Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στον Πηνειό ζούσαν κάποτε ελέφαντες, ιπποπόταμοι και ρινόκεροι

Ένα από τα πράγ­μα­τα που σίγου­ρα φαί­νο­νται αρκε­τά παρά­ξε­να για τον σύγ­χρο­νο Έλλη­να είναι να δει στην ύπαι­θρο ελέ­φα­ντες, λιο­ντά­ρια, άλο­γα, βίσω­νες, ιππο­πό­τα­μους, ύαι­νες κλπ.

Το γεγο­νός όμως αυτό, δεν ήταν πάντα έτσι, καθώς σύμ­φω­να με όσα έχουν κατα­γρα­φεί από τις επι­στη­μο­νι­κές έρευ­νες ακό­μη και στην περιο­χή της Θεσ­σα­λί­ας, και ειδι­κά γύρω από τον Πηνειό ποτα­μό, κάπο­τε ζού­σαν άγρια θηλα­στι­κά ζώα που σήμε­ρα εντο­πί­ζο­νται στην Αφρι­κή και στην Ασία.

Όπως κατα­γρά­φε­ται σε μια σημα­ντι­κή μελέ­τη του γεω­λό­γου-παλαιο­ντο­λό­γου δρ Αθ. Αθα­να­σί­ου με τίτλο «Ο παλαιο­λι­θι­κός κόσμος του Πηνειού» αλλά και λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη τα ευρή­μα­τα στην κοι­λά­δα του ποτα­μού Πηνειού, έχουν απο­κα­λυ­φθεί κατά τα τελευ­ταία 50 χρό­νια πολυά­ριθ­μα σκε­λε­τι­κά στοι­χεία θηλα­στι­κών ηλι­κί­ας της τάξε­ως των 30.000 ‑45.000 ετών.

Στη μελέ­τη ανα­φέ­ρε­ται μετα­ξύ άλλων ότι τα απο­λι­θω­μέ­να θηλα­στι­κά που έχουν προσ­διο­ρι­στεί μέχρι σήμε­ρα στην κοι­λά­δα του Πηνειού είναι:

  • ελέ­φα­ντας (Elephas antiquus)
  • ταύ­ρος (Bos primigenius)
  • βού­βα­λος (Bubalus cf. arnee)
  • αίγα­γρος (Capra ibex)
  • αντι­λό­πη σάι­γκα (Saiga tatarica)
  • ρινό­κε­ρος (Stephanorhinus hemitoechus)
  • ίπποι (Equus ferus και Equus hydruntinus)
  • ιππο­πό­τα­μος (Hippopotamus sp.)
  • μεγα­λό­κε­ρος (Megaloceros sp.)
  • ελά­φι (Cervus sp.)
  • πλα­τό­νι (Dama sp.)
  • ζαρ­κά­δι (Capreolus capreolus)

Σύμ­φω­να με την έρευ­να, η καλύ­τε­ρα ερευ­νη­μέ­νη και η πιο πλού­σια σε απο­λι­θώ­μα­τα περιο­χή της κοι­λά­δας του Πηνειού είναι το τμή­μα δυτι­κά της Λάρι­σας, μέχρι τα Στε­νά του Καλα­μα­κί­ου (Αμυ­γδα­λιά), όπου συστη­μα­τι­κές έρευ­νες έχουν απο­κα­λύ­ψει πολυά­ριθ­μα σκε­λε­τι­κά λεί­ψα­να ζώων του Ανω­τέ­ρου Πλει­στο­καί­νου, καθώς και ανθρω­πο­γε­νή κατά­λοι­πα της Μέσης Παλαιο­λι­θι­κής εποχής.

Πρέ­πει να σημειω­θεί πως η ανα­κά­λυ­ψη και η πρώ­τη συλ­λο­γή υλι­κού στην περιο­χή του Πηνειού έγι­νε το 1958 κατά τη διάρ­κεια γερ­μα­νι­κής αρχαιο­λο­γι­κής αποστολής.
Κατά τις επό­με­νες δεκα­ε­τί­ες, ανα­φέ­ρει ο κ. Αθα­να­σί­ου στην έρευ­να του, έχουν γίνει αρκε­τές συλ­λο­γές απο­λι­θω­μά­των σε περιό­δους χαμη­λής στάθ­μης του ποτα­μού, και έχουν συγκε­ντρω­θεί περισ­σό­τε­ρα από δια­κό­σια απο­λι­θώ­μα­τα μεγά­λων θηλαστικών.

Αξί­ζει να σημειω­θεί ότι, τα περισ­σό­τε­ρα ευρή­μα­τα που έχουν απο­κα­λυ­φθεί στον Πηνειό, βρί­σκο­νται σε χώρο του Πανε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λί­ας — Ιατρι­κή Σχο­λή, ενώ ορι­σμέ­να από αυτά βρί­σκο­νται και στο Δια­χρο­νι­κό Μου­σείο της Λάρι­σας (ένας χαυ­λιό­δο­ντας ελέ­φα­ντα, κέρα­τα από άγριο βόδι, αλλά και ένα κρα­νίο από ένα ελάφι).

Ο ελέφαντας (Elephas antiquus)

Σύμ­φω­να με την επι­στη­μο­νι­κή έρευ­να, πρό­κει­ται για ένα είδος ελέ­φα­ντα που εντο­πί­στη­κε πως ζού­σε στην περιο­χή του Πηνειού. Είναι πολύ κοι­νό είδος στο Μέσο και Ανώ­τε­ρο Πλει­στό­και­νο της Ευρώ­πης. Επει­δή τα οστά και τα δόντια του είναι μεγά­λου μεγέ­θους και πολύ ανθε­κτι­κά, δια­τη­ρού­νται καλύ­τε­ρα ως απο­λι­θώ­μα­τα συγκρι­τι­κά με τα λεί­ψα­να πιο μικρό­σω­μων ζώων.

Συγ­γε­νής του σημε­ρι­νού ινδι­κού ελέ­φα­ντα, ήταν σημα­ντι­κά μεγα­λύ­τε­ρος από αυτόν: ορι­σμέ­να αρσε­νι­κά άτο­μα ίσως έφτα­ναν σε ύψος τα 4 μ. και το βάρος τους ξεπερ­νού­σε τους 10 τόνους. Ωστό­σο τα θηλυ­κά, αλλά και κάποια αρσε­νι­κά άτο­μα, ήταν σαφώς μικρό­τε­ρα (οι ελέ­φα­ντες εμφα­νί­ζουν μεγά­λες απο­κλί­σεις μεγέ­θους, ιδί­ως μετα­ξύ των δύο φύλων).

Το ογκώ­δες κρα­νίο έφε­ρε δύο μεγά­λου μήκους και σχε­τι­κά ευθείς χαυ­λιό­δο­ντες. Στην Ελλά­δα είναι γνω­στός από του­λά­χι­στον είκο­σι θέσεις.

Μεγάλα βοοειδή

Στην κοι­λά­δα του Πηνειού φαί­νε­ται πως ζού­σαν κάπο­τε μεγά­λα βοοει­δή του είδους Bos primigenius. Είναι πολύ μεγα­λό­σω­μο και πολύ εύρω­στο είδος ταύ­ρου, με μεγά­λα κέρα­τα που στρέ­φο­νταν προς το πλάι και προς τα εμπρός, ανα­φέ­ρει ο κ. Αθα­να­σί­ου στην έρευ­νά του.

Το ύψος στους ώμους των αρσε­νι­κών ατό­μων έφθα­νε τα 1,65 ‑1,85 μ, αν και ορι­σμέ­να ίσως ξεπερ­νού­σαν τα 2μ. Τα θηλυ­κά ήταν 20 ‑25% μικρότερα.

Κατά το Μέσο και Ανώ­τε­ρο Πλει­στό­και­νο οι ταύ­ροι αυτοί είχαν εξα­πλω­θεί σε ολό­κλη­ρη την Ευρα­σία και τη Β. Αφρι­κή. Κατά το Ολό­και­νο οι πλη­θυ­σμοί τους παρου­σί­α­σαν μεγά­λη κάμ­ψη λόγω του εντα­τι­κού κυνη­γιού και απώ­λειας βοσκο­τό­πων. Το τελευ­ταίο άτο­μο του είδους πέθα­νε στην Πολω­νία το 1627.

Τα μικρά βοοειδή: αίγαγρος των Άλπεων και σάιγκα

Ο αίγα­γρος Capra ibex είναι ορε­σί­βιο θηλα­στι­κό, ικα­νό να αναρ­ρι­χη­θεί στα πιο από­κρη­μνα υψώ­μα­τα. Ο φυσι­κός του χώρος περιο­ρί­ζε­ται σήμε­ρα στις Άλπεις, σε υψό­με­τρο άνω των 1500μ, κατά το παρελ­θόν όμως ήταν κοι­νό σε όλα τα ορει­νά οικο­συ­στή­μα­τα της Ευρώ­πης. Τα αρσε­νι­κά είναι πολύ μεγα­λύ­τε­ρα από τα θηλυ­κά (έχουν σχε­δόν το διπλά­σιο βάρος) και έχουν πολύ μακρύ­τε­ρα κέρατα.

Το ύψος στους ώμους των αρσε­νι­κών φθά­νει μέχρι 1 μ, το μήκος του σώμα­τος τα 1,60 μ και το βάρος μπο­ρεί να ξεπε­ρά­σει τα 100 κιλά. Τα πλει­στο­και­νι­κά άτο­μα του είδους ήταν ελα­φρώς μεγαλύτερα.

Η σάι­γκα (Saiga tatarica) είναι μια αντι­λό­πη που ζει σήμε­ρα στις ψυχρές στέ­πες της Κεντρι­κής Ασί­ας. Μέχρι πριν από δύο αιώ­νες η γεω­γρα­φι­κή της εξά­πλω­ση έφτα­νε όμως μέχρι την Κεντρι­κή Ευρώ­πη, όπου ζού­σε στις στέ­πες και τα αραιά δάση.

«Το μήκος της φτά­νει τα 1,45 μ και το ύψος της τα 80 εκατ. Χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από την ογκώ­δη μύτη της, η οποία σχη­μα­τί­ζει μικρή προ­βο­σκί­δα. Μόνο τα αρσε­νι­κά άτο­μα φέρουν κέρα­τα. Σε αυτό το είδος απο­δί­δε­ται από Γερ­μα­νούς ερευ­νη­τές μία κάτω γνά­θος που βρέ­θη­κε στην κοι­λά­δα του Πηνειού το 1958», ανα­φέ­ρε­ται στην έρευνα.

Ο ρινόκερος

Ανα­φο­ρι­κά με τον ρινό­κε­ρο, στη μελέ­τη ανα­φέ­ρε­ται μετα­ξύ άλλων, ότι κατά τη διάρ­κεια του Πλει­στο­καί­νου (δηλ. γεω­λο­γι­κή περί­ο­δος από το 2.588.000 π.Χ. ως το 11.700 π.Χ) υπήρ­ξαν του­λά­χι­στον τέσ­σε­ρα είδη, τα οποία εντάσ­σο­νται στα γένη Stephanorhinus και Coelodonta. Το γένος Stephanorhinus είναι στε­νός συγ­γε­νής του σημε­ρι­νού δασό­βιου ρινό­κε­ρου της Σου­μά­τρας Dicerorhinus sumatrensis. Στο Coelodonta ανή­κει ο τρι­χω­τός ρινό­κε­ρος που έζη­σε κατά τις παγε­τώ­δεις επο­χές μαζί με τα μαμούθ. Οι πλει­στο­και­νι­κοί ρινό­κε­ροι της Ευρώ­πης έφε­ραν δύο ρινι­κά κέρα­τα και ήταν μεσαί­ου ‑μεγά­λου μεγέθους.

Στην πανί­δα του Πηνειού αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται πιθα­νό­τα­τα μόνο το είδος Stephanorhinus hemitoechus, ανα­φέ­ρει η μελέ­τη, δηλα­δή ένα είδος που ζού­σε σε ανοι­χτές εκτά­σεις και αραιά δάση.

Ελαφοειδή

Παράλ­λη­λα στην επι­στη­μο­νι­κή μελέ­τη ανα­φέ­ρε­ται ότι στην πανί­δα του Πηνειού περι­λαμ­βά­νο­νται και τα τρία πολύ γνω­στά μας είδη ελα­φοει­δών που απα­ντούν σήμε­ρα στα εύκρα­τα δάση της Ευρώ­πης, δηλα­δή το ελά­φι, το πλα­τό­νι και το ζαρ­κά­δι. Εκτός όμως από αυτά περι­λαμ­βά­νε­ται και ένα, εξα­φα­νι­σμέ­νο σήμε­ρα, γιγα­ντιαίο είδος, που ονο­μά­ζε­ται μεγα­λό­κε­ρος (Megaloceros giganteus). Το ύψος του στους ώμους ξεπερ­νού­σε τα 2μ, και τα αρσε­νι­κά άτο­μα χαρα­κτη­ρί­ζο­νταν από τα τερά­στια παλα­μοει­δή κέρα­τά τους, πλά­τους άνω των 3μ. Πρό­κει­ται για το μεγα­λύ­τε­ρο ελα­φοει­δές που έζη­σε ποτέ. Ο μεγα­λό­κε­ρος έζη­σε σε εύκρα­τες περιο­χές της Ευρα­σί­ας μέχρι το τέλος του Πλει­στο­καί­νου, και σε ορι­σμέ­νες θέσεις επέ­ζη­σε και στο Ολόκαινο.

Ο ιπποπόταμος (Hippopotamus sp.)

Απο­κλει­στι­κά αφρι­κα­νι­κό ζώο σήμε­ρα, ο ιππο­πό­τα­μος εξα­πλώ­θη­κε κατά τις θερ­μές μεσο­πα­γε­τώ­δεις περιό­δους του Πλει­στο­καί­νου προς Βορ­ρά μέχρι την Αγγλία. Η σημε­ρι­νή του γεω­γρα­φι­κή εξά­πλω­ση δεν απο­τε­λεί παρά ελά­χι­στο μέρος της πλει­στο­και­νι­κής. Ο ευρω­παϊ­κός ιππο­πό­τα­μος ήταν αρκε­τά μεγα­λύ­τε­ρος από τον σημε­ρι­νό: ορι­σμέ­να άτο­μα πρέ­πει να ξεπερ­νού­σαν σε μήκος τα 5 μ και σε βάρος τους 4 τόνους). Ήταν ημι­υ­δρό­βιος και ζού­σε κοντά σε λίμνες και ποτά­μια. Χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από πολύ παχύ κορ­μό, κοντά πόδια και πολύ μεγά­λη κεφα­λή με υπερ­με­γέ­θεις κυνό­δο­ντες (χαυ­λιό­δο­ντες).

Εκτός από τη μικρή δια­φο­ρά μεγέ­θους, δεν παρα­τη­ρεί­ται καμία σημα­ντι­κή ανα­το­μι­κή δια­φο­ρά μετα­ξύ των πλει­στο­και­νι­κών και των σημε­ρι­νών ιππο­πο­τά­μων, και γι’ αυτό θεω­ρού­νται από τους περισ­σό­τε­ρους ερευ­νη­τές μέλη του ιδί­ου είδους, Hippopotamusamphibius.

Χρονολόγηση της πανίδας

Σύμ­φω­να με τη μελέ­τη του κ. Αθα­να­σί­ου, η σύστα­ση της πανί­δας του Πηνειού δεί­χνει ότι τοπο­θε­τεί­ται γεω­χρο­νο­λο­γι­κώς στο Ανώ­τε­ρο Πλει­στό­και­νο. Ωστό­σο το Ανώ­τε­ρο Πλει­στό­και­νο καλύ­πτει την αρκε­τά μεγά­λη, για τα ανθρώ­πι­να μέτρα, χρο­νι­κή περί­ο­δο 180.000 ‑10.000 έτη πριν από σήμερα.

Με βάση τις χρο­νο­λο­γή­σεις αυτές, γρά­φει ο κ. Αθα­να­σί­ου στη μελέ­τη του, ότι «τα ιζή­μα­τα στην περιο­χή των Στε­νών Καλα­μα­κί­ου απο­τέ­θη­καν πριν από περί­που 30.000 ‑45.000 χρό­νια. Η ηλι­κία αυτή, κατά την οποία έζη­σαν τα απο­λι­θω­μέ­να θηλα­στι­κά του της κοι­λά­δας του Πηνειού, εμπί­πτει εντός της τελευ­ταί­ας παγε­τώ­δους περιό­δου, που σημαί­νει ότι το κλί­μα ήταν αισθη­τά πιο ψυχρό από το σημερινό».

Ωστό­σο, ανα­φέ­ρει η μελέ­τη, «λόγω του σχε­τι­κά μικρού γεω­γρα­φι­κού πλά­τους της Θεσ­σα­λί­ας, τα παγε­τι­κά φαι­νό­με­να δεν ήταν τόσο έντο­να. Αυτό συνά­γε­ται από την απου­σία στην απο­λι­θω­μέ­νη πανί­δα ζώων από­λυ­τα προ­σαρ­μο­σμέ­νων σε ψυχρά περι­βάλ­λο­ντα, όπως το μαμούθ και ο τρι­χω­τός ρινό­κε­ρος. Αντι­θέ­τως, η πανί­δα περι­λαμ­βά­νει θηλα­στι­κά, όπως ο ιππο­πό­τα­μος, που δεν μπο­ρούν να ζήσουν σε συν­θή­κες παγετού».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο