Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“ΣΤΟ ΛΕΝΙΝ”, ανέκδοτο ποίημα από το αρχείο του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας γεν­νή­θη­κε το 1909 στο ορει­νό χωριό Πλα­τα­νού­σα του νομού Ιωαν­νί­νων από φτω­χή αγρο­τι­κή οικο­γέ­νεια και πέθα­νε πολύ πρό­ω­ρα, άρρω­στος, το 1956 στην Αθήνα.

Από νωρίς ανα­μεί­χθη­κε στον αντι­στα­σια­κό αγώ­να του λαού μας ενά­ντια στους ιτα­λούς-γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές, βγή­κε στο βου­νό και έμει­νε για πολύ και­ρό δίπλα στον πρω­το­κα­πε­τά­νιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη.

Αν και έζη­σε μια σύντο­μη ζωή γεμά­τη κακου­χί­ες και στε­ρή­σεις (που είχαν ως απο­τέ­λε­σμα να κλο­νι­στεί η υγεία του ), ο Γ. Κοτζιού­λας υπήρ­ξε ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους και πολυ­γρα­φό­τε­ρους Έλλη­νες δημιουρ­γούς. Ασχο­λή­θη­κε με επι­τυ­χία με όλα τα είδη της λογο­τε­χνί­ας, αν και στο ευρύ κοι­νό  είναι ‑ακό­μα- περισ­σό­τε­ρο γνω­στός ως ποιητής.

Ακό­μα και σήμε­ρα, μισό σχε­δόν αιώ­να μετά το θάνα­τό του, το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του σημα­ντι­κού και πολυ­διά­στα­του έργου του Γ. Κοτζιού­λα παρα­μέ­νει ανέκ­δο­το. Αξί­ζει όμως να σημειω­θεί ότι τα τελευ­ταία χρό­νια, με την ακά­μα­τη προ­σπά­θεια και συμ­βο­λή της οικο­γέ­νειας του γιου του Κώστα, επα­να­κυ­κλο­φο­ρούν παλαιό­τε­ρα έργα, άλλα βλέ­πουν το φως της δημο­σιό­τη­τας για πρώ­τη φορά, ενώ στα σχέ­δια βρί­σκο­νται νέες εκδό­σεις. Έτσι,  αξιο­ποιεί­ται με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο το το πλού­σιο αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα: το έργο του δημιουρ­γού φτά­νει στο λαό, απ’ τον οποίο προ­έρ­χε­ται και για τον οποίο αγω­νί­στη­κε ο Γιώρ­γος Κοτζιούλας.

Το ποί­η­μα που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα από τις σελί­δες του ΑΤΕΧΝΩΣ είναι ανέκ­δο­το και δεν έχει εξα­κρι­βω­θεί πότε γρά­φτη­κε. Είναι αφιε­ρω­μέ­νο στον ηγέ­τη της Μεγά­λης Οχτω­βρια­νής Σοσια­λι­στι­κής Επα­νά­στα­σης και του πρώ­του στον κόσμο εργα­τι­κού κρά­τους Βλα­ντί­μιρ Ιλίτς Λένιν. Προ­έρ­χε­ται από χει­ρό­γρα­φο που περι­λαμ­βά­νε­ται στο αρχείο του ποι­η­τή και μας το παρα­χώ­ρη­σε ευγε­νι­κά ο γιος του Κώστας Κοτζιού­λας, που έχει και την επι­μέ­λεια του αρχεί­ου Γιώρ­γου Κοτζιού­λα. Το παρα­θέ­του­με κρα­τώ­ντας την ορθο­γρα­φία του ποιητή:

«Ο Λένιν στο τρίτο συνέδριο της Κομσομόλ». Έργο του σοβιετικού ζωγράφου Αλεξάντρ Λομίκιν (1969)

«Ο Λένιν στο τρί­το συνέ­δριο της Κομ­σο­μόλ». Έργο του σοβιε­τι­κού ζωγρά­φου Αλε­ξά­ντρ Λομί­κιν (1969)

ΣΤΟ ΛΕΝΙΝ

Λένιν, μονά­χο του αντη­χεί, βουί­ζει τ’ όνο­μά σου
πλιό­τε­ρο απ’ όλες της παλιάς Ρωσί­ας τις καμπάνες.
Γέμι­σε από το τρά­νταγ­μα, γέμι­σε η πλά­ση ακέρια
κι ο βρό­ντος τα σαρά­βα­λα χτυ­πά­ει των καθεστώτων,
έτσι π’ ακό­μα κι ο κου­φός ν’ ακού­σει τον αχό του.
Τρέ­μει ο αφέ­ντης σύγκορ­μος, ανα­γαλ­λιά­ζει τώρα
κάθε φτω­χός, ανή­μπο­ρος και νιώ­θει τώρα ατσάλι
τα μπρά­τσα, βλέ­πο­ντας αργά αργά να ξεκολλιούνται,
να πέφτουν σιδε­ρό­δε­τα χιλιό­χρο­να αγκωνάρια.

Ο δια­λε­χτός μια­νής φυλής μην ήσουν κι ο Μεσίας
αυτός που γρά­φουν τα χαρ­τιά, της μοί­ρας τα γραμμένα;
Όχι, ήσουν γκά­στρι της οργής, κόκι­νης ώρας γέννα.
Ζεστή καρ­διά σε λεύ­τε­ρο, σ’ αντρί­κιο στή­θος ήσουν,
που γρά­φει (φέρ­νει) των από­κλη­ρων το πλή­ρω­μα του χρόνου.

Κι όπως στυ­λώ­θη­κες στης γης ολόρ­θος τα θεμέλια,
το χέρι ή πόδι του χωρίς ακό­μα να του αγγίξουν,
ο παντο­δύ­να­μος θεός σωριά­στη αμέ­σως χάμου.
Κι τσά­ροι τί ν’ από­γι­ναν, οι τσά­ροι οι φουκαράδες;
Θέριευε η επα­νά­στα­ση στα χερο­πά­λα­μά σου
τα σιδε­ρέ­νια και πετά­ει παντού το μήνυ­μά σου
Λένιν, βρο­ντά­ει σαν αστρα­πή και σαν αστροπελέκι:
κόσμε φτω­χέ, κόσμε ραγιά, δικά σου είν’ όλα τώρα,
παλά­τια, γης και λευ­τε­ριά, τα δίκια, τα χαράμια.
Χτύ­πα εκει­νούς που στ’ άρπα­ξαν και πάρ­τους τα κλεμμένα.

Στεί­ρα ως τα τώρα είταν η γης, η γης η πλού­σια, Λένιν,
μα σαν την άδρα­ξες εσύ στην αγκα­λιά σου, ανοίγει
μεμιάς η μήτρα η καρ­πε­ρή κι απ’ τον Αρχάγ­γε­λο ίσα
με την Οντέ­σα αρίφ­νη­τα χυθή­καν τ’ αγα­θά της.

Και γκρε­μι­στής κι οδη­γη­τής, άπρα­γο Σλά­βο πήρες
εσύ κι απ’ τον ανέ­γνω­μο, τον άμοι­ρο χωριάτη
και­νούρ­γιο, τρι­σε­λεύ­θε­ρο δημιούρ­γη­σες εργάτη
Λένιν, εσύ που στύ­λω­σες μια γιγα­ντέ­νια αγάπη
στην οικου­μέ­νη, πέθα­νες; Όχι, ποτέ! Πεθαίνουν
μονά­χα οι άψυ­χοι. Άλλα­ξες και γίνη­κες βλαστήμια
κι αίμα φλο­γά­το μέσα μας, η ελπί­δα και το φως μας
και πίστη ακό­μα γίνη­κες, και πίστη, κοσμοπλάστη.

Γιώρ­γος Κοτζιούλας

Για την ευγε­νι­κή παρα­χώ­ρη­ση του ποι­ή­μα­τος ευχα­ρι­στού­με θερ­μά τον Κώστα Κοτζιούλα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο