Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στου «κασίδα το κεφάλι» και Κοινωνιολογία και Θρησκευτικά

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλεξίου
Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Δε νομί­ζω πως η έντα­ξη του μαθή­μα­τος της Κοι­νω­νιο­λο­γί­ας με την αντί­στοι­χη κατάρ­γη­ση των Λατι­νι­κών και άλλων μαθη­μά­των που εξαγ­γέλ­θη­κε από τον Υπουρ­γό Παι­δεί­ας, αλλά­ζει τίπο­τε το ουσια­στι­κό στη δομή του Λυκεί­ου. Αυτό (το Λύκειο) παρα­μέ­νει πάντο­τε εργα­λείο δια­χεί­ρι­σης των μαθη­τι­κών ροών προς την τρι­το­βάθ­μια εκπαί­δευ­ση. Και μόνο η έντα­ξη των Θρη­σκευ­τι­κών κατα­δει­κνύ­ει πως το ζητού­με­νο δεν είναι η κρι­τι­κή σκέ­ψη αλλά η δογ­μα­τι­κή σκέ­ψη, η εύπε­πτη γνώ­ση, η ιδε­ο­λο­γι­κή εγχά­ρα­ξη. Δεί­χνει επί­σης τις ισορ­ρο­πί­ες που επι­χει­ρεί να κρα­τή­σει το Υπουρ­γείο με την Εκκλη­σία της Ελλά­δος και τους εκσυγ­χρο­νι­στές. Αν η Κοι­νω­νιο­λο­γία εμφα­νί­ζε­ται στην Ελλά­δα ως κρι­τι­κή επι­στή­μη αυτό δεν έχει να κάνει με το επι­στη­μο­λο­γι­κό και επι­στη­μο­νι­κό της περιε­χό­με­νο αλλά με τον τρό­πο πρό­σλη­ψής της και με την ανά­γκη να νομι­μο­μο­ποι­η­θεί ο εκσυγ­χρο­νι­σμός των αστι­κών υπερ­δο­μών. Σε ένα παλιό­τε­ρο άρθρο μου Η Κοι­νω­νιο­λο­γία ως επι­στή­μη τη αστι­κής κοι­νω­νί­ας που ήταν ομι­λία στην υπο­δο­χή των πρω­το­ε­τών φοι­τη­τών (Ουτο­πία 56, 2004) προ­σπα­θού­σα να δεί­ξω τους λόγους που κατέ­στη­σαν την Κοι­νω­νιο­λο­γία στη κατ’ εξο­χήν επι­στή­μη της αστι­κής κοινωνίας.

Αυτό μπο­ρεί να το παρα­κο­λου­θή­σει κανείς αν εστιά­σει στους τρό­πους με τους οποί­ους η κοι­νω­νία εγκα­λεί την ανθρώ­πι­νη σκέ­ψη και κατ’ επέ­κτα­ση την επι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη. Μέρος αυτών των εγκλή­σε­ων-ανα­δρά­σε­ων είναι η αυτο­νό­μη­ση της κοι­νω­νιο­λο­γι­κής σκέ­ψης από τη γενι­κή θεμα­τι­κή της φιλο­σο­φί­ας. Αυτή (η Κοι­νω­νιο­λο­γία) ανα­λαμ­βά­νει να προ­σφέ­ρει μια μορ­φή αυτο­συ­νεί­δη­σης της κοι­νω­νία που φέρ­νει μαζί της η Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, δηλα­δή στην αστι­κή κοι­νω­νία. Η μεθο­δο­λο­γι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση απέ­να­ντι στη φιλο­σο­φία, καθώς η νομι­μο­ποι­η­τι­κή βάση ανα­ζη­τεί­ται πλέ­ον στην αντί­λη­ψη και στην παρα­τή­ρη­ση και όχι στο λόγο και στη σκέ­ψη εξυ­ψώ­νει την εμπει­ρία σε κύριο γνω­στι­κό στοιχείο. 

Οι επι­στη­μο­λο­γι­κές και μεθο­δο­λο­γι­κές αρχές του D. Hume (18ος αιώ­νας) για την εμπει­ρι­κή γνώ­ση που βασί­ζε­ται στα αισθη­τη­ρια­κά δεδο­μέ­να ως μονα­δι­κής πηγής της πραγ­μα­τι­κά επι­στη­μο­νι­κής γνώ­σης χωρίς συνε­ξέ­τα­ση του οντο­λο­γι­κού υπό­βα­θρου αυτών των εμπει­ρι­κών δεδο­μέ­νων, συστη­μα­το­ποιού­νται από τον A. Comte για να απο­τε­λέ­σουν τις επι­στη­μο­λο­γι­κές βάσεις του θετι­κι­σμού. Η «υπο­τα­γή της φαντα­σί­ας στην παρα­τή­ρη­ση», που δια­κή­ρυτ­τε ο A. Comte,- και ως αντί­δρα­ση στο σπι­ρι­τουα­λι­σμό του H. Bergson που κυριαρ­χού­σε στη Γαλ­λία που απορ­ρί­πτει την επι­στη­μο­νι­κή ορθο­λο­γι­κό­τη­τα και τις εξη­γη­τι­κές αξιώ­σεις- σήμαι­νε και μια τάση, όπως το έθε­σε ο H. Marcuse, συγκα­τά­θε­σης προς το δεδο­μέ­νο (Μαρ­κού­ζε, Χ., Λόγος και επα­νά­στα­ση. Ο Χέγκελ και η γένε­ση της κοι­νω­νι­κής θεω­ρί­ας, Αθή­να 1985).

Η απόρ­ρι­ψη της «αρνη­τι­κής μετα­φυ­σι­κής» του Hegel, ο οποί­ος θεω­ρού­σε πως η κοι­νω­νία και το κρά­τος είναι ιστο­ρι­κό έργο των ανθρώ­πων αντι­κα­θί­στα­ται με τις θετι­κι­στι­κές πρω­το­κοι­νω­νιο­λο­γι­κές θεω­ρή­σεις της «θετι­κής φιλο­σο­φί­ας» πως οι κοι­νω­νι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες πρέ­πει να εξε­τά­ζο­νται αντι­κει­με­νι­κά ακο­λου­θώ­ντας το πρό­τυ­πο των φυσι­κών επι­στη­μών. Με κάθε τρό­πο έπρε­πε να προ­α­σπι­στεί η αυτο­νο­μία των γεγο­νό­των ένα­ντι των αξιών που τα πλαι­σιώ­νουν για να υπάρ­ξει και απο­δο­χή του δεδο­μέ­νου. Με τον τρό­πο αυτό μπο­ρού­σε να εξου­δε­τε­ρω­θεί η κρι­τι­κή λει­τουρ­γία που περιεί­χε η φιλο­σο­φι­κή «άρνη­ση» του δεδο­μέ­νου, όπως συνέ­βαι­νε στον Hegel και στους αρι­στε­ρούς χεγκε­λια­νούς και να επα­να­πο­κτή­σουν τα γεγο­νό­τα το κύρος του θετικού. 

Ο περιο­ρι­σμός του απριο­ρι­σμού και η απο­κα­τά­στα­ση του κύρους της εμπει­ρί­ας (εμπει­ριο­κρα­τία) όφει­λε να προ­φυ­λά­ξει την αστι­κή κοι­νω­νία από το απρό­βλε­πτο της ιστο­ρι­κής εξέ­λι­ξης. Η αστι­κή κοι­νω­νία έπρε­πε να εμφα­νι­στεί ως η πραγ­μα­τι­κή και η μονα­δι­κή κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (ως «το τέλος της Ιστο­ρί­ας») και έπρε­πε γι’ αυτό να απο­κλει­στεί η ιστο­ρι­κο­ποί­η­ση­σή της που θα σήμαι­νε και σχε­τι­κο­ποί­η­σή της με την έννοια πως καθώς η ιστο­ρία τρα­βά­ει στο δρό­μο της τίπο­τα δεν απο­κλεί­ει η (αστι­κή-καπι­τα­λι­στι­κή) κοι­νω­νία να αντι­κα­τα­στα­θεί από μία άλλη, για παρά­δειγ­μα από μια κοι­νω­νία χωρίς τάξεις (ατα­ξι­κή κοι­νω­νία). Το ιδε­ο­λο­γι­κό αυτό πλαί­σιο δια­μορ­φώ­νει και την επι­στη­μο­λο­γι­κή μήτρα της κοι­νω­νιο­λο­γί­ας. Καθώς τα ερω­τή­μα­τα τίθε­νται με βάση αυτό το πλαί­σιο είναι αυτο­νό­τη­το πως οι απα­ντή­σεις δεν μπο­ρούν να απο­κλί­νουν απ’ αυτό. Η θεμα­τι­κή των κοι­νω­νιο­λό­γων από τον A. Comte μέχρι τον T. Parsons (δομο­λειο­τυρ­γι­σμός) κινεί­ται πλέ­ον γύρω από ζητή­μα­τα νομι­μο­ποί­η­σης και δια­τή­ρη­σης των υφι­στά­με­νων κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων. Και καθώς τα γεγο­νό­τα ερευ­νώ­νται μακριά από τις αξί­ες, οι αξί­ες της δεδο­μέ­νης (αστι­κής) κοι­νω­νί­ας απο­κτούν δια­χρο­νι­κό­τη­τα. Η στρο­φή στη γλώσ­σα και στο νοη­μα­τι­σμό, συνα­κό­λου­θο της διεύ­ρυν­σης των μεσαί­ων αστι­κών στρω­μά­των και της ανά­γκης του για συγκρό­τη­ση ταυ­τό­τη­τας (υπο­κει­με­νι­κο­ποί­η­ση), αλλά και της απο­δό­μη­σης του κρά­τους πρό­νοιας, απο­σπούν ην Κοι­νω­νιο­λο­γία από τη ανά­λυ­ση της κοι­νω­νί­ας ως δομής (κοι­νω­νι­κές τάξεις, κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα κ.λπ.) για να τη στρέ­ψουν στο βίω­μα, στη δια­φο­ρά, στο άτο­μο. Εδώ είμα­στε πλέ­ον με την Κοι­νω­νιο­λο­γία να «χάνε­ται» μέσα στις πολι­τι­σμι­κές σπου­δές (cultural studies).

Επο­μέ­νως το πρό­βλη­μα δεν είναι ποια μαθή­μα­τα μπαί­νουν ή, βγαί­νουν στο Λύκειο αλλά ο χαρα­κτή­ρας της μόρ­φω­σης και ο τύπος του Λυκεί­ου που θέλου­με. Τη στιγ­μή που το Υπουρ­γείο πει­ρα­μα­τί­ζε­ται, όπως και με τόσα άλλα πράγ­μα­τα, στο κεφά­λι των μαθη­τών («στου κασί­δη το κεφά­λι»), εισά­γο­ντας ή, καταρ­γώ­ντας μαθή­μα­τα κατά το δοκούν, κάποιοι εκλαμ­βά­νουν την αντι­κα­τά­στα­ση των Λατι­νι­κών με την Κοι­νω­νιο­λο­γία και τα Θρη­σκευ­τι­κά ως πρό­ο­δο. Η μετα­φυ­σι­κή σκέ­ψη μαζί με τη συγ­χρο­νι­κή (κοι­νω­νιο­λο­γι­κή) σκέ­ψη. Δια­λε­κτι­κή ή, «τρι­κυ­μία εν κρανίω»;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο