Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής

 Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Στο Σκο­πευ­τή­ριο της Καισαριανής
δια­βά­τη στά­σου προσοχή
δω χάμω κεί­το­νται νεκροί
που δεν επρό­δω­σαν ποτέ.
Ποτέ δεν είπαν ψέματα
τύραν­νο δεν προσκύνησαν. 
Β. Ρώτας

Και στέ­κο­μαι βαριά συγκι­νη­μέ­νος προ­σο­χή στο δρό­μο με τα κυπα­ρίσ­σια. Βγά­ζω το καπέ­λο κι ένας ήλιος καυ­τε­ρός, που μόλις ξεμύ­τι­σε από το σύν­νε­φο, με πυρ­πό­λη­σε. Πατώ το χώμα και βου­λιά­ζω. Παχύ χώμα, σβο­λω­μέ­νο με αίμα παγω­μέ­νο. Πλή­θος τ’ αγριο­λού­λου­δα βου­τά­νε στο αίμα και κοκ­κι­νί­ζουν. Μικρά δια­μα­ντά­κια σαν δάκρυα στρα­φτο­λο­γούν ανά­με­σα στα πέτα­λα που σήκω­σαν κεφά­λι. Βαρύ μπου­κέ­το κι ασή­κω­το, δεν άντε­ξα να το κρα­τώ στα δυο μου χέρια. Έσκυ­ψα και μάζε­ψα δείγ­μα ονο­μά­των έτσι στην τύχη.

Σου­κα­τζί­δης Ναπ., Μακρής Κωστ., Παπα­δή­μας Βας., Λια­κί­δης Θεοφ., Τσίρ­κας Κων., Δασκα­λό­που­λος Γ., Κοσμε­ρί­δης Θαν., Νεγρε­πό­ντης Νίκος. Έτσι στην τύχη, σαν δια­μα­ντέ­νια δάκρυα στη φτω­χή μου φούχτα.

Πρω­το­μα­γιά 1944. Έρω­τες και τρα­γού­δια που­λιών ανά­με­σα σ’ ανε­μο­θρο­ΐ­σμα­τα και πανη­γύ­ρια παλι­κα­ριών στο προ­σκλη­τή­ριο του θανά­του. Παπα­ρού­νες και πολυ­βό­λα. Κόκ­κι­νο χαμο­μή­λι από τη χαρι­στι­κή βολή. Οι παπα­ρού­νες ανθί­ζουν ακό­μα, τα πολυ­βό­λα σκού­ρια­σαν. Το χαμο­μή­λι ασπρο­κι­τρί­νι­σε, τα του­φέ­κια τους πάλιω­σαν. Με το τελευ­ταίο βόλι οι ιδέ­ες δεν πεθαί­νουν. Οι ιδέ­ες ανα­πτε­ρώ­νο­νται, ανα­γεν­νιού­νται και πλη­θαί­νουν. Άνοι­ξη πυρ­πο­λη­μέ­νη από τρα­γού­δια μελ­λο­θα­νά­των και κλαγ­γές πολυ­βό­λων. Μονα­δι­κές στιγ­μές πατριω­τι­σμού, λεβε­ντιάς κι αρετής.

200 παλι­κά­ρια μπρο­στά στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα ανά εικο­σά­δες. Όλη η αφρό­κρε­μα, όλος ο ανθός της ελλη­νι­κής νεο­λαί­ας του εργα­τι­κού και κομ­μου­νι­στι­κού κινήματος.

200 παλι­κά­ρια μπρο­στά στο εκτε­λι­στι­κό από­σπα­σμα ανά εικο­σά­δες. Πριν προ­λά­βει να σβή­σει από τα χεί­λη ο Εθνι­κός Ύμνος , μια ριπή πολυ­βό­λου προ­ε­τοί­μα­ζε τους επόμενους.

Η Αθή­να στε­νά­ζει, αντι­στέ­κε­ται και ετοι­μά­ζει το θρί­αμ­βο της. Όσο τα σκυ­λιά του ναζι­σμού χτυ­πά­νε τόσο πιο έντο­νη γίνε­ται η πεποί­θη­ση πως η λευ­τε­ριά πλη­σιά­ζει. Το Χαϊ­δά­ρι έχει φισκά­ρει. Στου Χατζη­κώ­στα τα ίδια. Οι φυλα­κές τα ίδια. Κάθε μέρα με τα τρέ­να κου­βα­λούν ομή­ρους στη Γερ­μα­νία. Κάθε μέρα κάποια πόλη, κάποιο χωριό απο­τί­ει φόρο τιμής στην Αντί­στα­ση. Τα Καλά­βρυ­τα, το Δίστο­μο, το Κούρ­νο­βο πλη­ρώ­νουν με το αίμα των κατοί­κων τους τ’ αντάλ­λαγ­μα για τη λευ­τε­ριά και σβή­νουν από το χάρτη.

Η Και­σα­ρια­νή είναι ξεση­κω­μέ­νη σαν μελίσ­σι που βου­ΐ­ζει. Το Δουρ­γού­τι το ίδιο. Η Κοκ­κι­νιά έχει γρά­ψει την ιστο­ρία της με το μπλό­κο και συνε­χί­ζει. Το Κατσι­κο­πό­δι, ο Κοπα­νάς, το Μπα­ρου­τά­δι­κο, οι Ποδα­ρά­δες, η Καλ­λι­θέα με τα Παλαιά Σφα­γεία. Όλες οι φτω­χο­γει­το­νιές της Αθή­νας πλη­ρώ­νουν τίμη­μα βαρύ και πολεμούν.

Στέ­κο­μαι μαρ­μα­ρω­μέ­νος και παρα­κο­λου­θώ την όλη εκδή­λω­ση τιμής, που κάθε χρό­νο κάνει ο Δήμος της Και­σα­ρια­νής στη μνή­μη των αθά­να­των παλι­κα­ριών, που με την ηρω­ϊ­κή τους πρά­ξη πέρα­σαν στην αιωνιότητα.

Ακούω τους ομι­λη­τές. Ακούω τις απαγ­γε­λί­ες ποι­η­μά­των. Το πέν­θι­μο εμβα­τή­ριο των αδι­κο­σκο­τω­μέ­νων αγω­νι­στών και με πιά­νει σύγκρυο. Πατώ το παχύ χώμα , στο χώρο του τιμη­μέ­νου Σκο­πευ­τη­ρί­ου με τα δεκά­δες κόκ­κι­να στε­φά­νια και την κλαγ­γή των σκου­ρια­σμέ­νων όπλων σβησμένη.

Αξέ­χα­στη μέρα, με μηνύ­μα­τα επί­και­ρα. Σκο­πευ­τή­ρια του κόσμου να μην πέσου­νε ποτέ στη Λήθη.
_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο