Βασίλης Τσιτσάνης — o ζωγράφος της λαϊκής μουσικής
Η απλότητα, ο αυθορμητισμός, η γνώση, το ταλέντο και κυρίως το μουσικό ένστικτο χαρακτήριζαν τον Βασίλη Τσιστάνη ως συνθέτη και ως άνθρωπο που κρατήθηκε στην κορυφογραμμή του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού, μαζί με το λαϊκό μας τραγούδι, αδιάκοπα επί 50 χρόνια.
Υπήρξε ένας φωτισμένος και μεγαλοφυής ηγέτης στον χώρο του, αναμόρφωνε ριζικά πολλές πλευρές του ρεμπέτικου και άνοιξε καινούργιους δρόμους στο κοινωνικό (και όχι μόνο) λαϊκό τραγούδι. Ως δεξιοτέχνης και μαέστρος έδωσε νέες κατευθύνσεις στη λαϊκή ορχήστρα, δίδαξε στους τραγουδιστές νέους τρόπους ερμηνείας και με μια χιλιάδα τραγούδια του, έχτισε τις βάσεις του οπλοστασίου του μουσικού πολιτισμού.
Κορυφαία στιγμή και ορόσημο για τον ίδιο τον Τσιτσάνη, για τον κόσμο του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού για όλη την Ελλάδα, η δημιουργία και κυκλοφορία της «Συννεφιασμένης Κυριακής» (1948), που αποτελεί μια σύνθεση, ένα τραγούδι- μνημείο, μουσικοποιητική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
Γεννήθηκε ανήμερα του Αγίου Αθανασίου (18-Ιαν-1915), στα Τρίκαλα Θεσσαλίας ‑το 4ο από τα έξι παιδιά των Ηπειρωτών Κώστα (από το Μέτσοβο τσαρουχάς το επάγγελμα) και Βικτωρίας (από τα Ζαγόρια)
Τα πρώτα μουσικά ακούσματα ήταν από μια ιταλική μάντολα που είχε ο πατέρας του, ο οποίος όταν τελείωνε τη δουλειά του, έπαιζε και τραγουδούσε κλέφτικα τραγούδια. Έτσι μπολιάστηκε μουσικά ο μικρός Βασίλης, που όταν τελείωσε το δημοτικό, άρχισε να παίζει με το μαντολίνο του πατέρα του. Σε κάποιες σχολικές γιορτές στα Τρίκαλα έπαιξε επίσημα κάποια κομμάτια με το βιολί, ενώ διηύθυνε και σχολικές συναυλίες. Το 1927 πεθαίνει ο πατέρας του και ο Βασίλης Τσιτσάνης μπαίνει για τα καλά στη βιοπάλη της ζωής αλλά, παράλληλα, αρχίζει αθόρυβα, μα πολύ δημιουργικά η πορεία του στη μουσική σκηνή. Τα πρώτα του μαθήματα πήρε από έναν Ιταλό μαέστρο, τον Γκιόσα, που εκείνη την περίοδο πήγαινε τα καλοκαίρια στα Τρίκαλα, με το «Τρίο Μπαρόνι» από τη Ρώμη. Ο Τσιτσάνης, 12 ετών, έπαιζε μαζί τους βιολί, στα διαλείμματα του κινηματογράφου «Πανελλήνιον» στις προβολές των βουβών ταινιών.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο Τσιτσάνης εξοικειωνόταν όλο και περισσότερο με τη μάντολα του πατέρα του, που της είχε μακρύνει το μανίκι (ή το χέρι) και την είχε μετατρέψει σε μπουζούκι. Σε ηλικία 14 χρόνων αυτοσχεδίαζε και άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια.
Μέσα από προσωπικές και πολύωρες αφηγήσεις του Βασίλη Τσιτσάνη (προς τον γράφοντα, το καλοκαίρι, του 1964 και τον χειμώνα του 1981), φαίνεται καθαρά ότι η μεγάλη πορεία του μεγαλοφυούς συνθέτη δρομολογείται από τα Τρίκαλα και είναι δεμένη με τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας. Τα πρώτα του τραγούδια συνδέονται με τους πρώτους έρωτές του. Η παρθενική του εμφάνιση ως μπουζουκτσής τον ενθάρρυνε και τον τόνωσε, ενώ του έκοψε τα φτερά ο θάνατος του πατέρα του. Οι περιπέτειες που είχε στο Γυμνάσιο με τους καθηγητές του, τον προβλημάτισαν και τον έκαναν πιο δυνατό σαν χαρακτήρα, αλλά και πιο προσεκτικό στη συμπεριφορά του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το επεισόδιο μ’ έναν καθηγητή του, όταν ο Τσιτσάνης, μαθητής ακόμα, είχε γράψει το τραγούδι «Μεσ’ την Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι». Το έπαιξε και το τραγούδησε με τ’ άλλα παιδιά της τάξης του σε μία εκδρομή. Ο καθηγητής πειράχτηκε πολύ, κάλεσε τον Βασίλη στο γραφείο του και του είπε: «Ώστε έτσι, κύριε Τσιτσάνη! Η Παραγουάη έχει φίνο ακρογιάλι; Έλα, λοιπόν, τον Σεπτέμβριο να μας το δείξεις πού είναι».
Τον άφησε μετεξεταστέο στη Γεωγραφία. Και ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένα καλοκαίρι ολόκληρο το πέρασε κάτω από τη μουριά του σπιτιού του, με το μπουζούκι και το βιβλίο της Γεωγραφίας.
Στη διαδρομή του από το Δημοτικό σχολείο στο Γυμνάσιο ο μικρός τότε Βασίλης Τσιτσάνης, εκτός από το πάθος του για τη λαϊκή μουσική, είχε αφοσιωθεί στον κλασικό αθλητισμό και το ποδόσφαιρο. Αγωνίσθηκε και σημείωσε θαυμάσιες επιδόσεις (μαθητικά ρεκόρ) με τα χρώματα του Γ.Σ. Τρικάλων. Στις 26 Μαΐου 1929, ήρθε πρώτος στο άλμα τριπλούν με 11.41 μ. και κατέκτησε το «Χρυσό Καλαμάρι», έπαθλο που είχε αθλοθετήσει εκείνη την εποχή ο Δήμος Τρικάλων.
Με πικρές αναμνήσεις από τα Τρίκαλα ο Βασίλης Τσιτσάνης στα τέλη του 1935 με αρχές ’36 κατεβαίνει στην Αθήνα, με στόχο να σπουδάσει νομικά. Τ’ όνειρό του όμως να γίνει δικηγόρος δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί οι συνθήκες τότε ήταν άνισες και η ζωή στην πρωτεύουσα πολύ δύσκολη και μάλιστα για έναν νέο από επαρχία.
Για να καλύψει τα βιοποριστικά του έξοδα (ενοίκιο — φαγητό), άρχισε να εργάζεται με το μπουζούκι του στο κέντρο «Μπιζέλια» της οδού Λένορμαν στον Κολωνό και αργότερα σ’ ένα μπαρ, «Το Κουκλάκι», στη γωνία των οδών 3ης Σεπτεμβρίου και Σολωμού.
Τότε γνωρίσθηκε με τον τραγουδιστή Μήτσο Περδικόπουλο που τραγουδούσε σμυρναίικα και δημοτικά. Αυτή η γνωριμία τον οδήγησε στο στούντιο και στις πρώτες του φωνογραφήσεις δίσκων 78 στροφών. Ήταν αρχές του 1937, και ο Τσιτσάνης παίζει μπουζούκι και συνοδεύει τον Περδικόπουλο, στο γνωστό δημοτικό
τραγούδι «Σιγά καλέ την άμαξα». Ενώ στην πίσω πλευρά του δίσκου υπάρχει το πρώτο του τραγούδι. Ένα ζεϊμπέκικο με τίτλο «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε». Σε λίγες ημέρες ακολουθεί στην ίδια εταιρεία, την «ΟΝΤΕΟΝ», με μαέστρο τον Σπύρο Περιστέρη, το δεύτερο τραγούδι του Τσιτσάνη «Να γιατί γυρνώ μεσ’ την Αθήνα» με ερμηνευτές τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σοφία Καρίβαλη, σημαντική τραγουδίστρια
σμυρναίικων τραγουδιών (αδελφή της Ρίτας Αμπατζή). Παράλληλα ο Τσιτσάνης
εργάζεται και σε μία ταβέρνα κοντά στον σταθμό Λαρίσης, στον «Πλάτανο», όπου
πήγαιναν πολλοί φοιτητές για να τον ακούσουν που έπαιζε μπουζούκι και
τραγουδούσε. Παρά το γεγονός ότι έκανε μεγάλη επιτυχία με τα πρώτα του
τραγούδια, χρειάσθηκε να περάσει ένας χρόνος για να ξαναμπεί στο στούντιο. Τα
πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
Η τριετία 1937–1940, που συνέπεσε με τη στρατιωτική θητεία του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη και την παραμονή του για αρκετό διάστημα εκεί, όπου και παντρεύτηκε με τη Ζωή Σαμαρά (απέκτησαν δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα), ήταν καθοριστική για την πορεία του, αλλά και γενικότερα για το ανόθευτο λαϊκό μας τραγούδι. Τότε (από 20–23 χρόνων) δηλαδή την προπολεμική περίοδο, έγραψε 153 τραγούδια και έκανε ένα μπαράζ μεγάλων επιτυχιών.
«Αρχόντισσα» «Μαριώ», «Σε φίνο ακρογιάλι», «Δύο χρόνια σ’ αγαπώ», «Τσιγγάναμου γλυκειά», «Καμαριέρα», «Ζωίτσα μου μικρή», «Καλαμπακιώτισσα», «Τάγμα τηλεγραφητών», «Μαντήλι χρυσοκέντητο» και δεκάδες άλλα τραγούδια, από τα οποία ο Τσιτσάνης πολλά είχε αρχίσει να γράφει από τα Τρίκαλα ή και από την Αθήνα, αλλά τα «χτένισε» και τα ολοκλήρωσε στη Θεσσαλονίκη, δίνοντάς τους την τελική τους φόρμα. Τα προπολεμικά τραγούδια τα φωνογράφησε εκτός από τρία πρώτα του στις εταιρείες «Κολούμπια» και «Χις-Μάστερς Βόις», όπου μαέστρος ήταν ο γνωστός εκείνη την εποχή συνθέτης Πάνος Τούντας, ο οποίος ενθάρρυνε τον Τσιτσάνη να γράφει συνεχώς, αφού όπως έλεγε όλα τα τραγούδια του νεαρού συνθέτη είναι αριστουργήματα λαϊκής τέχνης. Χαρακτηριστικά έχουν μείνει εκείνα
τα λόγια του Τούντα, ο οποίος παρουσία και άλλων μουσικών και τεχνικών στα στούντιο της «Κολούμπια» το 1939, όταν του έπαιξε ο Τσιτσάνης ένα οργανικό κομμάτι το «Ατελείωτο», ο μαέστρος συγκινημένος του είπε: «Αυτό παιδί μου, Τσιτσάνη, είναι συμφωνικό έργο, είναι κονσέρτο, είναι θαύμα, αριστούργημα…».
Τα περισσότερα από τα 152 τραγούδια του, αυτές τις περίφημες λαϊκές καντάδες, μεταξύ 1937–1940, ερμήνευσε ο Στράτος Παγιουμτζής μαζί με τον συνθέτη δεύτερη φωνή καθώς και οι Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Νταίζη Σταυροπούλου, ενώ έκπληξη είχε χαρακτηρισθεί το 1937, όταν μια Ισπανίδα σοπράνο, η Ελβίρα Ιντάλγκο-Κάκκη (η οποία για ένα μικρό διάστημα υπήρξε καθηγήτρια της Μαρίας Κάλλας) τραγούδησε τη σύνθεση του Τσιτσάνη «Μαντήλι χρυσοκέντητο». Η προπολεμική τριετία, αλλά και με την Κατοχή που έζησε και δημιούργησε στη
Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης, ήταν οριακή όχι μόνο για το ανόθευτο λαϊκό τραγούδι που βρήκε τον κύριο εκφραστή του για μισόν αιώνα, αλλά και για τον ίδιο ο οποίος έπειτα από αρραβώνα 19 μηνών παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1942 τη Ζωή Σαμαρά, από τα Γρεβενά. Κουμπάρος, ο διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μονοχουντής, προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη, θαυμαστής του έργου του και γενικώς του ρεμπέτικου τραγουδιού: Μετά τον γάμο του ο Τσιτσάνης άνοιξε, με τον κουνιάδο του ένα ουζερί στο κέντρο της πόλης (Παύλου Μελά 22), ενώ έμενε σε απέναντι διαμέρισμα. Το ουζερί λειτουργούσε τους χειμερινούς μήνες.
Τα καλοκαίρια ο Τσιτσάνης έπαιζε σε άλλες ταβέρνες, ενώ έκανε περιοδείες και στις γύρω περιοχές, όπως στη Χαλκιδική. Το 1943, πήγε και έπαιξε στην οικογενειακή ταβέρνα «Καύτσουρα του Δαλαμάγκα», όπου έγραψε το περίφημο «Μπαξέ Τσιφλίκι» κι ύστερα την «Αθηναίισσα», τις «Αραπίνες» τα «Πέριξ», το «Μπλόκο» και τη «Λιτανεία», «Στα Τρίκαλα στα δύο στενά», «Στου Αλευρά τη μάντρα»
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στο βιβλίο του «Ο Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του» επισημαίνει ότι: «Παραμένει ανεξήγητο ένα θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Πώς παρά τις στενές σχέσεις του με τον Μονοχουντή έγραψε το 1944, τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά ποτέ δεν βγήκαν σε δίσκο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον
στιχουργό Κώστα Βίρβο, τους έπαιζε ο ίδιος ο Τσιτσάνης, κρυφά στο ουζερί του, μέχρι το 1946, που το εγκατέλειψε και γύρισε στην Αθήνα, όταν ξανάνοιξαν οι δισκογραφικές εταιρείες».
Το ένα από τα δύο τραγούδια για την αντίσταση έχει τίτλο:
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά παιδιά
το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς…
Από το 1946 αρχίζει πλέον η δεύτερη μεγάλη δημιουργική περίοδος για τον Βασίλη Τσιτσάνη, που κρατά 37 χρόνια αδιάκοπα, δηλαδή μέχρι την αρρώστια και τον θάνατό του. Τα χρόνια αυτά, κυρίως τα πρώτα 15 είναι τόσο μεστά από δημιουργικές αλλαγές, που αλλάζουν τον ρουν όχι μόνο του ελληνικού τραγουδιού,
αλλά και το ύφος της διασκέδασης. Ο Τσιτσάνης συνεχίζει τον καλπασμό του και γράφει τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες με νέα πλέον ονόματα (Τάκης Μπίνης, Τσαουσάκης, Μπέλλου, Ντάλια, Χασκίλ, Νίνου, Χρυσάφη), αλλά και με τους παλιότερους συνεργάτες του (Στράτο Παγιουμτζή, Ιωάννα Γεωργακοπούλου), με κορυφαία στιγμή τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Ένα μεγάλο τραγούδι για το οποίο
έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλές και διαφορετικές απόψεις. Έχουν γίνει διάφορα σχόλια, που ωστόσο απέχουν από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο συνθέτης συνεργάσθηκε σε κάποιο από τα κουπλέ με τον εκ Λαρίσης στιχουργό Αλέκο Γκούβερη, πράγμα που επιβεβαιώνεται και σήμερα από την ΑΕΠΙ (Εταιρία Πνευματικής Ιδιοκτησίας) από την οποία εκτός των κληρονόμων του ΒασίληΤσιτσάνη, παίρνουν κάποιο αναλογούν ποσοστό, κληρονόμοι του Γκούβερη.
Σε μια κουβέντα που είχαμε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, στο καμαρίνι του στο «Χάραμα» της Καισαριανής, την παραμονή των Φώτων του 1983, μιλώντας για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» μου είπε: «Όταν προβάρισα αυτό το τραγούδι στη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο του 1948, και το άκουσε ο κουμπάρος μου ο Νίκος
Μουσχουντής, μου είπε: Βασίλη, αυτό το τραγούδι θα το τραγουδήσουν ακόμα και παπάδες και δεσποτάδες. Θα μείνει αιώνιο. Η μουσική που έκανα για τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” ξεκινάει μέσα από τον δικό μου κόσμο. Ό,τι αισθάνομαι το συνθέτω, το παίζω και το τραγουδώ. Και τα λόγια του τραγουδιού δικά μου είναι. Μην ακούς τι λένε οι διάφοροι».
Φαίνεται πως ο Τσιτσάνης με όσα μου είπε είχε δίκιο. Ήταν ειλικρινής. Γιατί σχεδόν τα ίδια λόγια είχε δηλώσει το 1973, στον Γιώργο Κ. Πηλιχό, σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ», που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Δέκα σύγχρονοι Έλληνες».
Εκτός όμως από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», που αποτελεί ορόσημο για το κοινωνικολαϊκό τραγούδι, ο Τσιτσάνης μεταξύ 1946–1955 έγραψε εκατοντάδες ακόμη τραγούδια με κοινωνικό και ερωτικό περιεχόμενο. Δεν έφερε μόνο αλλαγές στο στούντιο, αλλά και στο πάλκο. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με περισσότερα
έγχορδα και πνευστά. Καθιέρωσε σε μόνιμη βάση το πιάνο, με σολίστ τη συνεργάτιδά του Βαγγελιώ Μαργαρώνη, είχε για ακορντεονίστα τον Γιώργο Κουλαζήζη, ανέδειξε νέους και σπουδαίους μπουζουκτσήδες: τους Γιώργο Μανισαλή, Νίκο Τουρκάκη, Ανέστη Αθανασίου, Δημήτρη και Σπύρο Ευσταθίου, Στέλιο Μακρυδάκη, Γιάννη Σταματάκη, Σπόρο, Παπαδόπουλο, Καρνέζη, Καραμπέση.
Ο Τσιτσάνης έσπασε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια. Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και μετά τη Μαρίκα Νίνου, με την οποία έκανε το πιο δυναμικό ντουέτο της εποχής (1949–1954).
Εμφανίσθηκαν για μεγάλα διαστήματα στου «Μαρίνου», «Τζίμη του Χοντρού», «Τριάνα», «Λουζιτάνια», «Ροσινιόλ». Αργότερα έδωσε εντυπωσιακό «παρών» στη δισκογραφία των 45 στροφών με τα μεγάλα ονόματα όπως: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Αγγελόπουλος, Σεβάς Χανούμ, Δούκισσα, Σακελλαρίου, Ντάλμα. Η μεταπολεμική δισκογραφία του Τσιτσάνη, σφραγίζεται από εκατοντάδες επιτυχίες, που έχουν ερμηνεύσει 103 τραγουδιστές. «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκι», «Το σκαλοπάτι σου», «Αχάριστη», «Οι φάμπρικες», «Ο τραυματίας», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Καΐκι μου Άη Νικόλα», «Ο τσολιάς», «Τρελός Τσιγγάνος», «Κάτσε ν’ ακούσεις μία πενιά», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Όμορφη
Θεσσαλονίκη», «Εγώ πληρώνω τα μάτια π’ αγαπώ», «Ζαΐρα», «Γιατί με ξύπνησες πρωί», «Της Γερακίνας γιος», «Το βαπόρι απ’ την Περσία». Το 1979 στο «Χάραμα» όπου εμφανιζόταν ως τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ηχογράφησε στις 33 στροφές έναν δίσκο για την UNESCO σε ζωντανή εκτέλεση με πέντε όργανα και με σιγόντο της Ελένης Γεράνη.
Για τον Βασίλη Τσιτσάνη και το έργο του, πολλά έχουν γραφεί. Του έχουν δοθεί χαρακτηρισμοί, όπως ο «Θεόφιλος της λαϊκής μουσικής», ο «Μεγάλος κλώνος του λαϊκού μας τραγουδιού», «Μεγαλοφυής συνθέτης». Όλα αυτά αποδίδουν ασφαλώς την πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που κάποιοι μικρόψυχοι προσπάθησαν να αμφισβητήσουν, για κάποια τραγούδια του. Η αλήθεια που βγαίνει μέσα από πολλά στοιχεία συνεργατών, φίλων και συναδέλφων του είναι ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης, όχι μόνον δεν οικειοποιήθηκε εμπνεύσεις κανενός, αλλά αντίθετα χάρισε τραγούδια του, εμπνεύσεις του, σε τραγουδιστές του, όπως στον Στράτο Παγιουμτζή, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και άλλους. Ήταν πάγια αυτή η τακτική του.
Ο θάνατος του Τσιτσάνη ανήμερα των γενεθλίων του, την 18η Ιανουαρίου 1984, στο Λονδίνο, άφησε ένα τεράστιο κενό στον χώρο της λαϊκής μουσικής, αλλά και ένα έργο μεγαλόπνοο, υποθήκη για τις επόμενες γενιές. Ήταν ένας σεμνός άνθρωπος που κεντούσε με το μπουζούκι τις εμπνεύσεις του, που έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του. Κατέγραψε με τον πιο μελωδικό τρόπο, με τα πιο όμορφα λόγια και ρυθμούς τις καλές και τις άσχημες στιγμές της ζωής μας. Ανέστησε με το τραγούδι του το λαϊκό αίσθημα. Ήταν ο αληθινός ζωγράφος της λαϊκής μουσικής. Όσο θα υπάρχει Ελλάδα θα υπάρχει και το έργο του Τσιτσάνη.
|> Πάνος Γεραμάνης, 28-Δεκ-1999 «Βασίλης Τσιτσάνης, Ο ζωγράφος της λαϊκής μουσικής»
«Τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια | τα μάτια που έχουν τόση γλύκα | σ’ το λέω καθαρά, άλλα δε βρήκα | χωρίς εσένα δε θέλω ούτε παλάτια | για μένα ο κόσμος είναι τα δυο σου μάτια…».
Αυτό το τραγούδι συνδέεται με την αρχή μιας μουσικής ιστορίας, που έμελλε να γράψουν από κοινού για πολλά χρόνια ο Βασίλης Τσιτσάνης και η Σωτηρία Μπέλλου.
Ήταν η βραδιά, που ο Βασίλης Τσιτσάνης με παρότρυνση του Κίμωνα Καπετανάκη πηγαίνει στην ταβέρνα που τραγουδούσε η Σωτηρία, προκειμένου ν’ ακούσει με τα ίδια του αυτιά αυτή τη σπουδαία γυναικεία φωνή.
«Αυτό ήταν το τραγούδι που με άκουσε ο Τσιτσάνης», αναφέρει η ίδια η Μπέλλου στη βιογραφία της «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες», που υπογράφει η Σοφία Αδαμίδου, («Νέα Σύνορα — Λιβάνης»).
«Ε, αυτό ήταν. Δώσαμε ραντεβού και οι τρεις στου Καπετανάκη το σπίτι. Έχει το μπουζούκι μαζί του ο Βασίλης και αρχίζει να παίζει διάφορα τραγούδια από διαφορετικούς τόνους, για να βρει το δικό μου τόνο. Ετσι, λοιπόν, έφτιαξε ένα δίσκο για μένα ο Βασίλης με δύο τραγούδια, το “Όταν πίνεις στην ταβέρνα” με στίχους του Τσιτσάνη και “Το παιδί που είχες φίλο” με στίχους του Καπετανάκη».
Η φωνοληψία έγινε στην Κολούμπια ‑ήταν τότε στην οδό Λυκούργου, αναφέρει η Σ. Μπέλλου, τότε είχαν μόνο μια τραγουδίστρια, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, μια πολύ μεγάλη τραγουδίστρια, μου άρεσε πολύ εμένα. Οταν βγήκε ο πρώτος μου δίσκος έγινε χαλασμός. Μεγάλη επιτυχία. Ηταν τέλη του 1947»…
Ο εμφύλιος
Ο πόλεμος τελειώνει. Η κορύφωση της ταξικής πάλης πραγματώνεται με τον εμφύλιο, που επιβλήθηκε από το ντόπιο αντιδραστικό αστικό καθεστώς σε συμμαχία με τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, αφού δεν μπορούσε διαφορετικά να εδραιωθεί η αστική εξουσία.
Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ’ άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ’ αυτήν την περίοδο.
Η δράση του ΔΣΕ αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Το αστικό κράτος γνώρισε τον πιο μεγάλο μέχρι σήμερα κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή του.
Πάνω στις συνθήκες των συλλήψεων, βασανιστηρίων, φυλακίσεων και εξοριών, ο Απόστολος Καλδάρας αφηγείται: «Ήταν λίγο μετά τη Γερμανική Κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ημουν τότε στη Θεσσαλονίκη. Κι ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων…». Ετσι γράφτηκε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», τραγούδι του οποίου οι πρωτότυποι στίχοι δεν είναι ευρέως γνωστοί, μιας και ο Καλδάρας αυτολογοκρίθηκε για να περάσει την επίσημη λογοκρισία.
Αντίθετα από τον Καλδάρα, ο Βασίλης Τσιτσάνης αρνήθηκε την αυτολογοκρισία. Προτιμούσε να «περνάει» τα τραγούδια του με άλλους τρόπους, χρησιμοποιώντας κρυπτογράφηση και αλληγορία, εμφανίζοντάς τα σαν ερωτικά, παρασιωπώντας ορισμένες λέξεις ή προσθέτοντας άλλες παραπλανητικές. Ενα τέτοιο τραγούδι είναι το «Για μια κόρη ξελογιάστρα», όπου κρυπτογραφεί το πολιτικό του θέμα και το μετατρέπει σε ερωτικό. «Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα | σ’ ένα γλέντι φοβερό, | για μια κόρη ξελογιάστρα | κι αν χαθεί, πού θα βρω;… Μου την άρπαξε η μοίρα | μια βραδιά στο χαλασμό |
Θα τη βρω και θα την πάρω, | το’ χω βάλει πια σκοπό».
Ο ίδιος «αποκρυπτογραφεί»: «Το τραγούδι αυτό φαίνεται να εκφράζει τον ψυχικό σπαραγμό μιας τραγικής εποχής. Είναι από εκείνα που έβαλα αλληγορικά λόγια, για να μπορέσει να περάσει απ’ τη λογοκρισία. Σ’ αυτό που μιλάω για μια κόρη ξελογιάστρα εννοώ την πατρίδα μας…».
Αντιμέτωποι με τη λογοκρισία
Προς το τέλος του 1948 ο ΔΣΕ έχει μια σειρά επιτυχίες που δίνουν θάρρος το λαό. Αυτά περιγράφει «κρυπτογραφημένα» στο τραγούδι «Κάνε λιγάκι υπομονή» ο Βασίλης Τσιτσάνης.
Προτρέπει το λαό να κάνει υπομονή και δε θα αργήσει να έρθει η νίκη, η χαραυγή.
Το τραγούδι του Τσιτσάνη «Κάποια μάνα αναστενάζει», παρόλο που προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από την αλληγορία του, δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη λογοκρισία. Απαγορεύτηκε η εκτέλεσή του διότι, όπως ανέφερε το κείμενο της αστυνομικής ανακοίνωσης: «Εχει αλληγορικήν σημασίαν εξ ου δύνανται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις, επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως».
Μάλιστα, στη Μακρόνησο οι Αλφαμίτες (Αστυνομία Μονάδος) διέλυαν βίαια τις παρέες των εξόριστων φαντάρων, που τραγουδούσαν αυτό το τραγούδι: «Κάποια μάνα αναστενάζει | μέρα νύχτα ανησυχεί | το παιδί της περιμένει | που έχει χρόνια να το δει…».
Μετά το τέλος του Εμφυλίου στα νησιά και τους άλλους τόπους εξορίας, στις φυλακές, στα κρατητήρια βρίσκονταν χιλιάδες αγωνιστές –με τα βουνά ακόμη φορτισμένα με συγκεκριμένο σημειολογικό χαρακτήρα, σύμβολο της Αντίστασης και των ανταρτών, οι συμβολισμοί παραμένουν και ο Βασίλης Τσιτσάνης, γράφει: «Γλυκοχαράζουν τα βουνά μα εγώ τα βλέπω σκοτεινά».
Τραγουδώντας την ταξική πάλη
Το 1951 ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει το τραγούδι «Της κοινωνίας η διαφορά» που περιγράφει την ταξική πάλη. Οι στίχοι του τραγουδιού αποτυπώνουν πολλές πλευρές της ταξικότητας της ελληνικής κοινωνίας: «Δυο δρόμοι τη χωρίζουνε | την κοινωνία τούτη | και φέρνουν μαύρη συμφορά | η φτώχεια και τα πλούτη.
Της κοινωνίας η διαφορά | φέρνει στον κόσμο μεγάλη συμφορά.
Εχει η ζωή γυρίσματα | έχει και μονοπάτια | γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα | και χτίζονται παλάτια».
Ο μεγάλος πληθωρισμός, οι χαμηλοί μισθοί, η βαριά και ασήκωτη έμμεση φορολογία, η ανεργία, ο υποσιτισμός και η αθλιότητα προκάλεσαν ένα κύμα απεργιών από τα τέλη του 1949, ολόκληρο το 1950 και τα επόμενα χρόνια.
Οι εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, υπάλληλοι, αγρότες, μαθητές και φοιτητές απεργούσαν για καλύτερες συνθήκες ζωής ή κατέβαιναν σε απεργίες αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Το ΚΚΕ διακήρυττε: «Πιο ψηλά τη σημαία της πάλης για ψωμί, δουλειά, λευτεριά, ειρήνη, για την ταξική, συνδικαλιστική ενότητα της εργατικής τάξης».
Μέσα σ’ αυτήν την πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε και κυκλοφόρησε σε δίσκο τις «Φάμπρικες», ένα τραγούδι της περήφανης εργατικής τάξης, που αποτέλεσε υπόδειγμα για επόμενες προσπάθειες να γραφτούν ανάλογα τραγούδια: «Σφυρίζει η φάμπρικα μόλις χαράζει | οι εργάτες τρέχουν για τη δουλειά | για να δουλέψουνε όλη τη μέρα | Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!».
Βασικό χαρακτηριστικό της 10ετίας του ’50 ήταν η μαζική και χρόνια ανεργία και υποαπασχόληση ‑η ΓΣΕΕ πια εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της εργοδοσίας και όχι των εργαζομένων.
Οι διώξεις αγωνιστών συνεχίστηκαν τόσο στις δεκαετίες ’50 και ’60, όσο και μέσα στη δικτατορία. Λίγο μετά τη δικτατορία, κυκλοφόρησε το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Της γερακίνας γιος», εμπνευσμένο από τα βασανιστήρια που γίνονταν στη ΕΣΑ:
«Μα εγώ δε ζω γονατιστός, | είμαι της γερακίνας γιος |Τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές | εγώ αντέχω τις φωτιές | Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις».
«Το εργατικό τραγούδι είναι μια δυναμική έκφραση του λαού μας και είναι φορτισμένο με το συναίσθημα. Η μουσική παράδοση είναι για το λαό στοιχείο της πολιτιστικής συνέχειάς του.
[…]
Η ελευθερία έκφρασης που έχει το τραγούδι, η δυνατότητα να ιστορίσει και ταυτόχρονα να καταγράψει ή να κρίνει ένα ιστορικό γεγονός, μαζί με τις αποχρώσεις των συναισθημάτων που προκαλεί ο μουσικός ρυθμός, επιτρέπει να μας μεταφέρει την “περιρρέουσα ατμόσφαιρα” κάθε εποχής κοινωνικών αγώνων.
[…] Το κριτήριο του λαού μας είναι αυτό που καταγράφει στη συλλογική μνήμη, αναπαράγει και διαδίδει το μουσικό πλούτο των Ελλήνων δημιουργών […].
Τα τραγούδια αντανακλούν με αντιφάσεις και αντιθέσεις, άλλοτε ορθά και άλλοτε στρεβλά, την κατάσταση των εργαζόμενων στρωμάτων και πολλά από αυτά αξιοποιήθηκαν στους αγώνες του λαού μας σαν στοιχείο αντίστασης και σαν μέσο πάλης».
(απόσπασμα από τον πρόλογο του Γιώργου Μαυρίκου στο Λεύκωμα «Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά»)
Τα τραγούδια του Β. Τσιτσάνη «θα μας δίνουν το μέτρο, το φως, την ευγένεια και το ήθος της μεγάλης ψυχής του λαού μας» Τα τραγούδια του Β. Τσιτσάνη «θα μας δίνουν το μέτρο, το φως, την ευγένεια και το ήθος της μεγάλης ψυχής του λαού μας»
Αθάνατος, χάρη στα τραγούδια του
Τα τραγούδια του Β. Τσιτσάνη «θα μας δίνουν το μέτρο, το φως, την ευγένεια και το ήθος της μεγάλης ψυχής του λαού μας»
Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους, που ο φυσικός τους θάνατος δε βάζει τέλος στην ύπαρξή τους.
Κι όμως ο Βασίλης Τσιτσάνης «ζει και βασιλεύει» στην καθημερινότητά μας.
Τα τραγούδια του είναι και θα είναι στο στόμα ολωνών μας. Είτε στη θλίψη, στον καημό, στον πόνο και στο άχτι μας, είτε στον έρωτα, στο κέφι, στο γλέντι, στη χαρά μας.
«Οταν έφτιαχνα ένα τραγούδι, ζούσα δυο ζωές. Μια όταν το έγραφα και μια όταν το έπαιζα στον κόσμο», έλεγε ο Τσιτσάνης.
Ετσι και κάθε ρωμιός — σήμερα και για πάντα — όποτε λέει ένα τραγούδι του είναι σαν να «ζει» δυο ζωές.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης διηγείται για τη ζωή τους στο Τάγμα Τηλεγραφητών: «Οταν πήγα εγώ στο Τάγμα, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά όμως ο επιλοχίας τού έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα, που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά τον ρωτάει ο λοχαγός:
“Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;”. Κι αυτός με χιούμορ και ετοιμόλογος του απαντά:
“Ασυρματιστής δεν είμαι κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει”».
Το 1939, με άδειες του στρατού κατεβαίνει συχνά στην Αθήνα και ηχογραφεί τραγούδια του. Στη Θεσσαλονίκη, νοικιάζει ένα δωματιάκι στην οδό Στρωμνίτσης 20, στο Ντεπό.
Γείτονάς του, είναι ο έφηβος τότε, Γιώργος Φαρσακίδης, ο οποίος θυμάται ότι κοντά στη γειτονιά ήταν το Τάγμα Τηλεγραφητών.
Οτι τις Κυριακές «τα φαντάρια τρώγανε πατάτες με κρέας» κι ότι μέχρι να γίνει το φαγητό, «παίζανε ποδόσφαιρο στο γήπεδο. Πολλές φορές είδα τον Τσιτσάνη πάνω στις κερκίδες, ανάμεσα στους αξιωματικούς, να παίζει το μπουζούκι και να τραγουδά μαζί τους. Εμείς, τα μαγκάκια της γειτονιάς, όταν βλέπαμε τον Τσιτσάνη με το μπουζούκι, δίναμε σύρμα και στους άλλους και τρέχαμε ν’ ακούσουμε τον φαντάρο που, όπως λέγαμε, τραγουδούσε στα γραμμόφωνα».
Τα τραγούδια για το ΕΑΜ
«Ο Τσιτσάνης δεν είχε στόφα ήρωα. Τις ηρωικές πράξεις τις θαύμαζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη έγραψε δυο τραγούδια — ύμνους για την αντίσταση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου κάπου τα παίζανε στο μαγαζί. Αλλοι λένε πως ήταν παραγγελία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίεσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρικάλων, τον Ιούνιο του 1943», σημειώνει ο Σώτος Αλεξίου στο βιβλίο του «Ο ξακουστός Τσιτσάνης» (εκδόσεις «Κοχλίας») και παραθέτει γραπτή μαρτυρία του Τσιτσάνη: «Τραγούδια, όπως λένε “αντιστασιακά ” έγιναν στα βουνά. Εγώ έχω γράψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι μαρς. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά, πριν την απελευθέρωση και τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλω».
Ο στενός φίλος και συνεργάτης του συνθέτη, Αντρέας Σαμαράς, διηγείται: «Πολλές φορές διάφοροι φίλοι του Βασίλη του κάνανε πρόταση να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Ηταν όμως διστακτικός, δεν το αποφάσιζε.
Κάποια φορά, άνοιξη του ’44, ήρθε απεσταλμένος από την επιτροπή του ΕΑΜ Επανωμής και τον κάλεσε να τους επισκεφθεί για να μιλήσουνε.
Ο Βασίλης αφού το σκέφθηκε πολύ του λέει: “Να τους πεις πως θά ‘ρθω σε λίγες μέρες”. Πράγματι σε κάνα δυο μέρες πήγαμε. Εγώ, ο Βασίλης και η Ζωή. Μας υποδέχτηκαν τα μέλη της επιτροπής του ΕΑΜ. Είχανε πανηγύρι, γιορτές, θέατρο, Καραγκιόζη, σε ένα πάλκο στην πλατεία έπαιζαν τα κλαρίνα και χόρευαν. Εκεί ζούσαν ελεύθεροι. Ολοι ήταν αρματωμένοι. Μας συμπεριφέρθηκαν με μεγάλο σεβασμό. Πολλοί ήξεραν τον Βασίλη και τον παρακάλεσαν να τους παίξει τραγούδια του. Εκεί έγραψε και τα δυο τραγούδια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαιζε συνέχεια και τα μάθανε και οι κλαρινιτζήδες και τα παίζανε μαζί. Ολοι ήταν ξετρελαμένοι με τον Τσιτσάνη. Εγώ ύστερα από τρεις τέσσερις μέρες έφυγα, γιατί έπρεπε να κοιτάξω και το μαγαζί. Ο Βασίλης και η Ζωή ήρθαν ύστερα από μερικές μέρες. Αποφασίστηκε να μείνει έξω από το ΕΑΜ και να το βοηθάει όποτε υπήρχε ανάγκη. Ετσι κι έγινε. Πολλοί βρήκαν καταφύγιο στο “Ουζερί” για μια δυο μέρες».
Με την απελευθέρωση «ανάσανε» όχι μόνο ο λαός αλλά και οι δημιουργοί της λαϊκής μουσικής.
Στην εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», οργάνου του Γραφείου της ΚΟ Περιοχής Μακεδονίας του ΚΚΕ, στις 12 Μάη του 1945 αναγγέλλεται: «Από σήμερα Σάββατο στην ταβέρνα “Τ’ Αμπέλι” παίζει ο Τσιτσάνης». Η χαρά της λευτεριάς δεν κράτησε, δυστυχώς, πολύ.
Οι ταγματαλήτες ξανακάνανε την τρομοκρατική εμφάνισή τους και στα λαϊκά μουσικομάγαζα της Θεσσαλονίκης.
Το 1946 ο Τσιτσάνης αποφασίζει να κατεβεί, οριστικά, στην Αθήνα. Είναι, άλλωστε, ξακουστός. Αλλά και της Αθήνας τα μαγαζιά δεν τα αφήνουν σε ησυχία τα — πληρωμένα τώρα από την αγγλοκρατία και «εθνικόφρονα» — αποβράσματα.
Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο που έγινε ένα βράδυ του 1949, στο μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού», όπου έπαιζαν ο Τσιτσάνης με τη Σωτηρία Μπέλλου. Στο μαγαζί, βρίσκονται οι διαβόητοι Χίτες αδελφοί, Κατελαναίοι. Επιδείχνοντας τα όπλα τους, θορυβούν και ειρωνεύονται τη Σωτηρία Μπέλλου, την ώρα που τραγουδά. Εκείνη αντιδρά. Της φωνάζουν «Πες, μωρή παλιοκομμούνι το τραγούδι “Του αϊτού ο γιος”». Αντ’ αυτού η πρώην αντάρτισσα του ΕΛΑΣ, απαντά δεν το ξέρω! και αρχίζει να λέει το τραγούδι του Τσιτσάνη, γραμμένο το 1947, «Κάποια μάνα αναστενάζει» (και στη στροφή που το τραγούδι λέει «ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη μαύρη ξενιτιά» το παραφράζει «ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη μαύρη Ικαριά»).
Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Εκείνη δεν το έβαζε κάτω. Οι Χίτες την έβρισαν ελεεινά, τη χτύπησαν, της κουρέλιασαν τα ρούχα και αιμόφυρτη την πέταξαν στο πάτωμα της τουαλέτας. Η Μπέλλου έφυγε αιμόφυρτη. Κι ο Τζίμης είπε στην κομπανία «κοιτάξτε να βρείτε γυναίκα. Μου το είπαν καθαρά πως αν δε φύγει το κομμούνι θα μου το κάψουν το μαγαζί».
Απόσπασμα από αφιέρωμα της Αριστούλας Ελληνούδη Ριζοσπάστης 18 Γενάρη 2004
Σ΄Ανατολή και Δύση
Συχνά αναφέρεται πως ο Τσιτσάνης πραγματοποίησε μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία (κι έτσι προσέγγισε τις ευρύτερες μάζες). Αυτό αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο, που ξεφεύγει από τα όρια αυτό του αφιερώματος ‑αλλά συχνά δημιουργεί παρανοήσεις.
Το σίγουρο είναι πως μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε «κολλημένος» στο γνήσιο λαϊκό, βρέθηκε στην αντίπερα όχθη τους must καθωσπρεπισμού (αυτούς που ο Μίκης ονόμασε χλευαστικά – ειρωνικά οπαδούς «ρεμπετοταγκό»).
Είναι ο δημιουργός που κατάφερε να ενώσει αντίρροπους δρόμους, δημιουργώντας φόρμες που ξεπερνούσαν τις νότες και έγινε μια ολόκληρη φιλοσοφία, μια νέα μουσική θέαση των πραγμάτων.
Αν για τους παλαιούς ρεμπέτες ο καημός των αναγκεμένων, των περιθωριακών, των παριών της κοινωνίας μπορούσε να βρει σώμα και ψυχή μέσα από στίχους ατόφιους, σκληρούς, στίχους ανεπεξέργαστης μαγείας που συχνά δεν μπορούσαν να κατανοηθούν ή να τραγουδηθούν από τον απλό κόσμο, ο Τσιτσάνης ήταν εκείνος που απενοχοποίησε το μπουζούκι, το έβαλε και στα σαλόνια, του έδωσε μεσοαστική υπόσταση –χωρίς ο ίδιος να υποχωρήσει
Όπως έγραψε κάποιο site «στο διαρκές υπαρξιακό δίλημμα της φυλής «Ανατολή ή Δύση», η απάντηση μπορεί να είναι αυτή: Βασίλης Τσιτσάνης» …
Η μετεξέλιξη είναι ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Χιώτης, ακόμη και το ελαφρολαϊκό.
Δίχως την παρουσία του Τσιτσάνη που στάθηκε ως πέτρα πάνω στην οποία χτίστηκε το νέο λαϊκό τραγούδι, αυτό που αποζητούσε η πολιτικοκοινωνική εξέλιξη (των μικροαστών συμπεριλαμβανομένων), πολλοί από τους μεταγενέστερους δεν θα είχαν προχωρήσει στη δημιουργία ενός νέου ελληνικού ήχου.
- «Ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική ζωντανή απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό» (Γιάννης Τσαρούχης)
Ναι, η Ελλάδα νοηματοδοτήθηκε μουσικά από τον Τσιτσάνη. Πάνω στις δικές του γραμμές ακολούθησαν οι επόμενοι. Σχεδόν όλων η βασική αναφορά είναι αυτός. - «Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ», θα πει ο Μάνος Χατζιδάκις, που έμπλεος σεβασμού, θα σημειώσει με επίταση την δομική σχέση του Τσιτσάνη με τον λαϊκό πολιτισμό, αλλά και με τη δυτική μουσική.
«Λίγο πριν απ’ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το “Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω”. Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός ‑μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον “Ερωτόκριτο”» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο “Ματωμέvο Γάμο” του Λόρκα. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς». - Ο Θεοδωράκης είχε πει για τον Τσιτσάνη: «Θέλω να λογαριάζομαι σαν ένας ταπεινός μαθητής του Βασίλη Τσιτσάνη». Ο Γιάννης Τσαρούχης, με τη γνωστή ικανότητά του να συμπυκνώνει νοήματα σε μια μόνο φράση, θα πει αυτό που είναι μια εδραία πραγματικότητα: «Ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική ζωντανή απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό».
15 Φλεβάρη του 1980, δύο και μισή τα ξημερώματα, στο «Χάραμα». Αφού έχουν φύγει και οι τελευταίοι πελάτες και τα γκαρσόνια κρέμασαν τις ποδιές τους, στην κουζίνα του μαγαζιού ξεκινάει για λογαριασμό της UNESCO μια ιστορική «ζωντανή» ηχογράφηση. Ο Βασίλης Τσιτσάνης με τη συνοδεία των Γ. Δέδε (στην κιθάρα), Μ. Μαλλίδη (στον μπαγλαμά) και Ε. Γεράνη (τραγούδι), ηχογραφεί με κέφι και με τον παλιό αυθεντικό τρόπο («με τη μία», χωρίς διακοπές και επαναλήψεις και χωρίς τη «βοήθεια» της τεχνολογίας) τραγούδια, σόλο και ταξίμια, και παράλληλα υπογράφει μια ακόμα λαμπρή σελίδα του στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού.
Για να συμπληρωθεί το απαραίτητο υλικό για την κυκλοφορία δύο δίσκων 33 στροφών, η ηχογράφηση συνεχίζεται μετά από τρεις μέρες στο σπίτι του στενού φίλου του Τσιτσάνη, Βασίλη Ορφανού. Όταν ό,τι είχε προγραμματιστεί τελειώνει και οι περισσότεροι από τους συνεργάτες του φεύγουν για τα σπίτια τους, ο μεγάλος Τσιτσάνης ξαναπιάνει το μπουζούκι.
«Και τι δεν έπαιξε εκείνες τις ώρες που τελικά κατέληξαν έξω από κάθε προγραμματισμό. Ο μουσικολόγος, η UNESCO, το σχέδιο ηχογράφησης είχαν χάσει πια κάθε έννοια. Υπήρχε μόνο ο Τσιτσάνης με το μπουζούκι του…», θα γράψει ο Β. Ορφανός σε σημείωμά του που συνόδευε την κυκλοφορία του διπλού αυτού σπάνιου σε μέγεθος και αξία δίσκου. Για να καταλήξει: «Οι δίσκοι αυτοί είναι ένα μοναδικό ντοκουμέντο. Είναι ένα κομμάτι αληθινής λαϊκής μουσικής του τόπου μας βγαλμένο από την καρδιά και την έμπνευση ενός γνήσιου καλλιτέχνη που για χρόνια τώρα την υπηρετεί. Είναι μια δημιουργία του αυθεντικού Τσιτσάνη με όλο το μεγαλείο και την εκφραστικότητά του».
Εκδόσεις –μερικές από τις 10άδες
- Μουσικές Βασίλης Τσιτσάνης: Η ΖΩΗ ΜΟΥ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΟΥ — ΧΑΤΖΗΔΟΥΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Εκδότης: ΝΕΦΕΛΗ
- ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, Τεύχος 55, ΙΑΝ-ΜΑΡΤ 2015 Βασίλης Τσιτσάνης, 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ
- Βασίλης Τσιτσάνης Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΝΟΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ &
Βασίλης Τσιτσάνης Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, 1915 – 1984 (ΑΛΕΞΙΟΥ ΣΩΤΟΣ Εκδότης: ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ) - Βασίλης Τσιτσάνης (ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ) ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ — ΛΟΥΛΕ ΝΙΤΣΑ Εκδότης: ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΜΑΝΙΑΤΕΑΣ
- Ο Βασίλης Τσιτσάνης ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ (1932–1946) ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ — ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΝΤΙΝΟΣ
- Βασίλης Τσιτσάνης, ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ 1915–2005 (Περιέχει 4CD) Εκδότης: FM RECORDS
- Βασίλης Τσιτσάνης ΑΠΑΝΤΑ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Εκδότης: ΙΔΙΩΤΙΚΗ
- Βασίλης Τσιτσάνης — 1946 ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ (Μέρος | & ||) ΑΘΑΝΑΣΑΚΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ Εκδότης: ΙΔΙΩΤΙΚΗ
- Βασίλης Τσιτσάνης ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΗΣ ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ — Α’ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΤΣΙΤΣΑΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ (ΠΡΑΚΤΙΚΑ) Εκδότης: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
- Βασίλης Τσιτσάνης Ο ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ του Διονύση Μανιάτης
Δείτε και (αρχείο ΕΡΤ)
Η Παρέα του Τσιτσάνη, ερμηνεύει μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια του μεγάλου συνθέτη, χαρίζοντας χαρά και κέφι «στους απόκληρους της ζωής».
Η εκπομπή «ΣΑΝ ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ» της Πόπης Τσαπανίδου σε πολιτικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά θέματα της επικαιρότητας με αφορμή μια φωτογραφία, φιλοξενεί ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν σε αυτά: Αφιέρωμα στον ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
Σειρά «Απόντες» του Λευτέρη Παπαδόπουλου:
Βασίλης Τσιτσάνης <|1|> & <|2|>