιά. Να πάμε, να φάμε, να κόψου­με και κανέ­να λου­λού­δι, να φτιά­ξου­με το στε­φά­νι (της σταύ­ρω­σής μας, λόγω αδια­φο­ρί­ας-εκού­σια)  και να επα­νέλ­θου­με οίκοι, να ορι­ζο­ντιω­θού­με και να το σκά­σου­με στον ύπνο φου­σκώ­νο­ντας ασκιά. Κι όταν ξυπνού­σα­με αρχί­ζα­με την κρι­τι­κή. «Φταί­με κι εμείς, φταί­τε κι εσείς,/φταί­ει κι ο Χατζη­πε­τρής». Η συνη­θι­σμέ­νη πλέ­ον τακτι­κή. Ο κορω­νο­ϊ­ός άλλα­ξε τα πράγ­μα­τα. Μέσα… 

 Είναι ανά­γκη όμως να το κατα­λά­βου­με για τα καλά. Η πρώ­τη του Μάη είναι η ημέ­ρα των εργα­τών. Είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η καθιε­ρω­μέ­νη γιορ­τή της εξέ­γερ­σης των εργα­τών του Σικά­γου, η οποία απο­τέ­λε­σε μια από τις κορυ­φαί­ες στιγ­μές της πάλης των τάξε­ων στη νεό­τε­ρη εποχή.

Η Εργα­τι­κή Πρω­το­μα­γιά γεν­νή­θη­κε στην Αμε­ρι­κή το 1886, με τη ματω­μέ­νη εξέ­γερ­ση των εργα­τών του Σικά­γου για 8 ώρες  δου­λειά, 8 ώρες ανά­παυ­ση — μόρ­φω­ση, 8 ώρες ύπνο. Δυο χρό­νια μετά εκεί­νη την εξέ­γερ­ση, το Διε­θνές Συνέ­δριο του Λον­δί­νου έκα­νε δεκτή την πρό­τα­ση Βέλ­γου αντι­προ­σώ­που για την πρώ­τη Κυρια­κή του Μάη ως μέρα Παγκό­σμιας Εργα­τι­κής Εκδή­λω­σης για το 8ωρο. Η ορι­στι­κή από­φα­ση για την καθιέ­ρω­ση της Εργα­τι­κής Πρω­το­μα­γιάς ως μέρας αγώ­να και απερ­γί­ας την 1η Μάη, πάρ­θη­κε στις 14 Ιού­λη του 1889 στο 2ο Συνέ­δριο της Δεύ­τε­ρης Διε­θνούς. Στην Ελλά­δα για πρώ­τη φορά η Εργα­τι­κή Πρω­το­μα­γιά γιορ­τά­στη­κε το 1893 από τον Κεντρι­κό Σοσια­λι­στι­κό Σύλ­λο­γο Όμι­λο του Σταύ­ρου Καλ­λέρ­γη. Το 1894 γιορ­τά­στη­κε στο Στά­διο από όλες τις σοσια­λι­στι­κές ομά­δες, όπου εγκρί­θη­κε ψήφι­σμα στο οποίο προ­βάλ­λο­νται τα εξής αιτή­μα­τα: «α. Την Κυρια­κήν να κλεί­νω­νται τα κατα­στή­μα­τα καθ’ όλην την ημέ­ραν και οι εργά­ται να ανα­παύ­ο­νται. β. Οι εργά­ται να εργά­ζο­νται επί 8 ώρας την ημέ­ρα και να απα­γο­ρευ­θεί η εργα­σία εις τους ανη­λί­κους. γ. Να απο­νέ­με­ται σύντα­ξις εις τους εργά­τας παθό­ντας και κατα­στά­ντας ανί­κα­νους προς συντή­ρη­ση εαυ­τών και της οικο­γε­νεί­ας των».

Εγώ θα παρα­βλέ­ψω όλες τις απα­γο­ρεύ­σεις και με ή χωρίς μάσκα θα πάω στην Και­σα­ρια­νή. Χρέ­ος τιμής, κανό­νας ζωής…

«Τώρα πια ο θάνα­τος περι­φε­ρό­ταν στους δρό­μους με κίτρι­νη μάσκα, τον νιώ­θαν οι άνθρω­ποι πίσω από τα βήμα­τά τους και δε γύρι­ζαν να τον κοι­τά­ξουν ο φόβος σήμαι­νε ενο­χή. Είχα­νε φτά­σει οι εχτροί σ’ αυτό το σημείο, να μη μπο­ρούν να στα­θούν παρά μόνο σκο­τώ­νο­ντας. Την πρω­το­μα­γιά 1944 πήραν δια­κό­σους από το στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ριού και τους σκο­τώ­σαν αρά­δα στο σκο­πευ­τή­ριο της Και­σα­ρια­νής . Φορ­τώ­σαν τα πτώ­μα­τα, ζεστά σε καμιό­νια και τα περά­σαν μέσα από το συνοι­κι­σμό, τρέ­χαν ποτά­μι τα αίμα­τα όθε περ­νού­σαν, κι ο κόσμος έκλει­νε τα παρά­θυ­ρα δε βαστού­σε να βλέ­πει. Μερι­κοί σκο­τω­μέ­νοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυ­χή­σει». (Α. Παν­σέ­λη­νος, «Τότε που ζού­σα­με», «Κέδρος»)

Ήταν Δευ­τέ­ρα. Πρω­το­μα­γιά του ’44. Μέρα μου­ντή, πνιγ­μέ­νη στην ομί­χλη. Το προ­σκλη­τή­ριο του θανά­του έγι­νε χαρά­μα­τα στο Χαϊ­δά­ρι. Κι από κει στο Σκο­πευ­τή­ριο. Στην Και­σα­ρια­νή . Μια μέρα πριν, οι εφη­με­ρί­δες δημο­σιεύ­ουν το φιρ­μά­νι των Γερμανών:

 «…Την 27.4.44 κομ­μου­νι­στι­καί συμ­μο­ρί­αι παρά τους Μολά­ους κατό­πιν μιας ενέ­δρας επι­θέ­σε­ως εδο­λο­φό­νη­σαν (!) ανάν­δρως (!) έναν Γερ­μα­νόν στρα­τη­γόν και τρεις συνο­δούς του (…) Ως αντί­ποι­να θα εκτε­λε­στούν: 1) Ο τυφε­κι­σμός 200 κομ­μου­νι­στών την 1.5.1944. 2) Ο τυφε­κι­σμός όλων των ανδρών τους οποί­ους θα συνα­ντή­σουν τα γερ­μα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα επί της οδού Μολά­ων προς Σπάρτην…».

Οι 200 αντι­φα­σί­στες πατριώ­τες έγι­ναν θρύ­λος. Οι κομ­μου­νι­στές δεσμώ­τες, που η κυβέρ­νη­ση του Τσου­δε­ρού και των Μανια­δά­κη­δων κρα­τού­σε στην Ακρο­ναυ­πλία και την Ανά­φη και που με την είσο­δο των χιτλε­ρι­κών στην Ελλά­δα τους παρέ­δω­σε στους ναζί, μετέ­τρε­ψαν με το αίμα τους το Σκο­πευ­τή­ριο σε θυσια­στή­ριο της λευτεριάς.

Στο δρό­μο από το Χαϊ­δά­ρι στην Και­σα­ρια­νή, οι πατριώ­τες απο­τυ­πώ­νουν μερι­κές τελευ­ταί­ες λέξεις στο χαρ­τί και τα στερ­νά σημειώ­μα­τα τα πετούν στο δρό­μο. (Βρί­σκο­νται πλέ­ον στο Μου­σείο της Καισαριανής).

Ανά­με­σά τους ο Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης. Στο δρό­μο προς το εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα, γρά­φει στον πατέ­ρα του: «Πατε­ρού­λη, πάω για εκτέ­λε­ση, να ‘σαι περή­φα­νος για τον μονά­κρι­βο γιο σου».

Ο Νίκος Μαρια­κά­κης έγρα­ψε: «Καλύ­τε­ρα να πεθαί­νει κανείς στον αγώ­να για τη λευ­τε­ριά παρά να ζει σκλάβος».

Ο Σάβ­βας Σαβ­βό­που­λος: «… Καμιά δύνα­μη δε θα μπο­ρέ­σει να τσα­κί­σει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει…».

Ο νεο­λαί­ος, ο Δημή­τρης Σόφης: «Χαί­ρε­τε φίλοι. Εκδί­κη­ση. Μάνα μη λυπά­σαι. Χαί­ρε μάνα».

Ο Μήτσος Ρεμπού­τσι­κας: «…Οταν ο άνθρω­πος δίνει τη ζωή του για ανώ­τε­ρα ιδα­νι­κά, δεν πεθαί­νει ποτέ…».

Εκεί, στην Και­σα­ρια­νή με επι­τάσ­σει το χρέ­ος μου την Πρω­το­μα­γιά. Όσο ζω θα κάνω το καθή­κον μου. Ο κορω­νο­ϊ­ός  ας κάνει τη δική του δουλειά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο