Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στο σαφάρι για παζάρι

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Βγή­κε στο μεϊ­ντά­νι ‑γύρα- για ξεπού­λη­μα και καυ­χιέ­ται και πανη­γυ­ρί­ζει για το αίσχος που κατά­φε­ρε, με λόγια λάγνα, πλά­να, ψεύ­τι­κα, παρα­γε­μι­σμέ­να από γκλά­μουρ και ξετσι­πω­σιά. Δια­φη­μί­ζει την πτώ­ση του ηθι­κού και των μειω­μέ­νων (καθώς νομί­ζει, ή κάνει πως νομί­ζει) αντα­να­κλα­στι­κών και αντι­δρά­σε­ων του Ελλη­νι­κού Λαού.

«Δεν έχου­με αφή­σει τίπο­τα όρθιο, ανα­τρέ­ψα­με τα πάντα ‑πιστοί στην σοσια­λι­στι­κή μας ιδε­ο­λο­γία –  και είμα­στε περή­φα­νοι για αυτό. Ελά­τε λοι­πόν. Ελά­τε και επεν­δύ­στε τα ωραία σας λεφτου­δά­κια και εμείς σας υπο­σχό­μα­στε πλού­τη και κέρ­δη αμύ­θη­τα μια και πετύ­χα­με να υπο­βι­βά­σου­με το εργα­τι­κό κόστος στο χαμη­λό­τε­ρο σημείο…( να δεις τι σου ‘χω για μετά ).

Πραγ­μα­το­ποί­η­σα θανα­τη­φό­ρες διαρ­θρω­τι­κές ( κατα­στρο­φι­κές) αλλα­γές.  Έχω ξεχαρ­βα­λώ­σει τις εργα­σια­κές σχέ­σεις, έκα­να φαντα­χτε­ρές μεταρ­ρυθ­μί­σεις και τους έβα­λα τα δυο πόδια σ’ ένα παπού­τσι! Τους έβα­λα τσι­γκέ­λια στα πλευ­ρά, τους στέ­ρη­σα την ανά­σα, την ελπί­δα, τα όνει­ρα, το ίδιο τους το ψωμί. Τους έκο­ψα και άλλο την σύντα­ξη, ανέ­βα­σα την υγεία, την παι­δεία και την πρό­νοια, στα ύψη. Έκα­να τα καύ­σι­μα απλη­σί­α­στα. Τους στρί­μω­ξα ολο­σχε­ρώς, τους χαλι­να­γώ­γη­σα, τους εξα­φά­νι­σα!!!!! Μην κοι­τά­τε την οργή και το μίσος τους. Μην κοι­τά­τε τις απερ­γί­ες, τα συλ­λα­λη­τή­ρια και τις δια­δη­λώ­σεις. Μαγι­κή εικό­να είναι. Θα χαμη­λώ­σουν, θα εξα­ντλη­θούν, θα υποκύψουν.

Οι προ­βο­κά­το­ρες δού­λε­ψαν σχε­τι­κά καλά. Δεν μπό­ρε­σα περισ­σό­τε­ρα για­τί αυτοί εκεί στο ΠΑΜΕ, είναι υπο­ψια­σμέ­νοι και δεν τους βάζεις εύκο­λα στο χέρι. Κρα­τά­νε γερά τα σχοι­νιά, περι­φρου­ρού­νε καλά τους αγώ­νες τους. Αλλά πού θα μου πάνε…

Εγώ ελίσ­σο­μαι σωστά. Δια­θέ­τω αντο­χή και πει­στι­κό­τη­τα και έχω ένα τσούρ­μο συμ­μά­χων (όπως όλα τ’ αστι­κά κόμ­μα­τα ), που μου συμπα­ρί­στα­νται, με προ­στα­τεύ­ουν και μ’ ενι­σχύ­ουν. Έχω τον εργο­δο­τι­κό συν­δι­κα­λι­σμό, τα ΜΜΕ, τους βιο­μη­χά­νους, τους τρα­πε­ζί­τες, τους μεγα­λο­κα­τα­σκευα­στές, τους εφο­πλι­στές και όλο το αφάν γκα­τέ της άρχου­σας τάξης. Όπως επί­σης την προ­πα­γάν­δα, την μου­τζού­ρα και την λάσπη στους αντί­πα­λους μου, δηλα­δή τον Ελλη­νι­κό Λαό.

Αλλά­ξα­με το επι­χει­ρη­μα­τι­κό περι­βάλ­λον, προ­ω­θή­σα­με τις μεγά­λες ανα­τρο­πές και προ­σφέ­ρα­με ( εκτός από ευχο­λό­για) κίνη­τρα και εγγυ­ή­σεις. Εκμε­ταλ­λευ­τή­κα­με λοι­πόν την κρί­ση και φτιά­ξα­με μια χώρα ιδα­νι­κή, μια χώρα παρά­δει­σο για τις επεν­δύ­σεις και την άνε­τη κερ­δο­φο­ρία σας. Ελά­τε! Ιδιω­τι­κο­ποιού­με και ξεπου­λά­με τα πάντα ».

Αν το πράγ­μα δεν ήταν επι­κίν­δυ­νο, θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­σθεί γελοίο.

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο