Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στη μνήμη του Βασίλη Τσιτσάνη (1915–1984), που ήρθε και έφυγε από τη ζωή μια μέρα σαν σήμερα, 18 του Γενάρη

Βασίλης Τσιτσάνης — o ζωγράφος της λαϊκής μουσικής

Η απλό­τη­τα, ο αυθορ­μη­τι­σμός, η γνώ­ση, το ταλέ­ντο και κυρί­ως το μου­σι­κό ένστι­κτο χαρα­κτή­ρι­ζαν τον Βασί­λη Τσι­στά­νη ως συν­θέ­τη και ως άνθρω­πο που κρα­τή­θη­κε στην κορυ­φο­γραμ­μή του νεο­ελ­λη­νι­κού μου­σι­κού πολι­τι­σμού, μαζί με το λαϊ­κό μας τρα­γού­δι, αδιά­κο­πα επί 50 χρόνια.
Υπήρ­ξε ένας φωτι­σμέ­νος και μεγα­λο­φυ­ής ηγέ­της στον χώρο του, ανα­μόρ­φω­νε ριζι­κά πολ­λές πλευ­ρές του ρεμπέ­τι­κου και άνοι­ξε και­νούρ­γιους δρό­μους στο κοι­νω­νι­κό (και όχι μόνο) λαϊ­κό τρα­γού­δι. Ως δεξιο­τέ­χνης και μαέ­στρος έδω­σε νέες κατευ­θύν­σεις στη λαϊ­κή ορχή­στρα, δίδα­ξε στους τρα­γου­δι­στές νέους τρό­πους ερμη­νεί­ας και με μια χιλιά­δα τρα­γού­δια του, έχτι­σε τις βάσεις του οπλο­στα­σί­ου του μου­σι­κού πολιτισμού.

Κορυ­φαία στιγ­μή και ορό­ση­μο για τον ίδιο τον Τσι­τσά­νη, για τον κόσμο του αυθε­ντι­κού λαϊ­κού τρα­γου­διού για όλη την Ελλά­δα, η δημιουρ­γία και κυκλο­φο­ρία της «Συν­νε­φια­σμέ­νης Κυρια­κής» (1948), που απο­τε­λεί μια σύν­θε­ση, ένα τρα­γού­δι- μνη­μείο, μου­σι­κο­ποι­η­τι­κή παρα­κα­τα­θή­κη για τις επό­με­νες γενιές.

Γεννήθηκε ανήμερα του Αγίου Αθανασίου (18-Ιαν-1915), στα Τρίκαλα Θεσσαλίας ‑το 4ο από τα έξι παιδιά των Ηπειρωτών Κώστα (από το Μέτσοβο τσαρουχάς το επάγγελμα) και Βικτωρίας (από τα Ζαγόρια)

Τα πρώ­τα μου­σι­κά ακού­σμα­τα ήταν από μια ιτα­λι­κή μάντο­λα που είχε ο πατέ­ρας του, ο οποί­ος όταν τελεί­ω­νε τη δου­λειά του, έπαι­ζε και τρα­γου­δού­σε κλέ­φτι­κα τρα­γού­δια. Έτσι μπο­λιά­στη­κε μου­σι­κά ο μικρός Βασί­λης, που όταν τελεί­ω­σε το δημο­τι­κό, άρχι­σε να παί­ζει με το μαντο­λί­νο του πατέ­ρα του. Σε κάποιες σχο­λι­κές γιορ­τές στα Τρί­κα­λα έπαι­ξε επί­ση­μα κάποια κομ­μά­τια με το βιο­λί, ενώ διηύ­θυ­νε και σχο­λι­κές συναυ­λί­ες. Το 1927 πεθαί­νει ο πατέ­ρας του και ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης μπαί­νει για τα καλά στη βιο­πά­λη της ζωής αλλά, παράλ­λη­λα, αρχί­ζει αθό­ρυ­βα, μα πολύ δημιουρ­γι­κά η πορεία του στη μου­σι­κή σκη­νή. Τα πρώ­τα του μαθή­μα­τα πήρε από έναν Ιτα­λό μαέ­στρο, τον Γκιό­σα, που εκεί­νη την περί­ο­δο πήγαι­νε τα καλο­καί­ρια στα Τρί­κα­λα, με το «Τρίο Μπα­ρό­νι» από τη Ρώμη. Ο Τσι­τσά­νης, 12 ετών, έπαι­ζε μαζί τους βιο­λί, στα δια­λείμ­μα­τα του κινη­μα­το­γρά­φου «Πανελ­λή­νιον» στις προ­βο­λές των βου­βών ταινιών.

Με το πέρα­σμα του χρό­νου, ο Τσι­τσά­νης εξοι­κειω­νό­ταν όλο και περισ­σό­τε­ρο με τη μάντο­λα του πατέ­ρα του, που της είχε μακρύ­νει το μανί­κι (ή το χέρι) και την είχε μετα­τρέ­ψει σε μπου­ζού­κι. Σε ηλι­κία 14 χρό­νων αυτο­σχε­δί­α­ζε και άρχι­σε να συν­θέ­τει τα πρώ­τα του τραγούδια.

Μέσα από προ­σω­πι­κές και πολύ­ω­ρες αφη­γή­σεις του Βασί­λη Τσι­τσά­νη (προς τον γρά­φο­ντα, το καλο­καί­ρι, του 1964 και τον χει­μώ­να του 1981), φαί­νε­ται καθα­ρά ότι η μεγά­λη πορεία του μεγα­λο­φυούς συν­θέ­τη δρο­μο­λο­γεί­ται από τα Τρί­κα­λα και είναι δεμέ­νη με τα γεγο­νό­τα της παι­δι­κής του ηλι­κί­ας. Τα πρώ­τα του τρα­γού­δια συν­δέ­ο­νται με τους πρώ­τους έρω­τές του. Η παρ­θε­νι­κή του εμφά­νι­ση ως μπου­ζου­κτσής τον ενθάρ­ρυ­νε και τον τόνω­σε, ενώ του έκο­ψε τα φτε­ρά ο θάνα­τος του πατέ­ρα του. Οι περι­πέ­τειες που είχε στο Γυμνά­σιο με τους καθη­γη­τές του, τον προ­βλη­μά­τι­σαν και τον έκα­ναν πιο δυνα­τό σαν χαρα­κτή­ρα, αλλά και πιο προ­σε­κτι­κό στη συμπε­ρι­φο­ρά του. Είναι πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κό το επει­σό­διο μ’ έναν καθη­γη­τή του, όταν ο Τσι­τσά­νης, μαθη­τής ακό­μα, είχε γρά­ψει το τρα­γού­δι «Μεσ’ την Παρα­γουάη, σε φίνο ακρο­γιά­λι». Το έπαι­ξε και το τρα­γού­δη­σε με τ’ άλλα παι­διά της τάξης του σε μία εκδρο­μή. Ο καθη­γη­τής πει­ρά­χτη­κε πολύ, κάλε­σε τον Βασί­λη στο γρα­φείο του και του είπε: «Ώστε έτσι, κύριε Τσι­τσά­νη! Η Παρα­γουάη έχει φίνο ακρο­γιά­λι; Έλα, λοι­πόν, τον Σεπτέμ­βριο να μας το δεί­ξεις πού είναι».
Τον άφη­σε μετε­ξε­τα­στέο στη Γεω­γρα­φία. Και ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης, ένα καλο­καί­ρι ολό­κλη­ρο το πέρα­σε κάτω από τη μου­ριά του σπι­τιού του, με το μπου­ζού­κι και το βιβλίο της Γεωγραφίας.

Στη δια­δρο­μή του από το Δημο­τι­κό σχο­λείο στο Γυμνά­σιο ο μικρός τότε Βασί­λης Τσι­τσά­νης, εκτός από το πάθος του για τη λαϊ­κή μου­σι­κή, είχε αφο­σιω­θεί στον κλα­σι­κό αθλη­τι­σμό και το ποδό­σφαι­ρο. Αγω­νί­σθη­κε και σημεί­ω­σε θαυ­μά­σιες επι­δό­σεις (μαθη­τι­κά ρεκόρ) με τα χρώ­μα­τα του Γ.Σ. Τρι­κά­λων. Στις 26 Μαΐ­ου 1929, ήρθε πρώ­τος στο άλμα τρι­πλούν με 11.41 μ. και κατέ­κτη­σε το «Χρυ­σό Καλα­μά­ρι», έπα­θλο που είχε αθλο­θε­τή­σει εκεί­νη την επο­χή ο Δήμος Τρικάλων.

Με πικρές ανα­μνή­σεις από τα Τρί­κα­λα ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης στα τέλη του 1935 με αρχές ’36 κατε­βαί­νει στην Αθή­να, με στό­χο να σπου­δά­σει νομι­κά. Τ’ όνει­ρό του όμως να γίνει δικη­γό­ρος δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, για­τί οι συν­θή­κες τότε ήταν άνι­σες και η ζωή στην πρω­τεύ­ου­σα πολύ δύσκο­λη και μάλι­στα για έναν νέο από επαρχία.
Για να καλύ­ψει τα βιο­πο­ρι­στι­κά του έξο­δα (ενοί­κιο — φαγη­τό), άρχι­σε να εργά­ζε­ται με το μπου­ζού­κι του στο κέντρο «Μπι­ζέ­λια» της οδού Λένορ­μαν στον Κολω­νό και αργό­τε­ρα σ’ ένα μπαρ, «Το Κου­κλά­κι», στη γωνία των οδών 3ης Σεπτεμ­βρί­ου και Σολωμού.

Τότε γνω­ρί­σθη­κε με τον τρα­γου­δι­στή Μήτσο Περ­δι­κό­που­λο που τρα­γου­δού­σε σμυρ­ναί­ι­κα και δημο­τι­κά. Αυτή η γνω­ρι­μία τον οδή­γη­σε στο στού­ντιο και στις πρώ­τες του φωνο­γρα­φή­σεις δίσκων 78 στρο­φών. Ήταν αρχές του 1937, και ο Τσι­τσά­νης παί­ζει μπου­ζού­κι και συνο­δεύ­ει τον Περ­δι­κό­που­λο, στο γνω­στό δημοτικό
τρα­γού­δι «Σιγά καλέ την άμα­ξα». Ενώ στην πίσω πλευ­ρά του δίσκου υπάρ­χει το πρώ­το του τρα­γού­δι. Ένα ζεϊ­μπέ­κι­κο με τίτλο «Σ’ έναν τεκέ μπου­κά­ρα­νε». Σε λίγες ημέ­ρες ακο­λου­θεί στην ίδια εται­ρεία, την «ΟΝΤΕΟΝ», με μαέ­στρο τον Σπύ­ρο Περι­στέ­ρη, το δεύ­τε­ρο τρα­γού­δι του Τσι­τσά­νη «Να για­τί γυρ­νώ μεσ’ την Αθή­να» με ερμη­νευ­τές τον Μάρ­κο Βαμ­βα­κά­ρη και τη Σοφία Καρί­βα­λη, σημα­ντι­κή τραγουδίστρια
σμυρ­ναί­ι­κων τρα­γου­διών (αδελ­φή της Ρίτας Αμπα­τζή). Παράλ­λη­λα ο Τσιτσάνης
εργά­ζε­ται και σε μία ταβέρ­να κοντά στον σταθ­μό Λαρί­σης, στον «Πλά­τα­νο», όπου
πήγαι­ναν πολ­λοί φοι­τη­τές για να τον ακού­σουν που έπαι­ζε μπου­ζού­κι και
τρα­γου­δού­σε. Παρά το γεγο­νός ότι έκα­νε μεγά­λη επι­τυ­χία με τα πρώ­τα του
τρα­γού­δια, χρειά­σθη­κε να περά­σει ένας χρό­νος για να ξανα­μπεί στο στού­ντιο. Τα
πράγ­μα­τα ήταν πολύ δύσκολα.

Vasilis Tsitsanis Πλωρίτης Βουγιουκλάκη στη «Λουζιτάνια»

Με τον Μάριο Πλω­ρί­τη, την Αλί­κη Βου­γιου­κλά­κη και Γάλ­λους καλ­λι­τέ­χνες στη «Λου­ζι­τά­νια» της Λεω­φό­ρου Συγ­γρού, το 1958. Δεξιά του η 18χρονη — τότε ¬ Δού­κισ­σα, στο βάθος ο ντρά­μερ Μίμης Μάνε­σης. Δεξιά ο Τσι­τσά­νης με συντρο­φιά φίλων του έξω από το ουζε­ρί του στην οδό Παύ­λου Μελά 22, στη Θεσσαλονίκη

Η τριε­τία 1937–1940, που συνέ­πε­σε με τη στρα­τιω­τι­κή θητεία του Τσι­τσά­νη στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και την παρα­μο­νή του για αρκε­τό διά­στη­μα εκεί, όπου και παντρεύ­τη­κε με τη Ζωή Σαμα­ρά (απέ­κτη­σαν δύο παι­διά, τη Βικτω­ρία και τον Κώστα), ήταν καθο­ρι­στι­κή για την πορεία του, αλλά και γενι­κό­τε­ρα για το ανό­θευ­το λαϊ­κό μας τρα­γού­δι. Τότε (από 20–23 χρό­νων) δηλα­δή την προ­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο, έγρα­ψε 153 τρα­γού­δια και έκα­νε ένα μπα­ράζ μεγά­λων επιτυχιών.
«Αρχό­ντισ­σα» «Μαριώ», «Σε φίνο ακρο­γιά­λι», «Δύο χρό­νια σ’ αγα­πώ», «Τσιγ­γά­να­μου γλυ­κειά», «Καμα­ριέ­ρα», «Ζωί­τσα μου μικρή», «Καλα­μπα­κιώ­τισ­σα», «Τάγ­μα τηλε­γρα­φη­τών», «Μαντή­λι χρυ­σο­κέ­ντη­το» και δεκά­δες άλλα τρα­γού­δια, από τα οποία ο Τσι­τσά­νης πολ­λά είχε αρχί­σει να γρά­φει από τα Τρί­κα­λα ή και από την Αθή­να, αλλά τα «χτέ­νι­σε» και τα ολο­κλή­ρω­σε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, δίνο­ντάς τους την τελι­κή τους φόρ­μα. Τα προ­πο­λε­μι­κά τρα­γού­δια τα φωνο­γρά­φη­σε ­ εκτός από τρία πρώ­τα του  στις εται­ρεί­ες «Κολού­μπια» και «Χις-Μάστερς Βόις», όπου μαέ­στρος ήταν ο γνω­στός ­ εκεί­νη την επο­χή ­ συν­θέ­της Πάνος Τού­ντας, ο οποί­ος ενθάρ­ρυ­νε τον Τσι­τσά­νη να γρά­φει συνε­χώς, αφού όπως έλε­γε όλα τα τρα­γού­δια του νεα­ρού συν­θέ­τη είναι αρι­στουρ­γή­μα­τα λαϊ­κής τέχνης. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά έχουν μεί­νει εκείνα
τα λόγια του Τού­ντα, ο οποί­ος παρου­σία και άλλων μου­σι­κών και τεχνι­κών στα στού­ντιο της «Κολού­μπια» το 1939, όταν του έπαι­ξε ο Τσι­τσά­νης ένα οργα­νι­κό κομ­μά­τι το «Ατε­λεί­ω­το», ο μαέ­στρος συγκι­νη­μέ­νος του είπε: «Αυτό παι­δί μου, Τσι­τσά­νη, είναι συμ­φω­νι­κό έργο, είναι κον­σέρ­το, είναι θαύ­μα, αριστούργημα…».
Τα περισ­σό­τε­ρα από τα 152 τρα­γού­δια του, αυτές τις περί­φη­μες λαϊ­κές καντά­δες, μετα­ξύ 1937–1940, ερμή­νευ­σε ο Στρά­τος Παγιουμ­τζής μαζί με τον συν­θέ­τη δεύ­τε­ρη φωνή καθώς και οι Μάρ­κος Βαμ­βα­κά­ρης, Από­στο­λος Χατζη­χρή­στος, Ιωάν­να Γεωρ­γα­κο­πού­λου, Νταί­ζη Σταυ­ρο­πού­λου, ενώ έκπλη­ξη είχε χαρα­κτη­ρι­σθεί το 1937, όταν μια Ισπα­νί­δα σοπρά­νο, η Ελβί­ρα Ιντάλ­γκο-Κάκ­κη (η οποία για ένα μικρό διά­στη­μα υπήρ­ξε καθη­γή­τρια της Μαρί­ας Κάλ­λας) τρα­γού­δη­σε τη σύν­θε­ση του Τσι­τσά­νη «Μαντή­λι χρυ­σο­κέ­ντη­το». Η προ­πο­λε­μι­κή τριε­τία, αλλά και με την Κατο­χή που έζη­σε και δημιούρ­γη­σε στη
Θεσ­σα­λο­νί­κη ο Τσι­τσά­νης, ήταν ορια­κή όχι μόνο για το ανό­θευ­το λαϊ­κό τρα­γού­δι που βρή­κε τον κύριο εκφρα­στή του για μισόν αιώ­να, αλλά και για τον ίδιο ο οποί­ος έπει­τα από αρρα­βώ­να 19 μηνών παντρεύ­τη­κε τον Ιού­λιο του 1942 τη Ζωή Σαμα­ρά, από τα Γρε­βε­νά. Κου­μπά­ρος, ο διοι­κη­τής Χωρο­φυ­λα­κής Θεσ­σα­λο­νί­κης Νικό­λα­ος Μονο­χου­ντής, προ­σω­πι­κός φίλος του Τσι­τσά­νη, θαυ­μα­στής του έργου του και γενι­κώς του ρεμπέ­τι­κου τρα­γου­διού: Μετά τον γάμο του ο Τσι­τσά­νης άνοι­ξε, με τον κου­νιά­δο του ένα ουζε­ρί στο κέντρο της πόλης (Παύ­λου Μελά 22), ενώ έμε­νε σε απέ­να­ντι δια­μέ­ρι­σμα. Το ουζε­ρί λει­τουρ­γού­σε τους χει­με­ρι­νούς μήνες.
Τα καλο­καί­ρια ο Τσι­τσά­νης έπαι­ζε σε άλλες ταβέρ­νες, ενώ έκα­νε περιο­δεί­ες και στις γύρω περιο­χές, όπως στη Χαλ­κι­δι­κή. Το 1943, πήγε και έπαι­ξε στην οικο­γε­νεια­κή ταβέρ­να «Καύ­τσου­ρα του Δαλα­μά­γκα», όπου έγρα­ψε το περί­φη­μο «Μπα­ξέ Τσι­φλί­κι» κι ύστε­ρα την «Αθη­ναί­ισ­σα», τις «Αρα­πί­νες» τα «Πέριξ», το «Μπλό­κο» και τη «Λιτα­νεία», «Στα Τρί­κα­λα στα δύο στε­νά», «Στου Αλευ­ρά τη μάντρα»

Ο ποι­η­τής Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λος στο βιβλίο του «Ο Τσι­τσά­νης και τα πρώ­τα τρα­γού­δια του» επι­ση­μαί­νει ότι: «Παρα­μέ­νει ανε­ξή­γη­το ένα θέμα σχε­τι­κό με τη ζωή του Τσι­τσά­νη στην κατο­χι­κή Θεσ­σα­λο­νί­κη. Πώς παρά τις στε­νές σχέ­σεις του με τον Μονο­χου­ντή έγρα­ψε το 1944, τους δύο ΕΑΜι­κούς ύμνους που τρα­γου­δή­θη­καν από τους αρι­στε­ρούς, αλλά ποτέ δεν βγή­καν σε δίσκο. Μάλι­στα, σύμ­φω­να με τον
στι­χουρ­γό Κώστα Βίρ­βο, τους έπαι­ζε ο ίδιος ο Τσι­τσά­νης, κρυ­φά στο ουζε­ρί του, μέχρι το 1946, που το εγκα­τέ­λει­ψε και γύρι­σε στην Αθή­να, όταν ξανά­νοι­ξαν οι δισκο­γρα­φι­κές εταιρείες».

Το ένα από τα δύο τρα­γού­δια για την αντί­στα­ση έχει τίτλο:
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ

Χρό­νια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλά­δος τα γερά παιδιά
­το ντου­φέ­κι πάντα συντροφιά
πολε­μούν για την ελευθεριά
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς…

Vasilis Tsitsanis Θεοδωράκης Μπιθικώτσης Νίνου

Με τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και τον Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση σε μία σπά­νια φωτο­γρα­φία του 1966. Βασί­λης Τσι­τσά­νης, Μαρί­κα Νίνου, Γιώρ­γος Μανι­σα­λής στου «Τζί­μη του Χον­δρού» (Αχαρ­νών 77), το 1951

Από το 1946 αρχί­ζει πλέ­ον η δεύ­τε­ρη μεγά­λη δημιουρ­γι­κή περί­ο­δος για τον Βασί­λη Τσι­τσά­νη, που κρα­τά 37 χρό­νια αδιά­κο­πα, δηλα­δή μέχρι την αρρώ­στια και τον θάνα­τό του. Τα χρό­νια αυτά, κυρί­ως τα πρώ­τα 15 είναι τόσο μεστά από δημιουρ­γι­κές αλλα­γές, που αλλά­ζουν τον ρουν όχι μόνο του ελλη­νι­κού τραγουδιού,
αλλά και το ύφος της δια­σκέ­δα­σης. Ο Τσι­τσά­νης συνε­χί­ζει τον καλ­πα­σμό του και γρά­φει τρα­γού­δια που γίνο­νται μεγά­λες επι­τυ­χί­ες με νέα πλέ­ον ονό­μα­τα (Τάκης Μπί­νης, Τσα­ου­σά­κης, Μπέλ­λου, Ντά­λια, Χασκίλ, Νίνου, Χρυ­σά­φη), αλλά και με τους παλιό­τε­ρους συνερ­γά­τες του (Στρά­το Παγιουμ­τζή, Ιωάν­να Γεωρ­γα­κο­πού­λου), με κορυ­φαία στιγ­μή τη «Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυριακή».
Ένα μεγά­λο τρα­γού­δι για το οποίο
έχουν ειπω­θεί και γρα­φτεί πολ­λές και δια­φο­ρε­τι­κές από­ψεις. Έχουν γίνει διά­φο­ρα σχό­λια, που ωστό­σο απέ­χουν από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η αλή­θεια είναι βέβαια ότι ο συν­θέ­της συνερ­γά­σθη­κε σε κάποιο από τα κου­πλέ με τον εκ Λαρί­σης στι­χουρ­γό Αλέ­κο Γκού­βε­ρη, πράγ­μα που επι­βε­βαιώ­νε­ται και σήμε­ρα από την ΑΕΠΙ (Εται­ρία Πνευ­μα­τι­κής Ιδιο­κτη­σί­ας) από την οποία εκτός των κλη­ρο­νό­μων του Βασί­λη­Τσι­τσά­νη, παίρ­νουν κάποιο ανα­λο­γούν ποσο­στό, κλη­ρο­νό­μοι του Γκούβερη.

Σε μια κου­βέ­ντα που είχα­με με τον Βασί­λη Τσι­τσά­νη, στο καμα­ρί­νι του στο «Χάρα­μα» της Και­σα­ρια­νής, την παρα­μο­νή των Φώτων του 1983, μιλώ­ντας για τη «Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυρια­κή» μου είπε: «Όταν προ­βά­ρι­σα αυτό το τρα­γού­δι στη Θεσ­σα­λο­νί­κη το φθι­νό­πω­ρο του 1948, και το άκου­σε ο κου­μπά­ρος μου ο Νίκος
Μου­σχου­ντής, μου είπε: Βασί­λη, αυτό το τρα­γού­δι θα το τρα­γου­δή­σουν ακό­μα και παπά­δες και δεσπο­τά­δες. Θα μεί­νει αιώ­νιο. Η μου­σι­κή που έκα­να για τη “Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυρια­κή” ξεκι­νά­ει μέσα από τον δικό μου κόσμο. Ό,τι αισθά­νο­μαι το συν­θέ­τω, το παί­ζω και το τρα­γου­δώ. Και τα λόγια του τρα­γου­διού δικά μου είναι. Μην ακούς τι λένε οι διάφοροι».

Φαί­νε­ται πως ο Τσι­τσά­νης με όσα μου είπε είχε δίκιο. Ήταν ειλι­κρι­νής. Για­τί σχε­δόν τα ίδια λόγια είχε δηλώ­σει το 1973, στον Γιώρ­γο Κ. Πηλι­χό, σε συνέ­ντευ­ξή του στα «ΝΕΑ», που περι­λαμ­βά­νο­νται στο βιβλίο του «Δέκα σύγ­χρο­νοι Έλληνες».

Εκτός όμως από τη «Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυρια­κή», που απο­τε­λεί ορό­ση­μο για το κοι­νω­νι­κο­λαϊ­κό τρα­γού­δι, ο Τσι­τσά­νης μετα­ξύ 1946–1955 έγρα­ψε εκα­το­ντά­δες ακό­μη τρα­γού­δια με κοι­νω­νι­κό και ερω­τι­κό περιε­χό­με­νο. Δεν έφε­ρε μόνο αλλα­γές στο στού­ντιο, αλλά και στο πάλ­κο. Εμπλού­τι­σε τη λαϊ­κή ορχή­στρα με περισσότερα
έγχορ­δα και πνευ­στά. Καθιέ­ρω­σε σε μόνι­μη βάση το πιά­νο, με σολίστ τη συνερ­γά­τι­δά του Βαγ­γε­λιώ Μαρ­γα­ρώ­νη, είχε για ακορ­ντε­ο­νί­στα τον Γιώρ­γο Κου­λα­ζή­ζη, ανέ­δει­ξε νέους και σπου­δαί­ους μπου­ζου­κτσή­δες: τους Γιώρ­γο Μανι­σα­λή, Νίκο Τουρ­κά­κη, Ανέ­στη Αθα­να­σί­ου, Δημή­τρη και Σπύ­ρο Ευστα­θί­ου, Στέ­λιο Μακρυ­δά­κη, Γιάν­νη Στα­μα­τά­κη, Σπό­ρο, Παπα­δό­που­λο, Καρ­νέ­ζη, Καραμπέση.

Ο Τσι­τσά­νης έσπα­σε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέ­τες και οι παλιοί λαϊ­κοί να μη δέχο­νται στο πάλ­κο γυναί­κα τρα­γου­δί­στρια. Αυτός έβα­λε πλάι του, την Γεωρ­γα­κο­πού­λου, τη Χασκίλ, την Μπέλ­λου και μετά τη Μαρί­κα Νίνου, με την οποία έκα­νε το πιο δυνα­μι­κό ντου­έ­το της επο­χής (1949–1954).
Εμφα­νί­σθη­καν για μεγά­λα δια­στή­μα­τα στου «Μαρί­νου», «Τζί­μη του Χοντρού», «Τριά­να», «Λου­ζι­τά­νια», «Ροσι­νιόλ». Αργό­τε­ρα έδω­σε εντυ­πω­σια­κό «παρών» στη δισκο­γρα­φία των 45 στρο­φών με τα μεγά­λα ονό­μα­τα όπως: Καζαν­τζί­δης, Μπι­θι­κώ­τσης, Γαβα­λάς, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Αγγε­λό­που­λος, Σεβάς Χανούμ, Δού­κισ­σα, Σακελ­λα­ρί­ου, Ντάλ­μα. Η μετα­πο­λε­μι­κή δισκο­γρα­φία του Τσι­τσά­νη, σφρα­γί­ζε­ται από εκα­το­ντά­δες επι­τυ­χί­ες, που έχουν ερμη­νεύ­σει 103 τρα­γου­δι­στές. «Αντι­λα­λού­νε τα βου­νά», «Καβου­ρά­κι», «Το σκα­λο­πά­τι σου», «Αχά­ρι­στη», «Οι φάμπρι­κες», «Ο τραυ­μα­τί­ας», «Χωρί­σα­με ένα δει­λι­νό», «Καΐ­κι μου Άη Νικό­λα», «Ο τσο­λιάς», «Τρε­λός Τσιγ­γά­νος», «Κάτσε ν’ ακού­σεις μία πενιά», «Κάποια μάνα ανα­στε­νά­ζει», «Όμορ­φη
Θεσ­σα­λο­νί­κη», «Εγώ πλη­ρώ­νω τα μάτια π’ αγα­πώ», «Ζαΐ­ρα», «Για­τί με ξύπνη­σες πρωί», «Της Γερα­κί­νας γιος», «Το βαπό­ρι απ’ την Περ­σία». Το 1979 στο «Χάρα­μα» όπου εμφα­νι­ζό­ταν ως τις τελευ­ταί­ες ημέ­ρες της ζωής του, ηχο­γρά­φη­σε στις 33 στρο­φές έναν δίσκο για την UNESCO σε ζωντα­νή εκτέ­λε­ση με πέντε όργα­να και με σιγό­ντο της Ελέ­νης Γεράνη.

Για τον Βασί­λη Τσι­τσά­νη και το έργο του, πολ­λά έχουν γρα­φεί. Του έχουν δοθεί χαρα­κτη­ρι­σμοί, όπως ο «Θεό­φι­λος της λαϊ­κής μου­σι­κής», ο «Μεγά­λος κλώ­νος του λαϊ­κού μας τρα­γου­διού», «Μεγα­λο­φυ­ής συν­θέ­της». Όλα αυτά απο­δί­δουν ασφα­λώς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που κάποιοι μικρό­ψυ­χοι προ­σπά­θη­σαν να αμφι­σβη­τή­σουν, για κάποια τρα­γού­δια του. Η αλή­θεια που βγαί­νει μέσα από πολ­λά στοι­χεία συνερ­γα­τών, φίλων και συνα­δέλ­φων του είναι ότι ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης, όχι μόνον δεν οικειο­ποι­ή­θη­κε εμπνεύ­σεις κανε­νός, αλλά αντί­θε­τα χάρι­σε τρα­γού­δια του, εμπνεύ­σεις του, σε τρα­γου­δι­στές του, όπως στον Στρά­το Παγιουμ­τζή, τον Πρό­δρο­μο Τσα­ου­σά­κη και άλλους. Ήταν πάγια αυτή η τακτι­κή του.
Ο θάνα­τος του Τσι­τσά­νη ανή­με­ρα των γενε­θλί­ων του, την 18η Ιανουα­ρί­ου 1984, στο Λον­δί­νο, άφη­σε ένα τερά­στιο κενό στον χώρο της λαϊ­κής μου­σι­κής, αλλά και ένα έργο μεγα­λό­πνοο, υπο­θή­κη για τις επό­με­νες γενιές. Ήταν ένας σεμνός άνθρω­πος που κεντού­σε με το μπου­ζού­κι τις εμπνεύ­σεις του, που έβγαι­ναν από τα βάθη της ψυχής του. Κατέ­γρα­ψε με τον πιο μελω­δι­κό τρό­πο, με τα πιο όμορ­φα λόγια και ρυθ­μούς τις καλές και τις άσχη­μες στιγ­μές της ζωής μας. Ανέ­στη­σε με το τρα­γού­δι του το λαϊ­κό αίσθη­μα. Ήταν ο αλη­θι­νός ζωγρά­φος της λαϊ­κής μου­σι­κής. Όσο θα υπάρ­χει Ελλά­δα θα υπάρ­χει και το έργο του Τσιτσάνη.

|> Πάνος Γερα­μά­νης, 28-Δεκ-1999 «Βασί­λης Τσι­τσά­νης, Ο ζωγρά­φος της λαϊ­κής μουσικής»

εσωτερικό του «Ουζερί Τσιτσάνης»«Τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια | τα μάτια που έχουν τόση γλύ­κα | σ’ το λέω καθα­ρά, άλλα δε βρή­κα | χωρίς εσέ­να δε θέλω ούτε παλά­τια | για μένα ο κόσμος είναι τα δυο σου μάτια…».
Αυτό το τρα­γού­δι συν­δέ­ε­ται με την αρχή μιας μου­σι­κής ιστο­ρί­ας, που έμελ­λε να γρά­ψουν από κοι­νού για πολ­λά χρό­νια ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης και η Σωτη­ρία Μπέλ­λου.
Ήταν η βρα­διά, που ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης με παρό­τρυν­ση του Κίμω­να Καπε­τα­νά­κη πηγαί­νει στην ταβέρ­να που τρα­γου­δού­σε η Σωτη­ρία, προ­κει­μέ­νου ν’ ακού­σει με τα ίδια του αυτιά αυτή τη σπου­δαία γυναι­κεία φωνή.
«Αυτό ήταν το τρα­γού­δι που με άκου­σε ο Τσι­τσά­νης», ανα­φέ­ρει η ίδια η Μπέλ­λου στη βιο­γρα­φία της «Πότε ντόρ­τια, πότε εξά­ρες», που υπο­γρά­φει η Σοφία Αδα­μί­δου, («Νέα Σύνο­ρα — Λιβάνης»).
«Ε, αυτό ήταν. Δώσα­με ραντε­βού και οι τρεις στου Καπε­τα­νά­κη το σπί­τι. Έχει το μπου­ζού­κι μαζί του ο Βασί­λης και αρχί­ζει να παί­ζει διά­φο­ρα τρα­γού­δια από δια­φο­ρε­τι­κούς τόνους, για να βρει το δικό μου τόνο. Ετσι, λοι­πόν, έφτια­ξε ένα δίσκο για μένα ο Βασί­λης με δύο τρα­γού­δια, το “Όταν πίνεις στην ταβέρ­να” με στί­χους του Τσι­τσά­νη και “Το παι­δί που είχες φίλο” με στί­χους του Καπετανάκη».
Η φωνο­λη­ψία έγι­νε στην Κολού­μπια ‑ήταν τότε στην οδό Λυκούρ­γου, ανα­φέ­ρει η Σ. Μπέλ­λου, τότε είχαν μόνο μια τρα­γου­δί­στρια, την Ιωάν­να Γεωρ­γα­κο­πού­λου, μια πολύ μεγά­λη τρα­γου­δί­στρια, μου άρε­σε πολύ εμέ­να. Οταν βγή­κε ο πρώ­τος μου δίσκος έγι­νε χαλα­σμός. Μεγά­λη επι­τυ­χία. Ηταν τέλη του 1947»…

Ο εμφύλιος

Ο πόλε­μος τελειώ­νει. Η κορύ­φω­ση της ταξι­κής πάλης πραγ­μα­τώ­νε­ται με τον εμφύ­λιο, που επι­βλή­θη­κε από το ντό­πιο αντι­δρα­στι­κό αστι­κό καθε­στώς σε συμ­μα­χία με τους Άγγλους ιμπε­ρια­λι­στές, αφού δεν μπο­ρού­σε δια­φο­ρε­τι­κά να εδραιω­θεί η αστι­κή εξουσία.
Η ταξι­κή πάλη ανά­με­σα στην άρχου­σα τάξη της Ελλά­δας, από τη μια πλευ­ρά, και στην εργα­τι­κή τάξη και στ’ άλλα λαϊ­κά στρώ­μα­τα, από την άλλη, διε­ξα­γό­ταν ασί­γα­στα ακό­μη και σ’ αυτήν την περίοδο.
Η δρά­ση του ΔΣΕ απο­τε­λεί την κορυ­φαία στιγ­μή της ταξι­κής πάλης στην Ελλά­δα κατά τον 20ό αιώνα.
Το αστι­κό κρά­τος γνώ­ρι­σε τον πιο μεγά­λο μέχρι σήμε­ρα κίν­δυ­νο για την ίδια την ύπαρ­ξή του.

Πάνω στις συν­θή­κες των συλ­λή­ψε­ων, βασα­νι­στη­ρί­ων, φυλα­κί­σε­ων και εξο­ριών, ο Από­στο­λος Καλ­δά­ρας αφη­γεί­ται: «Ήταν λίγο μετά τη Γερ­μα­νι­κή Κατο­χή. Τότε που οι διώ­ξεις, οι εκτε­λέ­σεις, οι εκτο­πί­σεις των αρι­στε­ρών ήταν καθη­με­ρι­νό φαι­νό­με­νο. Ημουν τότε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Κι ένα σού­ρου­πο βλέ­πω στα κάστρα του Γεντί Κου­λέ μερι­κές σιλου­έ­τες κρα­του­μέ­νων…». Ετσι γρά­φτη­κε το «Νύχτω­σε χωρίς φεγ­γά­ρι», τρα­γού­δι του οποί­ου οι πρω­τό­τυ­ποι στί­χοι δεν είναι ευρέ­ως γνω­στοί, μιας και ο Καλ­δά­ρας αυτο­λο­γο­κρί­θη­κε για να περά­σει την επί­ση­μη λογοκρισία.

Vasilis Tsitsanis

Αντί­θε­τα από τον Καλ­δά­ρα, ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης αρνή­θη­κε την αυτο­λο­γο­κρι­σία. Προ­τι­μού­σε να «περ­νά­ει» τα τρα­γού­δια του με άλλους τρό­πους, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας κρυ­πτο­γρά­φη­ση και αλλη­γο­ρία, εμφα­νί­ζο­ντάς τα σαν ερω­τι­κά, παρα­σιω­πώ­ντας ορι­σμέ­νες λέξεις ή προ­σθέ­το­ντας άλλες παρα­πλα­νη­τι­κές. Ενα τέτοιο τρα­γού­δι είναι το «Για μια κόρη ξελο­γιά­στρα», όπου κρυ­πτο­γρα­φεί το πολι­τι­κό του θέμα και το μετα­τρέ­πει σε ερω­τι­κό. «Χτί­ζουν και γκρε­μί­ζουν κάστρα | σ’ ένα γλέ­ντι φοβε­ρό, | για μια κόρη ξελο­γιά­στρα | κι αν χαθεί, πού θα βρω;… Μου την άρπα­ξε η μοί­ρα | μια βρα­διά στο χαλα­σμό |
Θα τη βρω και θα την πάρω,
| το’ χω βάλει πια σκο­πό»
.

Ο ίδιος «απο­κρυ­πτο­γρα­φεί»: «Το τρα­γού­δι αυτό φαί­νε­ται να εκφρά­ζει τον ψυχι­κό σπα­ραγ­μό μιας τρα­γι­κής επο­χής. Είναι από εκεί­να που έβα­λα αλλη­γο­ρι­κά λόγια, για να μπο­ρέ­σει να περά­σει απ’ τη λογο­κρι­σία. Σ’ αυτό που μιλάω για μια κόρη ξελο­γιά­στρα εννοώ την πατρί­δα μας…».

Αντιμέτωποι με τη λογοκρισία

Προς το τέλος του 1948 ο ΔΣΕ έχει μια σει­ρά επι­τυ­χί­ες που δίνουν θάρ­ρος το λαό. Αυτά περι­γρά­φει «κρυ­πτο­γρα­φη­μέ­να» στο τρα­γού­δι «Κάνε λιγά­κι υπο­μο­νή» ο Βασί­λης Τσιτσάνης.
Προ­τρέ­πει το λαό να κάνει υπο­μο­νή και δε θα αργή­σει να έρθει η νίκη, η χαραυ­γή.

Vasilis Tsitsanis Το τρα­γού­δι του Τσι­τσά­νη «Κάποια μάνα ανα­στε­νά­ζει», παρό­λο που προ­σπά­θη­σε να κρυ­φτεί πίσω από την αλλη­γο­ρία του, δεν κατά­φε­ρε να ξεφύ­γει από τη λογο­κρι­σία. Απα­γο­ρεύ­τη­κε η εκτέ­λε­σή του διό­τι, όπως ανέ­φε­ρε το κεί­με­νο της αστυ­νο­μι­κής ανα­κοί­νω­σης: «Εχει αλλη­γο­ρι­κήν σημα­σί­αν εξ ου δύνα­νται να δημιουρ­γη­θούν αντε­γκλή­σεις, επει­σό­δια και δια­σά­λευ­σις της τάξε­ως».
Μάλι­στα, στη Μακρό­νη­σο οι Αλφα­μί­τες (Αστυ­νο­μία Μονά­δος) διέ­λυαν βίαια τις παρέ­ες των εξό­ρι­στων φαντά­ρων, που τρα­γου­δού­σαν αυτό το τρα­γού­δι: «Κάποια μάνα ανα­στε­νά­ζει | μέρα νύχτα ανη­συ­χεί | το παι­δί της περι­μέ­νει | που έχει χρό­νια να το δει…».

Μετά το τέλος του Εμφυ­λί­ου στα νησιά και τους άλλους τόπους εξο­ρί­ας, στις φυλα­κές, στα κρα­τη­τή­ρια βρί­σκο­νταν χιλιά­δες αγω­νι­στές –με τα βου­νά ακό­μη φορ­τι­σμέ­να με συγκε­κρι­μέ­νο σημειο­λο­γι­κό χαρα­κτή­ρα, σύμ­βο­λο της Αντί­στα­σης και των ανταρ­τών, οι συμ­βο­λι­σμοί παρα­μέ­νουν και ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης, γρά­φει: «Γλυ­κο­χα­ρά­ζουν τα βου­νά μα εγώ τα βλέ­πω σκοτεινά».

Τραγουδώντας την ταξική πάλη

Το 1951 ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης γρά­φει το τρα­γού­δι «Της κοι­νω­νί­ας η δια­φο­ρά» που περι­γρά­φει την ταξι­κή πάλη. Οι στί­χοι του τρα­γου­διού απο­τυ­πώ­νουν πολ­λές πλευ­ρές της ταξι­κό­τη­τας της ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας: «Δυο δρό­μοι τη χωρί­ζου­νε | την κοι­νω­νία τού­τη | και φέρ­νουν μαύ­ρη συμ­φο­ρά | η φτώ­χεια και τα πλούτη.
Της κοι­νω­νί­ας η δια­φο­ρά
| φέρ­νει στον κόσμο μεγά­λη συμφορά.
Εχει η ζωή γυρί­σμα­τα | έχει και μονο­πά­τια | γκρε­μί­ζουν φτω­χο­κά­λυ­βα | και χτί­ζο­νται παλά­τια»
.

Ο μεγά­λος πλη­θω­ρι­σμός, οι χαμη­λοί μισθοί, η βαριά και ασή­κω­τη έμμε­ση φορο­λο­γία, η ανερ­γία, ο υπο­σι­τι­σμός και η αθλιό­τη­τα προ­κά­λε­σαν ένα κύμα απερ­γιών από τα τέλη του 1949, ολό­κλη­ρο το 1950 και τα επό­με­να χρόνια.
Οι εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες εργά­τες, υπάλ­λη­λοι, αγρό­τες, μαθη­τές και φοι­τη­τές απερ­γού­σαν για καλύ­τε­ρες συν­θή­κες ζωής ή κατέ­βαι­ναν σε απερ­γί­ες αλλη­λεγ­γύ­ης και συμπα­ρά­στα­σης. Το ΚΚΕ δια­κή­ρυτ­τε: «Πιο ψηλά τη σημαία της πάλης για ψωμί, δου­λειά, λευ­τε­ριά, ειρή­νη, για την ταξι­κή, συν­δι­κα­λι­στι­κή ενό­τη­τα της εργα­τι­κής τάξης».

Μέσα σ’ αυτήν την πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή ατμό­σφαι­ρα, ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης έγρα­ψε και κυκλο­φό­ρη­σε σε δίσκο τις «Φάμπρι­κες», ένα τρα­γού­δι της περή­φα­νης εργα­τι­κής τάξης, που απο­τέ­λε­σε υπό­δειγ­μα για επό­με­νες προ­σπά­θειες να γρα­φτούν ανά­λο­γα τρα­γού­δια: «Σφυ­ρί­ζει η φάμπρι­κα μόλις χαρά­ζει | οι εργά­τες τρέ­χουν για τη δου­λειά | για να δου­λέ­ψου­νε όλη τη μέρα | Γεια σου περή­φα­νη κι αθά­να­τη εργα­τιά!».

Βασι­κό χαρα­κτη­ρι­στι­κό της 10ετίας του ’50 ήταν η μαζι­κή και χρό­νια ανερ­γία και υπο­α­πα­σχό­λη­ση ‑η ΓΣΕΕ πια εξυ­πη­ρε­τού­σε τα συμ­φέ­ρο­ντα της εργο­δο­σί­ας και όχι των εργαζομένων.
Οι διώ­ξεις αγω­νι­στών συνε­χί­στη­καν τόσο στις δεκα­ε­τί­ες ’50 και ’60, όσο και μέσα στη δικτα­το­ρία. Λίγο μετά τη δικτα­το­ρία, κυκλο­φό­ρη­σε το τρα­γού­δι του Βασί­λη Τσι­τσά­νη «Της γερα­κί­νας γιος», εμπνευ­σμέ­νο από τα βασα­νι­στή­ρια που γίνο­νταν στη ΕΣΑ:
«Μα εγώ δε ζω γονα­τι­στός, | είμαι της γερα­κί­νας γιος |Τι κι αν μ’ ανοί­γου­νε πλη­γές | εγώ αντέ­χω τις φωτιές | Μάνα μη λυπά­σαι, μάνα μη με κλαις».

«Το εργα­τι­κό τρα­γού­δι είναι μια δυνα­μι­κή έκφρα­ση του λαού μας και είναι φορ­τι­σμέ­νο με το συναί­σθη­μα. Η μου­σι­κή παρά­δο­ση είναι για το λαό στοι­χείο της πολι­τι­στι­κής συνέ­χειάς του.
[…] Η ελευ­θε­ρία έκφρα­σης που έχει το τρα­γού­δι, η δυνα­τό­τη­τα να ιστο­ρί­σει και ταυ­τό­χρο­να να κατα­γρά­ψει ή να κρί­νει ένα ιστο­ρι­κό γεγο­νός, μαζί με τις απο­χρώ­σεις των συναι­σθη­μά­των που προ­κα­λεί ο μου­σι­κός ρυθ­μός, επι­τρέ­πει να μας μετα­φέ­ρει την “περιρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα” κάθε επο­χής κοι­νω­νι­κών αγώνων.
[…] Το κρι­τή­ριο του λαού μας είναι αυτό που κατα­γρά­φει στη συλ­λο­γι­κή μνή­μη, ανα­πα­ρά­γει και δια­δί­δει το μου­σι­κό πλού­το των Ελλή­νων δημιουρ­γών […].
Τα τρα­γού­δια αντα­να­κλούν με αντι­φά­σεις και αντι­θέ­σεις, άλλο­τε ορθά και άλλο­τε στρε­βλά, την κατά­στα­ση των εργα­ζό­με­νων στρω­μά­των και πολ­λά από αυτά αξιο­ποι­ή­θη­καν στους αγώ­νες του λαού μας σαν στοι­χείο αντί­στα­σης και σαν μέσο πάλης».
(από­σπα­σμα από τον πρό­λο­γο του Γιώρ­γου Μαυ­ρί­κου στο Λεύ­κω­μα «Γεια σου περή­φα­νη και αθά­να­τη εργα­τιά»)

Τα τρα­γού­δια του Β. Τσι­τσά­νη «θα μας δίνουν το μέτρο, το φως, την ευγέ­νεια και το ήθος της μεγά­λης ψυχής του λαού μας» Τα τρα­γού­δια του Β. Τσι­τσά­νη «θα μας δίνουν το μέτρο, το φως, την ευγέ­νεια και το ήθος της μεγά­λης ψυχής του λαού μας»

Αθάνατος, χάρη στα τραγούδια του

Τα τρα­γού­δια του Β. Τσι­τσά­νη «θα μας δίνουν το μέτρο, το φως, την ευγέ­νεια και το ήθος της μεγά­λης ψυχής του λαού μας»
Ήταν από εκεί­νους τους ανθρώ­πους, που ο φυσι­κός τους θάνα­τος δε βάζει τέλος στην ύπαρ­ξή τους.
Κι όμως ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης «ζει και βασι­λεύ­ει» στην καθη­με­ρι­νό­τη­τά μας.
Τα τρα­γού­δια του είναι και θα είναι στο στό­μα ολω­νών μας. Είτε στη θλί­ψη, στον καη­μό, στον πόνο και στο άχτι μας, είτε στον έρω­τα, στο κέφι, στο γλέ­ντι, στη χαρά μας.
«Οταν έφτια­χνα ένα τρα­γού­δι, ζού­σα δυο ζωές. Μια όταν το έγρα­φα και μια όταν το έπαι­ζα στον κόσμο», έλε­γε ο Τσιτσάνης.
Ετσι και κάθε ρωμιός — σήμε­ρα και για πάντα — όπο­τε λέει ένα τρα­γού­δι του είναι σαν να «ζει» δυο ζωές.

Ο Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης διη­γεί­ται για τη ζωή τους στο Τάγ­μα Τηλε­γρα­φη­τών: «Οταν πήγα εγώ στο Τάγ­μα, ο Τσι­τσά­νης ήταν ήδη γνω­στός και αγα­πη­τός στους φαντά­ρους. Συχνά τα βρά­δια μετά το προ­σκλη­τή­ριο πηδού­σε τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα με κάποιον άλλο και πήγαι­ναν στις ταβέρ­νες που ήταν γύρω από το στρα­τό­πε­δο και δού­λευαν μέχρι αργά το βρά­δυ. Με τον ίδιο τρό­πο ξανα­γύ­ρι­ζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά όμως ο επι­λο­χί­ας τού έστη­σε καρ­τέ­ρι και τον έπια­σε στα πρά­σα, που πηδού­σε το φρά­χτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην ανα­φο­ρά τον ρωτά­ει ο λοχαγός:
Τι γύρευ­ες στα σύρ­μα­τα τέτοια ώρα, Τσι­τσά­νη;”. Κι αυτός με χιού­μορ και ετοι­μό­λο­γος του απαντά:
Ασυρ­μα­τι­στής δεν είμαι κυρ λοχα­γέ; Πήγα να τα επι­θε­ω­ρή­σω, να δω αν είναι εντά­ξει”».

Το 1939, με άδειες του στρα­τού κατε­βαί­νει συχνά στην Αθή­να και ηχο­γρα­φεί τρα­γού­δια του. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, νοι­κιά­ζει ένα δωμα­τιά­κι στην οδό Στρω­μνί­τσης 20, στο Ντεπό.
Γεί­το­νάς του, είναι ο έφη­βος τότε, Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, ο οποί­ος θυμά­ται ότι κοντά στη γει­το­νιά ήταν το Τάγ­μα Τηλεγραφητών.
Οτι τις Κυρια­κές «τα φαντά­ρια τρώ­γα­νε πατά­τες με κρέ­ας» κι ότι μέχρι να γίνει το φαγη­τό, «παί­ζα­νε ποδό­σφαι­ρο στο γήπε­δο. Πολ­λές φορές είδα τον Τσι­τσά­νη πάνω στις κερ­κί­δες, ανά­με­σα στους αξιω­μα­τι­κούς, να παί­ζει το μπου­ζού­κι και να τρα­γου­δά μαζί τους. Εμείς, τα μαγκά­κια της γει­το­νιάς, όταν βλέ­πα­με τον Τσι­τσά­νη με το μπου­ζού­κι, δίνα­με σύρ­μα και στους άλλους και τρέ­χα­με ν’ ακού­σου­με τον φαντά­ρο που, όπως λέγα­με, τρα­γου­δού­σε στα γραμ­μό­φω­να».

Τα τραγούδια για το ΕΑΜ

«Ο Τσι­τσά­νης δεν είχε στό­φα ήρωα. Τις ηρω­ι­κές πρά­ξεις τις θαύ­μα­ζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερ­μα­νοί από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη έγρα­ψε δυο τρα­γού­δια — ύμνους για την αντί­στα­ση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου κάπου τα παί­ζα­νε στο μαγα­ζί. Αλλοι λένε πως ήταν παραγ­γε­λία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίε­σαν αντάρ­τες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρι­κά­λων, τον Ιού­νιο του 1943», σημειώ­νει ο Σώτος Αλε­ξί­ου στο βιβλίο του «Ο ξακου­στός Τσι­τσά­νης» (εκδό­σεις «Κοχλί­ας») και παρα­θέ­τει γρα­πτή μαρ­τυ­ρία του Τσι­τσά­νη: «Τρα­γού­δια, όπως λένε “αντι­στα­σια­κά ” έγι­ναν στα βου­νά. Εγώ έχω γρά­ψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρ­τες και ένα επα­να­στα­τι­κό, όταν πλη­σιά­ζα­με στην απε­λευ­θέ­ρω­ση. Αυτό για τους αντάρ­τες σε ρυθ­μό χασά­πι­κο 2/4, το δε επα­να­στα­τι­κό είναι μαρς. Αυτά τα έγρα­ψα την τελευ­ταία χρο­νιά, πριν την απε­λευ­θέ­ρω­ση και τα τρα­γου­δού­σα­με εν κλει­στώ κύκλω».

Ο στε­νός φίλος και συνερ­γά­της του συν­θέ­τη, Αντρέ­ας Σαμα­ράς, διη­γεί­ται: «Πολ­λές φορές διά­φο­ροι φίλοι του Βασί­λη του κάνα­νε πρό­τα­ση να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Ηταν όμως διστα­κτι­κός, δεν το αποφάσιζε.
Κάποια φορά, άνοι­ξη του ’44, ήρθε απε­σταλ­μέ­νος από την επι­τρο­πή του ΕΑΜ Επα­νω­μής και τον κάλε­σε να τους επι­σκε­φθεί για να μιλήσουνε.
Ο Βασί­λης αφού το σκέ­φθη­κε πολύ του λέει: “Να τους πεις πως θά ‘ρθω σε λίγες μέρες”. Πράγ­μα­τι σε κάνα δυο μέρες πήγα­με. Εγώ, ο Βασί­λης και η Ζωή. Μας υπο­δέ­χτη­καν τα μέλη της επι­τρο­πής του ΕΑΜ. Είχα­νε πανη­γύ­ρι, γιορ­τές, θέα­τρο, Καρα­γκιό­ζη, σε ένα πάλ­κο στην πλα­τεία έπαι­ζαν τα κλα­ρί­να και χόρευαν. Εκεί ζού­σαν ελεύ­θε­ροι. Ολοι ήταν αρμα­τω­μέ­νοι. Μας συμπε­ρι­φέρ­θη­καν με μεγά­λο σεβα­σμό. Πολ­λοί ήξε­ραν τον Βασί­λη και τον παρα­κά­λε­σαν να τους παί­ξει τρα­γού­δια του. Εκεί έγρα­ψε και τα δυο τρα­γού­δια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαι­ζε συνέ­χεια και τα μάθα­νε και οι κλα­ρι­νι­τζή­δες και τα παί­ζα­νε μαζί. Ολοι ήταν ξετρε­λα­μέ­νοι με τον Τσι­τσά­νη. Εγώ ύστε­ρα από τρεις τέσ­σε­ρις μέρες έφυ­γα, για­τί έπρε­πε να κοι­τά­ξω και το μαγα­ζί. Ο Βασί­λης και η Ζωή ήρθαν ύστε­ρα από μερι­κές μέρες. Απο­φα­σί­στη­κε να μεί­νει έξω από το ΕΑΜ και να το βοη­θά­ει όπο­τε υπήρ­χε ανά­γκη. Ετσι κι έγι­νε. Πολ­λοί βρή­καν κατα­φύ­γιο στο “Ουζε­ρί” για μια δυο μέρες».

Με την απε­λευ­θέ­ρω­ση «ανά­σα­νε» όχι μόνο ο λαός αλλά και οι δημιουρ­γοί της λαϊ­κής μουσικής.
Στην εφη­με­ρί­δα «Λαϊ­κή Φωνή», οργά­νου του Γρα­φεί­ου της ΚΟ Περιο­χής Μακε­δο­νί­ας του ΚΚΕ, στις 12 Μάη του 1945 αναγ­γέλ­λε­ται: «Από σήμε­ρα Σάβ­βα­το στην ταβέρ­να “Τ’ Αμπέ­λι” παί­ζει ο Τσι­τσά­νης». Η χαρά της λευ­τε­ριάς δεν κρά­τη­σε, δυστυ­χώς, πολύ.
Οι ταγ­μα­τα­λή­τες ξανα­κά­να­νε την τρο­μο­κρα­τι­κή εμφά­νι­σή τους και στα λαϊ­κά μου­σι­κο­μά­γα­ζα της Θεσσαλονίκης.
Το 1946 ο Τσι­τσά­νης απο­φα­σί­ζει να κατε­βεί, ορι­στι­κά, στην Αθή­να. Είναι, άλλω­στε, ξακου­στός. Αλλά και της Αθή­νας τα μαγα­ζιά δεν τα αφή­νουν σε ησυ­χία τα — πλη­ρω­μέ­να τώρα από την αγγλο­κρα­τία και «εθνι­κό­φρο­να» — αποβράσματα.

Vasilis Tsitsanis Θεοδωράκης Μπιθικώτσης Νίνου 1

Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι το επει­σό­διο που έγι­νε ένα βρά­δυ του 1949, στο μαγα­ζί του «Τζί­μη του Χοντρού», όπου έπαι­ζαν ο Τσι­τσά­νης με τη Σωτη­ρία Μπέλ­λου. Στο μαγα­ζί, βρί­σκο­νται οι δια­βό­η­τοι Χίτες αδελ­φοί, Κατε­λα­ναί­οι. Επι­δεί­χνο­ντας τα όπλα τους, θορυ­βούν και ειρω­νεύ­ο­νται τη Σωτη­ρία Μπέλ­λου, την ώρα που τρα­γου­δά. Εκεί­νη αντι­δρά. Της φωνά­ζουν «Πες, μωρή παλιο­κομ­μού­νι το τρα­γού­δι “Του αϊτού ο γιος”». Αντ’ αυτού η πρώ­ην αντάρ­τισ­σα του ΕΛΑΣ, απα­ντά δεν το ξέρω! και αρχί­ζει να λέει το τρα­γού­δι του Τσι­τσά­νη, γραμ­μέ­νο το 1947, «Κάποια μάνα ανα­στε­νά­ζει» (και στη στρο­φή που το τρα­γού­δι λέει «ο λεβέ­ντης να γυρί­σει απ’ τη μαύ­ρη ξενι­τιά» το παρα­φρά­ζει «ο λεβέ­ντης να γυρί­σει απ’ τη μαύ­ρη Ικα­ριά»).
Ακο­λού­θη­σε παν­δαι­μό­νιο. Εκεί­νη δεν το έβα­ζε κάτω. Οι Χίτες την έβρι­σαν ελε­ει­νά, τη χτύ­πη­σαν, της κου­ρέ­λια­σαν τα ρού­χα και αιμό­φυρ­τη την πέτα­ξαν στο πάτω­μα της τουα­λέ­τας. Η Μπέλ­λου έφυ­γε αιμό­φυρ­τη. Κι ο Τζί­μης είπε στην κομπα­νία «κοι­τάξ­τε να βρεί­τε γυναί­κα. Μου το είπαν καθα­ρά πως αν δε φύγει το κομ­μού­νι θα μου το κάψουν το μαγα­ζί».
Από­σπα­σμα από αφιέ­ρω­μα της Αρι­στού­λας Ελλη­νού­δη Ριζο­σπά­στης 18 Γενά­ρη 2004

Τσιτσάνης αριστερά και δίπλα του η Μπέλλου στου «Τζίμη του Χοντρού» το 1949 πριν συμβεί το επεισόδιο με τους χίτες

Ο Τσι­τσά­νης (αρι­στε­ρά) και δίπλα του η Μπέλ­λου στου «Τζί­μη του Χοντρού», το 1949, πριν συμ­βεί το επει­σό­διο με τους χίτες

Σ΄Ανατολή και Δύση

Συχνά ανα­φέ­ρε­ται πως ο Τσι­τσά­νης πραγ­μα­το­ποί­η­σε μπό­λια­σμα του ρεμπέ­τι­κου με δυτι­κά μελω­δι­κά στοι­χεία (κι έτσι προ­σέγ­γι­σε τις ευρύ­τε­ρες μάζες). Αυτό απο­τε­λεί μεγά­λο κεφά­λαιο, που ξεφεύ­γει από τα όρια αυτό του αφιε­ρώ­μα­τος ‑αλλά συχνά δημιουρ­γεί παρανοήσεις.
Το σίγου­ρο είναι πως μέχρι το τέλος της ζωής του παρέ­μει­νε «κολ­λη­μέ­νος» στο γνή­σιο λαϊ­κό, βρέ­θη­κε στην αντί­πε­ρα όχθη τους must καθω­σπρε­πι­σμού (αυτούς που ο Μίκης ονό­μα­σε χλευα­στι­κά – ειρω­νι­κά οπα­δούς «ρεμπε­το­τα­γκό»).
Είναι ο δημιουρ­γός που κατά­φε­ρε να ενώ­σει αντίρ­ρο­πους δρό­μους, δημιουρ­γώ­ντας φόρ­μες που ξεπερ­νού­σαν τις νότες και έγι­νε μια ολό­κλη­ρη φιλο­σο­φία, μια νέα μου­σι­κή θέα­ση των πραγμάτων.
Αν για τους παλαιούς ρεμπέ­τες ο καη­μός των ανα­γκε­μέ­νων, των περι­θω­ρια­κών, των παριών της κοι­νω­νί­ας μπο­ρού­σε να βρει σώμα και ψυχή μέσα από στί­χους ατό­φιους, σκλη­ρούς, στί­χους ανε­πε­ξέρ­γα­στης μαγεί­ας που συχνά δεν μπο­ρού­σαν να κατα­νοη­θούν ή να τρα­γου­δη­θούν από τον απλό κόσμο, ο Τσι­τσά­νης ήταν εκεί­νος που απε­νο­χο­ποί­η­σε το μπου­ζού­κι, το έβα­λε και στα σαλό­νια, του έδω­σε μεσο­α­στι­κή υπό­στα­ση –χωρίς ο ίδιος να υποχωρήσει
Όπως έγρα­ψε κάποιο site «στο διαρ­κές υπαρ­ξια­κό δίλημ­μα της φυλής «Ανα­το­λή ή Δύση», η απά­ντη­ση μπο­ρεί να είναι αυτή: Βασί­λης Τσιτσάνης» …
Η μετε­ξέ­λι­ξη είναι ο Χατζι­δά­κις, ο Θεο­δω­ρά­κης, ο Χιώ­της, ακό­μη και το ελαφρολαϊκό.
Δίχως την παρου­σία του Τσι­τσά­νη που στά­θη­κε ως πέτρα πάνω στην οποία χτί­στη­κε το νέο λαϊ­κό τρα­γού­δι, αυτό που απο­ζη­τού­σε η πολι­τι­κο­κοι­νω­νι­κή εξέ­λι­ξη (των μικρο­α­στών συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων), πολ­λοί από τους μετα­γε­νέ­στε­ρους δεν θα είχαν προ­χω­ρή­σει στη δημιουρ­γία ενός νέου ελλη­νι­κού ήχου.

Vasilis Tsitsanis

  • «Ο Τσι­τσά­νης είναι η μονα­δι­κή ζωντα­νή από­δει­ξη ότι έχου­με πολι­τι­σμό» (Γιάν­νης Τσαρούχης)
    Ναι, η Ελλά­δα νοη­μα­το­δο­τή­θη­κε μου­σι­κά από τον Τσι­τσά­νη. Πάνω στις δικές του γραμ­μές ακο­λού­θη­σαν οι επό­με­νοι. Σχε­δόν όλων η βασι­κή ανα­φο­ρά είναι αυτός.
  • «Η μελω­δι­κή του γραμ­μή αφά­ντα­στη σε περιε­κτι­κό­τη­τα και σε λιτό­τη­τα πλη­σιά­ζει τον Μπαχ», θα πει ο Μάνος Χατζι­δά­κις, που έμπλε­ος σεβα­σμού, θα σημειώ­σει με επί­τα­ση την δομι­κή σχέ­ση του Τσι­τσά­νη με τον λαϊ­κό πολι­τι­σμό, αλλά και με τη δυτι­κή μουσική.
    «Λίγο πριν απ’ τον πόλε­μο του ’40 ο Tσι­τσά­νης τρα­γού­δη­σε για πρώ­τη φορά το “Αρχό­ντισ­σα μου μάγισ­σα τρα­νή- κου­ρά­στη­κα για να σε απο­κτή­σω”. Ήταν ένας μεγα­λο­φυ­ής σχε­δια­σμός ‑μπο­ρώ να πω- πάνω στο ερω­τι­κό θέμα, που η δύνα­μή του και η αλή­θεια του μας φέρ­νει κοντά στον “Ερω­τό­κρι­το”» του Κορ­νά­ρου και μετά από εκα­το­ντά­δες χρό­νια κοντά στο “Ματω­μέ­vο Γάμο” του Λόρ­κα. Αυτό το τρα­γού­δι ορθώ­θη­κε για να αντι­με­τω­πί­σει μια τυραν­νι­σμέ­νη και δύσκο­λη επο­χή και στά­θη­κε η πρώ­τη δυνα­τή φωνή μιας γενιάς».
  • Ο Θεο­δω­ρά­κης είχε πει για τον Τσι­τσά­νη: «Θέλω να λογα­ριά­ζο­μαι σαν ένας ταπει­νός μαθη­τής του Βασί­λη Τσι­τσά­νη». Ο Γιάν­νης Τσα­ρού­χης, με τη γνω­στή ικα­νό­τη­τά του να συμπυ­κνώ­νει νοή­μα­τα σε μια μόνο φρά­ση, θα πει αυτό που είναι μια εδραία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: «Ο Τσι­τσά­νης είναι η μονα­δι­κή ζωντα­νή από­δει­ξη ότι έχου­με πολιτισμό».

Vasilis Tsitsanis Χάραμα HARAMA

15 Φλε­βά­ρη του 1980, δύο και μισή τα ξημε­ρώ­μα­τα, στο «Χάρα­μα». Αφού έχουν φύγει και οι τελευ­ταί­οι πελά­τες και τα γκαρ­σό­νια κρέ­μα­σαν τις ποδιές τους, στην κου­ζί­να του μαγα­ζιού ξεκι­νά­ει για λογα­ρια­σμό της UNESCO μια ιστο­ρι­κή «ζωντα­νή» ηχο­γρά­φη­ση. Ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης με τη συνο­δεία των Γ. Δέδε (στην κιθά­ρα), Μ. Μαλ­λί­δη (στον μπα­γλα­μά) και Ε. Γερά­νη (τρα­γού­δι), ηχο­γρα­φεί με κέφι και με τον παλιό αυθε­ντι­κό τρό­πο («με τη μία», χωρίς δια­κο­πές και επα­να­λή­ψεις και χωρίς τη «βοή­θεια» της τεχνο­λο­γί­ας) τρα­γού­δια, σόλο και ταξί­μια, και παράλ­λη­λα υπο­γρά­φει μια ακό­μα λαμπρή σελί­δα του στην ιστο­ρία του λαϊ­κού τραγουδιού.

Vasilis Tsitsanis Χάραμα Καισαριανή Kaisarianh

Για να συμπλη­ρω­θεί το απα­ραί­τη­το υλι­κό για την κυκλο­φο­ρία δύο δίσκων 33 στρο­φών, η ηχο­γρά­φη­ση συνε­χί­ζε­ται μετά από τρεις μέρες στο σπί­τι του στε­νού φίλου του Τσι­τσά­νη, Βασί­λη Ορφα­νού. Όταν ό,τι είχε προ­γραμ­μα­τι­στεί τελειώ­νει και οι περισ­σό­τε­ροι από τους συνερ­γά­τες του φεύ­γουν για τα σπί­τια τους, ο μεγά­λος Τσι­τσά­νης ξανα­πιά­νει το μπουζούκι.

«Και τι δεν έπαι­ξε εκεί­νες τις ώρες που τελι­κά κατέ­λη­ξαν έξω από κάθε προ­γραμ­μα­τι­σμό. Ο μου­σι­κο­λό­γος, η UNESCO, το σχέ­διο ηχο­γρά­φη­σης είχαν χάσει πια κάθε έννοια. Υπήρ­χε μόνο ο Τσι­τσά­νης με το μπου­ζού­κι του…», θα γρά­ψει ο Β. Ορφα­νός σε σημεί­ω­μά του που συνό­δευε την κυκλο­φο­ρία του διπλού αυτού σπά­νιου σε μέγε­θος και αξία δίσκου. Για να κατα­λή­ξει: «Οι δίσκοι αυτοί είναι ένα μονα­δι­κό ντο­κου­μέ­ντο. Είναι ένα κομ­μά­τι αλη­θι­νής λαϊ­κής μου­σι­κής του τόπου μας βγαλ­μέ­νο από την καρ­διά και την έμπνευ­ση ενός γνή­σιου καλ­λι­τέ­χνη που για χρό­νια τώρα την υπη­ρε­τεί. Είναι μια δημιουρ­γία του αυθε­ντι­κού Τσι­τσά­νη με όλο το μεγα­λείο και την εκφρα­στι­κό­τη­τά του».

Εκδό­σεις –μερι­κές από τις 10άδες

Vasilis Tsitsanis Βιβλίο Αλεξίου Alexiou

  • Μου­σι­κές Βασί­λης Τσι­τσά­νης: Η ΖΩΗ ΜΟΥ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΟΥ — ΧΑΤΖΗΔΟΥΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Εκδό­της: ΝΕΦΕΛΗ
  • ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, Τεύ­χος 55, ΙΑΝ-ΜΑΡΤ 2015 Βασί­λης Τσι­τσά­νης, 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ
  • Βασί­λης Τσι­τσά­νης Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΝΟΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ &
    Βασί­λης Τσι­τσά­νης Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, 1915 – 1984 (ΑΛΕΞΙΟΥ ΣΩΤΟΣ Εκδό­της: ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)
  • Βασί­λης Τσι­τσά­νης (ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ) ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ — ΛΟΥΛΕ ΝΙΤΣΑ Εκδό­της: ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΜΑΝΙΑΤΕΑΣ
  • Ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ (1932–1946) ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ — ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΝΤΙΝΟΣ
  • Βασί­λης Τσι­τσά­νης, ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ 1915–2005 (Περιέ­χει 4CD) Εκδό­της: FM RECORDS
  • Βασί­λης Τσι­τσά­νης ΑΠΑΝΤΑ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Εκδό­της: ΙΔΙΩΤΙΚΗ
  • Βασί­λης Τσι­τσά­νης — 1946 ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ (Μέρος | & ||) ΑΘΑΝΑΣΑΚΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ Εκδό­της: ΙΔΙΩΤΙΚΗ
  • Βασί­λης Τσι­τσά­νης ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΗΣ ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ — Α’ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΤΣΙΤΣΑΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ (ΠΡΑΚΤΙΚΑ) Εκδό­της: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
  • Βασί­λης Τσι­τσά­νης Ο ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ του Διο­νύ­ση Μανιάτης

Vasilis Tsitsanis Χάραμα Βουγιουκλάκη ΠαπαμιχαήλΔεί­τε και (αρχείο ΕΡΤ)
Η Παρέα του Τσι­τσά­νη, ερμη­νεύ­ει μερι­κά από τα πιο γνω­στά τρα­γού­δια του μεγά­λου συν­θέ­τη, χαρί­ζο­ντας χαρά και κέφι «στους από­κλη­ρους της ζωής».
Η εκπο­μπή «ΣΑΝ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ» της Πόπης Τσα­πα­νί­δου σε πολι­τι­κά, κοι­νω­νι­κά, καλ­λι­τε­χνι­κά θέμα­τα της επι­και­ρό­τη­τας με αφορ­μή μια φωτο­γρα­φία, φιλο­ξε­νεί ανθρώ­πους που πρω­τα­γω­νί­στη­σαν σε αυτά: Αφιέ­ρω­μα στον ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
Σει­ρά «Από­ντες» του Λευ­τέ­ρη Παπαδόπουλου:
Βασί­λης Τσι­τσά­νης <|1|> & <|2|>

Στη μνήμη του Βασίλη Τσιτσάνη (1915–1984), που ήρθε και έφυγε από τη ζωή μια μέρα σαν σήμερα, 18 του Γενάρη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο