Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στο γκέτο της Μόριας, άθλιοι!

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανάκης //

Δεν χρειά­ζε­ται να ταρά­ζε­στε. Δεν ήταν δικό μας το βρέ­φος κι η μάνα του ήταν κι αυτή ξένη. Καμία σχέ­ση με τον δυτι­κό πολι­τι­σμό. Μου­σουλ­μά­να! Μακριά από εμάς. Από μέρη που τον… θεό – τον ίδιο θεό, τον λένε Αλλάχ. Αλλά βρέ­θη­κε σ’ εμάς. Διω­κό­με­νη από βόμ­βες και πυραύ­λους που φτιά­χνου­νε δικοί μας, πολι­τι­σμέ­νοι, χρι­στια­νοί και συνά­μα από­γο­νοι του δια­φω­τι­σμού. Εμείς παρα­μέ­νου­με οι ανό­η­τοι ζεσουί­δες όταν πρό­κει­ται για διά­φο­ρα ρατσι­στό­μου­τρα που χλευά­ζουν ότι τους κατέ­βη ή για… πολι­τι­σμέ­νους Γάλ­λους και άλλους Ευρωπαίους.

Αλλά είναι ασύλ­λη­πτο – κανέ­νας νους δεν το χωρά­ει, καμιά καρ­διά δεν αντέ­χει τόση βαρ­βα­ρό­τη­τα, να καί­νε μάνα με το βρέ­φος της αγκα­λιά και κανείς να μην μπο­ρεί να την σώσει. Δεν υπάρ­χει πόνος μεγα­λύ­τε­ρος κι από­γνω­ση και θλί­ψη και οργή για τέτοια αδι­κία. Σαν δολο­φο­νεί­ται η μάνα στα μάτια του βρέ­φους της, τα τρο­μα­κτι­κά συναι­σθή­μα­τα απο­μέ­νουν μ’ όλη τους την έντα­ση εκεί που συνέ­βη το ανή­κου­στο, για πάντα γαν­τζω­μέ­να από τις πέτρες, ποτί­ζουν το χώμα, μολύ­νουν τις δικές μας ψυχές, θολώ­νουν το βλέμ­μα μας, μας αποκτηνώνουν.

Δεν ήταν απ’ τα δικά μας το βρέ­φος. Προς ώρας γλί­τω­σε. Αλλά όλο και κάποιο φορ­τη­γό μπο­ρεί να περά­σει… Τα δικά μας μεγα­λώ­νουν όπως κι όπως, με στε­ρή­σεις βεβαί­ως, αλλά δεν πέφτουν στα κεφά­λια τους βόμ­βες και πύραυ­λοι, δεν κάη­κε το σπί­τι τους, δεν θαλασ­σο­πνί­γο­νται για να περά­σουν «απέ­να­ντι» – είναι απέ­να­ντι, στην… Ευρώ­πη, δεν στρου­γκά­ρο­νται σ’ ένα στρα­τό­πε­δο-γκέ­το, άντε σε κανέ­να υπό­γειο το ένα πάνω στο άλλο, μέχρι να τα καρ­βου­νιά­σει κι αυτά με την σει­ρά τους ο… πολι­τι­σμός μας.

Όπως στα χιτλε­ρι­κά στρα­τό­πε­δα και η κάθε Μόρια. Στα κοντέι­νερς! Σε κλει­στά φορ­τη­γά τα στρί­μω­χναν οι χιτλε­ρο­φα­σί­στες κι έστρε­φαν μέσα τις εξα­τμί­σεις. Ήταν κόπος όμως, κάποιοι αργού­σαν να πεθά­νουν και καθυ­στε­ρού­σαν με το κου­βά­λη­μα των πτω­μά­των. Μετά τα ‘ριχναν με τις μανά­δες τους σε λάκ­κο που πριν είχαν σκά­ψει οι ίδιες. Πάνω στο σωρό με τους προη­γού­με­νους που είχαν δολο­φο­νή­σει. Κυλού­σαν πιο πέρα τα βρέ­φη και δολο­φο­νού­σαν τις μανά­δες τους. Εκεί­να μπου­σου­λού­σαν προς αυτές και τότε τα πυρο­βο­λού­σαν. Ακό­μη κι αυτό το ύστα­το και πιο πολύ­τι­μο αγκά­λια­σμα έμε­νε μετέ­ω­ρο για πάντα. Σήμε­ρα οι από­γο­νοι αυτών των χιτλε­ρο­φα­σι­στών τα καί­νε. Τα πνί­γουν. Τα ξεβρά­ζουν οι θάλασ­σές μας, κεί­το­νται στις ακτές μας άψυ­χα παι­δι­κά κορ­μά­κια. Τα πατά­νε φορ­τη­γά. Προ­σφέ­ρο­ντας στις μανά­δες τους την ανεί­πω­τη οδύ­νη. Και σ’ εμάς – όσοι τέλος πάντων μπο­ρού­με να την νιώ­σου­με, την ντρο­πή. Σε νησιά πρώ­ην προ­σφύ­γων των οποί­ων πολ­λοί από­γο­νοι δεν φαί­νε­ται να διδά­χτη­καν απ’ τα δει­νά των δικών τους γιαγιάδων.

Δεν είναι τα δικά μας παι­διά. Αυτά μεγα­λώ­νουν ήσυ­χα, τα απο­τρέ­που­με απ’ τους «κιν­δύ­νους», τα μαθαί­νου­με να κάθο­νται φρό­νι­μα και να μην «ανα­κα­τώ­νο­νται», τους ευχό­μα­στε καλό­τυ­χα, αναρ­τού­με και την βαθ­μο­λο­γία τους στις εισα­γω­γι­κές, άντε και κανέ­να γάμο ή βάφτι­ση, τα περισ­σό­τε­ρα όμως απο­μέ­νουν με το βλέμ­μα απλα­νές να ψάχνουν ένα μέλ­λον που τους το στέ­ρη­σαν για πάντα. Και να περι­θω­ριο­ποιού­νται, να… μαραί­νο­νται, να απο­βλα­κώ­νο­νται, να γερ­νά­νε πριν καν μεγα­λώ­σουν. Να προ­ε­τοι­μά­ζο­νται για την μεγά­λη «θυσία», σαν χρεια­στεί. Αλλά είναι παι­διά της Ευρώ­πης, είναι χρι­στια­νό­που­λα, δεν έχουν σχι­στά μάτια, δεν είναι μαύ­ρα, μελαμ­ψά, δεν είναι μου­σουλ­μα­νά­κια, δεν είναι παι­διά της Αφρι­κής, δεν είναι της Παλαι­στί­νης, του Ιράκ, της Συρί­ας, της Λιβύ­ης, της Υεμέ­νης και οι βόμ­βες, οι πύραυ­λοι, ο ιμπε­ρια­λι­στι­κός όλε­θρος των δολο­φό­νων του συστή­μα­τος πέφτουν μακριά. Ακόμη!

Έτσι αδια­φο­ρού­σε κι ο Γερ­μα­νι­κός λαός όταν στην Reichskristallnacht («Αυτο­κρα­το­ρι­κή Νύχτα των Κρυ­στάλ­λων») άρχι­ζαν να καί­νε και να γκρε­μί­ζουν οι ναζι­στές κυβερ­νή­τες του χιλιά­δες σπί­τια στις γερ­μα­νι­κές πόλεις. Ήταν σπί­τια Εβραί­ων. Και στα στρα­τό­πε­δα έχω­ναν τους κομ­μου­νι­στές. Κι όταν δολο­φο­νού­σαν μαζι­κά οι φασί­στες κυβερ­νή­τες τους, οι Γερ­μα­νοί ανα­σή­κω­ναν τους ώμους. Εβραί­οι, τσιγ­γά­νοι, κομ­μου­νι­στές και Σλά­βοι ήταν. Μάλι­στα πολ­λοί Γερ­μα­νοί καλο­ζού­σαν από τα λάφυ­ρα των κατα­κτή­σε­ων της φασι­στι­κής τους κυβέρ­νη­σης. Μέχρι που άρχι­σαν να τους φέρ­νουν εκα­τομ­μύ­ρια από τα παι­διά τους σε φέρετρα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο