Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στου νου μου τον χερόμυλο φέρνω τα περασμένα

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Το μεγα­λείο του γενέ­θλιου τόπου είναι χωρίς αμφι­βο­λία αυτό που μεγε­θύ­νει το χατί­ρι. Η ποί­η­ση και η ομορ­φιά στο Λασί­θι θαρ­ρείς φυτρώ­νει παντού, στο χώμα, στις κορ­φές, στα χιό­νια, στις εικό­νες, στους ανε­μό­μυ­λους, στα ηλιο­κα­μέ­να πρό­σω­πα, όλα τα αφή­νει να θρέ­ψουν τη νοσταλ­γία σου.

Το Ορο­πέ­διο για εσέ­να ορί­ζει τον τόπο της αγά­πης, της επι­στρο­φής, της δικής σου και της δικής μας ίσως. Η αγά­πη ευφρό­συ­νη, αυτή η δύνα­μη της ψυχής που κάνει να συνε­χί­ζε­ται η ζωή με έναν άλλο τρό­πο, με πεί­σμα, εδώ στο απά­νω δώμα της γης που η περη­φά­νια καλά κρατεί.

Οι εικό­νες, όπου και αν κοι­τά­ξεις σε μετα­φέ­ρουν άμε­σα από το πλα­τύ του κάμπου στο πολύ του ουρα­νού για ν’ αγγί­ξεις κορ­φές για να μυη­θείς στην προ­ε­τοι­μα­σία της επι­στρο­φής της ψυχής στον επί­γειο τού­το παρά­δει­σο, για ένα ταξί­δι νοσταλ­γί­ας με ξεκά­θα­ρα συναι­σθή­μα­τα ανυ­πο­μο­νη­σί­ας, συγκί­νη­σης, αγω­νί­ας, χαράς αληθινής.

Όλες οι εικό­νες αισθά­νε­σαι πως ενώ δια­πλέ­κο­νται και συνα­πο­τε­λούν το ένα, το θαυ­μα­στό και θαύ­μα του τόπου, δεν χάνουν την αυτο­νο­μία και την αξία τους, αφού μπο­ρούν και μιλούν όλες μαζί, αλλά και καθε­μιά ξεχω­ρι­στά στην καρ­διά σου.

Επι­στρέ­φεις εδώ που έχεις απο­θέ­σει την πιο ζωντα­νή σου μνή­μη, εδώ που κρα­τάς ακό­μη στα χέρια το πρώ­το ραβα­σά­κι του έρω­τα, εδώ που έχεις αγα­πή­σει τον πιο καθά­ριο λόγο και το πιο αλη­θι­νό δάκρυ.Λασίθι Τόπος Μέγας Αύριο εν ονόματι της αγάπης Ζωή Δικταίου

Ορο­πέ­διο, γενέ­θλιος τόπος, ανα­γνω­ρί­ζεις το χώμα που κάπο­τε περ­πά­τη­σες ξυπό­λη­τη και πίστευ­ες πως έτσι παίρ­νεις δύνα­μη από τη δύνα­μη της γης. Θα αντα­μώ­σεις πολ­λά ακό­μη γνώ­ρι­μα πρό­σω­πα χωρίς να πονάς για τις αλλα­γές που πάνω τους σμι­λεύ­ει ο χρό­νος. Αγα­πάς τις ρυτί­δες όλες, και τις δικές σου. Το μέσα δεν αλλά­ζει, αυτό έχει σημασία.

«Στου νου μου τον χερό­μυ­λο φέρ­νω τα περασμένα
κι αλέ­θω ντα, μήπως και βρω πρά­μα καλό από σένα»,
σου απευ­θύ­νε­ται με μαντι­νά­δα ο γέρο Μανουσομανώλης.

«Πού είναι η Μανου­σο­μα­ρία, η Γαλά­τεια, ο Κωστής, τα μικρά παι­διά; »  χαι­ρε­τάς και ρωτάς για όλους πλη­σιά­ζο­ντας στην αυλή του σπι­τιού με τα πολ­λά λου­λού­δια στο Μαγουλά.

«Η κερά μου, αλέ­θει χαχα­λιές — χαχα­λιές το στά­ρι στο χερό­μυ­λο στη μέσα κάμε­ρα, η Γαλά­τεια ανε­χου­μί­ζει το ξινό­γα­λο στο κου­ρού­πι εκειέ απο­κά­τω στο μονό­σπι­το, ο Κωστής πάει να φέρει τη σίγλα απού τη μάντρα να ψήσο­με τον ξινό­χο­ντρο, το Δημη­τρό κρα­τεί μνια παρα­σύ­ρα και μαζώ­νει τα φρίσ­σα­λα, ο μικιός Κωστής αθο­που­τί­στη­κε και πλύ­νε­ται στο βρυ­σά­λι, το Ρηνιώ και τ’ απο­δέ­λοι­πα κοπέ­λια πότε γλα­κού­νε απά­νω κάτω και πότε παί­ζου­νε με τα κατσού­λια. Κι εγώ μπά­ρε­μου συντρέ­μω ως μπο­ρώ,  συμπαί­νω τα ξύλα στην παρα­σθιά να γενεί η φωτιά και πίνω και που λαι­μνιά κρα­σί απού τον τσού­κο να μη στε­γνώ­νει ο τζά­ρου­κας μου και πλα­ντά­ξω απού το βήχα» , θα σου απα­ντή­σει με όλες τις λεπτο­μέ­ρειες και θα σε υπο­δε­χτεί με πολ­λή χαρά, έτσι όπως ξέρει να κάνει κάθε φορά.

Χερόμυλος Ανώγεια

Φωτο από το site του δήμου Ανωγείων

Κοι­τά­ζεις τον χερό­μυ­λο, ακούς τις κυκλι­κές πέτρες ίσου περί­που μεγέ­θους, που τρί­ζουν καθώς γυρί­ζει η πάνω πέτρα ρυθ­μι­κά και σπά­ει το στά­ρι. Εργα­λείο που δεν έλει­πε από κανέ­να σπί­τι σε παλαιό­τε­ρες επο­χές. Στο Ορο­πέ­διο  χρη­σι­μο­ποιεί­ται ακό­μη και σήμε­ρα. Στο πάνω μέρος η πέτρα έχει ένα άνοιγ­μα, μια τρύ­πα στο κέντρο απ’ όπου ρίχνουν το στά­ρι, «χαχα­λιές – χαχα­λιές» , όπως λέει ο Μανουσομανώλης.

Κάπο­τε άλε­θαν και το χοντρό αλά­τι σε αυτό τον μύλο, τότε που το αλά­τι ήταν μονοπώλιο.
Στην άκρη, προς την περι­φέ­ρεια της πάνω μυλό­πε­τρας υπάρ­χει ένα βαθού­λω­μα όπου προ­σαρ­μό­ζε­ται ένα μικρό ξύλο και έτσι γυρί­ζει με ευκολία.
Ανά­με­σα στις δυο πέτρες, η χελι­δό­να ένα ειδι­κά δια­μορ­φω­μέ­νο ξύλο ρυθ­μί­ζει το πόσο πολύ θα σπά­σουν οι κόκ­κοι του σταριού.

Χερόμυλος Χειρόμυλος

Γυρί­ζει η μυλό­πε­τρα. Χαμο­γε­λα­στή η Γαλά­τεια σε καλω­σο­ρί­ζει με εγκαρ­διό­τη­τα. Γεμί­ζει το τρα­πέ­ζι κερά­σμα­τα μοι­ρά­ζο­ντας απλό­χε­ρα και με χαρά τα αγα­θά της. Κου­λου­ρά­κια, μαρα­θό­πι­τες, ντολ­μά­δες, φάβα, καλι­τσού­νια, στά­κα, σκιου­φι­χτά μακα­ρό­νια, ξερο­τή­γα­να, όλα από τα χέρια της!

Η φιλοξενία στα καλύτερά της. Γυρίζει η μυλόπετρα, γυρίζει και ο νους.

Θα περι­μέ­νεις, θέλεις να ξανα­ζή­σεις και αυτή την δια­δι­κα­σία, όπως τότε, όπως παλιά.

Η σίγλα με τριά­ντα κιλά ξινι­σμέ­νο γάλα και μια κανά­τα νερό μπαί­νει πάνω στην φωτιά. Ανα­κα­τεύ­ει ο Κωστής με ξύλι­νη αυτο­σχέ­δια μεγά­λη κου­τά­λα από ασφέ­ντα­μο μέχρι να ζεστα­θεί το περιε­χό­με­νο χωρίς να κολ­λή­σει. Θα καλέ­σει τα παι­διά, τα εγγό­νια του, και θα τους ζητή­σει αφού πάρουν μια χού­φτα χοντρό αλά­τι από το πήλι­νο βάζο, να το ρίξουν προ­σε­κτι­κά από την άκρη μέσα στη σίγλα. Μετά θα ανα­λά­βει να προ­σθέ­σει η Γαλά­τεια το χοντρο­α­λε­σμέ­νο στά­ρι λίγο – λίγο  για να μην κομπιάσει.

Η Μανου­σο­μα­ρία αφού δέσει το μαύ­ρο μαντί­λι της, θα μετρή­σει τέσ­σε­ρα ποτή­ρια λάδι και θα ευχη­θεί «και του χρό­νου τον άλλο Αύγου­στο, νά ’μαστε καλά, να ξανα­σμί­ξο­με μικιοί και μεγάλοι».

Στα πιο παλιά χρό­νια η ζωή στο Ορο­πέ­διο ήταν σίγου­ρα δυσκο­λό­τε­ρη. Οι άνθρω­ποι περ­νού­σαν­πολ­λές δοκι­μα­σί­ες για να κατα­φέ­ρουν να βιο­πο­ρι­στούν. Οι προ­σπά­θειες ήταν τερά­στιες και το πεί­σμα τους όμως να κρα­τη­θούν στη ζωή και στον τόπο μεγά­λο σε μια επο­χή που δεν υπήρ­χαν οι ευκο­λί­ες και τα απα­ραί­τη­τα μέσα. Ο Λασι­θιώ­της πορευό­ταν με αυτά που προ­ερ­χό­ταν από τη φύση. Συνη­θι­σμέ­νος στα δύσκο­λα αφού υπήρ­χαν πολ­λές ελλεί­ψεις κυρί­ως το χει­μώ­να, προ­νο­ού­σε από το καλο­καί­ρι. Όλοι και στα δεκα­ο­χτώ χωριά έφτια­χναν ξινό­χο­ντρο και όταν στέ­γνω­νε­στον ήλιο τον βάζα­νε μέσα σε πάνι­να σακού­λια ή σε κου­ρού­πια για να τον απο­θη­κεύ­σουν για το χει­μώ­να. Στη γερ­μα­νι­κή κατο­χή ο ξινό­χο­ντρος έσω­σε πολ­λές οικο­γέ­νειες από την πείνα.

«Ανε­κά­τω­νε εδά Κωστή και λίγα­νε την κου­βέ­ντα, ανε­κά­τω­νε μέχρι να πήξει καλά – καλά και ξάνοι­γε να μην κολ­λή­σει στον πάτο και τσι­κνώ­σει, για­τί δα μυρί­ζει άσκη­μα» , υπο­δει­κνύ­ει ο Μανου­σο­μα­νώ­λης και λιγο­στεύ­ει τα ξύλα στη φωτιά της υπαί­θριας παρα­στιά­ςστην αυλή.

Η ματιά σου πέφτει σε μια παλιά λάμπα πετρε­λαί­ου κρε­μα­σμέ­νη στον τοί­χο και παρα­δί­πλα σ’ ένα μπα­κι­ρέ­νιο λύχνο που ανά­βει σαν καντή­λι στη μνή­μη. Πιο πέρα κρε­μα­σμέ­να δυο ματσά­κια ρίγα­νη, στη γωνία το πιθά­ρι κι ένα κόσκι­νο για καπά­κι. Το θρι­νά­κι έχει εκπλη­ρώ­σει το χρέ­ος του για πάντα από ό,τι φαί­νε­ται. Συλ­λο­γί­ζε­σαι εκεί­νη την όχι και τόσο μακρι­νή επο­χή που για τον Λασι­θιώ­τη δεν υπήρ­χε ξεκού­ρα­ση. Από ήλιο σε ήλιο, από το πρωί μέχρι το σού­ρου­πο, όλη η οικο­γέ­νεια ήταν στο πόδι.Στην επι­στρο­φή από τον κάμα­το, το μικρό του σπί­τι πλά­ται­νε, γέμι­ζε γέλια και ζωή και μοιά­ζεια­πί­στευ­το το πώς χωρού­σαν όλοι, ίσως επει­δή ήταν όλοι τους καλοί και αγνοί άνθρω­ποι. Ανα­μνή­σεις μιας επο­χής που δεν ξανα­γυ­ρί­ζει, ανα­μνή­σεις όμορφες…

Μπο­ρεί σήμε­ρα η ζωή να έχει περισ­σό­τε­ρες ανέ­σεις, όμως δεν έχει εκεί­νη τη γρα­φι­κό­τη­τα, γι’ αυτό όταν την συνα­ντάς δεν θέλεις να χάσεις ούτε μια στιγ­μή, γι’ αυτό αφή­νε­σαι με εμπι­στο­σύ­νη, να θυμη­θείς, να ξανα­ζή­σεις, να νοσταλ­γή­σεις. Κλεί­νεις τα μάτια, βλέ­πεις ακό­μη τα ζώα να περ­νούν φορ­τω­μέ­να στα στε­νά δρο­μά­κια, θαρ­ρείς ακούς και τον χαρα­κτη­ρι­στι­κό ήχο που κάνουν τα πέτα­λα τους πάνω στην πέτρα, ακούς και το κου­δου­νά­κι που χτυ­πά στο λαιμό.

«Το σπί­τι που γεν­νή­θη­κα ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώ­νε­ται και μ’ όλα του τα νιάτα.
Το σπί­τι, ας του νοθέ­ψα­νε το σχή­μα και το χρώμα·
και ανό­θευ­το και αχά­λα­στο, και με προ­σμέ­νει ακόμα»
έρχο­νται αβί­α­στα οι στί­χοι στα χεί­λη, από το ποί­η­μα του Κωστή Παλαμά.

«Η καλύ­τε­ρη επο­χή για τον ξινό­χο­ντρο είναι του­τε­σές οι μέρες του Αυγού­στου απού τα παλιά σεφέ­ρια, τότε­σας που νηστεύ­γου­νε το γάλα  οι αθρώ­ποι και το μαζώ­νου­νε. Έχει ακό­μη τα μερ­τε­μά­κια που δε λεί­που­νε στο Λασί­θι, φυσού­νε και το ψιμο­κα­λό­και­ρο και βοη­θού­νε να στε­γνώ­ξει ο χόντρος στα δώμα­τα που τον απλώ­νο­με» , δια­κό­πτει την ονει­ρο­πό­λη­σή σου και δοκι­μά­ζει πρώ­τος ένα κομ­μά­τι ζεστό ξινό­χο­ντρο ο Μανουσομανώλης.

«Η καλή αθι­βο­λή και η καλή παρέα, μπά­τα­ρε πως κάνει ως και τον ξινό­χο­ντρο πια­νό­στι­μο, συμπε­θέ­ρα» σε διαβεβαιώνει.

Θα περά­σουν αρκε­τές ώρες μέχρι να κρυώ­σει. Με βαθύ κου­τά­λι ή με τα δάχτυ­λα, στη χού­φτα θα πάρει σχή­μα μικρού σβό­λου, μετά θα απλω­θεί στο δώμα για να στε­γνώ­σει, σε τελά­ρο, πάνω σε λινό άσπρο σεντό­νι, θα σκε­πα­στεί με τού­λι, θα κορ­τά­ρει μελ­τέ­μι και ήλιο την ημέ­ρα, φεγ­γά­ρι τη νύχτα και αφού χορ­τά­σει κου­βέ­ντα με τ’ άστρα και πάρει να ξεραί­νε­ται θα απο­θη­κευ­τεί όπως παλιά για τον χειμώνα.

Στην αυλή της Γαλά­τειας, κάθε συζή­τη­ση, κάθε επα­φή μαζί της δίνει έμπνευ­ση. Γοη­τεύ­ε­σαι από όλα εκεί­να που βρί­σκο­νται ανό­θευ­τα στην καρ­διά και στη σκέ­ψη της. Μαγει­ρεύ­ει και φτιά­χνει γλυ­κά έτσι όπως θυμά­ται από τη μάν­να και τη για­γιά της. Κρά­τη­σε όλα αυτά που με τα χρό­νια για άλλους ξεθώ­ρια­σαν και χάθη­καν. Η φιλο­ξε­νία της δεν περιο­ρί­ζε­ται σε φιλι­κά ή συγ­γε­νι­κά πρό­σω­πα, φτά­νει πιο μακριά. Η Γαλά­τεια μαζί με την πόρ­τα του σπι­τιού της, ανοί­γει και την καρ­διά της, σου χαρί­ζει ένα κομ­μά­τι της προ­σω­πι­κής της ζωής και το σπί­τι της γίνε­ται και δικό σου, και είναι εδώ για σου θυμί­ζει πως η ζωή γίνε­ται πιο ωραία όταν οι άνθρω­ποι έρχο­νται κοντά και την μοι­ρά­ζο­νται παρέα…

Λυχνάρι Χαρούλα Βερίγου

«Μια αστρα­πή η ζωή μας… μα προ­λα­βαί­νο­με» , σου θυμί­ζει τα λόγια του Καζαν­τζά­κη και συμπλη­ρώ­νει, «προ­λα­βαί­νο­με να χαρού­με, να δού­με την ανα­το­λή του ήλιου στη Μαδά­ρα, ν’ ακού­σο­με τα που­λιά να κελαη­δούν στου Κλώ­ρου, να μυρί­σο­με τον αέρα που περ­νά μέσα από το βασι­λι­κό στου Χανια­λή τη βρύ­ση, να φάμε και να πιού­με, μόνο ελά­τε μην ντρέ­πε­στε…» , η Γαλά­τεια απλή και κατα­δε­κτι­κή, η Γαλάτεια…

Αγά­πη χωρίς αντα­πό­δο­ση, όλο το νόη­μα της αγά­πης σ’ ένα πιά­το ξινό­χο­ντρο, η χαρά να προ­σφέ­ρεις, η ομορ­φιά να μοι­ρά­ζε­σαι, η συγκί­νη­ση να θυμάσαι.

Σε τού­το τον μικρό Μέγα Τόπο, στο απά­νω δώμα της Κρή­της, οι στο­χα­σμοί δεν γνω­ρί­ζουν ενδιά­με­σες απο­στά­σεις σαν ταξι­δεύ­ουν από πρό­σω­πο σε πρό­σω­πο κι από επο­χή σε επο­χή. Η σκέ­ψη τρα­μπα­λί­ζε­ται όπου στρα­φτα­λί­ζουν μυστι­κά και ονό­μα­τα. Εδώ η αγά­πη χρη­σμο­δο­τεί το ανα­γκαίο, και οι από­κο­τοι παλ­μοί της καρ­διάς υπη­ρε­τούν σκλη­ρή θητεία στην ανάσταση.


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Από το βιβλίο Λασί­θι, Τόπος Μέγας
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου] γεν­νή­θη­κε στην Κρή­τη. Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο