Το μεγαλείο του γενέθλιου τόπου είναι χωρίς αμφιβολία αυτό που μεγεθύνει το χατίρι. Η ποίηση και η ομορφιά στο Λασίθι θαρρείς φυτρώνει παντού, στο χώμα, στις κορφές, στα χιόνια, στις εικόνες, στους ανεμόμυλους, στα ηλιοκαμένα πρόσωπα, όλα τα αφήνει να θρέψουν τη νοσταλγία σου.
Το Οροπέδιο για εσένα ορίζει τον τόπο της αγάπης, της επιστροφής, της δικής σου και της δικής μας ίσως. Η αγάπη ευφρόσυνη, αυτή η δύναμη της ψυχής που κάνει να συνεχίζεται η ζωή με έναν άλλο τρόπο, με πείσμα, εδώ στο απάνω δώμα της γης που η περηφάνια καλά κρατεί.
Οι εικόνες, όπου και αν κοιτάξεις σε μεταφέρουν άμεσα από το πλατύ του κάμπου στο πολύ του ουρανού για ν’ αγγίξεις κορφές για να μυηθείς στην προετοιμασία της επιστροφής της ψυχής στον επίγειο τούτο παράδεισο, για ένα ταξίδι νοσταλγίας με ξεκάθαρα συναισθήματα ανυπομονησίας, συγκίνησης, αγωνίας, χαράς αληθινής.
Όλες οι εικόνες αισθάνεσαι πως ενώ διαπλέκονται και συναποτελούν το ένα, το θαυμαστό και θαύμα του τόπου, δεν χάνουν την αυτονομία και την αξία τους, αφού μπορούν και μιλούν όλες μαζί, αλλά και καθεμιά ξεχωριστά στην καρδιά σου.
Επιστρέφεις εδώ που έχεις αποθέσει την πιο ζωντανή σου μνήμη, εδώ που κρατάς ακόμη στα χέρια το πρώτο ραβασάκι του έρωτα, εδώ που έχεις αγαπήσει τον πιο καθάριο λόγο και το πιο αληθινό δάκρυ.
Οροπέδιο, γενέθλιος τόπος, αναγνωρίζεις το χώμα που κάποτε περπάτησες ξυπόλητη και πίστευες πως έτσι παίρνεις δύναμη από τη δύναμη της γης. Θα ανταμώσεις πολλά ακόμη γνώριμα πρόσωπα χωρίς να πονάς για τις αλλαγές που πάνω τους σμιλεύει ο χρόνος. Αγαπάς τις ρυτίδες όλες, και τις δικές σου. Το μέσα δεν αλλάζει, αυτό έχει σημασία.
«Στου νου μου τον χερόμυλο φέρνω τα περασμένα
κι αλέθω ντα, μήπως και βρω πράμα καλό από σένα»,
σου απευθύνεται με μαντινάδα ο γέρο Μανουσομανώλης.
«Πού είναι η Μανουσομαρία, η Γαλάτεια, ο Κωστής, τα μικρά παιδιά; » χαιρετάς και ρωτάς για όλους πλησιάζοντας στην αυλή του σπιτιού με τα πολλά λουλούδια στο Μαγουλά.
«Η κερά μου, αλέθει χαχαλιές — χαχαλιές το στάρι στο χερόμυλο στη μέσα κάμερα, η Γαλάτεια ανεχουμίζει το ξινόγαλο στο κουρούπι εκειέ αποκάτω στο μονόσπιτο, ο Κωστής πάει να φέρει τη σίγλα απού τη μάντρα να ψήσομε τον ξινόχοντρο, το Δημητρό κρατεί μνια παρασύρα και μαζώνει τα φρίσσαλα, ο μικιός Κωστής αθοπουτίστηκε και πλύνεται στο βρυσάλι, το Ρηνιώ και τ’ αποδέλοιπα κοπέλια πότε γλακούνε απάνω κάτω και πότε παίζουνε με τα κατσούλια. Κι εγώ μπάρεμου συντρέμω ως μπορώ, συμπαίνω τα ξύλα στην παρασθιά να γενεί η φωτιά και πίνω και που λαιμνιά κρασί απού τον τσούκο να μη στεγνώνει ο τζάρουκας μου και πλαντάξω απού το βήχα» , θα σου απαντήσει με όλες τις λεπτομέρειες και θα σε υποδεχτεί με πολλή χαρά, έτσι όπως ξέρει να κάνει κάθε φορά.
Κοιτάζεις τον χερόμυλο, ακούς τις κυκλικές πέτρες ίσου περίπου μεγέθους, που τρίζουν καθώς γυρίζει η πάνω πέτρα ρυθμικά και σπάει το στάρι. Εργαλείο που δεν έλειπε από κανένα σπίτι σε παλαιότερες εποχές. Στο Οροπέδιο χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Στο πάνω μέρος η πέτρα έχει ένα άνοιγμα, μια τρύπα στο κέντρο απ’ όπου ρίχνουν το στάρι, «χαχαλιές – χαχαλιές» , όπως λέει ο Μανουσομανώλης.
Κάποτε άλεθαν και το χοντρό αλάτι σε αυτό τον μύλο, τότε που το αλάτι ήταν μονοπώλιο.
Στην άκρη, προς την περιφέρεια της πάνω μυλόπετρας υπάρχει ένα βαθούλωμα όπου προσαρμόζεται ένα μικρό ξύλο και έτσι γυρίζει με ευκολία.
Ανάμεσα στις δυο πέτρες, η χελιδόνα ένα ειδικά διαμορφωμένο ξύλο ρυθμίζει το πόσο πολύ θα σπάσουν οι κόκκοι του σταριού.
Γυρίζει η μυλόπετρα. Χαμογελαστή η Γαλάτεια σε καλωσορίζει με εγκαρδιότητα. Γεμίζει το τραπέζι κεράσματα μοιράζοντας απλόχερα και με χαρά τα αγαθά της. Κουλουράκια, μαραθόπιτες, ντολμάδες, φάβα, καλιτσούνια, στάκα, σκιουφιχτά μακαρόνια, ξεροτήγανα, όλα από τα χέρια της!
Η φιλοξενία στα καλύτερά της. Γυρίζει η μυλόπετρα, γυρίζει και ο νους.
Θα περιμένεις, θέλεις να ξαναζήσεις και αυτή την διαδικασία, όπως τότε, όπως παλιά.
Η σίγλα με τριάντα κιλά ξινισμένο γάλα και μια κανάτα νερό μπαίνει πάνω στην φωτιά. Ανακατεύει ο Κωστής με ξύλινη αυτοσχέδια μεγάλη κουτάλα από ασφένταμο μέχρι να ζεσταθεί το περιεχόμενο χωρίς να κολλήσει. Θα καλέσει τα παιδιά, τα εγγόνια του, και θα τους ζητήσει αφού πάρουν μια χούφτα χοντρό αλάτι από το πήλινο βάζο, να το ρίξουν προσεκτικά από την άκρη μέσα στη σίγλα. Μετά θα αναλάβει να προσθέσει η Γαλάτεια το χοντροαλεσμένο στάρι λίγο – λίγο για να μην κομπιάσει.
Η Μανουσομαρία αφού δέσει το μαύρο μαντίλι της, θα μετρήσει τέσσερα ποτήρια λάδι και θα ευχηθεί «και του χρόνου τον άλλο Αύγουστο, νά ’μαστε καλά, να ξανασμίξομε μικιοί και μεγάλοι».
Στα πιο παλιά χρόνια η ζωή στο Οροπέδιο ήταν σίγουρα δυσκολότερη. Οι άνθρωποι περνούσανπολλές δοκιμασίες για να καταφέρουν να βιοποριστούν. Οι προσπάθειες ήταν τεράστιες και το πείσμα τους όμως να κρατηθούν στη ζωή και στον τόπο μεγάλο σε μια εποχή που δεν υπήρχαν οι ευκολίες και τα απαραίτητα μέσα. Ο Λασιθιώτης πορευόταν με αυτά που προερχόταν από τη φύση. Συνηθισμένος στα δύσκολα αφού υπήρχαν πολλές ελλείψεις κυρίως το χειμώνα, προνοούσε από το καλοκαίρι. Όλοι και στα δεκαοχτώ χωριά έφτιαχναν ξινόχοντρο και όταν στέγνωνεστον ήλιο τον βάζανε μέσα σε πάνινα σακούλια ή σε κουρούπια για να τον αποθηκεύσουν για το χειμώνα. Στη γερμανική κατοχή ο ξινόχοντρος έσωσε πολλές οικογένειες από την πείνα.
«Ανεκάτωνε εδά Κωστή και λίγανε την κουβέντα, ανεκάτωνε μέχρι να πήξει καλά – καλά και ξάνοιγε να μην κολλήσει στον πάτο και τσικνώσει, γιατί δα μυρίζει άσκημα» , υποδεικνύει ο Μανουσομανώλης και λιγοστεύει τα ξύλα στη φωτιά της υπαίθριας παραστιάςστην αυλή.
Η ματιά σου πέφτει σε μια παλιά λάμπα πετρελαίου κρεμασμένη στον τοίχο και παραδίπλα σ’ ένα μπακιρένιο λύχνο που ανάβει σαν καντήλι στη μνήμη. Πιο πέρα κρεμασμένα δυο ματσάκια ρίγανη, στη γωνία το πιθάρι κι ένα κόσκινο για καπάκι. Το θρινάκι έχει εκπληρώσει το χρέος του για πάντα από ό,τι φαίνεται. Συλλογίζεσαι εκείνη την όχι και τόσο μακρινή εποχή που για τον Λασιθιώτη δεν υπήρχε ξεκούραση. Από ήλιο σε ήλιο, από το πρωί μέχρι το σούρουπο, όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι.Στην επιστροφή από τον κάματο, το μικρό του σπίτι πλάταινε, γέμιζε γέλια και ζωή και μοιάζειαπίστευτο το πώς χωρούσαν όλοι, ίσως επειδή ήταν όλοι τους καλοί και αγνοί άνθρωποι. Αναμνήσεις μιας εποχής που δεν ξαναγυρίζει, αναμνήσεις όμορφες…
Μπορεί σήμερα η ζωή να έχει περισσότερες ανέσεις, όμως δεν έχει εκείνη τη γραφικότητα, γι’ αυτό όταν την συναντάς δεν θέλεις να χάσεις ούτε μια στιγμή, γι’ αυτό αφήνεσαι με εμπιστοσύνη, να θυμηθείς, να ξαναζήσεις, να νοσταλγήσεις. Κλείνεις τα μάτια, βλέπεις ακόμη τα ζώα να περνούν φορτωμένα στα στενά δρομάκια, θαρρείς ακούς και τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν τα πέταλα τους πάνω στην πέτρα, ακούς και το κουδουνάκι που χτυπά στο λαιμό.
«Το σπίτι που γεννήθηκα ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·
και ανόθευτο και αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα»
έρχονται αβίαστα οι στίχοι στα χείλη, από το ποίημα του Κωστή Παλαμά.
«Η καλύτερη εποχή για τον ξινόχοντρο είναι τουτεσές οι μέρες του Αυγούστου απού τα παλιά σεφέρια, τότεσας που νηστεύγουνε το γάλα οι αθρώποι και το μαζώνουνε. Έχει ακόμη τα μερτεμάκια που δε λείπουνε στο Λασίθι, φυσούνε και το ψιμοκαλόκαιρο και βοηθούνε να στεγνώξει ο χόντρος στα δώματα που τον απλώνομε» , διακόπτει την ονειροπόλησή σου και δοκιμάζει πρώτος ένα κομμάτι ζεστό ξινόχοντρο ο Μανουσομανώλης.
«Η καλή αθιβολή και η καλή παρέα, μπάταρε πως κάνει ως και τον ξινόχοντρο πιανόστιμο, συμπεθέρα» σε διαβεβαιώνει.
Θα περάσουν αρκετές ώρες μέχρι να κρυώσει. Με βαθύ κουτάλι ή με τα δάχτυλα, στη χούφτα θα πάρει σχήμα μικρού σβόλου, μετά θα απλωθεί στο δώμα για να στεγνώσει, σε τελάρο, πάνω σε λινό άσπρο σεντόνι, θα σκεπαστεί με τούλι, θα κορτάρει μελτέμι και ήλιο την ημέρα, φεγγάρι τη νύχτα και αφού χορτάσει κουβέντα με τ’ άστρα και πάρει να ξεραίνεται θα αποθηκευτεί όπως παλιά για τον χειμώνα.
Στην αυλή της Γαλάτειας, κάθε συζήτηση, κάθε επαφή μαζί της δίνει έμπνευση. Γοητεύεσαι από όλα εκείνα που βρίσκονται ανόθευτα στην καρδιά και στη σκέψη της. Μαγειρεύει και φτιάχνει γλυκά έτσι όπως θυμάται από τη μάννα και τη γιαγιά της. Κράτησε όλα αυτά που με τα χρόνια για άλλους ξεθώριασαν και χάθηκαν. Η φιλοξενία της δεν περιορίζεται σε φιλικά ή συγγενικά πρόσωπα, φτάνει πιο μακριά. Η Γαλάτεια μαζί με την πόρτα του σπιτιού της, ανοίγει και την καρδιά της, σου χαρίζει ένα κομμάτι της προσωπικής της ζωής και το σπίτι της γίνεται και δικό σου, και είναι εδώ για σου θυμίζει πως η ζωή γίνεται πιο ωραία όταν οι άνθρωποι έρχονται κοντά και την μοιράζονται παρέα…
«Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνομε» , σου θυμίζει τα λόγια του Καζαντζάκη και συμπληρώνει, «προλαβαίνομε να χαρούμε, να δούμε την ανατολή του ήλιου στη Μαδάρα, ν’ ακούσομε τα πουλιά να κελαηδούν στου Κλώρου, να μυρίσομε τον αέρα που περνά μέσα από το βασιλικό στου Χανιαλή τη βρύση, να φάμε και να πιούμε, μόνο ελάτε μην ντρέπεστε…» , η Γαλάτεια απλή και καταδεκτική, η Γαλάτεια…
Αγάπη χωρίς ανταπόδοση, όλο το νόημα της αγάπης σ’ ένα πιάτο ξινόχοντρο, η χαρά να προσφέρεις, η ομορφιά να μοιράζεσαι, η συγκίνηση να θυμάσαι.
Σε τούτο τον μικρό Μέγα Τόπο, στο απάνω δώμα της Κρήτης, οι στοχασμοί δεν γνωρίζουν ενδιάμεσες αποστάσεις σαν ταξιδεύουν από πρόσωπο σε πρόσωπο κι από εποχή σε εποχή. Η σκέψη τραμπαλίζεται όπου στραφταλίζουν μυστικά και ονόματα. Εδώ η αγάπη χρησμοδοτεί το αναγκαίο, και οι απόκοτοι παλμοί της καρδιάς υπηρετούν σκληρή θητεία στην ανάσταση.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Από το βιβλίο Λασίθι, Τόπος Μέγας
Κέρκυρα Μάης του 2020
H Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου] γεννήθηκε στην Κρήτη. Οι ρίζες της είναι στο Οροπέδιο Λασιθίου. Στο Τζερμιάδο μεγάλωσε, εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Την κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα.Μένει σταθερά αφοσιωμένη στην οικογένεια. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα, για να δικαιωθεί ταπεινά στη σιωπή και αθόρυβα στο καθαρό βλέμμα θυμίζοντας την αλμύρα, την πιο αρχαία γεύση ζωής στο δάκρυ.Πιστεύει στην αγάπη. Συνηθίζει να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει.Την γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Η Αγάπη αντέχει το ρίσκο στ’ ανοικτά και τινάζει το χνούδι της λήθης στη βροχή. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη, για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.Την πολεμούν οι λέξεις. Γίνονται όχημα μαγείας, γι’ αυτό και δεν αναρωτιέται πια «γιατί γράφω;» Όπως αναπνέει, μιλάει, ονειρεύεται, συμφιλιώνεται με τη ζωή και τον θάνατο μαγικά, έτσι και η ανάγκη της να γράφει. Ακουμπά στο παρελθόν, όμως η λέξη που την καθορίζει είναι το «Αύριο»